--δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος, ν. 36 του περιοδικού book' s journal-
Θωμάς Κοροβίνης,
Το «Δραμάιλο» και οι καθαρτήριες «φωτοποιητικές» σπονδές του Κυριάκου Συφιλτζόγλου
(Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Δραμάιλο, αντίποδες, Αθήνα 2017, σ. 78)
Γέννημα κι ανάθρεμμα της Δράμας, όπου και κυρίως ζει, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τέσσερις ποιητικές συλλογές, οι οποίες έχουν συζητηθεί, σχολιαστεί και επαινεθεί: «Έκαστος εφ’ ω ετάφη», εκδ. Γαβριηλίδη, 2007–επανέκδοση από τις εκδ. Θρακα, 2017, «Μισές αλήθειες», εκδ. Μελάνι, 2012, «Με ύφος Ινδιάνου», εκδ. Μελάνι, 2014, και «Στο σπίτι του κρεμασμένου, εκδ. Θράκα, 2015 (βραβείο Ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ).
Στο τελευταίο του έργο, το «Δραμάιλο», το οποίο έχει εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά, ο Συφιλτζόγλου παρουσιάζεται να έχει, όπως και στις τρεις προηγούμενες συλλογές του, βαθύχρονη λειτουργική σχέση με το φάσμα που διαμορφώνει την παράδοση της προσφυγικής γενεαλογίας.
Ως προς την τεχνική του εδώ θα ’λεγε κανείς πολύ απλά ότι ακολουθεί την γραμμή του «ελεύθερου στίχου» όπως καθιερώθηκε από την δεκαετία του ’30, φτιάχνοντας κείμενα που συνδιαλέγονται τόσο με την πρόζα, όσο και με την ποίηση. Τα κείμενα του «Δραμάιλο» διαβάζονται το καθένα χωριστά, εφόσον διαθέτουν μια σχετική αυτονομία και απεξάρτηση μεταξύ τους, ενώ παράλληλα διέπονται από σφιχτή εσωτερική συνοχή που τα καθιστά εν σώματι μια πλήρη ενότητα. Αναλογικά έχουν τον χαρακτήρα ενός συνοπτικού συναξαριστή ή ενός σύντομου Ψαλτηρίου ή, ακόμη, θα μπορούσαν να αποτελούν το περιεχόμενο ενός θρηνητικού αναλογίου. Και καθώς άτυπα συνιστούν το σύνολο μικρών συνταρακτικών Επιτύμβιων θα μπορούσαν να απαγγελθούν σε προσκεφάλι από ονοματισμένα προγονικά μνήματα αλλά και στον αέρα, πάνω από στεριές και θάλασσες, εν είδει μακαριάς ή σαν σπονδές για σώματα που δεν αξιώθηκαν μνημούρι, σαν αυτά των θυμάτων της πρόσφατης –και εν εξελίξει- Προσφυγιάς, των νέων Διωγμών, τα σκορπισμένα στα πέρατα της Μεσογείου που στοιχειώνουν τον «νοικοκυρεμένο ύπνο» μας, κατά την ποιητική ρήση της Ρένας Χατζιδάκι(Μαρίνας) στο αξεπέραστο ποίημα-ποταμό της «Κατάσταση πολιορκίας» (μελοποιημένο απ’ τον Θεοδωράκη).
Όπως π. χ. στον Γκάτσο, τον Καρούζο ή τον Μέσκο, η πεζόμορφη φόρμα του Συφιλτζόγλου στα κείμενα αυτής της συλλογής συνομιλεί αδιάκοπα με την πάλλουσα ποιητικότητα, τον πηγαίο και έντονο εσωτερικό ποιητικό ρυθμό που δίνει τον τόνο στην συνολική έκφραση. Το δε περιεχόμενο ορίζεται εύληπτα από την δυνατή σχέση που συνδέει άρρηκτα τον ποιητή με το παρελθόν της πολιτιστικής παρακαταθήκης της προσφυγιάς, και γενικότερα από την σφραγίδα της παράδοσης.
Με το διάβα του χρόνου η μνήμη δουλεύει επιλεκτικά. Συχνά σιωπά. Οι αναμνήσεις ξεθυμαίνουν, τα σημάδια του πληγωμένου θυμικού μας ξεθωριάζουν. Το γεροντικό μνημονικό κρατάει στο σεντούκι του τα πιο ανάλαφρα, τα λιγότερο επώδυνα και αστιγμάτιστα. Δε μπορεί να υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη στα ημερολογιακά τετράδια, τα αναμνησιολόγια, τα απομνημονεύματα, ίσως ο συντάκτης τους δεν τα ομολογεί όλα, δεν ξέρεις πόσο τα ξεσκαρτάρει από εκείνα που τον πονάνε πολύ ή τον εκθέτουν και δεν τα πετάει στο ξεροπήγαδο της αιώνιας λήθης. Η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, αυτή η πάνσοφη «ερωμένη των θαλερών πραγμάτων», παρέδωσε σφραγισμένες τις ημερολογιακές καταθέσεις της με την απαράβατη ρήτρα να αναγνωστούν δεκαετίες μετά τον θάνατό της, για να μη βγουν στο φως ιστορίες ανθρώπων που θα προσβαλλόταν η υπόληψή τους. Επειδή βέβαια τα «μολογάει» όλα, καθώς ήταν σπαθί.
Γι’ αυτό κανείς, ο «εμπιστευμένος» δηλαδή, αν του δοθεί η χάρη, πρέπει να έχει την ετοιμότητα, «σαν έτοιμος από καιρό», να «συλλάβει» την μοναδικότητα της στιγμής που ανοίγουν οι ουρανοί και ξεχύνεται από -για χίλιους λόγους από χρόνια- κερωμένα στόματα η ατόφια αλήθεια τους. Έτσι, η προφορική εξομολόγηση που εμπεριέχει την πηγαιότητα και την πεντακάθαρη αλήθεια του μαρτυρήσαντος –προκαλώντας συνήθως στον συγκινημένο ακροατή ένα αβάσταχτο άχθος- γίνεται το βασικό πρωτογενές υλικό για την μετάπλασή του σε έργο τέχνης. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά λογοτεχνήματα, που ανήκουν στην Γραμματολογία της οικουμενικής Ρωμιοσύνης, όπως π. χ. «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα και τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.
Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου δεν έχει, σαν νεότερος, άμεσες, προσωπικές αναμνήσεις για να μας μεταδώσει την πεμπτουσία τους, από τα κορυφαία, τα εμβληματικά γεγονότα που έβαψαν ανεξίτηλα με άδικο αίμα τον χάρτη της ανατολίτικης –και συνεκδοχικά της παγκόσμιας- Ρωμιοσύνης. Είναι όμως μουσκεμένος πατόκορφα από τον καθολικό πόνο της αγιάτρευτης πληγής του Μεγάλου Ξεριζωμού ο οποίος έχει αιχμαλωτίσει την ψυχή του, τον πόνο από τις σαρανταπληγιασμένες εμπειρίες των γεροντότερων –και σοφότερων- ανθρώπων που ανήκουν σε προγενέστερες γενιές, και που έγινε κτήμα του μέσα από λόγια, που άλλα τα «τύπωσε» από εξομολογήσεις συγγενών και συγχωριανών, άλλα τα άκουσε σε μουχαμπέτια που αναπτύχθηκαν σε μακρόσυρτα παρακάθια μέσα σε αυλές και καφενεία –με κεμεντζέ λαλίαν- , άλλα τα αφουγκράστηκε απ’ το διάβασμα και την μελέτη κι άλλα τα «ένιωσε» με την ψηλαφητή αυτοψία των χωριών της υπαίθρου Νομού Δράμας, αυτών των αραιοκατοικημένων ή προπαντός ρημαγμένων χωριών -και βιασμένων εξοχών- που με την φωτογράφηση των ρακών τους και την αποτύπωση της πεθαμένης πια ζωής τους στην ποίησή του είναι σα να τα ανασταίνει στο σήμερα. Στην επαρχία της Δράμας (Ντράμα, Ύδραμα και Ντάρμα) παίχτηκαν δράματα και δράματα –κι όχι μόνον τον καιρό του φοβερού πολέμαρχου, του Δράμαλη. Δράματα παίχτηκαν στην πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού με τον καφενέ και τους ξενώνες, τον καιρό της εξαναγκαστικής μετανάστευσης στις φάμπρικες της Εσπερίας. Δράματα παίχτηκαν λίγες δεκαετίες πριν, όταν Τούρκοι, Βούλγαροι και Έλληνες εναλλάσσονταν στην σκηνή αποτυπώνοντας ο καθένας την σφραγίδα της εθνικής του κυριαρχίας. Δράματα παίχτηκαν στα καπνοχώραφα, στα βυρσοδεψεία, στους μύλους, στα χάνια για τους ταξιδιώτες, στα υπέροχα κάρα που κατασκεύαζαν οι επιδέξιοι Δραμινοί τεχνίτες, στα παζάρια και στα καπηλειά. Άλλος λογαριασμός ατίμητος πληρώθηκε στον Μινώταυρο της λαϊκής ιστορίας μας, το τι δηλαδή γινόταν μέσα σε σπίτια, σε γιαπιά, σε αχυρώνες, σε αποθήκες και σε καπνοχώραφα! Παντού!
Ο δημιουργός είναι ποτισμένος από την στάμπα της «πένθιμης υγρασίας» τους που δεν θα εξατμιστεί στο αιώνα τον άπαντα, πιασμένος στο μαύρο δίχτυ που σκεπάζει νοερά όλα αυτά τα σπαράγματα φωτογραφιών, όπου εικονίζονται πρόσωπα, σοβαρά, παλιακά, χαρακωμένα, αμόλυντα απ’ την επέλαση της σαρωτικής ομογενοποιητικής νεοελληνικής ψευτοζωής, πρόσωπα, που το αδιαπραγμάτευτο ύφος είναι μοιάζει ανίκητο απ’ τον χρόνο. Ο Κυριάκος, με την κάμερα στον ώμο, φύλακας καταδιωγμένων ονείρων και συλλέκτης ναυαγισμένων ζωών, λειτουργεί τρόπον τινά σαν συνεχιστής, θα τολμούσα, του οράματος ενός Τλούπα, ενός Μπαλάφα, ενός Βελούδιου, μιας Βούλας Παπαϊωάννου, καθώς περισώζει λείψανα «εκλεκτών αισθημάτων», που θα ’λεγε κι ο Γιώργος Χρονάς.
Το «Δραμάιλο» ακολουθεί μια πορεία παράλληλη με την ιστορία, χωρίς χρονολογική σειρά, που όμως περιλαμβάνει επιτομικά ειπωμένα καθεαυτού τετρωμμένα κι ανεπούλωτα χωρία της άγραφης ακόμη Βίβλου, όπου κάποτε, όταν θα γραφτεί, σαν άλλη Κιβωτός της Διαθήκης αυτού του χιλιοπαθημένου και χιλιόσφαλτου λαού θα μετρήσει την σκόνη της απουσίας αριθμώντας τις αλογάριαστες πληγές του Γένους μέσα στον περασμένο αιώνα, Μικρασιατική Καταστροφή, Αντάρτικο του Πόντου, Διωγμούς, Ανταλλαγή, Βουλγαρική και Γερμανική Κατοχή, συνακόλουθες βιαιοπραγίες και παλλαϊκή τυραννία, Εμφυλίους, μετεμφυλιακό δράμα, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Ο Κυριάκος ψηλαφίζει τον ζόφο της πρόσφατης ιστορίας για να δώσει φως, να φωτιστεί και ο ίδιος, απευθυνόμενος στο αμήχανο, αδιέξοδο και φευ- επιλήσμον σήμερα. Έρχονται εποχές προβλέψιμης πλέον επί το χείρον μετεξέλιξης του ανθρωπότυπου, προτείνεται και σταδιακά επιβάλλεται ένας νέος τύπος ατόμου που χαρακτηρολογικά θα προσδιορίζεται από την απολιτίκ, ζαμανφουτίστικη στάση, την ερωτική αναπηρία και την εσκεμμένη απόσταση από τις δραματικές τομές της ιστορίας. Ακόμη όμως δεν έχουμε φτάσει εκεί. Όχι αρκετοί από μας. Ευτυχώς. Όχι όλοι. Ισχύει σχετικά ο δεσμός και η βαθιά αίσθηση της συνέχειας του Γένους. Και, παρά την έξοδο απ’ την ζωή των πρωτομαρτύρων, κάποιοι επίγονοι, οι φέροντες υψηλό δείκτη ατομικής και ιστορικής ευαισθησίας, εισέτι «πονούν». «Το καρφί φεύγει μα η πληγή μένει», όπως έλεγαν οι παλαιοί Τούρκοι.
Ωστόσο μέσα απ’ αυτά τα χλοερά επιτάφια, τα παιδεμένα και παιδευτικά ασμάτια πένθους βαρύτατου, και μέσα από την σκληρή ψυχική δοκιμασία την οποία υφίσταται ο ευήκοος αναγνώστης του «Δραμάιλου», δεν προκύπτει θλίψη και στεναγμός αλλά κάθαρση. Η ομορφιά και η ρώμη του ουσιαστικού λόγου, ακόμη και του πιο σκληροτράχηλου, όταν είναι γνήσια, οδηγεί στην καθαρτική λύτρωση μόνον.
Οι παρεμβαλλόμενες ή συνεχόμενες φράσεις από χωρία ιερών κειμένων –από την αρχή ήδη του βιβλίου- προσλαμβάνουν ιδιαίτερη λειτουργικότητα αφού συνταιριάζουν με τα «ταφία», τις εκταφές, τα μνημόσυνα και τα ισόβια πένθη των προσώπων –πήγα να πω «ηρώων»- που ονοματίζονται ή εννοούνται, των οποίων –απανθισμένα- τα δυσαχθή σεκλέτια εξιστορούνται. Αυτό θα πει «τράβηξα του Χριστού τα πάθη», που λένε, όμως εδώ όχι στην μεταφορά αλλά στην κυνική εκδοχή της κυριολεξίας. Η αλγεινή πληγή που δε βρίσκει γιατριά κληροδοτεί το φαρμάκι της από γενιά σε γενιά –ένα φαρμάκι χωρίς αντίδοτο-, όπως κάποια διακριτά ψυχικά χαρακτηριστικά, τα πιο κραταιά, που μαζί με φυσιογνωμικά, επιβιώνουν εσαεί στους εκλεκτούς των επιγόνων. Το ιδιάζον αυτό κληροδότημα διακρίνεται ανάγλυφα στις γινατσίδικες ράτσες που αδυνατούν να τις καταπιούν οι δίνες των δολοφονικών εποχών οι οποίες εξολοθρεύουν σαρωτικά και το τελευταίο χνάρι λαών ολόκληρων. Για το γινάτι αυτό, για το ξεροκέφαλο πείσμα τους είναι που δεν βολεί να σβήσουν ποτέ κάποιοι λαοί απ’ τον παγκόσμιο ανθρωπογεωγραφικό χάρτη.
Κι ας σημειωθεί εδώ, ότι μπορεί το άκαμπτο «ποντιακό φρόνημα» στην ακραία και «μανική» εκφραστική εκδοχή του πολλές φορές, άλλοτε δίκαια, άλλοτε άδικα, να ξενίζει τους υπόλοιπους τω Ελλήνων, ντόπιους μα και απογόνους Τουρκομεριτών. Αλλά οι Μαυροθαλασσίτες έχουν ένα δίκιο παραπάνω. Είναι οι πρώτοι και οι τελευταίοι που έπεσαν ανθιστάμενοι μέχρις εσχάτων στην χαντζάρα των Οθωμανών σπαχήδων στο ξεψύχισμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι πρώτοι και οι τελευταίοι Έλληνες Μικρασιάτες που έστησαν αντάρτικο τα χρόνια των Νεότουρκων και του Κεμάλ(1916-1924) και είναι εκείνοι που πλήρωσαν –μαζί με τους Αρμένιους- τον πιο βαρύ φόρο αίματος απ’ όλους τους άλλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το πρώτο τέταρτο του παρελθόντος αιώνος, την περίοδο των εθνικών εκκαθαρίσεων και της διαμόρφωσης του νέου τουρκικού κράτους.
«Στο χωριό μου τη λύπη τη λένε λάμπουσα». Αυτός ο στίχος του Ελύτη έρχεται στο νου, αν συναισθανθείς το δυσαχθές φορτίο που σέρνει η ζωή όσων γλύτωσαν απ’ τα τερτίπια της λαίλαπας που ρημάζει τόσα σπιτικά, τσακίζει τόσες αγάπες όλα εκείνα τα χρόνια. Ίσως ο μέγας λυρικός να εννοεί αυτό : ότι οι αειθαλείς τραγωδίες που όρισαν το βιογραφικό τέτοιων πολύπλαγκτων προγόνων μας κυκλώνονται από έναν μαρτυρικό φωτοστέφανο με τον τρόπο των αυθεντικών λαϊκών –όχι των μεταγενέστερων, φτιαχτών- αγίων της ορθοδοξίας.
Γνήσια κομμάτια της μεταπολεμικής χαμοζωής μεταφέρονται αυτούσια στις σελίδες του «Δραμάιλο». Βιώματα κυρίως έμμεσα, ακούσματα που συνέλεξε ο ποιητής από το μαρτυρολόγιο της δεύτερης προσφυγιάς. Ενδεικτικό παράδειγμα : Το ’31, εννιά χρόνια μετά τον Διωγμό, στο χωριό Ραβίκα, δέκα βήματα απ’ την Δράμα, δεκαοχτάχρονος μικροπαντρεμένος στήνει ένα παλιόσπιτο, όπως έχτιζαν τον καιρό της έσχατης ένδειας στην επαρχία, με πλιθιές, με κιπρίτσια, με άχυρα και με σβουνιές. Άνθρωποι και κοτόπουλα συντροφιά, κρεβατοκάμαρα και κλώσες ένας οντάς, το στερνοπούλι τους καταπίνει ένα πούπουλο και πνίγεται.
Η φρεσκάδα της προφορικότητας διατηρεί την αυθεντική ομορφιά της σε πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις με υποβλητική δυναμικότητα. Ένα «πάσταρδο», για παράδειγμα, αυτοβιογραφείται με κοφτή, λαχανιασμένη ανάσα, διατρέχοντας εν συνόψει όλο το αγκαθωμένο οδοιπορικό της ζωής του μαζί με το επισφράγισμα της θανής του(«μ’ επέστρεψαν νιόσφαχτο αρνί») με συνοδό τον θρήνο της μάνας του στην αντικρινή σελίδα.
Θωμάς Κοροβίνης,
Το «Δραμάιλο» και οι καθαρτήριες «φωτοποιητικές» σπονδές του Κυριάκου Συφιλτζόγλου
(Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Δραμάιλο, αντίποδες, Αθήνα 2017, σ. 78)
Γέννημα κι ανάθρεμμα της Δράμας, όπου και κυρίως ζει, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τέσσερις ποιητικές συλλογές, οι οποίες έχουν συζητηθεί, σχολιαστεί και επαινεθεί: «Έκαστος εφ’ ω ετάφη», εκδ. Γαβριηλίδη, 2007–επανέκδοση από τις εκδ. Θρακα, 2017, «Μισές αλήθειες», εκδ. Μελάνι, 2012, «Με ύφος Ινδιάνου», εκδ. Μελάνι, 2014, και «Στο σπίτι του κρεμασμένου, εκδ. Θράκα, 2015 (βραβείο Ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ).
Στο τελευταίο του έργο, το «Δραμάιλο», το οποίο έχει εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά, ο Συφιλτζόγλου παρουσιάζεται να έχει, όπως και στις τρεις προηγούμενες συλλογές του, βαθύχρονη λειτουργική σχέση με το φάσμα που διαμορφώνει την παράδοση της προσφυγικής γενεαλογίας.
Ως προς την τεχνική του εδώ θα ’λεγε κανείς πολύ απλά ότι ακολουθεί την γραμμή του «ελεύθερου στίχου» όπως καθιερώθηκε από την δεκαετία του ’30, φτιάχνοντας κείμενα που συνδιαλέγονται τόσο με την πρόζα, όσο και με την ποίηση. Τα κείμενα του «Δραμάιλο» διαβάζονται το καθένα χωριστά, εφόσον διαθέτουν μια σχετική αυτονομία και απεξάρτηση μεταξύ τους, ενώ παράλληλα διέπονται από σφιχτή εσωτερική συνοχή που τα καθιστά εν σώματι μια πλήρη ενότητα. Αναλογικά έχουν τον χαρακτήρα ενός συνοπτικού συναξαριστή ή ενός σύντομου Ψαλτηρίου ή, ακόμη, θα μπορούσαν να αποτελούν το περιεχόμενο ενός θρηνητικού αναλογίου. Και καθώς άτυπα συνιστούν το σύνολο μικρών συνταρακτικών Επιτύμβιων θα μπορούσαν να απαγγελθούν σε προσκεφάλι από ονοματισμένα προγονικά μνήματα αλλά και στον αέρα, πάνω από στεριές και θάλασσες, εν είδει μακαριάς ή σαν σπονδές για σώματα που δεν αξιώθηκαν μνημούρι, σαν αυτά των θυμάτων της πρόσφατης –και εν εξελίξει- Προσφυγιάς, των νέων Διωγμών, τα σκορπισμένα στα πέρατα της Μεσογείου που στοιχειώνουν τον «νοικοκυρεμένο ύπνο» μας, κατά την ποιητική ρήση της Ρένας Χατζιδάκι(Μαρίνας) στο αξεπέραστο ποίημα-ποταμό της «Κατάσταση πολιορκίας» (μελοποιημένο απ’ τον Θεοδωράκη).
Όπως π. χ. στον Γκάτσο, τον Καρούζο ή τον Μέσκο, η πεζόμορφη φόρμα του Συφιλτζόγλου στα κείμενα αυτής της συλλογής συνομιλεί αδιάκοπα με την πάλλουσα ποιητικότητα, τον πηγαίο και έντονο εσωτερικό ποιητικό ρυθμό που δίνει τον τόνο στην συνολική έκφραση. Το δε περιεχόμενο ορίζεται εύληπτα από την δυνατή σχέση που συνδέει άρρηκτα τον ποιητή με το παρελθόν της πολιτιστικής παρακαταθήκης της προσφυγιάς, και γενικότερα από την σφραγίδα της παράδοσης.
Με το διάβα του χρόνου η μνήμη δουλεύει επιλεκτικά. Συχνά σιωπά. Οι αναμνήσεις ξεθυμαίνουν, τα σημάδια του πληγωμένου θυμικού μας ξεθωριάζουν. Το γεροντικό μνημονικό κρατάει στο σεντούκι του τα πιο ανάλαφρα, τα λιγότερο επώδυνα και αστιγμάτιστα. Δε μπορεί να υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη στα ημερολογιακά τετράδια, τα αναμνησιολόγια, τα απομνημονεύματα, ίσως ο συντάκτης τους δεν τα ομολογεί όλα, δεν ξέρεις πόσο τα ξεσκαρτάρει από εκείνα που τον πονάνε πολύ ή τον εκθέτουν και δεν τα πετάει στο ξεροπήγαδο της αιώνιας λήθης. Η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, αυτή η πάνσοφη «ερωμένη των θαλερών πραγμάτων», παρέδωσε σφραγισμένες τις ημερολογιακές καταθέσεις της με την απαράβατη ρήτρα να αναγνωστούν δεκαετίες μετά τον θάνατό της, για να μη βγουν στο φως ιστορίες ανθρώπων που θα προσβαλλόταν η υπόληψή τους. Επειδή βέβαια τα «μολογάει» όλα, καθώς ήταν σπαθί.
Γι’ αυτό κανείς, ο «εμπιστευμένος» δηλαδή, αν του δοθεί η χάρη, πρέπει να έχει την ετοιμότητα, «σαν έτοιμος από καιρό», να «συλλάβει» την μοναδικότητα της στιγμής που ανοίγουν οι ουρανοί και ξεχύνεται από -για χίλιους λόγους από χρόνια- κερωμένα στόματα η ατόφια αλήθεια τους. Έτσι, η προφορική εξομολόγηση που εμπεριέχει την πηγαιότητα και την πεντακάθαρη αλήθεια του μαρτυρήσαντος –προκαλώντας συνήθως στον συγκινημένο ακροατή ένα αβάσταχτο άχθος- γίνεται το βασικό πρωτογενές υλικό για την μετάπλασή του σε έργο τέχνης. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά λογοτεχνήματα, που ανήκουν στην Γραμματολογία της οικουμενικής Ρωμιοσύνης, όπως π. χ. «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα και τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.
Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου δεν έχει, σαν νεότερος, άμεσες, προσωπικές αναμνήσεις για να μας μεταδώσει την πεμπτουσία τους, από τα κορυφαία, τα εμβληματικά γεγονότα που έβαψαν ανεξίτηλα με άδικο αίμα τον χάρτη της ανατολίτικης –και συνεκδοχικά της παγκόσμιας- Ρωμιοσύνης. Είναι όμως μουσκεμένος πατόκορφα από τον καθολικό πόνο της αγιάτρευτης πληγής του Μεγάλου Ξεριζωμού ο οποίος έχει αιχμαλωτίσει την ψυχή του, τον πόνο από τις σαρανταπληγιασμένες εμπειρίες των γεροντότερων –και σοφότερων- ανθρώπων που ανήκουν σε προγενέστερες γενιές, και που έγινε κτήμα του μέσα από λόγια, που άλλα τα «τύπωσε» από εξομολογήσεις συγγενών και συγχωριανών, άλλα τα άκουσε σε μουχαμπέτια που αναπτύχθηκαν σε μακρόσυρτα παρακάθια μέσα σε αυλές και καφενεία –με κεμεντζέ λαλίαν- , άλλα τα αφουγκράστηκε απ’ το διάβασμα και την μελέτη κι άλλα τα «ένιωσε» με την ψηλαφητή αυτοψία των χωριών της υπαίθρου Νομού Δράμας, αυτών των αραιοκατοικημένων ή προπαντός ρημαγμένων χωριών -και βιασμένων εξοχών- που με την φωτογράφηση των ρακών τους και την αποτύπωση της πεθαμένης πια ζωής τους στην ποίησή του είναι σα να τα ανασταίνει στο σήμερα. Στην επαρχία της Δράμας (Ντράμα, Ύδραμα και Ντάρμα) παίχτηκαν δράματα και δράματα –κι όχι μόνον τον καιρό του φοβερού πολέμαρχου, του Δράμαλη. Δράματα παίχτηκαν στην πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού με τον καφενέ και τους ξενώνες, τον καιρό της εξαναγκαστικής μετανάστευσης στις φάμπρικες της Εσπερίας. Δράματα παίχτηκαν λίγες δεκαετίες πριν, όταν Τούρκοι, Βούλγαροι και Έλληνες εναλλάσσονταν στην σκηνή αποτυπώνοντας ο καθένας την σφραγίδα της εθνικής του κυριαρχίας. Δράματα παίχτηκαν στα καπνοχώραφα, στα βυρσοδεψεία, στους μύλους, στα χάνια για τους ταξιδιώτες, στα υπέροχα κάρα που κατασκεύαζαν οι επιδέξιοι Δραμινοί τεχνίτες, στα παζάρια και στα καπηλειά. Άλλος λογαριασμός ατίμητος πληρώθηκε στον Μινώταυρο της λαϊκής ιστορίας μας, το τι δηλαδή γινόταν μέσα σε σπίτια, σε γιαπιά, σε αχυρώνες, σε αποθήκες και σε καπνοχώραφα! Παντού!
Ο δημιουργός είναι ποτισμένος από την στάμπα της «πένθιμης υγρασίας» τους που δεν θα εξατμιστεί στο αιώνα τον άπαντα, πιασμένος στο μαύρο δίχτυ που σκεπάζει νοερά όλα αυτά τα σπαράγματα φωτογραφιών, όπου εικονίζονται πρόσωπα, σοβαρά, παλιακά, χαρακωμένα, αμόλυντα απ’ την επέλαση της σαρωτικής ομογενοποιητικής νεοελληνικής ψευτοζωής, πρόσωπα, που το αδιαπραγμάτευτο ύφος είναι μοιάζει ανίκητο απ’ τον χρόνο. Ο Κυριάκος, με την κάμερα στον ώμο, φύλακας καταδιωγμένων ονείρων και συλλέκτης ναυαγισμένων ζωών, λειτουργεί τρόπον τινά σαν συνεχιστής, θα τολμούσα, του οράματος ενός Τλούπα, ενός Μπαλάφα, ενός Βελούδιου, μιας Βούλας Παπαϊωάννου, καθώς περισώζει λείψανα «εκλεκτών αισθημάτων», που θα ’λεγε κι ο Γιώργος Χρονάς.
Το «Δραμάιλο» ακολουθεί μια πορεία παράλληλη με την ιστορία, χωρίς χρονολογική σειρά, που όμως περιλαμβάνει επιτομικά ειπωμένα καθεαυτού τετρωμμένα κι ανεπούλωτα χωρία της άγραφης ακόμη Βίβλου, όπου κάποτε, όταν θα γραφτεί, σαν άλλη Κιβωτός της Διαθήκης αυτού του χιλιοπαθημένου και χιλιόσφαλτου λαού θα μετρήσει την σκόνη της απουσίας αριθμώντας τις αλογάριαστες πληγές του Γένους μέσα στον περασμένο αιώνα, Μικρασιατική Καταστροφή, Αντάρτικο του Πόντου, Διωγμούς, Ανταλλαγή, Βουλγαρική και Γερμανική Κατοχή, συνακόλουθες βιαιοπραγίες και παλλαϊκή τυραννία, Εμφυλίους, μετεμφυλιακό δράμα, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Ο Κυριάκος ψηλαφίζει τον ζόφο της πρόσφατης ιστορίας για να δώσει φως, να φωτιστεί και ο ίδιος, απευθυνόμενος στο αμήχανο, αδιέξοδο και φευ- επιλήσμον σήμερα. Έρχονται εποχές προβλέψιμης πλέον επί το χείρον μετεξέλιξης του ανθρωπότυπου, προτείνεται και σταδιακά επιβάλλεται ένας νέος τύπος ατόμου που χαρακτηρολογικά θα προσδιορίζεται από την απολιτίκ, ζαμανφουτίστικη στάση, την ερωτική αναπηρία και την εσκεμμένη απόσταση από τις δραματικές τομές της ιστορίας. Ακόμη όμως δεν έχουμε φτάσει εκεί. Όχι αρκετοί από μας. Ευτυχώς. Όχι όλοι. Ισχύει σχετικά ο δεσμός και η βαθιά αίσθηση της συνέχειας του Γένους. Και, παρά την έξοδο απ’ την ζωή των πρωτομαρτύρων, κάποιοι επίγονοι, οι φέροντες υψηλό δείκτη ατομικής και ιστορικής ευαισθησίας, εισέτι «πονούν». «Το καρφί φεύγει μα η πληγή μένει», όπως έλεγαν οι παλαιοί Τούρκοι.
Ωστόσο μέσα απ’ αυτά τα χλοερά επιτάφια, τα παιδεμένα και παιδευτικά ασμάτια πένθους βαρύτατου, και μέσα από την σκληρή ψυχική δοκιμασία την οποία υφίσταται ο ευήκοος αναγνώστης του «Δραμάιλου», δεν προκύπτει θλίψη και στεναγμός αλλά κάθαρση. Η ομορφιά και η ρώμη του ουσιαστικού λόγου, ακόμη και του πιο σκληροτράχηλου, όταν είναι γνήσια, οδηγεί στην καθαρτική λύτρωση μόνον.
Οι παρεμβαλλόμενες ή συνεχόμενες φράσεις από χωρία ιερών κειμένων –από την αρχή ήδη του βιβλίου- προσλαμβάνουν ιδιαίτερη λειτουργικότητα αφού συνταιριάζουν με τα «ταφία», τις εκταφές, τα μνημόσυνα και τα ισόβια πένθη των προσώπων –πήγα να πω «ηρώων»- που ονοματίζονται ή εννοούνται, των οποίων –απανθισμένα- τα δυσαχθή σεκλέτια εξιστορούνται. Αυτό θα πει «τράβηξα του Χριστού τα πάθη», που λένε, όμως εδώ όχι στην μεταφορά αλλά στην κυνική εκδοχή της κυριολεξίας. Η αλγεινή πληγή που δε βρίσκει γιατριά κληροδοτεί το φαρμάκι της από γενιά σε γενιά –ένα φαρμάκι χωρίς αντίδοτο-, όπως κάποια διακριτά ψυχικά χαρακτηριστικά, τα πιο κραταιά, που μαζί με φυσιογνωμικά, επιβιώνουν εσαεί στους εκλεκτούς των επιγόνων. Το ιδιάζον αυτό κληροδότημα διακρίνεται ανάγλυφα στις γινατσίδικες ράτσες που αδυνατούν να τις καταπιούν οι δίνες των δολοφονικών εποχών οι οποίες εξολοθρεύουν σαρωτικά και το τελευταίο χνάρι λαών ολόκληρων. Για το γινάτι αυτό, για το ξεροκέφαλο πείσμα τους είναι που δεν βολεί να σβήσουν ποτέ κάποιοι λαοί απ’ τον παγκόσμιο ανθρωπογεωγραφικό χάρτη.
Κι ας σημειωθεί εδώ, ότι μπορεί το άκαμπτο «ποντιακό φρόνημα» στην ακραία και «μανική» εκφραστική εκδοχή του πολλές φορές, άλλοτε δίκαια, άλλοτε άδικα, να ξενίζει τους υπόλοιπους τω Ελλήνων, ντόπιους μα και απογόνους Τουρκομεριτών. Αλλά οι Μαυροθαλασσίτες έχουν ένα δίκιο παραπάνω. Είναι οι πρώτοι και οι τελευταίοι που έπεσαν ανθιστάμενοι μέχρις εσχάτων στην χαντζάρα των Οθωμανών σπαχήδων στο ξεψύχισμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι πρώτοι και οι τελευταίοι Έλληνες Μικρασιάτες που έστησαν αντάρτικο τα χρόνια των Νεότουρκων και του Κεμάλ(1916-1924) και είναι εκείνοι που πλήρωσαν –μαζί με τους Αρμένιους- τον πιο βαρύ φόρο αίματος απ’ όλους τους άλλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το πρώτο τέταρτο του παρελθόντος αιώνος, την περίοδο των εθνικών εκκαθαρίσεων και της διαμόρφωσης του νέου τουρκικού κράτους.
«Στο χωριό μου τη λύπη τη λένε λάμπουσα». Αυτός ο στίχος του Ελύτη έρχεται στο νου, αν συναισθανθείς το δυσαχθές φορτίο που σέρνει η ζωή όσων γλύτωσαν απ’ τα τερτίπια της λαίλαπας που ρημάζει τόσα σπιτικά, τσακίζει τόσες αγάπες όλα εκείνα τα χρόνια. Ίσως ο μέγας λυρικός να εννοεί αυτό : ότι οι αειθαλείς τραγωδίες που όρισαν το βιογραφικό τέτοιων πολύπλαγκτων προγόνων μας κυκλώνονται από έναν μαρτυρικό φωτοστέφανο με τον τρόπο των αυθεντικών λαϊκών –όχι των μεταγενέστερων, φτιαχτών- αγίων της ορθοδοξίας.
Γνήσια κομμάτια της μεταπολεμικής χαμοζωής μεταφέρονται αυτούσια στις σελίδες του «Δραμάιλο». Βιώματα κυρίως έμμεσα, ακούσματα που συνέλεξε ο ποιητής από το μαρτυρολόγιο της δεύτερης προσφυγιάς. Ενδεικτικό παράδειγμα : Το ’31, εννιά χρόνια μετά τον Διωγμό, στο χωριό Ραβίκα, δέκα βήματα απ’ την Δράμα, δεκαοχτάχρονος μικροπαντρεμένος στήνει ένα παλιόσπιτο, όπως έχτιζαν τον καιρό της έσχατης ένδειας στην επαρχία, με πλιθιές, με κιπρίτσια, με άχυρα και με σβουνιές. Άνθρωποι και κοτόπουλα συντροφιά, κρεβατοκάμαρα και κλώσες ένας οντάς, το στερνοπούλι τους καταπίνει ένα πούπουλο και πνίγεται.
Η φρεσκάδα της προφορικότητας διατηρεί την αυθεντική ομορφιά της σε πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις με υποβλητική δυναμικότητα. Ένα «πάσταρδο», για παράδειγμα, αυτοβιογραφείται με κοφτή, λαχανιασμένη ανάσα, διατρέχοντας εν συνόψει όλο το αγκαθωμένο οδοιπορικό της ζωής του μαζί με το επισφράγισμα της θανής του(«μ’ επέστρεψαν νιόσφαχτο αρνί») με συνοδό τον θρήνο της μάνας του στην αντικρινή σελίδα.
Σαν
την ορφανή κρεμάστρα μιας φωτογραφίας του «φωτοποιητή» μας, φτιαγμένη
από πλαστικό, -άρα από σπίτι παρατημένο μετά το ’60-, χηρευάμενη,
παραπονούμενη, καθώς το ταίρι της στο πλάι εικονίζεται διπλωμένο όμως
νοικοκυρεμένο, σκούρο παντελόνι με τσάκα, από αντρικό κοστούμι
προορισμένο για τις μέρες τις καλές. Ποιος ξέρει τι κρύβουν όλα αυτά τα
παρατημένα ταίρια; «Πάνω στου τοίχου το καρφί είναι το φόρεμά σου» ,
έρχεται στο νου η φωνή του Αοιδού-Τραγωδού σπαραχτική, «γιατί το άφησες
εκεί και πήρες την καρδιά σου». Και στο ρεφρέν : «Με πούλησες για χρήμα
στο καταχείμωνο….». Πόσα πουλήματα, ξεπουλήματα, εξαπατήσεις, προδοσίες
και μπαμπεσιές, πόσες μαχαιριές πισώπλατες δεν έφαγαν οι ξεπατωμένοι απ’
τις εστίες τους πρόγονοί μας, -πέρα απ’ τα αδερφοφαγικά βόλια- από
σατραπικές εξουσίες σαν ραγιάδες υπήκοοι του οθωμανικού ιμπέριουμ και,
κατόπι, από δυναστικές εξουσίες σαν πολίτες Έλληνες, ζώντας το υπόλοιπο
της ζωής τους με την μισή καρδιά στα νέα χώματα; Η άλλη μισή –και
παραπάνω- φτερούγιζε, μέχρι να παραδώσουν ψυχή, εκεί, στην πατρίδα.
Καρσί, απέναντι. «Μικρή μου Ασία, σ’ αγαπώ» είχε πει ο Θεσσαλονικιός
ποιητής Μάριος-Μαρίνος Χαραλάμπους. Ζώντας στο πετσί τους την φρικαλέα
εμπειρία πολλών παρ’ ολίγον θανάτων ως τον οριστικό τους, οι
βαριόμοιροι. «Ενταύθα κείμαι λείψανον παντός βίου, πολλάκις αποθανών,
ώδε δ’ ουδεπώποτε» όπως έγραψε κάποιος Ανώνυμος ποιητής.
Η ποντιακή διάλεκτος, κληρονομημένη από το σθεναρό σόι της μάνας του ποιητή, με λέξεις και εκφράσεις αρχαιογενείς ή δάνεια από την τουρκική γλώσσα, δεσπόζει διατρέχοντας όλο το corpus του «Δραμάιλο», με την διάσπαρτη, επιλεκτική αλλά εμφατική χρήση της σε πολλά «δυνατά» σημεία των κειμένων. Πέρα από την παράθεση κύριων αντρικών και γυναικείων ονομάτων και αντρικών ιδίως επωνύμων, που προσδίδουν ιδιαίτερη εμβληματικότητα και ενισχύουν την σκέψη ότι υπάρχει ενστικτώδης προδιάθεση ή συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα να αποδώσει (ιστορική) δικαίωση στα σεπτά πάθη της συνεκδοχικά ευρύτερης ρωμαίικης και συγκεκριμένα της ποντιακής γενεαλογίας, που φαίνεται να αποτελεί βασικό κορμό της προσωπικής του μυθολογίας(φτύσεμαν, ψυλλόχεσμαν, παρχαρομάνα, γομώνω, και άλλα πολλά).
Ανιχνεύονται επίσης κάποια στοιχεία της βουλγαρικής(νέμα, κολέγκα κ. α.) και επισημαίνεται η έντονη γλωσσοπλαστική διάθεση του συγγραφέα, αφού χρησιμοποιεί λέξεις της προσωπικής του επινόησης(ζίχω, τεμλερέ, χαγιατεύω, κ.α.).
Δεν λείπουν όμως και οι δυσερμήνευτες ή διφορούμενες ρήσεις, οι οποίες πάντως, αν εκληφθούν ως σατυρικές, αγγίζουν τον σαρκαστικό καγχασμό.
Οι κοντόφθαλμες, υπερσυντηρητικές, ρεβανσιστικές και αντιλαϊκές ελίτ και οι παραφυάδες τους, -αυτό που ο Μιχάλης Κακογιάννης ονόμασε αλλιώς «Άπονες εξουσίες»(μάνα, μας ξεκληρίσανε) στο άσμα του Θεοδωράκη-, απαξίωσαν, απ’ τον καιρό του Μακρυγιάννη ακόμα, τα λαϊκά μαρτυρολόγια, πάσχισαν φανατικά να υποβιβάσουν την αξία τους και αποσυνδέοντάς τα απ’ την οργανική σχέση τους με την ιστορία του τόπου να τα εξοστρακίσουν στον Καιάδα της Λήθης. Συνεπώς, πνευματικές εργασίες σαν το «Δραμάιλο» έχουν και σημασία καθεαυτού πολιτική, γιατί ανήκουν στην συνέχεια της λογοτεχνικής γραμμής που λειτουργεί αναπληρώνοντας παραστατικά το ανθρωπιστικό έλλειμμα του «ξερού» ιστορικού βλέμματος.
Το «Δραμάιλο» είναι να πολυσύνθετο δραματικό «φωτοπεζογράφημα» που προτείνεται ως διάλογος μεταξύ ενός σοβαρού και συναισθηματικού (χωρίς ίχνος μελοδραματισμού) συνομιλητή με κάποιες απ’ τις πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές ουλές που άφησαν για πάντα το ανεξίτηλο στίγμα τους πάνω στο απορφανισμένο, καταρρακωμένο μα αντιστασιακό λαϊκό κορμί που αυτά τα πάθη του είναι που όρισαν ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Πάθη διαρκείας. Και αντίσταση διαρκείας. Αήττητα. Πως το’ πε κάποιος άλλος ποιητής; «Η Ελλάδα είναι ο πιο ανθεκτικός ασθενής της ιστορίας»;
Ο Συφιλτζόγλου μέσα στο πόνημά του αυτό φιλοξένησε πολλές και διαφορετικές ευρηματικές συλλήψεις που επεξεργαζόταν σε βάθος χρόνου. Φαίνεται από κάτω, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, η ευφυής εγκυμοσύνη και ο λεπτομερειακός παιδεμός ως την γέννα. Πρώτα απ’ όλα παρέθεσε συνδυαστικά σε συνομιλία αγαστή ή, αν θέλετε, «ζευγάρωσε» τις δύο κύριες τέχνες στις οποίες ασκείται με θαυμαστή επίδοση από καιρό : την γραφή και την φωτογράφιση. Δεύτερον, χωρίς να του είναι αυτοσκοπός, «πέρασε» στην σπάνια παρέα προσφιλών δημιουργών οι οποίοι με νεωτερικό τρόπο, και με την κατάθεση ο καθένας της προσωπικής του ιδιοσυγκρασιακής απόχρωσης, έκαναν το έργο τους συνέχεια του θησαυρού της πατριδογνωστικής μας παράδοσης(που την έχουμε άμεση ανάγκη για την διατήρηση της εν γκρεμώ νεοελληνικής μας ταυτότητας). Μιας παράδοσης που το αλφαβητάρι της ανιχνεύεται στα ευλαβικά πεζά ενός Βιζυηνού, κορυφώνεται σε εκλεκτούς συγγραφείς των γενεών του ’20 και του ’30 και ενισχύθηκε τις πρόσφατες δεκαετίες μέσα από την «προσωπική μυθολογία» -με την ξεχωριστή, «εντόπια επιμονή» του καθενός- κάποιων νεότερων συγγραφέων.
Τρίτον ο ποιητής κατόρθωσε να γράψει κείμενα που συνδυάζουν πεζογραφικές και ποιητικές αρετές με την εντελώς ιδιότυπη σφραγίδα του που δεν μοιάζει με κανενός άλλου.
Τέταρτον τα κείμενα αυτά –και τα φωτογραφικά ενσταντανέ που τα ακολουθούν- με την εσωτερική συνομιλία που τα διαπλέκει και τα ενώνει σαν αόρατος αρμός –ακόμη παραδόξως κι αν τα ανακατέψουμε- συνδιαμορφώνουν ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό σύμπαν απόλυτα αυτοτελές, ακέραιο και λειτουργικό σαν επιτομική μυθιστορία του νεότερου Δραμινού κόσμου, σαν λαϊκό ευαγγέλιο και άλμπουμ φωτογραφικό προς ανάστασιν και προς μνήμην. Ωραία και χρήσιμη δίδυμη τέχνη. Γεροδεμένο σκαρί για ν’ αντέξει στις σπιλιάδες του αμείλικτου χρόνου. Εσαεί!
Thomas Korovinis
Η ποντιακή διάλεκτος, κληρονομημένη από το σθεναρό σόι της μάνας του ποιητή, με λέξεις και εκφράσεις αρχαιογενείς ή δάνεια από την τουρκική γλώσσα, δεσπόζει διατρέχοντας όλο το corpus του «Δραμάιλο», με την διάσπαρτη, επιλεκτική αλλά εμφατική χρήση της σε πολλά «δυνατά» σημεία των κειμένων. Πέρα από την παράθεση κύριων αντρικών και γυναικείων ονομάτων και αντρικών ιδίως επωνύμων, που προσδίδουν ιδιαίτερη εμβληματικότητα και ενισχύουν την σκέψη ότι υπάρχει ενστικτώδης προδιάθεση ή συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα να αποδώσει (ιστορική) δικαίωση στα σεπτά πάθη της συνεκδοχικά ευρύτερης ρωμαίικης και συγκεκριμένα της ποντιακής γενεαλογίας, που φαίνεται να αποτελεί βασικό κορμό της προσωπικής του μυθολογίας(φτύσεμαν, ψυλλόχεσμαν, παρχαρομάνα, γομώνω, και άλλα πολλά).
Ανιχνεύονται επίσης κάποια στοιχεία της βουλγαρικής(νέμα, κολέγκα κ. α.) και επισημαίνεται η έντονη γλωσσοπλαστική διάθεση του συγγραφέα, αφού χρησιμοποιεί λέξεις της προσωπικής του επινόησης(ζίχω, τεμλερέ, χαγιατεύω, κ.α.).
Δεν λείπουν όμως και οι δυσερμήνευτες ή διφορούμενες ρήσεις, οι οποίες πάντως, αν εκληφθούν ως σατυρικές, αγγίζουν τον σαρκαστικό καγχασμό.
Οι κοντόφθαλμες, υπερσυντηρητικές, ρεβανσιστικές και αντιλαϊκές ελίτ και οι παραφυάδες τους, -αυτό που ο Μιχάλης Κακογιάννης ονόμασε αλλιώς «Άπονες εξουσίες»(μάνα, μας ξεκληρίσανε) στο άσμα του Θεοδωράκη-, απαξίωσαν, απ’ τον καιρό του Μακρυγιάννη ακόμα, τα λαϊκά μαρτυρολόγια, πάσχισαν φανατικά να υποβιβάσουν την αξία τους και αποσυνδέοντάς τα απ’ την οργανική σχέση τους με την ιστορία του τόπου να τα εξοστρακίσουν στον Καιάδα της Λήθης. Συνεπώς, πνευματικές εργασίες σαν το «Δραμάιλο» έχουν και σημασία καθεαυτού πολιτική, γιατί ανήκουν στην συνέχεια της λογοτεχνικής γραμμής που λειτουργεί αναπληρώνοντας παραστατικά το ανθρωπιστικό έλλειμμα του «ξερού» ιστορικού βλέμματος.
Το «Δραμάιλο» είναι να πολυσύνθετο δραματικό «φωτοπεζογράφημα» που προτείνεται ως διάλογος μεταξύ ενός σοβαρού και συναισθηματικού (χωρίς ίχνος μελοδραματισμού) συνομιλητή με κάποιες απ’ τις πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές ουλές που άφησαν για πάντα το ανεξίτηλο στίγμα τους πάνω στο απορφανισμένο, καταρρακωμένο μα αντιστασιακό λαϊκό κορμί που αυτά τα πάθη του είναι που όρισαν ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Πάθη διαρκείας. Και αντίσταση διαρκείας. Αήττητα. Πως το’ πε κάποιος άλλος ποιητής; «Η Ελλάδα είναι ο πιο ανθεκτικός ασθενής της ιστορίας»;
Ο Συφιλτζόγλου μέσα στο πόνημά του αυτό φιλοξένησε πολλές και διαφορετικές ευρηματικές συλλήψεις που επεξεργαζόταν σε βάθος χρόνου. Φαίνεται από κάτω, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, η ευφυής εγκυμοσύνη και ο λεπτομερειακός παιδεμός ως την γέννα. Πρώτα απ’ όλα παρέθεσε συνδυαστικά σε συνομιλία αγαστή ή, αν θέλετε, «ζευγάρωσε» τις δύο κύριες τέχνες στις οποίες ασκείται με θαυμαστή επίδοση από καιρό : την γραφή και την φωτογράφιση. Δεύτερον, χωρίς να του είναι αυτοσκοπός, «πέρασε» στην σπάνια παρέα προσφιλών δημιουργών οι οποίοι με νεωτερικό τρόπο, και με την κατάθεση ο καθένας της προσωπικής του ιδιοσυγκρασιακής απόχρωσης, έκαναν το έργο τους συνέχεια του θησαυρού της πατριδογνωστικής μας παράδοσης(που την έχουμε άμεση ανάγκη για την διατήρηση της εν γκρεμώ νεοελληνικής μας ταυτότητας). Μιας παράδοσης που το αλφαβητάρι της ανιχνεύεται στα ευλαβικά πεζά ενός Βιζυηνού, κορυφώνεται σε εκλεκτούς συγγραφείς των γενεών του ’20 και του ’30 και ενισχύθηκε τις πρόσφατες δεκαετίες μέσα από την «προσωπική μυθολογία» -με την ξεχωριστή, «εντόπια επιμονή» του καθενός- κάποιων νεότερων συγγραφέων.
Τρίτον ο ποιητής κατόρθωσε να γράψει κείμενα που συνδυάζουν πεζογραφικές και ποιητικές αρετές με την εντελώς ιδιότυπη σφραγίδα του που δεν μοιάζει με κανενός άλλου.
Τέταρτον τα κείμενα αυτά –και τα φωτογραφικά ενσταντανέ που τα ακολουθούν- με την εσωτερική συνομιλία που τα διαπλέκει και τα ενώνει σαν αόρατος αρμός –ακόμη παραδόξως κι αν τα ανακατέψουμε- συνδιαμορφώνουν ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό σύμπαν απόλυτα αυτοτελές, ακέραιο και λειτουργικό σαν επιτομική μυθιστορία του νεότερου Δραμινού κόσμου, σαν λαϊκό ευαγγέλιο και άλμπουμ φωτογραφικό προς ανάστασιν και προς μνήμην. Ωραία και χρήσιμη δίδυμη τέχνη. Γεροδεμένο σκαρί για ν’ αντέξει στις σπιλιάδες του αμείλικτου χρόνου. Εσαεί!
Thomas Korovinis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου