«Να καθίσεις στ’ αυγά σου», με συμβούλεψε
κάποτε γιατρός, υπονοώντας πόσο βοηθά η ξεκούραση στη γρήγορη ανάρρωση.
«Δεν έχω αυγά», του απάντησα. «Τα έσπασα όλα όταν ήμουν μικρή για να
κάνω την επανάστασή μου. Βλέπετε, γιατρέ, η μόνη πραγματική επανάσταση
δεν έχει απέναντί της στα χαρακώματα τους άλλους. Έχει τις άπειρες
αντιστάσεις που κρύβει ο καθένας μας μέσα του».
Αυτή η απάντηση, που δεν τόλμησα κάποτε να
δώσω σε γιατρό, ήρθε στον νου μου, όταν διάβασα το νέο βιβλίο της
Καλλιόπης Εξάρχου, με τον σκοπίμως μυστηριώδη τίτλο Η κυρία Χ.
Είχα μια έντονη αίσθηση ότι διάβαζα τη βιογραφία μιας γυναίκας, τη θέαση
εκ του σύνεγγυς μιας επανάστασης, ή τουλάχιστον μιας έντονης
προσπάθειας η κυρία Χ να παραμείνει κυρία Χ, για όλους μας, κυρίως για
τον εαυτό της. Για κάποιο λόγο, αυτό το αινιγματικό ον δεν έπρεπε να
ξεφύγει εντελώς από το βιβλίο, όφειλε να παραμείνει μύθος.
Η αφιέρωση του βιβλίου μάς προσγειώνει στην
πραγματικότητα: «Στη μνήμη της Χρύσας Σπηλιώτη». Ο άδικος χαμός της
πολυτάλαντης προσωπικότητας του θεάτρου αφήνει τη σφραγίδα του στην
ιστορία της κυρίας Χ. Από τις δεκαπέντε αφηγήσεις, η πρώτη φέρει τον
τίτλο «Έλλειψη» και η τελευταία «Αναχώρηση». Έννοιες όπως απουσία,
φθορά, ανυπαρξία αγκαλιάζουν την ιστορία της ηρωίδας, την καθιστούν
συνάμα άγνωστη και οικεία.
Η αφήγηση ανοίγει με τη φράση: «Η κυρία Χ ήταν
ελλιπής» και, όπως όλοι μας, προσθέτει ένα ένα τα κομμάτια που
διαμορφώνουν το είναι της. Τότε, όπως η ίδια, ξεκινούμε για τη ζωή. Το
δεύτερο αφήγημα μας πληροφορεί ότι γεννήθηκε επίσης μουγγή, όπως όλα τα
νεογέννητα, που ξέρουν μόνο να κλαίνε, όπως θα κλαίμε μια μέρα όταν θα
σκεφτόμαστε τον θάνατό μας. Φυσικό είναι, αρκεί να βρούμε χώρο κάπου
ανάμεσα στην έλλειψη και την αναχώρηση να ζήσουμε.
Με την απαράμιλλη τέχνη της Καλλιόπης Εξάρχου, η κυρία Χ δεν μας είναι και τόσο άγνωστη. Τη συναντάμε καθημερινά γύρω μας, μέσα μας, όλοι μας, άνδρες και γυναίκες.
Και ξαφνικά, στο τρίτο αφήγημα αρχίζουμε να
υποπτευόμαστε ότι η κυρία Χ είναι η συγγραφέας, ή μάλλον η καθεμιά αλλά
και ο καθένας από εμάς που σκύψαμε με περιέργεια και τρυφερότητα πάνω
στο βιβλίο. Είναι η στιγμή που το προσωπικό άλγος ανάγεται σε
λογοτεχνία. Κι έτσι φτάνουμε στο τέταρτο αφήγημα, το πιο βασικό,
«Παραλίας το ανάγνωσμα», στο όριο ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα,
στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Η κυρία Χ, με την τσαντούλα της
και όλα τα κομφόρ, ξεκινάει για την παραλία. Δεν ξεχνάει να πάρει μαζί
της ένα βιβλίο, τον καθρέφτη της ζωής της. Διαβάζει εκείνες τις μέρες το
κλασικό μυθιστόρημα της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, Η πριγκίπισσα ντε Κλεβ,
ιστορία ενός μεγάλου έρωτα. Είναι το έργο που ενώνει τους δύο εξέχοντες
τραγικούς του αιώνα της Γαλλίδας πεζογράφου, καθώς αντανακλά τη
σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον και την επιθυμία, του Κορνέιγ, και τη λιτή
δομή και έκφραση, του Ρακίνα. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός
ότι το βιβλίο που κρατά η κυρία Χ, το αριστούργημα της Λαφαγιέτ,
παραμένει, μέσα στον μύθο της Εξάρχου, στον χώρο της πεζογραφίας, οι
ήρωές του δεν βγαίνουν από το βιβλίο, καθώς τίποτε δεν του περισσεύει
μέσα στην κλασική του λιτότητα. Ωστόσο, οι ήρωες των βιβλίων που
διαβάζουν οι άλλοι γύρω της κυκλοφορούν άνετα στην παραλία και δεν
διστάζουν να κάνουν παρέα μεταξύ τους και μαζί της. Έτσι ανακαλύπτει τον
εαυτό της και τον κόσμο, συλλαμβάνει τον εαυτό της ως ηρωίδα
μυθιστορήματος. Πρέπει όμως να το ζήσει. Συναντά την Έμμα Μποβαρί
ντυμένη εκτός τόπου και χρόνου. Η Έμμα με τη σειρά της συναντά τον φον
Άσενμπαχ. Κοντολογίς, η Καλλιόπη Εξάρχου κάνει παρέα με τον Γκιστάβ
Φλομπέρ, που συνομιλεί με τον Τόμας Μαν. Η κυρία Χ ταξιδεύει όπως οι
ήρωες του Τρυφερή είναι η νύχτα. Μοιράζεται με τον Σκοτ
Φιτζέραλντ την αποσύνθεση του χαρακτήρα και των στόχων που ζουν οι
εκπατρισμένοι –αυτό που είμαστε όλοι στο βάθος–, δένει τη ζωή με την
τέχνη, όπως ο Μαν, και νιώθει καταδικασμένη από τον χαρακτήρα της και τη
δημιουργό της, όπως η Έμμα από τον Φλομπέρ. Όταν η κυρία Χ σκοντάφτει
«στο λευκό μαντίλι του Άσενμπαχ», τότε επιβεβαιώνεται η εντύπωσή της ότι
και η ίδια ζει μέσα σε μυθιστόρημα. Αργότερα, στη «Γενέθλια πόλη»
ακούει θόρυβο που φέρνει στον νου της τρομαγμένα πουλιά. «Αυθόρμητα
ακούμπησε το μέρος της καρδιάς για να μην αναχωρήσουν οι παλμοί». Έχει
πια κατορθώσει να γίνει έργο τέχνης και το απολαμβάνει.
«Μικρή, μόλις ξυπνούσε, η μάνα της […] την
έβαζε στο κέντρο του καναπέ για να τον στολίζει». Λίγες λέξεις
χρειάζεται η Εξάρχου, για να μας βάλει μπροστά στη μοίρα της γυναίκας,
μοίρα κεντημένη από άλλη γυναίκα, την τρομερή μάνα. Και η νέα ακούει τον
ουρανό και επαναστατεί, γράφει, μα πρώτα μιλά, «βγάζει φωνές θεόρατες
σαν τα βουνά».
Τα αποχαιρετιστήρια λόγια θυμίζουν λυγμό, δίνουν συναισθηματική απόχρωση στην αφήγηση:
[…] δεν ανησυχούσε που ήταν ασυντρόφευτη από άνθρωπο. Είχε το Φως. Της
Αρχής και του Τέλους.
Καλημέρα
Καληνύχτα
Αγαπητή Κυρία Χ.
Αρχής και του Τέλους.
Καλημέρα
Καληνύχτα
Αγαπητή Κυρία Χ.
Αυτό δικαιολογεί και τη συχνή παρεμβολή
ποιημάτων στην προσπάθεια για πεζογράφημα. Σε αυτό το υβριδικό είδος η
Εξάρχου δίνει το στίγμα της. Γιατί, τελικά, τι είναι ποίηση; Η
σπουδαιότερη που γράφτηκε ποτέ ήταν αφήγηση μεγάλης πνοής.
Με
την απαράμιλλη τέχνη της Καλλιόπης Εξάρχου, η κυρία Χ δεν μας είναι και
τόσο άγνωστη. Τη συναντάμε καθημερινά γύρω μας, μέσα μας, όλοι μας,
άνδρες και γυναίκες. Μας δένει μαζί της, με τη ζωντάνια που της χαρίζει,
με τη συμπάθεια που την περιβάλλει. Αγαπά την ηρωίδα της και μας
εμπνέει, με τον εξαιρετικό λόγο της που συνδέει ποίηση και πεζογραφία,
να την αγαπήσουμε.
Καλλιόπη Εξάρχου
Σοκόλη
48 σελ.
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11222-eksarxou-kuria-x
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου