19.1.19

Ο τόπος μας, χίλιες ανάσες

Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
 Όχι τυχαία, η ανασκόπησή μας δανείζεται τον τίτλο από το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη προκειμένου να σηματοδοτήσει μια δεσπόζουσα της πρόσφατης ελληνικής...
Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Όχι τυχαία, η ανασκόπησή μας δανείζεται τον τίτλο από το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη προκειμένου να σηματοδοτήσει μια δεσπόζουσα της πρόσφατης ελληνικής βιβλιοπαραγωγής που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Τόπος-βίωμα-μνήμη: ένα τρίπτυχο που μπορεί σαν νήμα να συνθέσει τον καμβά της φετινής εκδοτικής παραγωγής, ενώ παράλληλα προσφέρει και μια ασφαλή οπτική θέασης.

Μυθιστορήματα

Στον χώρο του Μυθιστορήματος, με αφορμή την τραγωδία του προσφυγικού, η Ιωάννα Καρυστιάνη στο βιβλίο της «Χίλιες ανάσες» (Καστανιώτης) στήνει το σκηνικό της δράσης σε ένα φανταστικό τόπο, ένα νησί, το Κουκούτσι. Ιδιαίτερη θέση στη φετινή βιβλιοπαραγωγή κατέχει η Μαρία Γαβαλά με το πολυφωνικό έργο της «Κόκκινος Σταυρός» (Πόλις). Η δυστοπία της καταναγκαστικής ευθανασίας των ψυχικά νοσούντων στο πλαίσιο του προγράμματος Τ4 στη ναζιστική Γερμανία συνυφαίνεται αριστοτεχνικά με τη σύγχρονη ανάδυση του ναζιστικού φαινομένου στην Ευρώπη των μεταναστευτικών ροών αλλά και στην Ελλάδα των Μνημονίων. Έργο φιλόδοξο και πολυεπίπεδο, που ανέσυρε από την ιστορική λήθη τραυματικά βιώματα ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και τα απέδωσε μέσα από τη λογοτεχνική τροπικότητα. Ο τόπος που στήνει το σκηνικό του ο Κώστας Ακρίβος στο νέο του μυθιστόρημα «Γάλα Μαγνησίας» (Μεταίχμιο) είναι ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο στον Βόλο. Ο χρόνος, τα μέσα της δεκαετίας του '70. Τέσσερις έφηβοι έτοιμοι να ανοίξουν φτερά για τα χρόνια που έπονται, ώσπου ένα απροσδόκητο γεγονός για το οποίο θα κατηγορηθούν συλλογικά ανατρέπει τις όποιες ισορροπίες. Στα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (Μεταίχμιο) του Αλέξη Πανσέληνου πρωταγωνιστεί η Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’50. Κείμενο δουλεμένο από έναν έμπειρο τεχνίτη του λόγου, που κατορθώνει να συνδυάσει το ρεαλιστικό με το φανταστικό στοιχείο. Με το βίωμα ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα στον Τουρκαλβανό Ασλάν Καπλάν και την Ισπανοεβραία Σαλώμη, έρωτα που ξεκινά στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη του 1917, ο Θωμάς Κοροβίνης στο μυθιστόρημα «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν» (Άγρα) επιχειρεί να ανασυνθέσει μυθοπλαστικά ξεχασμένες όψεις της γενέθλιας πόλης του κατά τον περασμένο αιώνα. «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» (Μεταίχμιο) ονομάζεται το πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη. Η ιστορία ενός καθηγητή και ενός χαρισματικού μαθητή. Η πάλη του πρώτου με τα ποικίλα αδιέξοδά του σε έναν κόσμο που αργά, αλλά σταθερά βυθίζεται στη δίνη του μίσους, όπως αυτό επωάστηκε την τελευταία πενταετία. Ο Μάνος Κοντολέων στο «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο» (Πατάκης) φωτίζει μέσα από το γνωστό πρόσωπο του μύθου τις τραγωδίες που λανθάνουν αμίλητες στο πλάνο μιας κεντρικής τραγωδίας. Ο Γιώργος Συμπάρδης στα «Αδέλφια» (Μεταίχμιο) αποδεικνύεται επιδέξιος ανατόμος των ανθρώπινων σχέσεων όσον αφορά την πάλη των ανθρώπων για διεκδίκηση πρωτείων. Τέλος, ο πολυγραφότατος Βαγγέλης Ραπτόπουλος γράφει μια κοινωνικοπολιτική δυστοπία στο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» (Κέδρος).

Νουβέλες

Στη νουβέλα ξεχώρισαν τρεις πρωτοεμφανιζόμενες φωνές αλλά και τρεις δοκιμασμένες εδώ και χρόνια στον χώρο. Η Αλίκη Στελλάτου με τη «Γάτα στον κήπο» (Κίχλη) επιχειρεί μια καταβύθιση στη μνήμη ενός τραύματος με εναλλασσόμενη αφήγηση πρώτου και δεύτερου προσώπου και με ύφος εντελώς προσωπικό. Τα οκτώ κείμενα που συνθέτουν το σπονδυλωτό αφήγημα «Κύριος Πηνελόπη» (Κίχλη) της Ελένης Γιαννάτου αποτελούν μια επιτομή της πολυδιαφημισμένης έννοιας που εισήγαγε ο Genette, αυτή της διακειμενικότητας, αφού την εφαρμόζει με κάθε ευφάνταστο τρόπο όχι μόνο στη λογοτεχνική πράξη, αλλά σε όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής πράξης. Ο Νικήτας Παπακώστας με το εκτενές αφήγημα «Καληνύχτα καλούδια μου» (Δώμα) κινείται στον χώρο της νεοηθογραφίας, κουβαλώντας έναν θίασο ρεαλιστικών και μεταφυσικών προσώπων τους οποίους σκηνοθετεί με μαεστρία, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο Χρήστος Χρυσόπουλος με το «Η γη του θυμού» (Νεφέλη) ανατέμνει το ζοφερό παρόν της υπαρξιακής μοναξιάς με εντελώς προσωπικό ύφος, άξιο προσοχής και σπουδής. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μετά τις 67 μικροσκοπικές ιστορίες που απολαύσαμε στον «Γραφικό χαρακτήρα» (Μεταίχμιο, 2016), επανέρχεται με τη νουβέλα «Ολομόναχος» (Μεταίχμιο), «μια αυτοβιογραφική προφητεία» κατά τον ίδιο, ένα σπαρακτικό γράμμα στον δικό του πατέρα, χωρίς εξιδανικεύσεις, αλλά και μια κληρονομιά στον δικό του γιο. Τέλος, με το βιβλίο του «Στ’ αμπέλια» (Πόλις) ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επιχειρεί μέσω μιας αυτοβιογραφικής ενδοσκόπησης να ανασυστήσει το πρόσωπο της σκληρής ελληνικής επαρχίας του ’60.

Διηγήματα

Στο διήγημα συναντάμε ένα μωσαϊκό φωνών, τάσεων, τεχνοτροπιών και αναζητήσεων. Ιστορία, βιογραφία και μυθοπλασία συνυφαίνονται στις αφηγήσεις του Σκαμπαρδώνη, ο οποίος οικοδομεί μυθοπλαστικά τη δική του Θεσσαλονίκη στο «Λεωφορείο: 19 στάσεις» (Πατάκης), ενώ η Μαρία Στασινοπούλου στη «Χαμηλή βλάστηση» (Κίχλη) συνθέτει κείμενα συμφιλίωσης με τον χρόνο που αναμειγνύουν επιδέξια το προσωπικό βίωμα με τη μυθοπλασία. Προϊόν αφύπνισης της μνήμης για τον γενέθλιο τόπο αλλά και ένα στοίχημα με τη μνήμη και με την Ιστορία, καθώς οι τόποι γεννούν συνειρμικά αφηγηματικά επεισόδια, αποτελούν «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες» (Κίχλη) του Δημήτρη Κανελλόπουλου αλλά και το «Δραμάιλο» (Αντίποδες) του Κυριάκου Συφιλτζόγλου. Στο έβδομο πεζογραφικό του βιβλίο «Βήματα σε λιθόστρωτο» (Διάπλαση), ο Γεράσιμος Δενδρινός ξαναζωντανεύει τον Μάκη, τον ήρωα-αφηγητή της προηγούμενης τριλογίας του, γράφοντας δέκα διηγήματα που μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν και ως ένα μυθιστόρημα. Ιδιαίτερη περίπτωση διηγημάτων συνιστά το «Αλφαβητάρι εντόμων» (Πατάκης) της Δήμητρας Κολλιάκου. Κείμενα με βάθος και ποικίλους συμβολισμούς, που υφαίνουν μια εντομολογική ανθρωπολογία, όπου άνθρωποι, έντομα, πόλεις, μύθοι, εικόνες και έργα τέχνης διασταυρώνονται ποικιλοτρόπως. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης με το βιβλίο του «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (Κίχλη) υπογράφει μια ιδιαίτερη συλλογή μικροδιηγημάτων -μικρά πεζά τα ονομάζει ο ίδιος. Σαρκάζοντας την περιχαράκωση της λογοτεχνίας στη σφαίρα του ιδιωτικού, γίνεται τόσο αυτοαναφορικός όσο χρειάζεται, ώστε, μιλώντας για τον πολλαπλό «εγώ» που καθημερινά αναμετριέται με τις λέξεις, να μιλά συχνά με σπαραγμό για τον πληθυντικό εαυτό μας. Εξομολογητικός, προσωπικός, εσωτερικός ο τόνος του, αλλά διόλου ιδιωτικός, κατορθώνει να καταγράψει με έξοχο τρόπο τη συλλογική αγωνία, με γλώσσα λιτή και απαλλαγμένη από ναρκισσιστικά λεκτικά φτιασίδια. Ο Γιάννης Παππάς με τις «Θαμπές ζωές» (Καστανιώτης), και κυρίως με τα δύο τελευταία πεζογραφήματα του βιβλίου, γράφει με τρόπο απλό για μνήμες πολύτιμες στη φύλαξή τους. Αξιοπρόσεκτη και η περίπτωση της πρωτοεμφανιζόμενης Σοφίας Μπραϊμάκου με το «Ματάμπρε. Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα» (Νεφέλη), που μας καλεί σε ένα γεύμα συναρπαστικών γεύσεων. Στην «Κινητή γιορτή» (Νησίδες) της Αρχοντούλας Διαβάτη έχουμε μια συλλογή βιωματικών κειμένων μικρής φόρμας που χαρτογραφούν την καθημερινότητα. Τέλος, μια δεκαετία μετά τους «Χάρτες», επανέρχεται ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης με 26 ιστορίες γραμμένες με χιούμορ και συγκίνηση, που τιτλοφορούνται «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου» (Πατάκης), η οποία σίγουρα θα συζητηθεί την επόμενη χρονιά.
Επίσης, πολλές υποσχέσεις αφήνουν δύο βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν· το πρώτο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα με επίκεντρο την Οκτωβριανή Επανάσταση «Το δέντρο της υπακοής» (Πόλις) και η συλλογή διηγημάτων «Άτιτλα Κείμενα» του πρωτοεμφανιζόμενου Κύπριου συγγραφέα Γιώργου Νικολάου (Τὸ Ροδακιό), δέκα κείμενα με περιγραφές χαρακτήρων, σκέψεων και αντιδράσεων κατά τη διάρκεια υπαρξιακής κρίσης.

Από το μάτι και το αυτί...

Τώρα, στο ερώτημα ποια από τα βιβλία που προλάβαμε να μελετήσουμε και παρουσιάζουμε εδώ ή και από εκείνα που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους αξίζει να ξαναδιαβαστούν ή ποια θα αφήσουν έντονο το αποτύπωμά τους στον μεταγενέστερο χρόνο, μια πειστική απάντηση μάς δίνει ο Ζάουμε Καμπρέ στο «Confiteor»: «Η ικανότητα του συγγραφέα να συναρπάζει τον αναγνώστη, να τον εντυπωσιάζει με την ευφυΐα που βρίσκει στο βιβλίο που ξαναδιαβάζει ή με την ομορφιά που εκπέμπει». Ούτως ή άλλως, «καλό» ή «κακό» ένα βιβλίο, πρέπει πρώτα να διαβαστεί· κι αν είναι εφικτό, δυνατά, για να περάσει όχι μόνο από το μάτι αλλά και από το αυτί.
Και μην ξεχνάμε τον λόγο του Μένη Κουμανταρέα, «όλοι οι συγγραφείς είναι μελλοθάνατοι με αναστολή».

* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι συγγραφέας, φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: