του Άριστου Τσιάρτα
Όσα δεν τολμά να πει ή να τεκμηριώσει η επίσημη ιστορία ή ακόμα όσα παραγνωρίζει ή αποσιωπά, φωτίζει χάριν της θεμελιώδους ελευθερίας και των δικών της κανόνων η λογοτεχνία. Ο Χρίστος Χατζήπαπας στη συλλογή διηγημάτων του “Αλλόφυλοι Εραστές” ( Eκδόσεις Γκοβόστη) ανασυστήνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής με αυθεντικά ιστορικά στοιχεία και λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ηρώων, ιδίως όταν αυτή διασταυρώνεται με μείζονα ιστορικά γεγονότα. Ο συγγραφέας εντάσσει στην αφήγηση του, σε μεγάλη μάλιστα έκταση, ιστορικά ντοκουμέντα, αυτοβιογραφικά στοιχεία και μαρτυρίες καθώς και γεγονότα ανερμήνευτα, σκοτεινά ή αινιγματικά.
Τόπος αλλά και ουσιώδης πρωταγωνιστής σε πλείστα διηγήματα η ταραγμένη Κύπρος του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα. Ο συγγραφέας διαβαίνει τις διαφορετικές χρονικές περιόδους με αφηγήσεις που μπλέκουν το βιωμένο παρελθόν με το παρόν που δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς με την ιστορία. Οι αφηγηματικές του φωνές προέρχονται από πρόσωπα που βούτηξαν στο καμίνι της ιστορίας. Πρόκειται για φωνές ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων με καθόλου στέρεη εκφορά και έντονα δραματικό και εξομολογητικό τόνο. Ο καθένας είναι φορέας μνήμης βίαιων και τραυματικών γεγονότων, τα οποία σφράγισαν μόνιμα και βασανιστικά τις ζωές τους. Αν και τα πάθη που έθρεψαν τις συγκρούσεις και τις θηριωδίες της εποχής έχουν πια καταλαγιάσει, άφησαν εντούτοις βαθιές πληγές στη ψυχή των ανθρώπων. Πολύ περισσότερο ένα κατακερματισμένο εαυτό που προσπαθεί μάταια να ανασυνταχθεί και ένα μόνιμο αίσθημα θλίψης και απώλειας να τους κατακλύζει.
Στο βιβλίο είναι ευδιάκριτη η επέλαση της δυναμικής του διχασμού στην καθημερινή ζωή, ιδίως του κόσμου του μόχθου και της φτώχιας που παρουσιάζεται ως ένα κόσμος αρραγής, αρμονικός και ανθρώπινος. Θρυμματίστηκε, όμως, από τη λαίλαπα του πολέμου, της βίας και της προσφυγιάς. Καθόλου τυχαία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το φορτωμένο με ειρηνικές σημάνσεις όνομα του χωριού Ελιά στην περιοχή της Μόρφου. Η έκρηξη της βίας κατέστησε το χωριό μια χωροχρονική δραματική σκηνή πάνω στην οποία παίχτηκαν τα πλέον αδυσώπητα παιχνίδια της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.
Σε μερικά διηγήματα της συλλογής η ιστορία υποβάλλει έναν στοχασμό γύρω από τον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, πτυχές της οποίας έρχονται στην επιφάνεια σ’ ένα κλίμα βίας και φανατισμού. Οι έκτακτες αυτές συνθήκες σε συνδυασμό με την εναλλαγή των ρόλων θύτη και θύματος καθίστανται πεδίο δοκιμασίας και αλλοτρίωσης του ανθρώπινου υποκειμένου. Καθώς μάλιστα οι ήρωες εμπλέκονται, ακούσια ή μη, σε καταστάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν, τους εξαναγκάζουν σε συμπεριφορές ασύμβατες με τις ιδέες τους ή τους οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου τους, ακόμα και της ίδιας της υπόστασής τους. (Μέσα στην τρέλα του πολέμου, που η ευθύνη δεν βαραίνει κανένα ο καλός χάνει τα νερά του και ο κακός γίνεται θηρίο ανήμερο).
Χωρίς μονομέρειες ο Χατζήπαπας προσεγγίζει από χρονική απόσταση και με συγκινησιακή φόρτιση μια εποχή και ανιχνεύει την επίδραση που άσκησαν τραυματικά συλλογικά γεγονότα στην ατομική ζωή και συνείδηση των ανθρώπων. Συνθέτει ένα στοιχειωμένο ιστορικό τοπίο με ήρωες του είναι βγαλμένοι από το καμίνι της ιστορίας και των κοινωνικών συνθηκών χωρίς όμως να χάνουν την ατομικότητα και το χαρακτήρα τους. Τροφοδοτεί την αφήγηση του με εικόνες απίστευτης αγριότητας όπως η σκηνή με την εκτέλεση αιχμαλώτου στην πλατεία ενός σχολείου (Αν έλειπε εκείνη η μέρα από το ημερολόγιο) και με τη βιασμένη και εκτελεσμένη γυναίκα (Ειδική αποστολή). Σκηνές που προσλαμβάνονται ως στιγμιότυπα συμπύκνωσης του δράματος του πολέμου και της μισαλλοδοξίας.
Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση ενισχύεται με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου που αποδίδει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συγγραφικού στοχασμού. Αναδεικνύει, μάλιστα, με το ιδιαίτερο εκφραστικό της ύφος, την καθημερινή κουβέντα έναντι του λόγου, την εξομολόγηση και την ανάμνηση. Η προφορική ομιλία φέρνει στο προσκήνιο τη μαρτυρία των απλών ανθρώπων που μιλούν με βάση την προσωπική τους εμπειρία και γνωρίζουν τη μικροϊστορία του τόπου τους. Τέτοιες μαρτυρίες διασώζουν την ανεπίσημη βιωματική ιστορία των απλών ανθρώπων που με κίνδυνο ζωής μετασχηματίζουν την εμπειρία της μισαλλοδοξίας και του πόνου σε πράξη αλληλεγγύης και υπέρβασης του εαυτού προκειμένου να διασωθεί ο γείτονας, ο φίλος ή ο συγγενής που ανήκει στην άλλη κοινότητα του νησιού.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας καταφεύγει στη χρήση λογοτεχνικών συνειρμών η συμβόλων στα οποία εδράζονται η ατομική εμπειρία, η ιδεολογία και η κατανόηση του εξωτερικού κόσμου. Στο αυτοβιογραφικό διήγημα Στο αίθριο της Βουλής, τριάντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή επισκέπτεται το κατεχόμενο γεωργικό του Γυμνάσιο. Η δεξαμενή που άλλοτε έσφυζε από ζωή είναι άδεια, στο βυθό υπάρχει μόνο λάσπη, ένα τέλμα, με βατράχια με λερά ματοτσίνορα τα οποία κοάζουν εκνευριστικά. Όσο ξεμακραίνει από το κατεχόμενο γυμνάσιο οι βάτραχοι μεταμορφώνονται σε μεγάλες χελώνες με απειλητικές διαθέσεις, αποκαλύπτοντας με το συμβολικό αυτό τρόπο τόσο τα αδιέξοδα της στασιμότητας και του συνεχιζόμενου διαχωρισμού του τόπου όσο και την ανησυχητική πορεία του προς άγνωστες και άδηλες κατευθύνσεις .
Με τόλμη και περισσή αυτεπίγνωση, με διαρκή και γνήσια αγωνία για τον κόσμο και το μέλλον της Κύπρου, ο Χρίστος Χατζήπαπας, στα πλείστα διηγήματα του, συνδιαλέγεται με άβολες αλήθειες και ανέγγιχτες σκοτεινές πλευρές του εαυτού και του τόπου. Ανοίγει διάλογο με το μέλλον, ακουμπώντας σε ταραγμένες περιόδους της ιστορίας, οι οποίες σηματοδοτούνται από τη βία και τη μισαλλοδοξία.
Σ’ ένα από τα πιο καλοδουλεμένα διηγήματα (Καλυβάτζια) , ένας τουρκοκύπριος, παλιό στέλεχος της ΤΜΤ, επιδιώκει και γνωρίζει, μετά το άνοιγμα τον οδοφραγμάτων το 2003, ένα από τα μέλη της ΕΟΚΑ Β. Οι δυο σκοτεινοί πρωταγωνιστές συναντιούνται στην άκρη μιας προβλήτας και μονολογούν: «Γελαστήκαμε Μουράτ, μας ξεγέλασαν!» «Bok ettik!-σκατά τα κάναμε», απαντά ο Μουράτ. Η συνομιλία τους αποτελεί ένα εμβληματικό, για το δράμα του τόπου, διάλογο στον οποίο περισσεύουν οι επώδυνες περιπλανήσεις της συνείδησης και λείπει η ανάληψη ευθύνης. Προβάλλει μάλιστα ένα πολυεδρικό και δραματικά επίκαιρο προβληματισμό , αφού ανατέμνει δραστικά το καταστροφικά διχαστικό κλίμα μιας εποχής και τις δονήσεις που καταγράφει στη συνείδηση των πρωταγωνιστών η κατάρρευση των ζωτικών τους μύθων και προσδοκιών.
info: Χρίστος Χατζήπαπας, “Αλλόφυλοι Εραστές”, Eκδόσεις Γκοβόστη
https://www.oanagnostis.gr/%ce%bc%ce%b5-%cf%86%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%bf-%cf%84%ce%b9%cf%82-%ce%bf%ce%b4%cf%8d%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ac%cf%81/?fbclid=IwAR1gRAEOpIR9w07kC06NS3Mmp6PA4pV3VEbM-xl5XEco1wsrQe5oR6lMZGc
Όσα δεν τολμά να πει ή να τεκμηριώσει η επίσημη ιστορία ή ακόμα όσα παραγνωρίζει ή αποσιωπά, φωτίζει χάριν της θεμελιώδους ελευθερίας και των δικών της κανόνων η λογοτεχνία. Ο Χρίστος Χατζήπαπας στη συλλογή διηγημάτων του “Αλλόφυλοι Εραστές” ( Eκδόσεις Γκοβόστη) ανασυστήνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής με αυθεντικά ιστορικά στοιχεία και λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ηρώων, ιδίως όταν αυτή διασταυρώνεται με μείζονα ιστορικά γεγονότα. Ο συγγραφέας εντάσσει στην αφήγηση του, σε μεγάλη μάλιστα έκταση, ιστορικά ντοκουμέντα, αυτοβιογραφικά στοιχεία και μαρτυρίες καθώς και γεγονότα ανερμήνευτα, σκοτεινά ή αινιγματικά.
Τόπος αλλά και ουσιώδης πρωταγωνιστής σε πλείστα διηγήματα η ταραγμένη Κύπρος του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα. Ο συγγραφέας διαβαίνει τις διαφορετικές χρονικές περιόδους με αφηγήσεις που μπλέκουν το βιωμένο παρελθόν με το παρόν που δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς με την ιστορία. Οι αφηγηματικές του φωνές προέρχονται από πρόσωπα που βούτηξαν στο καμίνι της ιστορίας. Πρόκειται για φωνές ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων με καθόλου στέρεη εκφορά και έντονα δραματικό και εξομολογητικό τόνο. Ο καθένας είναι φορέας μνήμης βίαιων και τραυματικών γεγονότων, τα οποία σφράγισαν μόνιμα και βασανιστικά τις ζωές τους. Αν και τα πάθη που έθρεψαν τις συγκρούσεις και τις θηριωδίες της εποχής έχουν πια καταλαγιάσει, άφησαν εντούτοις βαθιές πληγές στη ψυχή των ανθρώπων. Πολύ περισσότερο ένα κατακερματισμένο εαυτό που προσπαθεί μάταια να ανασυνταχθεί και ένα μόνιμο αίσθημα θλίψης και απώλειας να τους κατακλύζει.
Στο βιβλίο είναι ευδιάκριτη η επέλαση της δυναμικής του διχασμού στην καθημερινή ζωή, ιδίως του κόσμου του μόχθου και της φτώχιας που παρουσιάζεται ως ένα κόσμος αρραγής, αρμονικός και ανθρώπινος. Θρυμματίστηκε, όμως, από τη λαίλαπα του πολέμου, της βίας και της προσφυγιάς. Καθόλου τυχαία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το φορτωμένο με ειρηνικές σημάνσεις όνομα του χωριού Ελιά στην περιοχή της Μόρφου. Η έκρηξη της βίας κατέστησε το χωριό μια χωροχρονική δραματική σκηνή πάνω στην οποία παίχτηκαν τα πλέον αδυσώπητα παιχνίδια της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.
Σε μερικά διηγήματα της συλλογής η ιστορία υποβάλλει έναν στοχασμό γύρω από τον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, πτυχές της οποίας έρχονται στην επιφάνεια σ’ ένα κλίμα βίας και φανατισμού. Οι έκτακτες αυτές συνθήκες σε συνδυασμό με την εναλλαγή των ρόλων θύτη και θύματος καθίστανται πεδίο δοκιμασίας και αλλοτρίωσης του ανθρώπινου υποκειμένου. Καθώς μάλιστα οι ήρωες εμπλέκονται, ακούσια ή μη, σε καταστάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν, τους εξαναγκάζουν σε συμπεριφορές ασύμβατες με τις ιδέες τους ή τους οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου τους, ακόμα και της ίδιας της υπόστασής τους. (Μέσα στην τρέλα του πολέμου, που η ευθύνη δεν βαραίνει κανένα ο καλός χάνει τα νερά του και ο κακός γίνεται θηρίο ανήμερο).
Χωρίς μονομέρειες ο Χατζήπαπας προσεγγίζει από χρονική απόσταση και με συγκινησιακή φόρτιση μια εποχή και ανιχνεύει την επίδραση που άσκησαν τραυματικά συλλογικά γεγονότα στην ατομική ζωή και συνείδηση των ανθρώπων. Συνθέτει ένα στοιχειωμένο ιστορικό τοπίο με ήρωες του είναι βγαλμένοι από το καμίνι της ιστορίας και των κοινωνικών συνθηκών χωρίς όμως να χάνουν την ατομικότητα και το χαρακτήρα τους. Τροφοδοτεί την αφήγηση του με εικόνες απίστευτης αγριότητας όπως η σκηνή με την εκτέλεση αιχμαλώτου στην πλατεία ενός σχολείου (Αν έλειπε εκείνη η μέρα από το ημερολόγιο) και με τη βιασμένη και εκτελεσμένη γυναίκα (Ειδική αποστολή). Σκηνές που προσλαμβάνονται ως στιγμιότυπα συμπύκνωσης του δράματος του πολέμου και της μισαλλοδοξίας.
Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση ενισχύεται με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου που αποδίδει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συγγραφικού στοχασμού. Αναδεικνύει, μάλιστα, με το ιδιαίτερο εκφραστικό της ύφος, την καθημερινή κουβέντα έναντι του λόγου, την εξομολόγηση και την ανάμνηση. Η προφορική ομιλία φέρνει στο προσκήνιο τη μαρτυρία των απλών ανθρώπων που μιλούν με βάση την προσωπική τους εμπειρία και γνωρίζουν τη μικροϊστορία του τόπου τους. Τέτοιες μαρτυρίες διασώζουν την ανεπίσημη βιωματική ιστορία των απλών ανθρώπων που με κίνδυνο ζωής μετασχηματίζουν την εμπειρία της μισαλλοδοξίας και του πόνου σε πράξη αλληλεγγύης και υπέρβασης του εαυτού προκειμένου να διασωθεί ο γείτονας, ο φίλος ή ο συγγενής που ανήκει στην άλλη κοινότητα του νησιού.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας καταφεύγει στη χρήση λογοτεχνικών συνειρμών η συμβόλων στα οποία εδράζονται η ατομική εμπειρία, η ιδεολογία και η κατανόηση του εξωτερικού κόσμου. Στο αυτοβιογραφικό διήγημα Στο αίθριο της Βουλής, τριάντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή επισκέπτεται το κατεχόμενο γεωργικό του Γυμνάσιο. Η δεξαμενή που άλλοτε έσφυζε από ζωή είναι άδεια, στο βυθό υπάρχει μόνο λάσπη, ένα τέλμα, με βατράχια με λερά ματοτσίνορα τα οποία κοάζουν εκνευριστικά. Όσο ξεμακραίνει από το κατεχόμενο γυμνάσιο οι βάτραχοι μεταμορφώνονται σε μεγάλες χελώνες με απειλητικές διαθέσεις, αποκαλύπτοντας με το συμβολικό αυτό τρόπο τόσο τα αδιέξοδα της στασιμότητας και του συνεχιζόμενου διαχωρισμού του τόπου όσο και την ανησυχητική πορεία του προς άγνωστες και άδηλες κατευθύνσεις .
Με τόλμη και περισσή αυτεπίγνωση, με διαρκή και γνήσια αγωνία για τον κόσμο και το μέλλον της Κύπρου, ο Χρίστος Χατζήπαπας, στα πλείστα διηγήματα του, συνδιαλέγεται με άβολες αλήθειες και ανέγγιχτες σκοτεινές πλευρές του εαυτού και του τόπου. Ανοίγει διάλογο με το μέλλον, ακουμπώντας σε ταραγμένες περιόδους της ιστορίας, οι οποίες σηματοδοτούνται από τη βία και τη μισαλλοδοξία.
Σ’ ένα από τα πιο καλοδουλεμένα διηγήματα (Καλυβάτζια) , ένας τουρκοκύπριος, παλιό στέλεχος της ΤΜΤ, επιδιώκει και γνωρίζει, μετά το άνοιγμα τον οδοφραγμάτων το 2003, ένα από τα μέλη της ΕΟΚΑ Β. Οι δυο σκοτεινοί πρωταγωνιστές συναντιούνται στην άκρη μιας προβλήτας και μονολογούν: «Γελαστήκαμε Μουράτ, μας ξεγέλασαν!» «Bok ettik!-σκατά τα κάναμε», απαντά ο Μουράτ. Η συνομιλία τους αποτελεί ένα εμβληματικό, για το δράμα του τόπου, διάλογο στον οποίο περισσεύουν οι επώδυνες περιπλανήσεις της συνείδησης και λείπει η ανάληψη ευθύνης. Προβάλλει μάλιστα ένα πολυεδρικό και δραματικά επίκαιρο προβληματισμό , αφού ανατέμνει δραστικά το καταστροφικά διχαστικό κλίμα μιας εποχής και τις δονήσεις που καταγράφει στη συνείδηση των πρωταγωνιστών η κατάρρευση των ζωτικών τους μύθων και προσδοκιών.
info: Χρίστος Χατζήπαπας, “Αλλόφυλοι Εραστές”, Eκδόσεις Γκοβόστη
https://www.oanagnostis.gr/%ce%bc%ce%b5-%cf%86%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%bf-%cf%84%ce%b9%cf%82-%ce%bf%ce%b4%cf%8d%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ac%cf%81/?fbclid=IwAR1gRAEOpIR9w07kC06NS3Mmp6PA4pV3VEbM-xl5XEco1wsrQe5oR6lMZGc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου