Παίζει στην μπάντα του Δήμου όμποε. Τι λέω;
Τρομπόνι παίζει αναμφίβολα. Όπως εκείνο το παιδί στους στίχους της
«Μπάντας» του Γιώργου Μαρκόπουλου.
Η μπάντα κι εδώ ακολουθεί αργά τον βηματισμό
της πομπής, μπροστά από την περιφορά της εικόνας της Αγίας Βαρβάρας,
πολιούχου της πόλης. Τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στην ανηφόρα της οδού
Βενιζέλου, στο ύψος της Μητρόπολης και του ανακαινισμένου κινηματογράφου
«Ολύμπιον». Η ταινία που διαφημίζεται στις αφίσες είναι μια μάλλον
αδιάφορη ταινία δράσης, που υπόσχεται παρά ταύτα δυνατές συγκινήσεις για
κάποιο συγκεκριμένο στο είδος της νεανικό κοινό.
Η μπάντα, με επικεφαλής τον κύριο «Στραβίνσκι»
(τιμητικό ή περιπαικτικό; ψευδώνυμο του Α.Π.) συνεχίζει με ζωηρό ρυθμό
το βήμα και τη μουσική παίρνοντας ήδη ελαφριά κλίση αριστερά προς το
προαύλιο της σημαιοστολισμένης εκκλησίας.
Αντιθέτως, ο κύριος που παίζει επί τριάντα
τρία ολόκληρα χρόνια ανελλιπώς, το ίδιο ξεβαμμένο εξωτερικά από τη χρήση
τρομπόνι, για πρώτη φορά δεν ακολουθεί τους υπόλοιπους μουσικούς. Δίχως
δεύτερη σκέψη, συνεχίζει να προχωρά κατά μόνας στρίβοντας δεξιά στην
οδό της 25ης Μαρτίου, η οποία οδηγεί προς τα λιγοστά εναπομείναντα
βυζαντινά τείχη, παίζοντας τώρα ένα δικό του εκτός παρτιτούρας κομμάτι,
αυτοσχεδιάζοντας ενδιαμέσως με διάφορες παραλλαγές.
Είναι τόσο απορροφημένος από τη μουσική του,
που δεν νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο. Δεν προσέχει ούτε αριστερά, ούτε
δεξιά, ούτε πάνω, ούτε κάτω, αλλά προχωρά προσηλωμένος στον δικό του
εντελώς προσωπικό τόνο. Όπως είναι φυσικό, δεν αντιλαμβάνεται τη σκηνή
ενός νεαρού ζευγαριού και τον έντονο μέχρι χειροδικίας διαπληκτισμό τους
στο μπαλκόνι του τρίτου μιας άκομψης δεκαώροφης οικοδομής, ούτε το
εγκαταλειμμένο από καιρό σε μια εσοχή του δρόμου αμάξι κόκκινο, μάρκας
Autobianchi, πόσο μάλλον το ξύλινο αυτοσχέδιο μπαστούνι που αιωρείται
εδώ και τρεις μέρες κρεμασμένο στο μοναδικό δέντρο της περιοχής, μια
μουριά 60 και πλέον ετών, την οποία ουδείς πίστεψε ποτέ ότι είχε φυτέψει
στο παρελθόν ο αποδημήσας πρόσφατα Χατζηπαπαρήγας Αρίσταρχος, ο επί
σειρά ετών προεδρεύων σε διάφορες επιτροπές και συλλόγους, άλλοτε με
επιτυχία κι άλλοτε με δικαιολογημένα παράπονα των υπόλοιπων μελών και
τις ανάλογες προστριβές.
Το κυριότερο, δεν αντιλαμβάνεται έως και το
τελευταίο βήμα του –κι ενώ το τρομπόνι έχει φτάσει στα ιδανικότερα
στάνταρντ απόδοσης και στο υψηλότερο μήκος ανοίγματος του βραχίονά του–
τα έργα ανακατασκευής των υπονόμων του Δήμου, τα οποία όπως συνήθως δεν
καλύπτονται ούτε στοιχειωδώς από τα απαραίτητα προστατευτικά.
Με το δεξί πόδι πρώτα και μετά με το υπόλοιπο
σώμα πέφτει μέσα στην ανοιχτή τρύπα. Το τρομπόνι, αντίθετα, στην ανοιχτή
του εκδοχή, σκαλώνει στο ξύλο με την κόκκινη κορδέλα που είναι
καρφωμένο σε μια στοίβα μπάζα παραδίπλα και μένει το μισό μέσα και το
μισό απ’ έξω από το άνοιγμα. Ο έμπειρος μουσικός, ακόμα και μετά το
αναπάντεχο συμβάν δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ρότα και συνεχίζει
απτόητος, με κάποιες μικροεκδορές, την πορεία του, σφυρίζοντας με το
στόμα πλέον τη μελωδία, διαχέοντας χιλιόμετρα σε βάθος και σε απόσταση
τη μουσική του, ατέλειωτες μέρες και νύχτες, μάλλον μόνο νύχτες εκεί
κάτω, δίχως τροφή, δίχως νερό, δίχως σημάνσεις, ακολουθώντας απαρέγκλιτα
τις διαδρομές που υπαγορεύουν οι σταθεροί νόμοι των υπονόμων.
Κάποια στιγμή, όλοι οι κάτω δρόμοι συγκλίνουν
ως συμπαντικά, συγκοινωνούντα δοχεία και κατευθύνουν την αύρα της
ιθαγένειάς του στα υπόγεια περίχωρα του Παρισιού, στο σημείο ακριβώς που
έχει σκορπιστεί η τέφρα του Ηλία Πετρόπουλου. Στο σημείο που
εξακολουθούν να κυλούν, μαζί με τα θολά νερά, κάποια από τα πιο διαυγή
αποσπάσματα των λόγων του Ηράκλειτου.
Πίσω στην τρύπα όπου έχει σκαλώσει το τρομπόνι
του και εξακολουθεί να παραμένει ορθάνοιχτη, δυο διερχόμενα αδέλφια,
δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών αντίστοιχα, μαθητές του 1ου Γυμνασίου
(πρώην Γυμνασίου Αρρένων), ανακαλύπτουν ύστερα από τριάντα τρία λεπτά
της ώρας ακριβώς το σκαλωμένο μουσικό όργανο.
«Εγώ το είδα πρώτος», λέει ο μικρότερος. «Εγώ
το άγγιξα πρώτος», συνεχίζει αμέσως μετά ο μεγαλύτερος, καθώς προσπαθούν
να το ξεσκαλώσουν. Πότε πιάνονται στα χέρια και πότε τραβάνε ο ένας από
δω κι ο άλλος από κει, πιθανότατα για να ’χει περισσότερο ενδιαφέρον η
διεκδίκηση. Ακούγεται ένα παράταιρος ήχος από διερχόμενο μηχανάκι. Τα
παιδιά τελικά ανασηκώσουν το όργανο με κοινή προσπάθεια, αλλά
εξακολουθούν να μαλώνουν διαδοχικά για το ποιος θα φυσήξει πρώτος, ποιος
θα το κουβαλάει ως το σπίτι, ποιος θα το πάρει στο δωμάτιό του…
Τις ηχηρές έως εκείνη την ώρα αψιμαχίες
διακόπτει βίαια η απρόσμενη εμφάνιση ενός ηλικιωμένου άντρα, ο όποιος
δηλώνει με βλοσυρό ύφος πως έχει παρακολουθήσει από την αρχή τη σκηνή
και δεν θα επιτρέψει στα δυο παιδιά να πάρουν στην κατοχή τους το ξένο
όργανο. Συνιστά δε, να παραδώσουν αμέσως το αντικείμενο το οποίο δεν
τους ανήκει στα χέρια της αστυνομίας, για να επιστραφεί στον νόμιμο
κάτοχό του.
Τα παιδιά δείχνουν να τρομάζουν στην αρχή και
τραβάνε ενστικτωδώς προστατευτικά το τρομπόνι όσο γίνεται πιο κοντά στα
σώματά τους. Αμέσως μετά, ξεθαρρεύουν και δηλώνουν με μια φωνή πως δεν
συμφωνούν με τη δήθεν λογική του κυρίου και πως δεν πρόκειται να
παραδώσουν το όργανο σε κανέναν, πόσο μάλλον σε άσχετους αστυνόμους.
Ο καλοντυμένος στην τρίχα κύριος δηλώνει με
έπαρση πως δεν είναι όποιος όποιος αλλά πρώην εκπαιδευτικός, πρώην
υποψήφιος βουλευτής και πρώην υποψήφιος νομάρχης, και πως είναι σε θέση
να τους καταδώσει στον διευθυντή του σχολείου τους και να ζητήσει να
τιμωρηθούν αυστηρά. Κατόπιν, πλησιάζει σε μικρή απόσταση και, απλώνοντας
το χέρι του, απαιτεί να του δώσουν το τρομπόνι.
Τα παιδιά αντιδρούν αυτομάτως. Ο μεγαλύτερος
του χώνει το στόμιο του οργάνου στο αυτί και φυσάει με όλη του τη
δύναμη, ενώ ο μικρότερος του καταφέρνει μια αριστοτεχνική κλοτσιά στο
καλάμι με το αριστερό, το καλό του πόδι στο ποδόσφαιρο.
«Όσο για τον διευθυντή», πληροφορεί ο
μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής τον κύριο «πρώην», που σφαδάζει από τον
πόνο κι έχει καθίσει κάθιδρος στο πεζοδρόμιο, «έχει να ασχοληθεί με
σοβαρότερα προβλήματα από ένα πεταμένο στον δρόμο όργανο, μετά την αγωγή
που του έκανε η δεσποινίδα των Γαλλικών για σεξουαλική παρενόχληση και
το διαζύγιο που του ζήτησε η γυναίκα του».
«Μάλλον θα καταντήσει κι αυτός που ’λεγε πολλά περί ηθικής σαν εσάς, ένας πρώην διευθυντής!»
Ο ηλικιωμένος κύριος προσπαθεί να σηκωθεί,
βρίζοντας μέσα από τα δόντια του κι απειλώντας πως θα κανονίσει όπως
πρέπει τα κωλόπαιδα τ’ ατίθασα που του χάλασαν τη μέρα, αλλά εκείνα τον
έχουν γραμμένο κανονικά. Έχουν φτάσει ήδη τρέχοντας τρία τετράγωνα πιο
πέρα, απολαμβάνοντας απολύτως την επικράτησή τους, γελώντας θριαμβευτικά
και σηκώνοντας κατά διαστήματα εναλλάξ το τρομπόνι-τρόπαιο ψηλά, όπως
σηκώνουν διάσημοι μπαλαδόροι ένα κύπελλο επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Γιώργος Κασαπίδης γεννήθηκε το 1961 στη
Δράμα. Ποιήματα, πεζά κείμενα και φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε
περιοδικά και εφημερίδες. Λογοτεχνικά βιβλία του: Σ’ εκείνο το σημείο (Εκδόσεις Παρατηρητής 1999), Αντίπερα (Εκδόσεις Τυπωθήτω 2005 – Βραβείο Γιώργου Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών 2006), Εκ βαθέων θάλασσα (Photo/Graphs Studio 2010), Εκσκαφέας αοράτων (Εκδόσεις των Φίλων 2013).
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/11255-tromponi-kasapidis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου