- Τούλα Ρεπαπή
«Οι παλμοί και οι αναπαλμοί της ομιλίας
αγαλλίαζαν την ακοή και την ψυχή… Με τη σειρά της η βαθύρριζη αυτή
ευσπλαχνία έτρεφε νέους γλωσσικούς ανθούς». Σωτήρης Δημητρίου
Λίγο πριν από τον Εμφύλιο. Η φτώχεια, η
ανέχεια όλης της Ελλάδας και οι έριδες αντανακλώνται σε αυτή τη μικρή
κουκκίδα της Ηπείρου, εκεί ακριβώς που ξεκινά η Ελλάδα. Στα
ελληνοαλβανικά σύνορα. Την Πόβλα.
Ούτε χαμόγελο δεν ακουγόταν από τα παιδιά πια.
Πείνα, θλίψη και δυστυχία στο χωριό. Ακόμη κι η ρίγανη είχε καεί στα
βουνά, από το χιόνι. Μέσα σε αυτή τη δυστυχία, μια ομάδα οκτώ γυναικών
με αρχηγό την Βαγγέλη Στόλαινα ξεκινούν από την Πόβλα του Αλύκου με
προορισμό τα χωριά του Βούρκου, στους πρόποδες του βουνού απέναντι. Στη
Μουργκάνα. Έχουν φορτωθεί χαλκώματα και πλουμιστά σαΐσματα, με σκοπό να
τα δώσουν σε αντάλλαγμα για λίγο λάδι, αλεύρι, καμιά χούφτα σπόρους από
καλαμπόκι και στάρι και να τα φέρουν πίσω στα σπίτια τους. Να τραφούν
παιδιά, γέροντες και οι ίδιες. Δεν θα έπαιρναν τίποτα χωρίς να δώσουν
κάτι από την πραμάτεια τους, από φόβο μην τις πουν διακονιάρισσες…
Έτσι ξεκινά ο Σωτήρης Δημητρίου το οδοιπορικό
αυτών των γυναικών, για να διασχίσει μέσα από τις τρεις γενιές των ηρώων
του την ελληνική Ιστορία. Από το 1943, Εμφύλιος, κομμουνιστική Χούντα
της Αλβανίας, μετεμφυλιακή Ελλάδα, Χούντα στην Ελλάδα και, από το 1975,
μεταπολίτευση.
Με μια επιφανειακή ματιά, πρωταγωνίστριες
είναι η αφηγήτρια, η δεκαπεντάχρονη μικρή αδελφή της Σοφίας και η
Βαγγέλη Στόλαινα, η αρχηγός τους. Όμως, δεν είναι έτσι. Πρωταγωνίστρια
είναι η γλώσσα, η οποία μάχεται να εκφραστεί δείχνοντας τις ρίζες της
στον χρόνο, με όλες τις τοπικές επιρροές. Αποτυπώνεται μέσα από την
εξέλιξη ιστορικών γεγονότων και μη, καταγράφοντας αγώνες, αγωνίες,
ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες, συνήθειες, φόβους, θανάτους, τη λάμψη της
φύσης, αλλά και τα ενδόμυχα των ηρωίδων. Ταυτόχρονα, η γλώσσα μάχεται να
νικήσει και τον συγγραφέα, προσπαθώντας να του ξεφύγει και να τον
αφήσει πίσω στις σελίδες, μόνον! Ο συγγραφέας έχει τον δικό του αγώνα.
Θέλει να την υποτάξει για να αφηγηθεί μια απάνθρωπη γεμάτη ανθρωπιά ζωή,
γοητεύοντας τον αναγνώστη και κόβοντάς του την ανάσα, στην προσπάθεια
που καταβάλλει και αυτός –ο αναγνώστης– να είναι μαζί τους. Ν’ ακούει
τους ήχους της γλώσσας και να κατανοεί τα γραφόμενα του συγγραφέα. Μένει
πολλάκις άφωνος μπρος στο κείμενο, νιώθοντας τον ίδιο θαυμασμό που
αισθάνεται και ο θεατής της χορεύτριας, η οποία μέσα από τον βηματισμό,
τον συντονισμό με τη μουσική και την αρτιότητα των κινήσεών της
αγωνίζεται να νικήσει σε ταχύτητα τους ήχους της τάμπλα του
οργανοπαίκτη, ταμπάλ.
Το ίδιο πάθος αναδύεται και από τις σελίδες
του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου, με τη γλώσσα άγριο θεριό στα χέρια
του. Κυριαρχεί σ’ αυτή την ιδιότυπη γλώσσα, η οποία συντίθενται μ’ έναν
μοναδικό τρόπο, με μια γραμματική ανάμεικτη και ασύνδετη, με κομμένες
σαν αναπνοές λέξεις, με άρθρα κολλημένα στα ρήματα, και χωρίς να
παρεμβαίνει να τις «ομορφύνει» τις αφήνει ελεύθερες να ακουστούν, με
αποτέλεσμα οι λέξεις να συνεννοούνται μεταξύ τους και να παράγουν ήχους
με ξεχωριστή μουσικότητα, θυμίζοντας τη μουσικότητα των κειμένων του
Γιάννη Σκαρίμπα. Και με αυτά τα γραπτά ακούσματα γίνεται –στον
αναγνώστη– ένας αόρατος συνοδοιπόρος αυτών των γυναικών. Πηγαίος και
συγκινητικός, εκφράζει την πείνα, το κρύο, τους φόβους, την αντρειοσύνη,
την αλληλεγγύη και τη μεγαλοπρέπεια της υπερηφάνειας τους. Άλλοτε,
πάλι, στέκει σαν δένδρο και τις παρατηρεί – όπως στεκόταν κι η μάνα της
Σοφίας στα σύνορα για να βλέπει την κόρη της. Αλλού, μοιρολογεί μαζί
τους πάνω στο ξυλοκρέβατο της παγωμένης στο βουνό Καισαρίνας, όπως
μοιρολογεί και στον γάμο της Σοφίας, που γινόταν χωρίς τη μάνα και τ’
αδέλφια της. Θυμίζοντας για πολλοστή φορά το βιβλίο του Guy (Michel)
Saunier Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Τα Μοιρολόγια (Εκδόσεις Νεφέλη, 1999).
Ταυτόχρονα, η γλώσσα μάχεται να νικήσει και τον συγγραφέα, προσπαθώντας να του ξεφύγει και να τον αφήσει πίσω στις σελίδες, μόνον!
Ζει –στις σελίδες του– μαζί τους και με έναν
πόνο βαθύ περιγράφει: βιασμούς με την επιβεβλημένη σιωπή, παιδιά ν’
αρπάζονται και να χωρίζονται από τις μάνες τους, ανυποψίαστοι πολίτες να
δικάζονται και να στέλνονται εξορία για το τίποτα. Ένας εμφύλιος χωρίς
τελειωμό και η Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, με τη ζωή των ανθρώπων εκεί να
είναι χωρίς καμία αξία. Το ’75, ορισμένοι εξόριστοι γυρίζουν στο χωριό
και ταυτόχρονα η Σοφία μ’ ένα γράμμα μαθαίνει τον θάνατο της μάνας της. Ο
Σωτήρης Δημητρίου μαζί της μοιρολογά, συγκινώντας για μια ακόμη φορά
τον αναγνώστη. Τον κάνει να τη βλέπει και αυτός, κάθε βράδυ να το βγάζει
από τον κόρφο της και να το διαβάζει νιώθοντας, κάθε φορά, «σαν να
βγαίναν οι δικοί της από τη γη…». Ενώ αλλού, μέσα από τη ζωντάνια της
γραφής του, κάνει τον αναγνώστη ν’ αντικρίζει και αυτός πρώτη φορά τη
θάλασσα, ή τον κάνει να εύχεται να ήταν δρόμος να την περπατήσει για να
φτάσει απέναντι. Να ξενιτευτεί. Να μοχθήσει, να ζήσει καλύτερα, με το
σαράκι του μισεμού να του κατατρώγει το μέσα του.
Και όπως αυτές ανταλλάσσουν την πραμάτεια τους
για λίγη τροφή, έτσι και ο Σωτήρης Δημητρίου κάνει «ανταλλαγή
προϊόντων» μετατρέποντας σε κείμενο τους πόνους και τις προσπάθειές
τους, από θαυμασμό στην αφοσίωση αυτών των γυναικών στην οικογένεια και
σε όσα επιπλέον είχαν τη δύναμη ν’ αντέξουν, αποκαλύπτοντας και τις
δικές του αξίες.
Το βιβλίο, χωρίς να έχει κεφάλαια, χωρίζεται
σε τρία μέρη από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Αυτές αποτελούν
την πλοκή αλλά και την αρχιτεκτονική του βιβλίου. Το τρίτο μέρος (σελ.
91-136) παρουσιάζει μια αυτονομία. Το γεγονός αυτό εμπνέει τον Σωτήρη
Γκορίτσα, ο οποίος γυρίζει ταινία με τον τίτλο Απ’ το χιόνι.
Είναι τότε που η φτώχεια και η έλλειψη ευκαιριών δημιουργεί ένα νέο
μεταναστευτικό κύμα. Η πλατεία της Ομόνοιας γίνεται το κέντρο αλλά και
το ορμητήριο της Ελλάδας. Το ορμητήριο ενός κόσμου άδικου, αρπαχτικού,
αλλά και ευκαιριών για την τρίτη γενιά, των ηρώων του. Και ο γιος της
Καισαρίνας βλέπει μακριά πέρα στη θάλασσα. Την Αυστραλία…
Το Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου
καθιέρωσε τον Σωτήρη Δημητρίου σε μια από τις σημαντικότερες θέσεις της
ελληνικής λογοτεχνίας. Μέσα σε αυτό, αφήνει τον εσωτερικό του πλούτο με
ρεαλισμό και ποιητικότητα ν’ απλώνεται στις σελίδες και να εκφράζεται
μέσα από αυτή την ιδιαίτερη γλώσσα, η οποία άλλοτε είναι σκληρή και
άκαμπτη σαν πέτρα και άλλοτε, πάλι, σαν άνοιξη μπουμπουκιάζει, ανθίζει
και μοσχοβολά, στις τόσο λιτές και στεγνές από φλυαρία προτάσεις του.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό, εκτός από το ιστορικό και γλωσσικό υπόβαθρο,
εμφανίζεται και ένας πλούτος λαογραφικών στοιχείων, προσθέτοντας μια
επιπλέον αξία, και σε συνδυασμό με όλα τα ανωτέρω συγγραφικά χαρίσματα
το μετατρέπει στο βιβλίο που πρέπει να διαβάσουμε/έχουμε όλοι μας!
Σωτήρης Δημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη
144 σελ.
ISBN 978-960-16-5974-9
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11442-akouw-onoma-sou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου