31.12.18

Η τουρκοκυπριακή ποίηση και το "βίωμα της διαίρεσης ή της διχοτόμησης"


Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Η τουρκική και η τουρκοκυπριακή ποίηση ενώ είναι οικεία στην ελληνική κριτική, τούτο δεν ισχύει για το ποιητικό κοινό, το οποίο γνωρίζει κυρίως ποιητές μέσω διάσημων μελοποιήσεων. Τόσο οι πολιτισμικές διαφορές όσο και ιστορικές δεν επέτρεψαν τις εκδοτικές προσπάθειες μετάφρασης Τούρκων δημιουργών να φτάσουν στο ευρύ κοινό. Ο όρος «γενιά της εισβολής» ή «γενιά του 1974» στην κριτική προσδιορίζει την ποιητική γενιά που εμφανίστηκε στα κυπριακά γράμματα λίγο πριν ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Οι ποιητές αυτοί ενσωμάτωσαν στο πρώιμο αλλά και στο μετέπειτα ωριμότερο έργο τους το βίωμα της ιστορικής τραγωδίας, με τη μορφή της προσωπικής ή της συλλογικά καθορισμένης αίσθησης που διαμόρφωσε τη ζωή τους.
Ωστόσο, την ποιητική παραγωγή της γενιάς αυτής συνήθως την προσεγγίζουμε από την ελληνόφωνη οπτική, παραβλέποντας την τουρκόφωνη κυπριακή ποίηση. Τόσο η τουρκόφωνη όσο και η ελληνόφωνη ποίηση επηρεάστηκε καθοριστικά από τις περιπέτειες του λαού και του τόπου. Οι ποιητές και των δύο κοινοτήτων καταδικάζουν τον άδικο χαμό αμάχων κι αθώων, πενθούν για όλα τα θύματα. Η ποίησή τους επιζητεί τη λύτρωση του λαού μέσα από την κάθαρση που θα φέρει η ειρήνη.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τουρκοκυπριακής ποίησης -που μόνο τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτουμε στην Ελλάδα- είναι ο λεγόμενος «πολιτισμικός υβριδισμός». Πρόκειται για μία ιδιαίτερη πολυπολιτισμική εκφραστική που συνδέεται άμεσα με τη γεωγραφική τοποθεσία της Κύπρου, στο σταυροδρόμι των πολιτισμών στην νοτιοανατολική Μεσογείου.
Κινούμενοι οι ποιητές μεταξύ των τουρκικών πολιτισμικών βάσεων και των ελληνικών -γενετικών σχεδόν- επιρροών υπό την βρετανική πολιτισμική επικυριαρχία, διαμόρφωσαν ένα διαπολιτισμικό ποιητικό κράμα. Με επιδράσεις από την τουρκική ποίηση και την ελληνική παράδοση ανέδειξε μία προσωπική ταυτότητα με σαφή κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
Έτσι αναπτύχθηκε όμως ένας ιδιότυπος πολιτισμικός διάλογος που έφερε σε ώσμωση τα ετερογενή φαινομενικά πολιτιστικά στοιχεία που συνενώθηκαν δημιουργικά μέσα στον πολύπαθο βίο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται οι πρώτες συναντήσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καλλιτεχνών και να αναπτύσσονται συνεργασίες.
«Η ανταλλαγή πολιτισμικού κεφαλαίου ανάμεσα σε αμφιπολιτισμικούς ποιητές και αναγνώστες συνιστά "απόπειρα επικοινωνίας" ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας μέσα από την ποίηση, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης άρσης των φυλετικών, εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, ιστορικών αντιθέσεων και διαφορών. Προφανώς, παρά τις αυτονόητες διαφορές, πολλά κοινά στοιχεία ανιχνεύονται στη ρητορική και τις ιδεολογικές προεκτάσεις του ποιητικού λόγου ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή γραφή. Οι δύο κοινότητες μοιράστηκαν τον ίδιο τόπο, τις ίδιες μνήμες, την ίδια ιστορία. Η κυπριακή μυθολογία και ανθρωπογεωγραφία αποτελούν κοινό πολιτισμικό αγαθό∙ παρατηρείται μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες μια ολοένα αυξανόμενη τάση αναζήτησης της "κυπριακότητας", της κυπριακής λογοτεχνικής ταυτότητας στην ποίηση των Τουρκοκυπρίων»[1].
Αναδεικνύεται, λοιπόν, η ανάγκη των ποιητών να προβάλουν τη σχέση τους με τον τόπο και τις διαπολιτισμικές ρίζες του από την αρχαιότητα και την τοπική μυθολογία έως το τρίγλωσσο παρόν τους· ότι ανήκουν στο νησί και συνδέονται ως πολιτισμική αλυσίδα με αυτό. Κάτι που σημειώνει και ο Μουσταφά Αντίλογλου υπογραμμίζοντας ότι οι ποιητές μετά την εισβολή υπερτόνιζαν την τουρκοκυπριακή και κυπριακή ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς εκείνη των Τούρκων[2]. Ενώ πριν το 1974 κυριαρχούσε μια εθνικιστική τάση κατά των αιώνιων αντιπάλων και υπέρ των μαρτύρων, το κλίμα αλλάζει με τη νεώτερη γενιά, η οποία αντέδρασε στην ιδεολογική αυτή τάση της ποίησης. Όπως σημειώνει και η Άννα Κατσίγιαννη, «οι Τουρκοκύπριοι υπερασπίζονται τις ιστορικές και πολιτιστικές παραδόσεις του νησιού, η ποίησή τους μετά το 1974 γίνεται πολύ μαχητική, αρνούνται την Τουρκία ως μητρική πατρίδα»[3].
Ας μην παραβλέπουμε πως «η μελέτη της τουρκοκυπριακής ποίησης, παρά τις επιμέρους αυτονόητες διαφορές ανάμεσα στους ποιητές, τη σχηματική συνανάγνωση υπό το πρίσμα των ταυτοτήτων και των γενεών, αποδεικνύεται σημαντική τόσο για την ιστορία των κυπριακών σπουδών όσο και για την πρόσληψη της τουρκοκυπριακής ποίησης στην Ελλάδα»[4].
Τρεις από τους κορυφαίους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της τάσης είναι ο πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος Μεχμέτ Γιασίν, ο Τανέρ Μπαϊμπάρs και ο νεώτερος Γκιουργκέντς Κορκμάζελ[5].

Ο πολιτιστικός ποιητικός διπολισμός του Μεχμέτ Γιασίν
Η ποίηση του Μεχμέτ Γιασίν (Mehmet Yaşın) ξεπερνά τα στενά σύνορα της Κύπρου· αποζητά την ειρηνική συνύπαρξη ως μία ρομαντική ουτοπία, πέρα από άμεσες πολιτικές αναφορές. Άλλωστε, όπως ο ίδιος δήλωσε[6] με μία κοσμοπολίτη διάθεση «δεν είμαι οπαδός της πολιτικής ταυτότητας. Το βρίσκω πολύ προβληματικό ακόμα και στη πολυπολιτισμική του εκδοχή... Αποφεύγω να κατηγοριοποιούμαι στη δικοινοτική, κυπριακή ταυτότητα. Γιατί πρέπει να μιλάμε μόνο για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους λες και είναι εντελώς διαχωρισμένοι οι μεν από του δε;»
Αναμνήσεις από την Κύπρο των παιδικών του χρόνων διαποτίζουν συχνά την ποιητική του· μία Κύπρο συμβίωσης διαφορετικών εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών· μία Κύπρο συνεχών συγκρούσεων και πολέμων με θύματα σε κάθε πλευρά. Η πολύγλωσση γραφή του εντείνει την κοσμοπολίτικη στάση του. Το κυπριακό δράμα με τις διακοινοτικές συγκρούσεις και την εισβολή αποτυπώνεται σε όλο τον ποιητικό έργο του Γιασίν.
Οι διακοινοτικοί ανασταλτικοί φραγμοί συνδέονται με τα προσωπικά αδιέξοδα και το ατομικό τραύμα. Στους στίχους του ανακλάται ο πόνος και η τραγική μοίρα ενός νησιού δύο εθνοτήτων που αιώνες παλεύει απέναντι σε κατακτητές. Τις διακοινοτικές συγκρούσεις τις βιώνει ως εμφυλιοπολεμικό δράμα αδιαφορώντας για τον -εκατέρωθεν- ιδεολογικό μανδύα του μίσους περί εθνών και θρησκειών. Άλλωστε, οι δύο θρησκείες και πρόσωπα των δύο εθνών συνυπάρχουν στην ποίησή του με έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
Οι απαγορεύσεις, οι συγκρούσεις, το μίσος και ο χωρισμός κατοπτρίζονται στην ποιητική του. Ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του ως ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα με τη μητρική του γλώσσα να θεωρείται -στα παιδικά του χρόνια- επικίνδυνη, η γειτονική (ελληνική) απαγορευμένη με κυρίαρχη τη γλώσσα την αγγλική που ως ειρηνοποιός κατακτητής διχοτομεί τις δύο κοινότητες φέρνοντας μια ζωή μεταφρασμένη και ένα προσωπικό -αρχαιοελληνικό- δράμα για τη φύση του που δεν ξέρει σε ποια γλώσσα να δακρύσει[7].
Ωστόσο, δε βλέπει την ποίηση και την τέχνη ως μέσο να κλείσουν οι πληγές των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Διατηρεί μόνο την «ελπίδα ότι η τέχνη θα είναι χρήσιμη να αντιμετωπίσει τις τραυματικές καταστάσεις της χώρας». Άλλωστε ούτε ο ίδιος «θεράπευσε τα δικά μου τραύματα... Απλά έμαθε να διασκεδάζει τα τραύματά του προκειμένου να είμαι ικανός να ζει με αυτά»[8].
Η ποιητική του Γιασίν διατηρεί ένα αφηγηματικό ύφος με απομνημονευματικό κι εξομολογητικό χαρακτήρα[9]. Το α’ ενικό προσδίδει έναν προσωπικό τόνο στην αφήγηση και συντηρεί τα εξομολογητικά γνωρίσματα· σε συνδυασμό με το -αοριστολογικό συνήθως- β΄ ενικό η ποίησή του αποκτά μία διαλογική ζωντάνια και μία ιδιαίτερη παραστατικότητα με τον εικαστικό δυναμισμό της[10]· έτσι η γραφή του γίνεται αμεσότερη κατακτώντας τον αναγνώστη συναισθηματικά δίχως να χάνεται ή να περιορίζεται το λογικό[11].
Ο στίχος του εμπλουτίζεται με αλληγορίες[12] και παρομοιώσεις ή μεταφορές[13]. Η μεταφορική γλώσσα και τα πολλά τουρκικά λογοπαίγνια, η γραφή σε τρίγλωσσο επίπεδο ή ακόμα και τα καραμανλίδικα[14], εντείνουν το αίσθημα του πόνου για τη διχοτόμηση της πατρίδας του· αναδύουν έντονα το συναισθηματικό του αδιέξοδο μοιρασμένος σε δύο πολιτισμούς.
Η πλούσια εικαστική με σουρεαλιστικές ρίζες πηγάζει από εικόνες του φυτικού βασιλείου -χωρίς να εκλείπουν οι αναφορές στην πανίδα- όσο και από κοινωνικές παραστάσεις ή βιώματα. Οι εικόνες του μοιάζουν να κινούνται, καθώς το ποίημα και το περιεχόμενο του κάδρου του αλλάζουν από στίχο σε στίχο. Η λιτή εικονοπλασία του και η αμεσότητα της γλώσσας του καθιστούν την ποιητική του επιθετική, κεντρίζουν τον αναγνώστη/ακροατή με την ελευθερία που διακρίνει το στίχο του, μιλώντας σε γλώσσα οικεία[15].
Στην ποίηση του Γιασίν ενσωματώνονται εικόνες και καταστάσεις ως ντοκουμέντα. Τα αδιέξοδα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος συνεχώς ακούγονται ως αντήχηση των ατομικών ανασχέσεων. Τα "τρίγλωσσα" βιώματά του από τους αγώνες της Απελευθέρωσης και τις συνεχείς συγκρούσεις έως τον Αττίλα διαμορφώνουν τον ιδιαίτερο ποιητικό συγκρητισμό του.
Έτσι, ο ποιητής νιώθει συχνά ξένος από το παρόν, όπως οι ποιητές που βίωσαν την ήττα του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου. Άλλωστε, ο Γιασίν συνδέει την ελληνική ποίηση με την τουρκική και την ανατολίτικη παράδοση· πολλά είναι, εξάλλου, τα ελληνικά στοιχεία στην ποιητική του[16].
Οι ομαδικές εκτελέσεις και το αντιμιλιταριστικό δόγμα εμφανίζονται σαν φαντάσματα δίπλα σε πρόσωπα του παρελθόντος που αγάπησε[17]· οι διακοινοτικές αντιπαλότητες εμφανίζονται ακόμα και αργά, αποκαλύπτοντας τελικά το ατομικό -σχεδόν υπαρξιακό- αδιέξοδο[18].
Ωστόσο, ο ίδιος πάντα αισθάνεται Κύπριος πέρα των διαφορών των δύο κοινοτήτων· όλους τους ενώνει η ίδια μοίρα, η ίδια γη και θέα[19]. Στην πραγματικότητα μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε λόγο για "κυπροκεντρισμό"[20] με το τραύμα της μνήμης και τη διακαή επιθυμία της ειρήνης να προσφέρουν το κοινό υπόβαθρο της πολιτισμικής ώσμωσης. Οι δύο κοινότητες, εξάλλου, μοιράστηκαν τον ίδιο τόπο, τις ίδιες μνήμες, την ίδια ιστορία· η κυπριακή μυθολογία και ανθρωπογεωγραφία αποτελούν κοινό πολιτισμικό αγαθό· παρατηρείται μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες μια ολοένα αυξανόμενη τάση αναζήτησης της "κυπριακότητας", της κυπριακής λογοτεχνικής ταυτότητας στην ποίηση των Τουρκοκυπρίων[21].
Η εισβολή και ο εποικισμός στοιχειώνουν το Γιασίν μια δεκαετία μετά, όταν οι έποικοι διεκδικούν να γίνουν εμείς[22]· ο ίδιος άλλωστε χρόνια μετά αναφωνεί ότι αν ιδιοποιηθεί το βιος των Ελλήνων γειτόνων του να πέσει φωτιά να τον κάψει[23]· ο πόνος της ξενιτιάς/προσφυγιάς και οι συνεχείς πόλεμοι -με έναν νέο πόλεμο κάθε φορά ως απειλή- ίπτανται πάνω από τη ζωή, την αγάπη και την ειρήνη[24].
Η γυναίκα αποτελεί μία σχεδόν σταθερή παρουσία στις συνθέσεις του· όχι ως ερωτικό στοιχείο· Το ερωτικό στοιχείο ενυπάρχει αυθύπαρκτο στην ποίηση του Γιασίν χωρίς να συνδέεται με το γυναικείο πρόσωπο. Η αναφορά στη γυναίκα κατέχει το ρόλο έμμεσων σχολίων για τον κοινωνικό της ρόλο[25] ή πηγάζει από τις δικές του αναμνήσεις[26]. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσωπο των γυναικών καθρεφτίζεται ο πόνος του πολέμου, όπως αυτός αντανακλάται στο πρόσωπο των ζωντανών αμάχων[27].
Στην ωριμότερη -και πιο υπαρξιακή- φάση του δημιουργού, το θρησκευτικό στοιχείο εμπλουτίζει την ποιητική του· ως στοιχεία που πηγάζουν από την μουσουλμανική και την ανατολίτικη παράδοση επενδύουν με το δικό τους συναισθηματικό βάρος το στίχο του υπηρετώντας το υπαρξιακό περιεχόμενο[28].
Η αυτοαναφορικότητα με τον καιρό αυξάνεται[29]· η ποίησή του γίνεται πιο υπαρξιακή και πιο "κλειστή"[30]. Στην ποιητική σύνθεση "στις πόλεις που επιστρέφουμε" αποτυπώνεται ακριβώς το υπαρξιακό κενό που του έφερε η ιστορία της Μεγαλονήσου. Το ίδιο αδιέξοδο εκφράζεται και στο "φάντασμα" και κυρίως μέσα από την καραμανλίδικη γραφή[31], που γραμμένο σε τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα εκφράζει το γλωσσικό και πολιτισμικό διπολισμό του ποιητή[32].
Στην υπαρξιακή αυτή στροφή η ποίησή του, χωρίς να χάνει τον αφηγηματικό κι εικονοκλαστικό της ύφος και με τον ίδιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, "βαραίνει", γίνεται πιο εσωτερική· εκφράζει βαθύτερες αγωνίες για την ουσία της ζωή, του αγώνα των ανθρώπων[33].
Ο Μεχμέτ Γιασίν είναι μια από τις πιο αξιόλογες ποιητικές φωνές της ανατολικής Μεσογείου. Οι διχόνοιες που οδήγησαν στη βίαιη διχοτόμηση της γενέτειράς του, της Κύπρου, και η ιστορία της οικογένειάς του αποτελούν τον καμβά της ποίησής του. Η ποίησή του αμφισβητεί καθορισμένες αντιλήψεις και έννοιες όπως έθνος, μητέρα πατρίδα, μητρική γλώσσα, σεξουαλικό φύλο, θρησκευτικές αναφορές, καθιερωμένες ποιητικές γλώσσες.
Όταν οι πολιτισμικές ταυτότητες ορίζονται μέσω της αντίθεσης ή μέσα από τη στρατηγική της αντίστασης και της υπεράσπισης των πολιτισμικών, η τουρκόφωνη ποίηση του Γιασίν με τα τόσα ελληνικά στοιχεία υπερασπίζεται τις ιστορικές και πολιτιστικές παραδόσεις του νησιού, αρνείται την Τουρκία ως μητρική πατρίδα, διαμαρτύρεται για τη διχοτόμηση και τους συνεχείς πολέμους, εξοστρακίζει τον εθνικισμό των παλαιότερων γενεών, απορρίπτει το μιλιταρισμό καθρεφτίζοντας τη βία ενός πολέμου που αντιλαμβάνεται ως εμφύλιο.
Ο ποιητικός διάλογος οριοθετεί την ποιοτικότερη διαμόρφωση και εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων, το χώρο του «άλλου». Ο πολιτισμικός διάλογος, η πολιτισμική ώσμωση, αυτό που η σύγχρονη κριτική θεωρία ονομάζει πολιτισμικό υβριδισμό, καλλιεργείται ολοένα και πιο συστηματικά ανάμεσα στις δύο κοινότητες[34]. Η ανταλλαγή πολιτισμικού κεφαλαίου ανάμεσα σε αμφιπολιτισμικούς ποιητές και αναγνώστες συνιστά "απόπειρα επικοινωνίας" ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας μέσα από την ποίηση, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης άρσης των φυλετικών, εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, ιστορικών αντιθέσεων και διαφορών.

Οι πολιτισμικές διασταυρώσεις του Τανέρ Μπαϊμπάρs
Η δε ποίηση του Τανέρ Μπαϊμπάρs (Taner Baybars) είναι εικονιστική. Διαυγείς εικόνες γεμάτες κίνηση αποτυπώνονται συνειρμικά στο καναβάτσο του με μία κινηματογραφικότητα[35]. Η στιχουργική ρευστότητα[36] αισθητοποιεί τον εικαστικό του πλουραλισμό.
Η συνειρμική κίνηση με την ήπια υπερρεαλιστική εικαστική ματιά του αποτυπώνει με ποιητική ειλικρίνεια και σπάνια καθαρότητα τον ψυχικό κόσμο του ποιητή[37]. Η σουρεαλιστική ροή βοηθά τον δημιουργό να διατηρήσει τον αυστηρό εσωτερικό ρυθμό του στίχου και να ελέγξει τη συναισθηματική ένταση των συνθέσεων. Το συναίσθημα αναδύεται ελεύθερα και μαγεύει το κοινό με τη μεταφορική χρήση μέσα σε έναν οικείο και λιτό λόγο.
Εικόνες γεμάτες φως[38] ξεπροβάλλουν από το κάδρο του. Ο ήλιος είναι συνεχώς παρών προσθέτοντας μια φωτεινή διαύγεια στην εικονοποιία του. Η εικαστική του διακρίνεται από κίνηση και ήχο[39]. Παρά τον κυρίαρχο φυσιολατρικό χαρακτήρα που εντοπίζεται στους ποιητικούς πίνακες του Μπαϊμπάρs, κοινωνικές παραστάσεις ενσωματώνονται αβίαστα στην υπαρξιακή ποιητική του μέσα στην αφηγηματική ροή[40].
Μία συνειρμική ροή και υπερρεαλιστικής προέλευσης μεταφορές εμπλουτίζουν το καναβάτσο[41]. Έτσι, συχνά διαμορφώνει ένα σουρεαλιστικό παραμυθένιο κάδρο με υπαρξιακές αναζητήσεις στη βάση του[42] που συνδέονται με το όνειρο και την επιστροφή στην παιδικότητα.
Και η ίδια αυτή ρευστότητα εντοπίζεται συχνά και σε ψευδοδιαλογικές συνθέσεις[43] ο δημιουργός απευθύνεται με σκηνική ζωντάνια σε ένα β΄ ενικό με ευθείες[44] ή πλάγιες ή ρητορικές ερωτήσεις[45]. Την ίδια στιγμή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσωπικών εμπειριών ενισχύει με τη μονολογική χροιά της τη σκηνική διάσταση.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το φυσιολατρικό στοιχείο της ποίησης του[46] σε συνδυασμό με τη γεωγραφική αοριστία ή αντιθετικά την αναφορά τόπων μακριά από την πατρίδα προσδίδουν μία οικουμενική διάσταση στην ποιητική του[47]. Και τούτη φυσικά συνδέεται τόσο με τα ταξίδια και τα μέρη, με τα οποία ο Μπαϊμπάρs συνδέθηκε, όσο και με την αναζήτηση μιας μόνιμης εγκατάστασης[48] και της επιστροφής στην παιδική γη, η οποία συνδέεται με την ηλικία της αθωότητας και της ανεμελιάς[49].
Ειδικά η διάλυση του σπιτιού[50] -ως σύμβολο της οικογενειακής θαλπωρής, της μονιμότητας, της προστασίας και της μνήμης της παιδικής αθωότητας που καταστρέφεται- αναδεικνύει αλληγορικά τις ψυχικές διαθέσεις του ταξιδεμένου ποιητή. Άλλωστε, η λέξη σπίτι[51] ή συνεκδοχή του[52] πολύ συχνά απαντάται στην ποιητική του, δείχνοντας σημειολογικά την ψυχική ανάγκη του ποιητή για ένα μόνιμο μέρος ανάπαυλας, σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό που προάγει η ποιητική του. Στην ίδια λογική και οι αναφορές στο χωριό[53] ή την πόλη[54] εκθέτουν την ανάγκη του ποιητή για μία παραμονή με σταθερή αναφορά. Και η ίδια αυτή ανάγκη για προστασία και μόνιμη παραμονή εμφανίζεται και στις λέξεις κάστρα[55] ή τείχη[56].
Ωστόσο, δεν εντοπίζεται κάποια νοσταλγία για τη γενέθλια γη[57]. Εκθέτει όμως έναν υπαρξιακής φύσης διπολισμό για το ταξίδι και ταυτόχρονα για την απουσία μιας σταθερότητας. Εξάλλου, πολύ συχνά στην ποίησή του απαντάται η λέξη θάλασσα ή συνυποδηλώσεις της, εκφράζοντας με μία άλλη εικαστική ματιά την ανάγκη για ταξίδι και επιστροφή[58]. Άλλες φορές στη σουρεαλιστική στιχουργία του δημιουργεί μικρά -οσφρητικά- σύμβολα εκδηλώνοντας μια ψυχική ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα[59].
Χαρακτηριστική για την συναισθηματική κατάσταση του μέτοικου ταξιδιώτη είναι η ποιητική σύνθεση «η μοναξιά του Κολόμβου». Εδώ ο δημιουργός στον μονόλογο, όπου το ποιητικό εγώ ταυτίζεται με τον Χριστόφορο Κολόμβο, συνδέει το ταξίδι ως θέμα με τη μοναξιά του ταξιδευτή μακριά από το σπίτι του. Η σύνθεση άλλοτε μοιάζει με ημερολόγιο κι άλλοτε με προσευχή. Έτσι δεν είναι τυχαία ιδιαίτερη παρουσία του θείου. Ωστόσο, ο Θεός είναι ο χριστιανικός συμβαδίζοντας με το θρήσκευμα του ήρωα και με το πολύ θρησκευτικό περιβάλλον του δημιουργού. Η σουρεαλιστική εικονοποιία εγκαταλείπεται προκειμένου να δοθεί έμφαση στην εκμυστήρευση των συναισθημάτων του ήρωα και εσωτερικών αγωνιών του, που ταυτίζονται με εκείνες του ποιητή.
Ωστόσο, οι πολλαπλές αναφορές σε μέρη μακριά από την πατρίδα μα και η ψυχική ανάγκη για το σπίτι και την επιστροφή στην παιδική αθωότητα, αναδεικνύει μία κοσμοπολίτικη αμφιπολιτισμικότητα. Πολύ σωστά και η Δημουλή[60] παρατηρεί μία πολλαπλότητα ταυτοτήτων που παρουσιάζει η ποιητική του Μπαϊμπάρs. Ο ποιητής είναι πατέρας[61], παππούς ή εραστής[62], αλλά πουθενά δεν είναι σύζυγος[63]. Έτσι, εντοπίζεται μία εσωτερική μάχη ταυτότητας[64] και εμφανίζεται ένα ποιητικό υποκείμενο με πολλαπλές ταυτότητες[65].
Και ας σημειώσουμε παρενθετικά από τις ερωτικές συνθέσεις του Μπαϊμπάρs αναδεικνύεται ένας ξεχωριστός ερωτισμός, σεμνός μα λάγνος[66]. Ο έρωτας συμπλέκεται με τον σουρεαλιστικό στίχο[67] μέσα σε ένα διαπολιτισμικό ποιητικό έρωτα στο κοσμοπολίτικο κοινωνικό πλαίσιο των ποιημάτων του.
Ας μην παραβλέπουμε ότι η παραλληλία αυτή των ταυτοτήτων αποτελεί τη συναισθηματική έκφραση του πολιτισμικού διπολισμού του ίδιου του Μπαϊμπάρs. Η ίδια η γραφή του διακρίνεται από πολυπολιτισμικές αναφορές, πολυγλωσσικές επιρροές -από τουρκικά, ελληνικά, αγγλικά, λατινικά- και σχήματα, εκφραστικά και μορφικά, αφήνοντας σε απόσταση την παραδοσιακή ανατολίτικη παράδοση και αποτελώντας τμήμα του πολιτισμικού υβριδισμού που διακρίνει την τουρκοκυπριακή ποιητική παραγωγή.
Πλήθος ελληνικών[68] και χριστιανικών στοιχείων[69] συναντιούνται με στοιχεία από την -πέραν της Μεσογείου- μυθολογία και την παγκόσμια λογοτεχνία[70] και αποκαλύπτουν τον κοσμοπολιτισμό του ως εμπειρία επαφής με άλλους λαούς και τόπους όσο και τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της ποιητικής του.
Η ποιητική του Μπαϊμπάρs παραμένει μεταμοντέρνα κι επίκαιρη μέσα στις διαχρονικές αναζητήσεις. Ας μην παραβλέπουμε πως η μοντέρνα ποίηση μετέθετε τους ουτοπικούς στόχους της στο μέλλον, ενώ το μεταμοντέρνο στρέφει την προσοχή του στην υπαρξιακή αμεσότητα του παρόντος. Ο Μπαϊμπάρs δημιουργεί έναν ξεχωριστό κόσμο, το δικό του αμφιπολιτισμικό σύμπαν, ξένο, απόμακρο μα και οικείο και δικό ταυτόχρονα. Ο αναγνώστης/ακροατής περιπλανιέται στον ποιητικό κόσμο του Τουρκοκύπριου ενσωματώνοντας συναισθηματικά την εμπειρία και τις αναμνήσεις του δημιουργού μέσα στο δικό του οδυσσειακό πολιτισμικό έπος.

Το ζήτημα της ταυτότητας στην ποίηση του Γκιουργκέντς Κορκμάζελ
Το θέμα της ταυτότητας, αντίθετα, στην ποιητική του Γκιουργκέντς Κορκμάζελ μπαίνει ως αυτονόητο στοιχείο. Ο Γκιουργκέντς «διαθέτει» μόνο μια ταυτότητα, την κυπριακή, χωρίς να κάνει λόγο για γλώσσα επειδή αυτό θα ενέτεινε η λογική των διακρίσεων/διαιρέσεων. Στην πραγματικότητα ο Γκιουργκέντς επαναφέρει τον «κυπροκεντρισμό» του Μεχμέτ Γιασίν με ένα μίγμα φυσιολατρικού εξπρεσιονισμού.
Το έργο του Γκιουργκέντς φέρει αισθητά τα ίχνη της κυπριακής ταυτότητας μέσα στην τουρκική γλώσσα που χρησιμοποιεί. Η ποίησή του είναι βαθιά πολιτική, χωρίς να επικεντρώνεται στο πολιτικό. Μέσα από το φυσιολατρικό πλάνο, ο πολιτικός ακτιβισμός ανθίζει με χαρακτηριστικά «βιώματος της ιθαγένειας». Η ταυτότητά του είναι διχοτομημένη δίχως να επιδιώκει ποιητικά να φτάσει σε έναν εξωραϊσμό της κυπριακής γης. Το αντίθετο∙ η «ποιητική της ιθαγένειας» τον οδήγησε μία αμιγώς πολιτική ποίηση με ακτιβιστικά χαρακτηριστικά.
Μα εδώ δεν έχουμε κάποια μνήμη[71], μα ένα στρατοκρατούμενο παρόν γεμάτο νεκρούς και αγνοούμενους, ερειπωμένα χωριά μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, γεμάτο φως που τονίζει την αντίθεση φύσης-ανθρώπου, ειρήνης-πολέμου. Πιο νέος, για παράδειγμα, από τον Μεχμέτ Γιασίν, οι μνήμες του επί της ουσίας είναι στρατοκρατούμενες και μέσα σε μία ετοιμοπόλεμη κατάσταση, ζώντας σε ένα μικρό νησί δίχως ειρήνη και με πρόσφυγες. Η «κυπριακότητα» έτσι που αναδύεται δεν είναι απλά μία διαίσθηση, αλλά ένα βίωμα με οντολογικά χαρακτηριστικά.
Η σχέση με τον τόπο, μέσα από τις διαρκείς αναφορές στα πολιτικά τραύματα, θεματοποιεί την ποιητική του και γίνεται το κλειδί για την ερμηνεία του χώρου έξω από το ποιητικό υποκείμενο, εκθέτοντας τόσο το αξιακό του σύστημα μακριά από εθνικιστικούς παροξυσμούς[72] και θρησκευτικές διαιρέσεις[73].
Στρέφεται κατά της στρατιωτικής κατοχής ως παιδικό τραύμα με εύληπτα υπονοούμενα[74], όπως εκφράζονται με λίγες λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες. Ένας βαθύς σαρκασμός με υπερρεαλιστικές εκφορές αποκαλύπτει τον πόνο του για τη διχοτόμηση[75]. Ξεπερνά τις θρησκευτικές και τις εθνικές αγκυλώσεις προάγοντας την ειρηνική συνύπαρξη. Αν και αναρχικός βγάζει μία πηγαία αγάπη για την πατρίδα[76] καθιστώντας την ποιητική του πολιτική με κυπριακό πρόσημο. Αντεθνικιστής και λάτρης της ειρήνης πονά για τον ξεριζωμό και την Κατοχή[77] και τους αγνοούμενους[78], ενώ εμφανείς είναι οι επαφές του με Ελληνοκύπριους[79].
Ας σημειώσουμε πως ο ίδιος αρνείται την ταυτότητα Ελληνοκύπριος και Τουρκοκύπριος, επειδή ακριβώς εξάγει νέα διαίρεση. Αντιθέτως προάγει μόνο την ταυτότητα του κύπριου χωρίς καμία αναφορά σε γλώσσα η θρησκεία[80]
Ένας πηγαίος λυρισμός αναδύεται από την εικαστική του. Δυναμικές μεταφορές και προσωποποιήσεις από το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνουν ένα πολυεστιακό κάδρο γεμάτο χρώματα και κίνηση. Έντονες είναι οι εξπρεσιονιστικές πινελιές στο καναβάτσο του[81]. Το κάδρο του αισθητοποιεί την ιδιαίτερη αγάπη του ποιητή για την πατρίδα[82] στην οποία γυρνάει πάντα[83]. Στη χωρισμένη αυτή πατρίδα αισθάνεται μόνος[84] όπως αισθανόταν και στην Αγγλία[85].
Και έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η ποίηση του Γκιουργκέντς δεν είναι κρυπτική. Αδιαμεσολάβητα ο ποιητής εκφράζει ακριβώς τον πόνο για την πατρίδα του με έναν μη πολιτικό τρόπο, δίχως ρητορείες. Το δε α' ενικό προσδίδει έναν πιο προσωπικό τόνο. Δεν αποζητά κάποιο πολιτικό διάλογο. Ανατρεπτικός και δηκτικός επιζητά την ειρήνη και την εκδίωξη του στρατού με τη συνύπαρξη και την αναγνώριση των τραυμάτων.
Στη στιχουργική του το ανοίκειο γίνεται το όπλο της γλωσσικής φαντασίας για να εκφράσει τον ψυχικό πόνο και τον προβληματισμό του. Η διαίρεση της Κύπρου αντανακλάται σε μία εσωτερική διαίρεση του ποιητικού "εγώ" και στη μοναξιά[86]. Όμορφες μετωνυμίες αγκαλιάζουν τον ακροατή με την ευρηματικότητά του ποιητή[87]. Ελευθερόστομος και ειρωνικός[88] σαρκάζει τον μαρξισμό[89] και τις μικροαστικές συμπεριφορές[90].
Το φυσικό τοπίο, με επιρροές από τον Paul Celan, λειτουργεί ως ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κάδρο του οποίου η ειρήνη διασπάται από την κατοχή. το επετειακό το στοιχείο είναι έντονο. Η φυσιολατρική εικονοποιία του δεν έχει όμως αρκαδικά χαρακτηριστικά. Ο θάνατος[91] και ο πόνος διασπούν το ειδυλλιακό τοπίο.
Η φύση συμβάλλει συναισθηματικά στη δημιουργία μιας αντίθεσης ανάμεσα στον χώρο και τους ανθρώπους. Ταυτίζεται ενίοτε με αντικείμενα[92] συμβολοποιώντας τα. Ο αγαπημένος τόπος με την εξωτική ομορφιά του τονίζει τον πόνο και τη μοναξιά του δημιουργού.
Σε ερωτικά ποιήματα, δε, ταυτίζεται με το ερωτικό συναίσθημα και τη λάγνα ενίοτε διάθεση[93]. Ας μη λησμονούμε πως ο Γκιουργκέντς έχει γράψει αρκετά ερωτικά ποιήματα, ώστε συχνά υποβιβάζοντας την πολιτική του ταυτότητα να χαρακτηρίζεται ως ερωτικός ποιητής[94].
Ενδιαφέρον, επιλογικά, είναι το γεγονός πως η ποιητική του Γκιουργκέντς δεν είναι κοσμοπολίτικη, σε αντίθεση με τον Μεχμέτ Γιασίν. Παρά τα ποιήματα για την Αγγλία, τη διττή πολιτιστική του ταυτότητα και το ανώνυμο συχνά φυσικό τοπίο, η ποιητική του δε θυμίζει τον κοσμοπολιτισμό της προηγούμενης γενιάς αλλά διατηρεί αναλλοίωτη την ταυτότητα της ιθαγένειας.
Τούτη η ανωνυμία του χώρου απλώνει την ποιητική του σε ένα οικουμενικό επίπεδο. Ακόμα και τα "ποιήματα φυγής" από την Αγγλία -χωρίς να προσδιορίζεται πού θα πάει- εκφράζουν μία οικουμενικότητα που συναντάμε συνήθως στην προσφυγική και μεταναστευτική ποίηση. Έτσι όμως εκτίθεται και η επισφάλεια της ζωής σε έναν κόσμο/πατρίδα με στρατιωτικές δυνάμεις να κατέχουν τμήμα του και χωριά ξεριζωμένα.

Επίλογος
Η συμβολή της κυπριακής –αν δούμε ως ενιαία δίγλωσση ενότητα την Κύπρο- ποίησης από καιρό πια στράφηκε στην υπόθεση της ειρήνης και την κατανόησης του άλλου. Οι δε επαφές μεταξύ των αλλόγλωσσων λογοτεχνικών (και γενικότερα καλλιτεχνικών ομάδων) μοιάζουν να φέρνουν κοντά τις δύο ενότητες. Μεταφράσεις και συχνές αναφορές σε πρόσωπα της άλλης κοινότητας φωτίζουν τα σκοτάδια του Αττίλα και της διαίρεσης.
Μολονότι η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο, μέσα από το συναίσθημα εκφράζουν ακριβώς τον πόνο και την ανάγκη για ειρήνη και των δύο κοινοτήτων. Συμβάλλουν στη δημιουργία μία κυπριακής συνείδησης, μία διακοινοτική συνείδηση με επίκεντρο την ειρήνη σε ένα πολύπαθο νησί. Ποιήματα και πεζογραφήματα που εκφράζουν το πνεύμα, τη θέληση, τα συναισθήματα για μια ειρηνική ενωμένη Κύπρο γράφτηκαν από πολλούς Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους λογοτέχνες.
Εξαιτίας του τραύματος της διχοτόμησης εντοπίζεται μία βαθιά δυσκολία στην προσέγγιση των Τουρκοκύπριων ποιητών, αν και μόλις τα τελευταία χρόνια γίνεται μία ουσιαστική προσπάθεια μελέτης της ελληνοκυπριακής ποίησης. «Η ανάδυση της τουρκοκυπριακής υβριδικής ποιητικής ταυτότητας συγκροτείται με την «ιδιοποίηση» και «προσαρμογή» στοιχείων του αρχαίου μύθου, της τοπογεωγραφικής μνήμης, με τη «διαμαρτυρία» ενάντια στη διχοτόμηση του νησιού και την πολιτική των εποίκων. Η «κυπριακή» πολιτισμική ταυτότητα των Τουρκοκυπρίων, όπως την αντιλαμβάνονται κυρίως οι ίδιοι, διαφοροποιούμενοι από την τουρκική τους ταυτότητα, συνδέεται με τη διεύρυνση του γλωσσικού και του πολιτισμικού ορίζοντα της κυπριακής γραφής»[95].

(αναδημοσίευση από το περιοδικό Μανδραγόρας, τχ. 58, Ιούνιος 2018)

[1] Γιώργος Μολέσκης, Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές, Εισαγωγή, εκδ. Τόπος 2010, σ. 15.
[2] Mustafa Adiloglu, Turkish Cypriot Identity in literature, Λονδίνο, Fatal Publications, 1990, σελ. 16.
[3] Άννα Κατσίγιαννη, «Η ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας: η τουρκοκυπριακή γραφή», περ. Comparaison/Σύγκριση, τεύχ. 24, ΕΚΠΑ (Φεβρουάριος 2014), σελ. 78.
[4] Άννα Κατσίγιαννη, «Η ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας…», ό.π, σελ. 81.
[5] Το δοκίμιο στηρίζεται στις ανθολογίες Μεχμέτ Γιασίν, Άγγελοι εκδικητές, μφρ και σχολ. Ζήσης Δ. Αϊναλής, εκδ. βακχικόν, 2015, Τανέρ Μπαϊμπάρς, Γράμμα στην πατρίδα, μτφρ. Αγγελική Δημουλή, εκδ. βακχικόν, 2016 και Γκιουργκέντς Κορκμάζελ, Η τελευταία μέρα του Αρθούρου Ρεμπώ στο νησί, μτφρ. Αγγελική Δημουλή, εκδ. βακχικόν, 2017.
[6] βλ. «Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας», συνέντευξη του ποιητή στoν Αντρέα Πολυκάρπου, tvxs.gr (07/12/2015).
[7] «Καιρός πολέμου».
[8] βλ. «Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας», ό.π.
[9] «Θρήνος για μια δασκάλα ix», «Πικρή απώλεια».
[10] «Συνουσία».
[11] «Ο ορειβάτης»
[12] «Ένα ποίημα των καιρών που δεν μας ανήκαν», «Το παραμύθι της γάτας μας», «Θρήνος για μια δασκάλα iii».
[13] «Ένα παραμύθι που λέγεται στη σιωπή».
[14] «Ο άρχοντας των δαφνών iii».
[15] «Συνουσία», «Στο πηγάδι: η κακιά γραφή».
[16] «Υπομονετικές γυναίκες v» και «Υπομονετικές γυναίκες i» με αναφορά στον Καβάφη, «Ο μικρός ρολογάς», «Γιώργο», «Δεν έχει ιθάκη», «Αυτό είναι σκέτο ρεζιλίκι», «Καιρός πολέμου» με επιρροή από Λεοντάρη, «Ο άρχοντας της θάλασσας», «Μην πηγαίνεις στην κερύνεια», και με άμεση αναφορά στη Σαπφώ στην ποιητική σύνθεση «Η συνάντηση», χωρίς να απουσιάζουν οι επιδράσεις της ποίησης του Ρίτσου.
[17] «Ένα παραμύθι που περιμένει απάντηση», «Θειο-λογία viii» και «Θειο-λογία ix».
[18] «Ένα πρωινό στην ελλάδα», ποιητική σύνθεση «Coca-cola coke».
[19] «Τοπίο».
[20] Γιώργος Φράγκος, Τουρκοκυπριακή ποίηση, η άγνωστη που μας μοιάζει, εφ. ο Φιλελεύθερος (11/12/2011).
[21] Γιώργος Μολέσκης, «Εισαγωγή», Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σ. 15.
[22] «Βγαίνοντας από το καταφύγιο».
[23] «Μπακιρένια λάφυρα».
[24] «Μην πηγαίνεις στην κερύνεια».
[25] «Υπομονετικές γυναίκες».
[26] «Μια μέρα», «Θειο-λογία», «Η γιαγιά μου από τη Νεάπολη», «Της Μαρίκας ο Μουσταφά».
[27] «Τοπίο», «Το νεκρό σπίτι».
[28] «Το Τρίτο Πρόσωπο».
[29] «Βλέπω το σύμπαν στο ποίημα».
[30] «Ο μικρός ρολογάς».
[31] «Ο άρχοντας των δαφνών iii».
[32] «Πικρή απώλεια», «Στο πηγάδι: η κακιά γραφή».
[33] «Το κλουβί», «Ο κράλης», «Χωρίς να κοιτάς το χάρτη».
[34] Άννα Κατσίγιαννη, «Η ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας…», ό.π.
[35] «Ένα χλωμό άλογο στο Σαλέρς», «Δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια», «Πάνω από το φράχτη».
[36] «Ταξίδια, διάρρηξη», «Ο Νεύτωνας και το μήλο», «Σφουγγάρι στην προβοσκίδα ενός ελέφαντα», «Μυωπία».
[37] «Οι κήποι των άλλων», «Διπλό χαϊκού», «Δεν έχουν πλάκα;» και η ποιητική σύνθεση «21 χριστουγεννιάτικες μέρες».
[38] «Κόβοντας μία δαμασκηνιά», «Οι ιεραπόστολοι», «Τα κάλεσα έξω στον ήλιο», «Καίγοντας ένα λίκνο», «Τροχαίο ατύχημα», «Οπισθοχωρώντας σε ένα τούνελ».
[39] «Θέση-κλειδί», «Σπάζοντας αλάτι μετά τα μεσάνυχτα», «Ανοίγοντας μία πόρτα», «Η καρδιά ενός πατέρα στην καταιγίδα».
[40] «Τροχαίο ατύχημα», «Εγκιβωτίζοντας την άνοιξη», «Θέση-κλειδί δείπνο στο Λονγκ Μέλφορντ», «Η επιστροφή του Κολόμβου», «Οι ιεραπόστολοι», «Ο ερχομός του επιστήμονα», «Το να πιάσεις έναν άντρα που πέφτει», «Ο δεύτερος ενοικιαστής», «Περιτομή λίγο πριν την εφηβεία», «Οι αμμοφάγοι», «21 χριστουγεννιάτικες μέρες 18».
[41] «Οπισθοχωρώντας σε ένα τούνελ», «Ποιήματα για τη Σουσίλα Τζέην», «Οι εγκιβωτίζοντας την άνοιξη»,  «Τροχαίο ατύχημα», «Μάτια», «Μεσάνυχτα», «Η καρδιά ενός πατέρα στην καταιγίδα», «Γραμμές προς τη δέκατη πέμπτη πύλη».
[42] «Το λευκό σύννεφο», «Μετωνυμία», «Μάτια».
[43] «Ανταλλακτικά», «Ο Νεύτωνας και το μήλο», «Δύο περιπτώσεις ταυτότητας ΙΙ», «Καίγοντας ένα λίκνο», «Εικοστό τρίτο καλοκαίρι», «Κόβοντας μία δαμασκηνιά», «Γράμμα στην πατρίδα», «Τι θα λέγατε για λίγο καφέ;».
[44] «Οι αμμοφάγοι», «Συλλαβίζοντας σε κάποιον το όνομά μου».
[45] «Τα κάλεσα έξω στον ήλιο», «Στοιχειώματα».
[46] «Κόβοντας μία δαμασκηνιά», «Τα κάλεσα έξω στον ήλιο».
[47] «Σουσάμι άνοιξε».
[48] «Οι ευγενικοί κάτοικοι του Μποργκόζ», «μάτια».
[49] «Θαύμα σε ένα χωριό».
[50] «Κατεδαφίζοντας ένα σπίτι», «Η κάθετη γραμμή».
[51] «Το ταξίδι ενός ποδηλάτη», «Συνεχές», «Γράμμα στην πατρίδα», «Κατεδαφίζοντας σε ένα σπίτι», «Πηγαίνοντας σπίτι να συναντήσω τον εαυτό», «Μετωνυμία», «Μυωπία».
[52] «Ο δεύτερος ενοικιαστής», «Θαύμα σε ένα χωριό», «Το να πιάσεις έναν άντρα που πέφτει», «η Κάθετη γραμμή», «Θέση-κλειδί», «Ανοίγοντας μία πόρτα», «Στοιχειώματα».
[53] «Θαύμα σε ένα χωριό».
[54] «Νύχτα στην πόλη», «Νύχτα στους λόφους», «Εκμετάλλευση των γλάρων».
[55] «Καλοκαιρινό περιστατικό».
[56] «Εξοχικό μεθύσι».
[57] «Γράμμα στην πατρίδα».
[58] «Απόγευμα στη θάλασσα», «Οι εξερευνητές», «Τύψη στους λόφους», «Νύχτα στην πόλη», «Μεταμεσημβρινό μιας πόλης», «Εκμετάλλευση των γλάρων», «Καλοκαιρινό περιστατικό», «Οι ιεραπόστολοι», «Η επιστροφή του Κολόμβου, «Δείπνο στο Λόνγκ Μέλφορντ», «Γραμμές προς τη δέκατη πέμπτη πύλη».
[59] «Μεσάνυχτα».
[60] βλ. Αγγελική Δημουλή, «Εισαγωγή», Τανέρ Μπαϊμπάρς, Γράμμα στην πατρίδα, μτφρ. Αγγελική Δημουλή, εκδ. βακχικόν, 2016.
[61] «Η καρδιά ενός πατέρα στην καταιγίδα», «21 χριστουγεννιάτικες μέρες 16».
[62] «Gϋlten», «εξερευνήσεις».
[63] «Μέρες αποφοίτησης», «Πρόγνωση χιονιού», «Περιπαικτική ωδή σε μία τραγική μούσα».
[64] «2 περιπτώσεις ταυτότητας Ι» &» ΙΙ», «Ανταλλακτικά».
[65] «Πηγαίνοντας σπίτι να συναντήσω τον εαυτό μου», «Πολλαπλασιασμός ενός προσώπου».
[66] «In lecto veritas», «Αυτός ο ανεξιχνίαστος διαχωρισμός υπάρχει χωρίς αγάπη».
[67] «Μέρες αποφοίτησης», «Στοιχειώματα», και η ποιητική σύνθεση «Gϋlten».
[68] «Σφουγγάρι στην προβοσκίδα ενός ελέφαντα», «η σιωπή του Έζρα».
[69] «Ταξίδια», «Γραμμές προς τη δέκατη πέμπτη πύλη», «Οι ιεραπόστολοι», «21 χριστουγεννιάτικες μέρες 3, 6, 9, 11, 18».
[70] «Καίγοντας ένα λίκνο», «Δείπνο στο Λονγκ Μπέλφορντ», «Η επιστροφή του Κολόμβου».
[71] Σύμφωνα με το "βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας" ο ποιητής επιστρέφει στον τόπο καταγωγής ως μνήμη με μία διπολική ταυτότητα ως κάτοικος της πόλης πλέον.
[72] «Το χωριό της ανεκτικότητας».
[73] «Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες».
[74] «Οι νεκροί, είμαι εδώ», «Λευκωσία», «Όχι ποίηση… νερό», «Η γλώσσα μου».
[75] «Όχι ποίηση... νερό», «Σταυροκόννου 29 χρόνια μετά», «Χωρίς σημαία», «Το τείχος σας».
[76] «Θέα στη θάλασσα 2», «Πρέπει να επιστρέψουν».
[77] «Πρόσκληση», «Λευκωσία», «Σταυροκόννου 29 χρόνια μετά», «Η κατάρα της λεηλασίας».
[78] «Τι περιμένω», «Αγνοούμενοι Ι», «Ο τελευταίος αγνοούμενος».
[79] «Η δική σου Λύση», «Πρόσκληση», «Λευκωσία», «Δεν μπορώ να διαφύγω της αλήθειας».
[80] «…έχουμε το κυπριακό πρόβλημα και ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσουμε είναι να προτάσσουμε την "Κυπριοσύνη" μας. Γιατί όταν κάποιος λέει είμαι Τούρκος ή είμαι Έλληνας, διαιρεί, δεν θέλει να είμαστε ενωμένοι και να φτάσουμε την ειρήνη που όλοι επιθυμούμε.» (βλ. συνέντευξη του ποιητή στη Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣτίγμαΛόγου, 17/12/2017).
[81] «Προφητεία», «Δρυάς».
[82] «Το σπίτι», «Από τον βορρά στον kuzey».
[83] «Μεσαορία», «Η έλξη του φεγγαριού», «Λάτρεψα πολλούς θεούς».
[84] «Κυπριακή σαύρα».
[85] «Λάθος πόλη», «Manchester», «Το αναπόφευκτο».
[86] «Με κατεύθυνση τη ρίζα».
[87] «Η μητρική γλώσσα».
[88] «Στην άκρη της Μέσης Ανατολής», «η αλήθεια».
[89] «Από το ριζοσπαστικό στο συντηρητικό».
[90] «Ο φίλος μου και εγώ», «Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες».
[91] «Ασπάσου το νεκρό μου σώμα», «Είμαι εδώ», «Όχι ποίηση… νερό», «Πρόσκληση», «Κουκουβάγια».
[92] «Κυπριακή σαύρα», «Είμαι σπίτι κάτω από κάθε δέντρο δίπλα στη θάλασσα», «Χταπόδι».
[93] βλ. πουλιά σε χωρισμούς («Ποίημα χωρισμού για την S.K.Grosvenor», «Ποίημα χωρισμού για την I.Egbert Bros») ή η αράχνη σε θάνατο («Ποίημα χωρισμού για την T. Trait»).
[94] «Από το ριζοσπαστικό στο συντηρητικό», «Άσπιλος», ποιήματα χωρισμού, «Ο εραστής της αλιγάτορος» «Κλωτσώντας πεταλούδες», «Σούκουμπους».
[95] Άννα Κατσίγιαννη, «Η ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας…», όπ. σελ. 77.
 https://www.vakxikon.gr/tourkokypriakh-poiisi/

Δεν υπάρχουν σχόλια: