Ευλογία ή βάσανο μια μεγάλη ιδιωτική
βιβλιοθήκη; ΄Η μήπως το διαδίκτυο την έχει κάνει περιττή; Ο Ζακ Μπονέ,
φανατικός αναγνώστης βιβλίων, προσεγγίζει το θέμα με χιούμορ, που δεν
κάνει όμως λιγότερο συγκινητική την απολογία του υπέρ αυτής της
«παλιομοδίτικης» συνήθειας.
Δεν θα γινόμουν δεκτός στη λέσχη που ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου κι ένας Ιταλός συνάδελφός του σκέφτηκαν κάποια στιγμή να ιδρύσουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου κι έπειτα από μπόλικη, είναι αλήθεια, κατανάλωση βότκας: μια λέσχη που τα μέλη της θα είχαν το καθένα στη βιβλιοθήκη του πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους. Η δική μου βιβλιοθηκούλα μετά βίας φτάνει τους οκτώ ή εννιά χιλιάδες τόμους (έχω χρόνια να τους μετρήσω). Αλλά κι έτσι ακόμα ξέρω από πρώτο χέρι τις χαρές και τα βάσανα που περιγράφει ο βιβλιολάγνος μεσιέ Μπονέ, αφού έχουμε την ίδια λόξα. Αλίμονο, μου φαίνεται πως με τον καιρό τα βάσανα γίνονται για μένα περισσότερα από τις χαρές.
Κι έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω πως το αίσθημα αυτό δεν είναι άγνωστο ούτε σ΄ εκείνον.
Ο Μπόρχες έλεγε ότι ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη. Ο Παράδεισος αφορά όμως τη μετά θάνατον ζωή, κι εμένα μ΄ ενδιαφέρει, όπως και άλλους φαντάζομαι, τι σημαίνει η βιβλιοθήκη για κάποιον που βαδίζει ακόμα στην επίγεια κοιλάδα των δακρύων. Πιο κοντά στο ιδεώδες μου βρίσκεται, ομολογώ, αυτό που είπε ο Βαλενκούρ, ο διάδοχος του Ρακίνα στη Γαλλική Ακαδημία, όταν έχασε τη βιβλιοθήκη του σε μια πυρκαγιά: «Σε τι θα με είχαν ωφελήσει τα βιβλία μου, αν δεν είχα μάθει να ζω χωρίς αυτά;» ΄Η, αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ ένα δικό μου παλιό απόφθεγμα: «Η βιβλιοθήκη του ώριμου φιλαναγνώστη δεν θα έπρεπε να γεμίζει αλλά ν΄ αδειάζει». Αλλά δεν έχω ακόμα κατακτήσει ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας και είναι αμφίβολο αν θα υψωθώ ποτέ ώς αυτό. Οπότε, το περισσότερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να υπερασπιστώ το πάθος μου με αισθησιακά υποκειμενικούς όρους, όπως θα έκανε ένας φετιχιστής γυναικείων αξεσουάρ ή ένας, υπό διωγμόν πλέον, καπνιστής- ποιος ξέρει άλλωστε αν στο μέλλον δεν βρεθούν υπό διωγμόν και οι βιβλιοθήκες.
Γεγονός είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να υπερασπιστεί πειστικά μια μυριότομη βιβλιοθήκη την εποχή της εικονοκρατίας και του διαδικτύου. Ο λόγος του θα κινδύνευε να φανεί σκυθρωπός και γεροντίστικος όσο και τα φορτωμένα με βιβλία ράφια σε πολύ κόσμο, ιδίως στους νεότερους. Γι΄ αυτό ο Ζακ Μπονέ, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, κριτικός, συγγραφέας και πάνω απ΄ όλα μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, επιλέγει έναν ανάλαφρο, χιουμοριστικό, ακόμα και αυτοειρωνικό τόνο, επιτρέποντας μεγάθυμα στον αμετάπειστο αναγνώστη του να τον θεωρήσει γραφικό ή και ψώνιο. Νομίζω τελικά πως αυτός είναι ο ευφυέστερος τρόπος να μιλήσει κανείς σήμερα για τη γοητεία του τυπωμένου βιβλίου και της βιβλιοθήκης.
Ο Μπονέ δεν ανήκει στην κατηγορία του συλλέκτη βιβλίων, αυτού που κυνηγάει σπάνιες εκδόσεις χωρίς να έχει απαραίτητα σκοπό να τις διαβάσει. Εκείνος καταβροχθίζει τα βιβλία που αποκτά. Αλλά μια βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων, που αυξάνονται διαρκώς, συνεπάγεται ξόδεμα ολοένα περισσότερου χρόνου σε άχαρες δραστηριότητες. Δεν είναι μόνο το ξεσκόνισμα, που στο κάτω κάτω μπορεί να γίνει μηχανικά, αν και η εμπειρία δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε υγιεινή για τα πνευμόνια. Υπάρχουν άλλα, μεγαλύτερα ζόρια, που ο άσχετος και αδιάφορος για ιδιωτικές βιβλιοθήκες ούτε καν τα υποψιάζεται, αλλά αν τα ήξερε θα είχε στη φαρέτρα του πρόσθετα επιχειρήματα για την αδιαφορία του ή και για την αντιπάθειά του.
Για παράδειγμα, πώς να ταξινομήσεις τα χιλιάδες βιβλία, ώστε να μπορείς να βρίσκεις αυτό που θέλεις; Όλα τα συστήματα έχουν τα μειονεκτήματα και τις εξαιρέσεις τους, που όχι σπάνια σε κάνουν να χάσεις το κεφάλι σου ψάχνοντας (μου έχει συμβεί κι εμένα, όπως στον Μπονέ, να ξαναγοράσω ένα βιβλίο που υπήρχε στη βιβλιοθήκη μου, αλλά νόμιζα πως το είχα χάσει, για να μη μιλήσω για τα βιβλία που αγόραζα έχοντας ξεχάσει ότι τα είχα ήδη).
Πώς ν΄ αποφασίσεις ποια βιβλία δεν σου είναι πια απαραίτητα και μπορείς ν΄ απαλλαγείς από αυτά, για να κάνεις χώρο για καινούργια; Πέρα από τους συναισθηματικούς ενδοιασμούς, μπορεί να λαθέψεις στην κρίση σου (μου έχει συμβεί κι εμένα να πετάξω ή να χαρίσω ένα βιβλίο, για να διαπιστώσω εκ των υστέρων ότι το χρειαζόμουν). Ας αφήσουμε το πρόβλημα του χώρου, μιας και η βιβλιοθήκη του βιβλιομανούς επεκτείνεται ταχύτερα από αναρριχητικό φυτό και μπορεί ν΄ απλώσει τα ράφια της ώς την κουζίνα ή ακόμα και το μπάνιο, γεννώντας ένα αίσθημα ασφυξίας στους ενοίκους, μηδέ του κατόχου της εξαιρουμένου. Και τι γίνεται αν ένα ζευγάρι χωρίσει και δεν μπορεί να συμφωνήσει ποια βιβλία ανήκουν σε ποιον;
Φυσικά, το διαδίκτυο τα κάνει όλα αυτά να φαίνονται αστεία, κι ευτυχώς ο Μπονέ βλέπει το ζήτημα, τουλάχιστον με το ένα μάτι, και από αυτή τη σκοπιά. Δεν είμαστε εχθροί του διαδικτύου, εμείς που λατρεύουμε (μαζοχιστικά, έστω) τη βιβλιοθήκη μας. Κάθε άλλο, αναγνωρίζουμε τις τεράστιες δυνατότητές του και τις αξιοποιούμε, στον βαθμό που μας ενδιαφέρουν. Αλλά, πώς να το πούμε. Το διαδίκτυο είναι συγχρόνως υπερβολικά άυλο και υπερβολικά μηχανικό. Ενώ η βιβλιοθήκη μας είναι το χειροπιαστό, φιλικό στο ψηλάφημα ψυχικό παρελθόν και παρόν μας, οι δείκτες της εσωτερικής εξέλιξής μας. Τα βιβλία που διαβάσαμε και αγαπήσαμε είναι η υλική ανάμνηση συγκινήσεων που μας σημάδεψαν και μας καθόρισαν. Και αν πότε πότε απορούμε, όταν τα ξαναδιαβάζουμε, γιατί μας έκαναν κάποτε τόσο μεγάλη εντύπωση, αν σπαζοκεφαλιάζουμε για τις ίδιες τις παλιές σημειώσεις μας στο περιθώριο, αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύτιμα: μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία μας έχει ξεχασμένα κεφάλαια, που, όπως τα ξεχασμένα κεφάλαια της μεγάλης Ιστορίας, αλλάζουν τη συνολική εικόνα και την προοπτική της, όταν ανασύρονται από τη λήθη κι ερευνώνται.
Έπειτα, είναι και το άλλο. Η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι υπερβολικά στοχευμένη. Σου δίνεται αμέσως αυτό που ψάχνεις να βρεις, μαζί με ό, τι συναφές. Πρακτικότατο και χρησιμότατο, αναμφίβολα. Αλλά χωρίς τη σαγήνη της εξερευνητικής περιπέτειας και χωρίς τα ερεθίσματα της έκπληξης, της απροσδόκητης ανακάλυψης, που μπορεί να σου προσφέρει η περιήγηση σε μια βιβλιοθήκη ή ένα βιβλιοπωλείο ή ακόμα κι ένα μεμονωμένο βιβλίο. Ορίστε, άρχισα να διολισθαίνω σε παλιομοδίτικους μελοδραματισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στον μεσιέ Μπονέ. Τι να κάνουμε, κανένας δεν μπορεί να πηδήξει έξω από τον ίσκιο του, που λένε και οι Γερμανοί.
Το διάβασμα βιβλίων μπορεί να είναι μια έξη, αλλά είναι η μόνη έξη με άρωμα αθανασίας. Υπάρχει μια ιστορία για έναν μελλοθάνατο Γάλλο, τον καιρό της Τρομοκρατίας, ο οποίος διάβαζε ένα βιβλίο μέσα στο κάρο που τον πήγαινε στην γκιλοτίνα και πριν ανέβει στο ικρίωμα σημάδεψε τη σελίδα όπου είχε φτάσει. Αυτός κι αν πίστευε πως ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπου θα συνέχιζε το διάβασμα από εκεί που το είχε σταματήσει!
[Αναδημοσίευση από το Βιβλιοδρόμιο 2 Οκτώβρη 2010 ]
https://exitirion.wordpress.com/2018/08/14/%cf%80%cf%8c%cf%83%ce%b1-%cf%81%ce%ac%cf%86%ce%b9%ce%b1-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%ac%ce%b5%ce%b9-%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%b4%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bf%cf%82/?fbclid=IwAR0QjxTxaGZA7W1BAZHJL9jS3aVtf8Fn8h2827F3CvhQM3x1u1a5dqldbow
Δεν θα γινόμουν δεκτός στη λέσχη που ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου κι ένας Ιταλός συνάδελφός του σκέφτηκαν κάποια στιγμή να ιδρύσουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου κι έπειτα από μπόλικη, είναι αλήθεια, κατανάλωση βότκας: μια λέσχη που τα μέλη της θα είχαν το καθένα στη βιβλιοθήκη του πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους. Η δική μου βιβλιοθηκούλα μετά βίας φτάνει τους οκτώ ή εννιά χιλιάδες τόμους (έχω χρόνια να τους μετρήσω). Αλλά κι έτσι ακόμα ξέρω από πρώτο χέρι τις χαρές και τα βάσανα που περιγράφει ο βιβλιολάγνος μεσιέ Μπονέ, αφού έχουμε την ίδια λόξα. Αλίμονο, μου φαίνεται πως με τον καιρό τα βάσανα γίνονται για μένα περισσότερα από τις χαρές.
Κι έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω πως το αίσθημα αυτό δεν είναι άγνωστο ούτε σ΄ εκείνον.
Ο Μπόρχες έλεγε ότι ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη. Ο Παράδεισος αφορά όμως τη μετά θάνατον ζωή, κι εμένα μ΄ ενδιαφέρει, όπως και άλλους φαντάζομαι, τι σημαίνει η βιβλιοθήκη για κάποιον που βαδίζει ακόμα στην επίγεια κοιλάδα των δακρύων. Πιο κοντά στο ιδεώδες μου βρίσκεται, ομολογώ, αυτό που είπε ο Βαλενκούρ, ο διάδοχος του Ρακίνα στη Γαλλική Ακαδημία, όταν έχασε τη βιβλιοθήκη του σε μια πυρκαγιά: «Σε τι θα με είχαν ωφελήσει τα βιβλία μου, αν δεν είχα μάθει να ζω χωρίς αυτά;» ΄Η, αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ ένα δικό μου παλιό απόφθεγμα: «Η βιβλιοθήκη του ώριμου φιλαναγνώστη δεν θα έπρεπε να γεμίζει αλλά ν΄ αδειάζει». Αλλά δεν έχω ακόμα κατακτήσει ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας και είναι αμφίβολο αν θα υψωθώ ποτέ ώς αυτό. Οπότε, το περισσότερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να υπερασπιστώ το πάθος μου με αισθησιακά υποκειμενικούς όρους, όπως θα έκανε ένας φετιχιστής γυναικείων αξεσουάρ ή ένας, υπό διωγμόν πλέον, καπνιστής- ποιος ξέρει άλλωστε αν στο μέλλον δεν βρεθούν υπό διωγμόν και οι βιβλιοθήκες.
Γεγονός είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να υπερασπιστεί πειστικά μια μυριότομη βιβλιοθήκη την εποχή της εικονοκρατίας και του διαδικτύου. Ο λόγος του θα κινδύνευε να φανεί σκυθρωπός και γεροντίστικος όσο και τα φορτωμένα με βιβλία ράφια σε πολύ κόσμο, ιδίως στους νεότερους. Γι΄ αυτό ο Ζακ Μπονέ, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, κριτικός, συγγραφέας και πάνω απ΄ όλα μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, επιλέγει έναν ανάλαφρο, χιουμοριστικό, ακόμα και αυτοειρωνικό τόνο, επιτρέποντας μεγάθυμα στον αμετάπειστο αναγνώστη του να τον θεωρήσει γραφικό ή και ψώνιο. Νομίζω τελικά πως αυτός είναι ο ευφυέστερος τρόπος να μιλήσει κανείς σήμερα για τη γοητεία του τυπωμένου βιβλίου και της βιβλιοθήκης.
Ο Μπονέ δεν ανήκει στην κατηγορία του συλλέκτη βιβλίων, αυτού που κυνηγάει σπάνιες εκδόσεις χωρίς να έχει απαραίτητα σκοπό να τις διαβάσει. Εκείνος καταβροχθίζει τα βιβλία που αποκτά. Αλλά μια βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων, που αυξάνονται διαρκώς, συνεπάγεται ξόδεμα ολοένα περισσότερου χρόνου σε άχαρες δραστηριότητες. Δεν είναι μόνο το ξεσκόνισμα, που στο κάτω κάτω μπορεί να γίνει μηχανικά, αν και η εμπειρία δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε υγιεινή για τα πνευμόνια. Υπάρχουν άλλα, μεγαλύτερα ζόρια, που ο άσχετος και αδιάφορος για ιδιωτικές βιβλιοθήκες ούτε καν τα υποψιάζεται, αλλά αν τα ήξερε θα είχε στη φαρέτρα του πρόσθετα επιχειρήματα για την αδιαφορία του ή και για την αντιπάθειά του.
Για παράδειγμα, πώς να ταξινομήσεις τα χιλιάδες βιβλία, ώστε να μπορείς να βρίσκεις αυτό που θέλεις; Όλα τα συστήματα έχουν τα μειονεκτήματα και τις εξαιρέσεις τους, που όχι σπάνια σε κάνουν να χάσεις το κεφάλι σου ψάχνοντας (μου έχει συμβεί κι εμένα, όπως στον Μπονέ, να ξαναγοράσω ένα βιβλίο που υπήρχε στη βιβλιοθήκη μου, αλλά νόμιζα πως το είχα χάσει, για να μη μιλήσω για τα βιβλία που αγόραζα έχοντας ξεχάσει ότι τα είχα ήδη).
Πώς ν΄ αποφασίσεις ποια βιβλία δεν σου είναι πια απαραίτητα και μπορείς ν΄ απαλλαγείς από αυτά, για να κάνεις χώρο για καινούργια; Πέρα από τους συναισθηματικούς ενδοιασμούς, μπορεί να λαθέψεις στην κρίση σου (μου έχει συμβεί κι εμένα να πετάξω ή να χαρίσω ένα βιβλίο, για να διαπιστώσω εκ των υστέρων ότι το χρειαζόμουν). Ας αφήσουμε το πρόβλημα του χώρου, μιας και η βιβλιοθήκη του βιβλιομανούς επεκτείνεται ταχύτερα από αναρριχητικό φυτό και μπορεί ν΄ απλώσει τα ράφια της ώς την κουζίνα ή ακόμα και το μπάνιο, γεννώντας ένα αίσθημα ασφυξίας στους ενοίκους, μηδέ του κατόχου της εξαιρουμένου. Και τι γίνεται αν ένα ζευγάρι χωρίσει και δεν μπορεί να συμφωνήσει ποια βιβλία ανήκουν σε ποιον;
Φυσικά, το διαδίκτυο τα κάνει όλα αυτά να φαίνονται αστεία, κι ευτυχώς ο Μπονέ βλέπει το ζήτημα, τουλάχιστον με το ένα μάτι, και από αυτή τη σκοπιά. Δεν είμαστε εχθροί του διαδικτύου, εμείς που λατρεύουμε (μαζοχιστικά, έστω) τη βιβλιοθήκη μας. Κάθε άλλο, αναγνωρίζουμε τις τεράστιες δυνατότητές του και τις αξιοποιούμε, στον βαθμό που μας ενδιαφέρουν. Αλλά, πώς να το πούμε. Το διαδίκτυο είναι συγχρόνως υπερβολικά άυλο και υπερβολικά μηχανικό. Ενώ η βιβλιοθήκη μας είναι το χειροπιαστό, φιλικό στο ψηλάφημα ψυχικό παρελθόν και παρόν μας, οι δείκτες της εσωτερικής εξέλιξής μας. Τα βιβλία που διαβάσαμε και αγαπήσαμε είναι η υλική ανάμνηση συγκινήσεων που μας σημάδεψαν και μας καθόρισαν. Και αν πότε πότε απορούμε, όταν τα ξαναδιαβάζουμε, γιατί μας έκαναν κάποτε τόσο μεγάλη εντύπωση, αν σπαζοκεφαλιάζουμε για τις ίδιες τις παλιές σημειώσεις μας στο περιθώριο, αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύτιμα: μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία μας έχει ξεχασμένα κεφάλαια, που, όπως τα ξεχασμένα κεφάλαια της μεγάλης Ιστορίας, αλλάζουν τη συνολική εικόνα και την προοπτική της, όταν ανασύρονται από τη λήθη κι ερευνώνται.
Έπειτα, είναι και το άλλο. Η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι υπερβολικά στοχευμένη. Σου δίνεται αμέσως αυτό που ψάχνεις να βρεις, μαζί με ό, τι συναφές. Πρακτικότατο και χρησιμότατο, αναμφίβολα. Αλλά χωρίς τη σαγήνη της εξερευνητικής περιπέτειας και χωρίς τα ερεθίσματα της έκπληξης, της απροσδόκητης ανακάλυψης, που μπορεί να σου προσφέρει η περιήγηση σε μια βιβλιοθήκη ή ένα βιβλιοπωλείο ή ακόμα κι ένα μεμονωμένο βιβλίο. Ορίστε, άρχισα να διολισθαίνω σε παλιομοδίτικους μελοδραματισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στον μεσιέ Μπονέ. Τι να κάνουμε, κανένας δεν μπορεί να πηδήξει έξω από τον ίσκιο του, που λένε και οι Γερμανοί.
Το διάβασμα βιβλίων μπορεί να είναι μια έξη, αλλά είναι η μόνη έξη με άρωμα αθανασίας. Υπάρχει μια ιστορία για έναν μελλοθάνατο Γάλλο, τον καιρό της Τρομοκρατίας, ο οποίος διάβαζε ένα βιβλίο μέσα στο κάρο που τον πήγαινε στην γκιλοτίνα και πριν ανέβει στο ικρίωμα σημάδεψε τη σελίδα όπου είχε φτάσει. Αυτός κι αν πίστευε πως ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπου θα συνέχιζε το διάβασμα από εκεί που το είχε σταματήσει!
[Αναδημοσίευση από το Βιβλιοδρόμιο 2 Οκτώβρη 2010 ]
https://exitirion.wordpress.com/2018/08/14/%cf%80%cf%8c%cf%83%ce%b1-%cf%81%ce%ac%cf%86%ce%b9%ce%b1-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%ac%ce%b5%ce%b9-%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%b4%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bf%cf%82/?fbclid=IwAR0QjxTxaGZA7W1BAZHJL9jS3aVtf8Fn8h2827F3CvhQM3x1u1a5dqldbow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου