Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη //
Για την ποίηση και για την κριτική, με αφορμή το βιβλίο του «Η αιχμή του δόρατος» μιλά ο ποιητής και κριτικός Νίκος Λάζαρης. Υπενθυμίζοντάς μας ότι «Η ιδιοφυΐα είναι είκοσι τοις εκατό έμπνευση και ογδόντα τοις εκατό ιδρώτας».
– Κύριε Λάζαρη, σας καλωσορίζω στο Λογοτεχνικό Αρχείο. Η συνομιλία μας αυτή, γίνεται με αφορμή το βιβλίο σας «Η Αιχμή τού δόρατος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις FUTURA. Πώς δημιουργήθηκε αυτό το βιβλίο;
Η Αιχμή τού δόρατος περιλαμβάνει κριτικά κείμενα για την ελληνική ποίηση που δημοσιεύτηκαν στο χρονικό διάστημα σχεδόν ενός τετάρτου τού αιώνα (από το 1987 μέχρι το 2011), στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Εστία, Πλανόδιον και Γράμματα και Τέχνες. Επειδή ορισμένα από αυτά τα κείμενα προκάλεσαν την εποχή που δημοσιεύτηκαν έντονες αντιδράσεις, συζητήσεις και σχόλια, αλλά και επειδή ήθελα να δοκιμάσω την αντοχή των κειμένων μου στον χρόνο, αποφάσισα να τα συγκεντρώσω σε ένα τόμο και να τα εκδώσω. Μάλιστα για να διευκολύνω τον αναγνώστη, κατέταξα τα κείμενα όχι με βάση τον χρόνο δημοσίευσής τους, αλλά με βάση τη γραμματολογική θέση των κρινόμενων ποιητών: πρώτα δηλαδή παρουσιάζονται οι ποιητές τής πρώτης και τής δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, έπειτα οι ποιητές που πρωτοεμφανίστηκαν στα Γράμματα τις δεκαετίες τού ’70 και τού ’80 και τέλος οι νεότεροι και οι πολλοί νεότεροι ποιητές. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται, νομίζω, η δυνατότητα σε όποιον πάρει το βιβλίο στα χέρια του να σχηματίσει μιαν ικανοποιητική εικόνα τής ποίησης που γράφτηκε στον τόπο μας από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας.
– Ποιος είναι ο ρόλος τού κριτικού;
Σε μια χώρα όπως η δική μας, στην οποία η κριτική εξοβελίζεται βίαια στο περιθώριο τής πνευματικής ζωής, υπονομεύεται παντοιοτρόπως και αντικαθίσταται, κατά κανόνα, με δελτία τύπου των εκδοτών, φληναφήματα, αλληλολιβανίσματα και πράξεις ανέντιμης συναλλαγής, ο ρόλος τού κριτικού είναι σύνθετος και εξόχως σημαντικός. Ο κριτικός είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνος που θα διαχωρίσει την ήρα από το στάρι. Εκείνος, δηλαδή, ο οποίος μέσα στον μεταμοντέρνο χυλό που μας κατακλύζει, θα μας υποδείξει ποια λογοτεχνικά έργα αξίζει να διαβάσουμε και για ποιους συγκεκριμένους λόγους. Είναι, επίσης, εκείνος που με τη γνώση, την εμπειρία, το γούστο και το αισθητήριό του θα μας δείξει τη διαφορά ανάμεσα στο γνήσιο και το κίβδηλο, στο υψηλό και το χαμηλό, στην ποιότητα και την ευτέλεια στην τέχνη. Από τον άξιο τού ονόματός του κριτικό περιμένουμε ακόμη: Να αναδείξει νέες φωνές στην ποίηση, στην πεζογραφία, στη μελέτη, στο δοκίμιο. Να φέρει στο φως τις κρυμμένες πτυχές ενός λογοτεχνικού έργου τις οποίες ο απλός αναγνώστης δεν μπορεί να διακρίνει. «Να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» στηλιτεύοντας (με αδιάσειστα επιχειρήματα) τα
κακώς κείμενα τής λογοτεχνίας, αλλά και να επανορθώσει εξόφθαλμες αδικίες. Να προσπαθήσει με τις απόψεις του να βελτιώσει την πνευματική
καλλιέργεια του αναγνωστικού κοινού. Να συμβάλλει με τις θέσεις του στη διαμόρφωση (ή στην τροποποίηση) τού λογοτεχνικού κανόνα. Εν κατακλείδι: Ο ρόλος τού κριτικού είναι να ξεδιαλύνει τη λογοτεχνική σύγχυση και να βάλει μια τάξη στο χάος που επικρατεί γύρω μας.
– Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνει ο κριτικός;
Αν όπως έχει γράψει κάπου ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο κριτικός είναι ένας στρατηγός στη μάχη τής λογοτεχνίας, τότε είναι φυσικό να κατέρχεται πάνοπλος σε αυτό το ιδιότυπο πεδίο μάχης. Τα «όπλα» του (ή αν θέλετε τα βασικά εφόδιά του ) είναι αρκετά. Είναι, πρώτα απ’ όλα, η βαθιά και ουσιαστική πνευματική του καλλιέργεια που δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνία, αλλά εκτείνεται σε όλους τους τομείς τής ανθρώπινης γνώσης. Είναι, επίσης, το οξύ κριτικό του αισθητήριο (δίχως το οποίο οι γνώσεις του είναι άχρηστες), η αναλυτική του σκέψη και η δύναμή του να πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα, να αντιστέκεται στις κατεστημένες αντιλήψεις, στον στείρο ακαδημαϊσμό και στις εκάστοτε λογοτεχνικές μόδες. Είναι ακόμη: το θάρρος του να διατυπώνει μη δημοφιλείς αλήθειες, η τόλμη του να βάλλει με ευθείες βολές εναντίον ποιητών, πεζογράφων ή δοκιμιογράφων που έχουν καταλάβει περίοπτες θέσεις στο πάνθεον τής λογοτεχνίας χωρίς να το αξίζουν, το αίσθημα δικαιοσύνης που τον διέπει, η γενναιοδωρία του απέναντι στους νέους, η φιλαλήθεια, αλλά και η ευκρίνεια των απόψεών του. Όμως η μεγαλύτερη αρετή που πρέπει να διαθέτει ο άξιος τού ονόματός του κριτικός είναι η εντιμότητα ή αν θέλετε το ήθος του. Χάρη στην εντιμότητα (και βέβαια χάρη στην κριτική του οξύνοια), ο κριτικός-στρατηγός εξέρχεται νικητής από το πεδίο τής λογοτεχνικής μάχης, αποκτά κύρος και κερδίζει τη γενική αναγνώριση.
– Ποια είναι τα κριτήρια για την καλή ποίηση;
Δεν υπάρχει (ευτυχώς) μια συνταγή η οποία να μας υποδεικνύει με ποιο τρόπο γράφονται τα καλά ποιήματα. Αν υπήρχε, τότε με το πάτημα ενός κουμπιού θα μπορούσαμε να έχουμε ποιητικά αριστουργήματα. Ωστόσο, η κριτική χρησιμοποιεί συγκεκριμένα αισθητικά (κατά κύριο λόγο) κριτήρια, με τα οποία κρίνει τα ποιητικά έργα (αλλιώς δεν θα ήταν κριτική). Τα κριτήρια αυτά είναι, μεταξύ άλλων, η αυθεντικότητα, η εκφραστική οικονομία, η πρωτοτυπία, η ενάργεια, η καθαρότητα τού βλέμματος, η εκφραστική διαύγεια, η πνευματικότητα, ο ρυθμός, ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής χειρίζεται τη γλώσσα, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τα θέματά του και οικοδομεί τον ετερόκοσμό του. Χρειάζεται όμως στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι τα παραπάνω κριτήρια δεν είναι οριστικά. Αλλάζουν και διαμορφώνονται ανάλογα με την εποχή. Το μόνο που παραμένει οριστικό είναι η ποίηση.
– Παρατηρούμε συχνά το εξής φαινόμενο: ένας ποιητής τον οποίο οι κριτικοί θεωρούν σπουδαίο, να μη βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;
Μερικές φορές οι πραγματικά σπουδαίοι ποιητές (αυτοί δηλαδή που ανοίγουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία), βρίσκονται πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή τους, με αποτέλεσμα η κριτική, οι ομότεχνοί τους και βέβαια το αναγνωστικό κοινό να μη μπορούν να τους παρακολουθήσουν. Για παράδειγμα, πόσοι μπόρεσαν να καταλάβουν την αξία τού Κάλβου, τού Καβάφη ή των διόσκουρων τού ελληνικού υπερρεαλισμού Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου στην εποχή τους; Ακόμη κι ένας ποιητής, όχι ιδιαίτερα δύσκολος, όπως ο Σαχτούρης λοιδωρήθηκε από ορισμένους κύκλους (ανάμεσά τους και ο Ελύτης!)όταν δημοσίευσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, με την κατηγορία ότι τα ποιήματά του είναι γκραν γκινιόλ! Ενώ είναι γνωστό ότι το έργο του Παπατσώνη (ενός πρωτοποριακού για την εποχή του ποιητή), δεν έχει βρει μέχρι σήμερα τη θέση που τού αξίζει στα Γράμματά μας. Από την άλλη πλευρά, ενίοτε κάποιοι κριτικοί υπερεκτιμούν ορισμένους ποιητές παρουσιάζοντάς τους ως μεγάλους, σπουδαίους, κορυφαίους κ.λπ. με συνέπεια οι υποψιασμένοι αναγνώστες (αυτοί, δηλαδή, που δεν είναι μέλη μιας αγέλης) να αντιδρούν και να μην αποδέχονται την ορατή δια γυμνού οφθαλμού κριτική αστοχία. Ωστόσο, έρχεται πάντα η στιγμή κατά την οποία ο Χρόνος (που είναι ο μέγας κριτής), αλλά και ορισμένοι οξυδερκείς κριτικοί που βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση («στην αγορά υπάρχουν νομοθέτες που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης»), βάζουν τα πράγματα στη θέση τους.
– Είναι η ποίηση μια κατασκευή;
Η ποίηση (όπως άλλωστε και κάθε μορφή τέχνης) είναι το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά σύνθετης δημιουργικής διαδικασίας. Σε αυτή τη διαδικασία, ασφαλώς η έμπνευση παίζει έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο (αφού είναι η κινητήρια δύναμη τής τέχνης), αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Όπως προσφυώς έχουν πει: «Η ιδιοφυΐα είναι είκοσι τοις εκατό έμπνευση και ογδόντα τοις εκατό ιδρώτας». Τούτο σημαίνει ότι ο ποιητής αφού πρώτα συλλάβει την ποιητική ιδέα, πρέπει μετά να την επεξεργαστεί επίμονα και εξαντλητικά, προκειμένου να οδηγηθεί σε ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα. Το κατορθωμένο ποιητικό έργο (το έργο δηλαδή που προκαλεί τον θαυμασμό τού απαιτητικού αναγνώστη και τής κριτικής) συνδυάζει με έναν ιδανικό τρόπο την έμπνευση με την τεχνική επεξεργασία. Κατ’ αυτήν την έννοια, δεν θα έλεγα ότι η ποίηση είναι μια κατασκευή, γιατί η λέξη κατασκευή (που υποδηλώνει ένα έντονο εγκεφαλικό στοιχείο) έχει ένα αρνητικό πρόσημο.
Κατά τη γνώμη μου η ποίηση είναι ένας επιτυχημένος συνδυασμός τέχνης και τεχνικής.
– Αισθάνεστε περισσότερο ποιητής ή κριτικός;
Είμαι ένας ποιητής που ασχολείται συγχρόνως με την κριτική, και όχι ένας κριτικός που γράφει και ποιήματα. Η διαφορά είναι ουσιώδης για όποιον μπορεί να την καταλάβει… Άλλωστε, τα πρώτα μου ποιήματα τα δημοσίευσα το 1974, ενώ το πρώτο κριτικό μου κείμενο το 1987. Πέρα από αυτό το γεγονός, (που νομίζω λέει πολλά, αν όχι όλα), στον πρόλογο τής Αιχμής τού δόρατος, αναφέρω ρητά πως αν δεν έγραφα ποιήματα, δεν θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ συστηματικά με την κριτική. Η κριτική δεν είναι για μένα ένα πάρεργο (όπως ήταν, δείγματος χάριν, για τον Αναγνωστάκη) ή ένα φτωχό υποκατάστατο τής ποιητικής πράξης, αλλά μια φυσική προέκτασή της. Ή για να το πω διαφορετικά: είναι η άλλη όψη τού ιδίου νομίσματος. Γράφοντας ποιήματα και ασκώντας ταυτόχρονα το λειτούργημα τής κριτικής, επιδιώκω να κατανοήσω καλύτερα το βαθύτερο νόημα τής καλλιτεχνικής δημιουργίας και να φέρω πιο κοντά στο οπτικό μου πεδίο το αίνιγμα τής ποίησης. Όχι βέβαια (όπως έχω πει και άλλη φορά) για να το επιλύσω, αλλά για να εκφράσω με πιο αποτελεσματικό τρόπο τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες μου.
– Πόσο εύκολο είναι να είστε ακέραιος κριτής τού δικού σας έργου;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να κρίνει κανείς αμερόληπτα το δικό του έργο. Όταν μάλιστα συμβαίνει να ασχολείται συγχρόνως και με την κριτική, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Στην προκειμένη περίπτωση, χρειάζεται επειγόντως ένα τρίτο μάτι. Αυτό το τρίτο (αντικειμενικό) μάτι το είχε σίγουρα ο Καβάφης (που ήταν χωρίς αμφιβολία, ο καλύτερος κριτικός τού δικού του έργου), αλλά δεν το είχε ο Παλαμάς ή ο Ρίτσος (για να σταθώ μόνο στο παράδειγμα δύο πληθωρικών ποιητών που άφησαν πίσω τους ένα ογκώδες, αλλά άνισο έργο). Ακόμη όμως και ένας από τους κορυφαίους ποιητές τού εικοστού αιώνα, ο Τ.Σ. Έλιοτ, (που ήταν συγχρόνως και ένας ιδιοφυής κριτικός), όταν έδωσε τα χειρόγραφα τής Έρημης χώρας στον φίλο του Έζρα Πάουντ, ο τελευταίος τού τα επέστρεψε έχοντας διαγράψει τα μισά ποιήματα! Από την άλλη πλευρά, έχω την εντύπωση, ότι η υπερβολική αυστηρότητα απέναντι στο ίδιο μας το έργο δεν ωφελεί. Αντιθέτως, μπορεί και να μας βλάψει, αφού μας οδηγεί στη στειρότητα και τελικά στη σιωπή. (Η περίπτωση τού Κάφκα που είχε δώσει εντολή στον φίλο του Μαξ Μπροντ να κάψει τα χειρόγραφα τού έργου του, μετά τον θάνατό του, είναι αρκετά χαρακτηριστική). Η αναζήτηση μιας μέσης οδού είναι, και εδώ, η καλύτερη λύση. Εξάλλου, όπως έχει πει ο Μπόρχες σε ένα σύντομο κείμενό του (αναπαράγοντας μια σκέψη τού Καρλάιλ) «αυτό που δημιουργείται δεν μπορεί να έχει μεγάλη αξία: είναι ένα έργο ανθρώπινο με όλες τις ατέλειες τού ανθρώπου. Αλλά το γεγονός τής ολοκλήρωσης είναι αυτό που το κάνει σημαντικό».
– Μέσα στο βιβλίο σας γράφετε για ποιητές που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, ύφος και ποιητική. Αυτό το γεγονός δεν δυσκόλεψε την κριτική σας προσέγγιση;
Αυτό το διακριτικό γνώρισμα τής κριτικής μου εργασίας που εσείς επισημαίνετε στην ερώτησή σας, ένας κριτικός το χαρακτήρισε ως ένα δείγμα αντιδογματισμού εκ μέρους μου. Αφού πρώτα ευχαριστήσω τον εν λόγω κριτικό για τον έπαινό του, πρέπει να σας πω, ότι πράγματι πιστεύω πως το μόνο δόγμα στην τέχνη τής ποιήσεως, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα δόγμα! Κατ’ αυτήν την έννοια, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα (παρ’ όλο που είναι δύσκολο) να προσεγγίζω μέσα από τα κριτικά μου κείμενα ποιητές οι οποίοι διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, ως προς την ιδιοσυγκρασία, το ύφος, την τεχνοτροπία, την ποιητική εν γένει. Με αυτόν τον τρόπο, αισθάνομαι ότι συλλέγω ουσιαστικές αναγνωστικές εμπειρίες, οι οποίες αφ’ ενός με βοηθούν να ξεκλειδώνω με μεγαλύτερη ευχέρεια τα υπό κρίσιν ποιητικά κείμενα, και αφ’ ετέρου να κατανοώ καλύτερα το μυστήριο τής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
– Νιώσατε καμιά φορά ότι αξιολογήσατε λάθος ένα ποιητικό βιβλίο; Ή έστω ότι υπήρξατε υπερβολικός και άδικος με έναν ποιητή ή μια ποιήτρια;
Με τα κριτικά κείμενα που δημοσιεύω δεν διεκδικώ κανένα θέσφατο ή το Παπικό αλάθητο. Απλώς εκφράζω την άποψή μου για ορισμένα ποιητικά βιβλία που προσελκύουν κατά καιρούς την προσοχή και το ενδιαφέρον μου και προσπαθώ να την τεκμηριώσω με, όσο γίνεται, πιο πειστικά επιχειρήματα. Αυτό δεν είναι άλλωστε η κριτική; Όσον αφορά, τώρα, το ερώτημά σας, αν δηλαδή ήμουν υπερβολικός ή άδικος με κάποιον ποιητή ή ποιήτρια, απαντώ: δεν γράφω ποτέ τις κριτικές μου εν θερμώ. Διαβάζω πολύ προσεκτικά τα υπό κρίσιν βιβλία, δίνω τη δυνατότητα στα κείμενα να «απολογηθούν» και ζυγίζω χίλιες φορές την άποψή μου, με στόχο να μην αδικήσω τον κρινόμενο ποιητή. Ως εκ τούτου, δεν πιστεύω ότι έχω αξιολογήσει λανθασμένα ένα βιβλίο ή ότι έχω αδικήσει ποιητές. Απεναντίας, αν διαβάσετε με τη δέουσα προσοχή τα κείμενά μου θα διαπιστώσετε ότι προσπαθώ πάντα, ακόμη και σε ένα εξόφθαλμα αδύναμο βιβλίο, να ανακαλύψω τις όποιες αρετές του και να τις παρουσιάσω.
-Στο βιβλίο σας είστε ιδιαίτερα αρνητικός με την ποιητική ανθολογία υπό τον τίτλο Η ελληνική ποίηση τού εικοστού αιώνα που επιμελήθηκε ο πανεπιστημιακός Ευριπίδης Γαραντούδης. Ποιο είναι το στοιχείο που κυρίως σας ενόχλησε σε αυτή την ανθολογία;
Την άποψή μου για την ποιητική ανθολογία που επιμελήθηκε ο Ευριπίδης Γαραντούδης, την εξέφρασα αναλυτικά και, ελπίζω, με σαφήνεια, τόσο στην κριτική μου γι αυτήν, όσο και στον διάλογο που αναπτύχθηκε μεταξύ μας (βλ. τώρα σ. 343-355 τής Αιχμής τού δόρατος). Δεν θέλω να την επαναλάβω
εδώ. Θα προσθέσω μόνο τούτο: ο Γαραντούδης ήταν το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο για να επιμεληθεί αυτήν την ιδιαίτερα φιλόδοξη ποιητική ανθολογία.
-Τις προάλλες διάβασα ένα κριτικό κείμενο που έγραψε ο Αλέξης Ζήρας για την Αιχμή τού δόρατος. (Η Αντιρρητική κριτική, Αυγή,27.07.2014). Μεταξύ άλλων γράφει: «Συχνότερα οι βιβλιοκρισίες τού Λάζαρη έχουν ως στόχο τους σφάλματα, ατεχνίες ή αβλεψίες των ποιητών με γνώμονα το περί ορθότητας προσωπικό αναγνωστικό κριτήριό του». Συμφωνείτε με την άποψη αυτή τού Ζήρα;
Έχω μια αρχή: δεν κρίνω ποτέ τις απόψεις άλλων κριτικών για την ποιητική ή την κριτική μου εργασία. Όλοι είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τη γνώμη τους-δημοκρατία έχουμε. Άλλωστε δεν έχει καμία σημασία αν εγώ συμφωνώ ή διαφωνώ με τη συγκεκριμένη θέση ή άλλες θέσεις ενός κριτικού, όπως είναι ο Αλέξης Ζήρας. Τα κείμενα υπάρχουν, τόσο τα δικά μου όσο και τού Ζήρα. Ο καθένας μπορεί να τα δει, να τα ελέγξει και να τα κρίνει.
– Τι συμβουλές θα δίνατε σε ένα νέο ποιητή;
Εν πρώτοις, θα τον συμβούλευα να σπεύδει βραδέως και να μη βιάζεται να δημοσιεύσει στίχους του. Ο καιρός στην τέχνη (όπως έχει πει ο Ρίλκε) δεν μετράει. Ένας χρόνος δεν υπολογίζεται, δέκα χρόνια δεν είναι τίποτα. Το μεγάλο μυστικό τής τέχνης είναι η υπομονή. Έπειτα, θα τού ζητούσα να συνειδητοποιήσει ότι είναι ένας ιδιαίτερα τυχερός κληρονόμος μιας εξαιρετικά πλούσιας γλώσσας που ομιλείται αδιαλείπτως εδώ και σαράντα αιώνες, αλλά και μιας πολύ μεγάλης ποιητικής παράδοσης που έχει να επιδείξει αξιοθαύμαστα (από αισθητικής απόψεως) επιτεύγματα. Αυτή τη γλώσσα και αυτή την παράδοση οφείλει να τις διδαχθεί με άκρα ταπεινότητα, να τις αφομοιώσει πλήρως και να τις κάνει κτήμα του. Θα τον συμβούλευα επίσης:
Να είναι ανοιχτός σε νέες ιδέες, νέες ρηξικέλευθες προτάσεις, νέες απόψεις ,νέα ερεθίσματα.
Να σκέφτεται με την καρδιά και να αισθάνεται με τον νου.
Να αμφιβάλλει, ενίοτε, για το ταλέντο και τις δυνατότητές του.
Να ασκεί καθημερινά τη γραφή, τη σκέψη, τη φαντασία και την όρασή του.
Να μην εμπιστεύεται τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Κανείς δεν μπορεί να τον μάθει πώς να γράφει ποιήματα. Ο ποιητής γεννιέται. Δεν γίνεται.
Να θυμάται ότι για να πετύχει κανείς κάτι σημαντικό στην ιδιαίτερα δύσκολη τέχνη τής ποιήσεως, πρέπει να έχει προσωπική, κατασταλαγμένη άποψη και όχι έτοιμες, δανεικές ιδέες. Η προσωπική άποψη όμως χρειάζεται επίμοχθο αγώνα, συνέπεια, επιμονή και πολύ χρόνο για να αποκτηθεί.
– Έχοντας η ίδια αδυναμία στην Ιστορία και τη θεωρία τής Λογοτεχνίας δεν μπορώ να μη ρωτήσω. Οφείλουν οι ποιητές να τα διαβάζουν αυτά, να ενημερώνονται γύρω από αυτά; Σας ερωτώ γιατί από διάφορες συζητήσεις που κάνω δεν θεωρείται αυτονόητο να γίνεται.
Στο θέμα αυτό υπάρχει μια παρεξήγηση. Πολλοί ποιητές και πεζογράφοι πιστεύουν ότι αν διαβάσουν βιβλία που σχετίζονται με την ιστορία ή τη θεωρία τής λογοτεχνίας, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ψυχανάλυση, τη γλωσσολογία, την ανθρωπολογία, τη σημειωτική κ.ά. θα στομώσει η έμπνευσή τους και δεν θα μπορούν μετά να γράψουν! Νομίζω ότι αυτό είναι μεγάλο λάθος. Η κατάκτηση μιας ευρείας παιδείας, όχι μόνο δεν σκοτώνει την έμπνευση, αλλά αντιθέτως διευρύνει σε μεγάλο βαθμό τους εκφραστικούς ορίζοντες ενός ποιητή ή ενός πεζογράφου. Φυσικά δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε κανέναν να διαβάζει εμβριθώς ή να ενημερώνεται γύρω από αυτά τα θέματα. Μπορούμε όμως να τού υπενθυμίσουμε ότι πολλοί σπουδαίοι ποιητές και πεζογράφοι ανά τους αιώνες (Έλληνες και ξένοι), ήταν συγχρόνως σπουδαίοι κριτικοί και δοκιμιογράφοι.
– Αν έπρεπε να μου πείτε ένα μόνο στίχο που σας αντιπροσωπεύει, ποιος θα ήταν αυτός;
Αν ήμουν υποχρεωμένος να διαλέξω ένα στίχο από την ποιητική μου εργασία, αυτός θα ήταν ο εξής: Θα λάμψουμε μια μέρα σαν σπάνια μέταλλα, που περιέχεται στην πρώτη ποιητική μου συλλογή Ο βυθός τής γκαζόζας, η οποία εκδόθηκε το 1975.
http://varelaki.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου