Νόρος. Κι έτσι μπορεί να τα ακούσεις απ τους απέναντι, στη Σιθωνία. Απ τη μεριά δηλαδή της Συκιάς, δίπλα στην τουριστική (τώρα) Σάρτη, που Αφησ(ι)ά την έλεγαν οι ντόπιοι πριν γεμίσει με ρουμς-του-λετ και μπαράκια. Παραπέρα αραδιάζονται Καλαμίτσια, Κριαρίτσια, Τριστινίκες και λοιπά, παρακατιανά κι εκείνα έναν καιρό, τους λυπόνταν οι Συκιώτες τους πρόσφυγες που είχαν πάρει εκεί τον κλήρο τους- πού νάξεραν βέβαια τι θα γινόταν αργότερα. Φάτσα κάρτα απέναντι το Ιερό Βουνό, συχνά με καϊμακωμένη την κορυφή, ακόμη συχνότερα νεφοσκεπή ή έστω νεφοφιλούσα, και ενίοτε ολοκάθαρη και αιχμηρή σαν ακονισμένη λάμα, γιγάντιο θαρρείς εργαλείο της λίθινης εποχής. Ψηλό βουνό, επιβλητικό, δεν μπορείς να του κάνεις το κορόιδο. Όσες φορές κι αν περάσω, θα σκαλώσει το μάτι μου και το μυαλό μου, και σχεδόν πάντα θα αναρωτηθώ αν είναι αλήθεια ότι κάποια μέρα του χρόνου, η σκιά της σουβλερής του αυτής μύτης τρυπώνει πριν το δείλι στην πλατεία της Μύρινας στη Λήμνο.
Ο Άθως ή Άγιον Όρος, άγιο-ν-όρος, αγιονόρος, Νόρος. Και με ακόμη δυνατότερη ροκιά Χαλκιδικιώτικης λαλιάς, νόρους! Πού ρ(ι)έ(αε); Στου νόρους μαρή(αε)!—μπορείς ακόμη να πετύχεις και να απολαύσεις αυτήν τη θαυμαστή Χαλκιδικιώτικη μελωδία που απ τη μια σε τρομάζει σχεδόν με τόσο στραμπούληγμα της γλώσσας κι απ την άλλη θαυμάζεις το ακούραστο και σπάταλο κομπολόγημα τόσων φωνηέντων στη σειρά, αχρείαστο επισήμως αφού μόνο ένα είναι το σημαίνον στη γραφή. Κι όλ αυτά τα τσαχπίνικα κυρίως απ τα λαρύγγια γυναικών, ενώ οι ίδιες παραμένουν με τον τρόπο τους σέρτικες. Δεν πρόκειται δηλαδή για νάζι όπως ίσως το νησιώτικο, αλλά άντε να βρω να πω περί τίνος πρόκειται, λυπάμαι. Οι άντρες πάλι κρατούν πιο μπρούσκα τα φωνήεντά τους, κόβουν πιο πολύ τις λέξεις, αν και δεν φείδονται κι εκείνοι πρωτότυπων αντιστροφών (για παράδειγμα ένα «εσύ είσαι?» συχνά αντηχεί ως «υσέ είσει»- η ορθογραφία δική μου).
Απ του Νόρους λοιπόν, έρχονταν χίλια καλούδια και πήγαιναν επίσης, για χρόνια- και τις οίδεν τι γινόταν στους παρελθόντες αιώνες. Ακούς ακόμη αυθεντικές μαρτυρίες από ανθρώπους που έβγαζαν εκεί μεροκάματο, μένοντας μέρες εκεί να χτίσουν, να τσαπίσουν, να μαγειρέψουν, να ανταλλάξουν τα ψάρια τους με αγιορείτικα τυριά, λάδια, φασόλια, εικονίσματα και ξυλόγλυπτα και δεν συμμαζεύεται, πολύ πριν το Όρος γίνει αυτοπροσώπως κρασί, μελιτζανοσαλάτα, τσίπουρο, τζατζίκι, χυλοπίτα και εμφιαλωμένο ύδωρ ανά την επικράτεια. Κάποιοι πιο εκλεκτοί, έλαβαν ως αμοιβή και υποτροφίες για τα παιδιά τους και διορισμούς- τύφλα να χουν υπουργοί και βουλευτάδες, αν σε θέλει αυτό το Βουνό Χάρο μη φοβάσαι. Κι έχουν να λένε οι ντόπιοι για τους μοναχούς, ο καθείς τα δικά του, άλλος τέτοια κι άλλος αλλιώτικα, όλα πάντως για τους ανθρώπους και τα πάθη τους και καθόλου για την αξίωση της ιερότητας του μοναχικού, ή για την ακρίβεια του άγαμου- ας πούμε- βίου.
Τι ήξερα εγώ για τον Άθωνα τον καιρό που ο πεθερός μου πούλαγε εκεί ψάρια με τον δικό του πεθερό; Τίποτα, από πού κι ως πού εγώ, καλάμι του Γιαννιτσιώτικου κάμπου, αποξηραμένου έλους της Μακεδονικής ενδοχώρας (ναι, εκείνου, του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα). Άλλα τοπία, άλλες μυρουδιές, άλλα επαγγέλματα, άλλα φωνήεντα και σύμφωνα (ειδικά στα σύμφωνα, ν ακούς κάτι …αντεθνικά ολόπαχα λάμντα και κάτι σφυριχτικά σίγκμα, να σου φεύγει το τσερβέλο πασών των Βαλκανίων). Κι ούτε είχαμε δικό μας κανέναν τόσο σεβαστικό που να έκανε τον κόπο να πάει και να μας διηγηθεί- ένας θείος καραμαλής έφτασε μια φορά στα Ιεροσόλυμα να πάρει το το Χατζηλίκι κι αυτό ήταν. Από τα χρόνια του σχολείου δεν θυμάμαι τίποτα να με εντυπωσίασε επ αυτού, ύστερα στην εφηβεία ασχολήθηκα, οπότε το άβατον και την υποκρισία έκανα κόκκινο πανί για τον νεανικό θυμωμένο και άθεο αναβρασμό μου. Θυμάμαι και κάτι καταγγελίες στον Ριζοσπάστη και την Αυγή (ναι, διάβαζα και απ τα δύο, πού να σας τα λέω τώρα) από αγρότες που δεν τους έδιναν οι καλόγεροι νερό ή σκοτώνονταν για τίνος ήταν τα αγροτεμάχια, Τούρκος γινόμουνα που λένε, και καμία συστολή δεν είχα να τους τιμωρώ με κάτι σαχλά (τώρα πλέον) ανέκδοτα ντιγκιντάγκικου πνεύματος, θεωρώντας τα έναν δίκαιο διασυρμό, ειδικά απ τη μεριά μου ως γυναίκας. Περνούν τα χρόνια κι όλα φαντάζουν τώρα τόσο αλλιώτικα, όσο για το άβατον τι να πεις, σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, άαλλες ήταν οι πόρτες που πόνεσαν αληθινά βροντώντας τις μύτες μας- μόνη παρηγοριά τα χειρότερα του αλλού και του άλλοτε…
Το Όρος το πρωτοαντίκρισα ως επισκέπτρια «νύφη» της Συκιάς κι έκτοτε έχω την ευκαιρία να το ατενίζω πολύ συχνά. Διότι απ την αρχή πού μας έχανες πού μας έβρισκες, στης Βουρβουρούς τις στροφές, «γιαμπανάδες»* και όχι μόνον, εγώ κι ο συζυγάτος, εκ Συκέας καταγόμενος και μετακομισθείς δεκαετία του 70 στην Θεσσαλονίκη Χαριλάου μεριά, για μια καλύτερη ζωή και τα λοιπά. Εκεί τον εβρήκα αφού κι εγώ είχα γίνει Σαλονικιά για τους ίδιους λόγους, φοιτήτρια πλέον Αριστοτελείου. Στη μετακόμισή τους δεν είχε ζαλιστεί στις στροφές της Βουρβουρούς, γιατί βεβαίως δεν υπήρχε Βουρβουρό-δρομος, θα τον άνοιγε λίγο αργότερα η ΜΟΜΑ για να περάσουν ο Καρράς και οι τουρίστες. Το φορτηγό τους πήγε κοφτά από το Δραγουδέλι (ή Ντραγκντέλ΄(ι)), αν δεν είχαν το φορτίο θα ταξίδευαν μέχρι Μουδανιά από θαλάσσης. Στην προίκα του συμπεριλαμβάνονταν δυο ψαλτήρια από το Όρος μουσειακού ενδιαφέροντος και στο νέο μου -εξ αγχιστείας- σόι κάμποσοι αυτόπτες μάρτυρες των Αθωνικών μυστηρίων, σοβαρών τε και ασοβάρων.
Ήταν πάντως και ένα κομμάτι προίκας αδιόρατο ακόμη στην αρχή, που θα εξαργυρωνόταν σιγά σιγά- σ αυτά τα πράγματα είναι σχεδόν κανόνας αν το καλοσκεφτείς. Θα επρόκειτο δε για το βασίλειο των θαλασσινών ψαριών, οστρακοδέρμων και λοιπών ζωντανών, όχι βέβαια ως απόκτημα αλλά ως πολιτισμική κορώνα. Εξηγούμαι: Μεγαλωμένη η αφεντιά μου στην γειτονιά του Λουδία, για ψαρόσουπα έτρωγα γριβάδι. Στο τηγανάκι βάζαμε κάτι μικρά που τα λέγαμε κιθάρες και για τις νύχτες του χειμώνα είχαμε τις ιστορίες του θείου Γρηγόρη που ως άλλος Μυνχάουζεν μας περιέγραφε τεράστιους γουλιανούς που δεν μπορούσε ούτε με το κάρο να τους σύρει στη στεριά. Θάλασσες γιόκ, νέμα, κι αυτές που ως φτωχολογιά προσεγγίσαμε αργότερα με ημερήσιες πουλμανοεκδρομές ήταν ο Μακρύγιαλος και τα πέριξ, βούρκος κι εκεί από πάντα- οι καλύτερες θάλασσες τότε ήταν στην Ασπροβάλτα για τους λίγους γιωταχήδες, κι από Χαλκιδική δεν σκαμπάζαμε παρά μόνο το γαμψόχειρο σχήμα της στον χάρτη. Όσο για τα θαλασσινά, όχι δα πως δεν ήξερα και ντιπ, μα ήμουν ανύποπτη πως η λιμνοποταμίσια μου ρίζα θα έσκυβε κάποτε ταπεινά το κεφάλι στους ροφούς και τις σκορπίνες του Αγίου Όρους. Ως ύπ-ανδρη (προσέξτε παρακαλώ την ετυμολογία!), γριβάδι δεν ξανάφαγα, ούτε κιθάρες. Κι ούτε που ξαναμίλησα γι αυτά. Κι όχι μόνο που πια δεν τα έβρισκα, ούτε που θα άρεζαν μόνο σ εμένα, μα πιο πολύ για την ανημπόρια μου να τα υπερασπιστώ. Λες και η λάσπη από τα γλυκά νερά ήταν επάνω μου κακός λεκές, και πριν αλέκτωρ και λοιπά, έπιασα να μαγειρεύω μόνο φρέσκια θάλασσα. Για τους δε υπερφυσικούς γουλιανούς του τσι-Γκόλη* ούτε λόγος, τώρα άκουγα ανέκδοτα για «τον καιρό που μας έδερναν για να φάμε τον αστακό». Τι να πω η γυναίκα, ψάρωσα όνομα και πράμα, να χέσω τα πτυχία μου και το σιμσιλέ μου μέσα. Και μη μου πείτε πως αυτά είναι θέματα ευτελή, όποιος γνωρίζει εννοεί πως με τα ευτελή μπλεκόμαστε, τα μεγάλα τα κανονίζουμε αλλιώς.
Άλλο τα μυστικά του Βάλτου και άλλο τα μυστήρια του Άθωνα, λοιπόν, απ το ίδιο ψάρωμα πρέπει να ήταν και που έσπευσα να θαυμάσω τους θησαυρούς του Αγίου Όρους όταν έπαιξαν εκτός έδρας. Φρέσκο φρέσκο τότε το Βυζαντινό κοκκινωπό μουσείο στη Σαλονίκη, που ήτανε και πολιτιστική πρωτεύουσα, φρέσκια κι εγώ στη μεγάλη αγρυπνία και κλεισούρα της εργαζόμενης και ασθμαίνουσας μωρομάννας, σκασμένη να βγω μια βόλτα, αντίς να πάω να δω κανένα ωραίο θέατρο, καμιά καλή ταινία που είχε μαυρίσει το μάτι μου, πήγα να κουλτουριαστώ με ιερά άμφια, χρυσόβουλα και χειρόγραφα ευαγγέλια. Ιστορία θα μου πεις, δε λέω, μα δεν ήταν για το Νόρος εκείνο το πραγματικά πολύτιμο απόγευμα. Ίσως να ήταν κι η γυναικεία πρεμούρα να πατσίσω το άβατον- να δω το απαγορευμένο κι ας μην έδινα στ αλήθεια δεκάρα περί τούτου.
Πώς να πεις βέβαια και ότι δεν δίνεις δεκάρα, ανεξαρτήτως της αθεϊας, ανεξαρτήτως της πολιτικής, το Όρος ήταν και είναι Όρος. Πρίγκιπες και φτωχοί, διάσημοι και ταπεινοί, δεξιοί και αριστεροί, σεβαστικοί και φρικιά όλοι εκεί πλέον έτρεχαν και γι αυτό μιλούσαν- η απόλυτη ανδρική εκδρομή όπως καυχήθηκε ένας φίλος, καλύτερη κι από Αγγλικό Κύπελλο. Από κρυφές γκομενοδουλειές μέχρι υπαρξιακές ανησυχίες, στο Όρος σου έλεγε ο άλλος, τι να πεις και τι ν αμφισβητήσεις, ούτε τηλέφωνα έπιαναν ούτε τίποτα- χώρια η ας την πούμε κατάνυξη όποιου εντέλει κατενύσσετο. Οι γυναίκες είπαμε, μακριά, αργότερα θα ερχότανε καιρός να πάρουμε κι εμείς λίγο μάτι, τι λίγο δηλαδή, κάθε μέρα ειδήσεις με σκάνδαλο Βατοπεδίου, όπου καμαρώσαμε και τα ιδιωτικά ελικόπτερα των ρασοφόρων ηγετών και τις καταθέσεις τους στην Ελβετία. Τότε έμαθα κι εγώ για τις ιδιοκτησίες τους σε ακίνητα και οικόπεδα στη Θεσσαλονίκη και ολούθε. Έκπληξη; Όχι ακριβώς, μα όταν πέφτουν και τα τελευταία προσχήματα δεν ξέρεις αν θα φωνάξεις περισσότερο ή θα βουβαθείς. Άν θα συνθηκολογήσεις με περισσό ρεαλισμό, έτσι είναι τι να κάνουμε, μέχρι κι ο Αλέξης χρειάστηκε να περάσει από κει όταν προαλειφόταν ο ΣΥΡΙΖΑ για τις νικηφόρες εκλογές. Το Νόρος είναι όρος, και ο παράς της Εκκλησίας στη θέση του, γκρίνιαξε όσο θες και πλέρωνε τους φόρους σου.
Κάτι τέτοια σκέφτομαι όταν μου σκάει μύτη στο ταξίδι προς τη μύτη της Σιθωνίας, δεν μπορείς, το ΄παμε, να του κάνεις το κορόιδο. Είναι εκεί και σου κάνει τζα στην κάθε στροφή, ώσπου στην τελική ευθεία λευτερώνεται η θωριά του, σαν λιονταροπόδαρο που δεσπόζει απλωμένο ραχάτικα στην γαλάζια υγρή του αυλή. Σερνικό οπωσδήποτε, θα μου πεις έχουν τα βουνά φύλο, θα σου πω πως τουλάχιστον τούτο δω έχει σίγουρα (κι ίσως όχι μόνον αυτό, άραγε εγώ μόνο θεωρώ την Πίνδο κυρία;). Άντρας σίγουρα, που καμιά φορά θαρρείς το αεράκι μου φέρνει και μια μυρουδιά του, μια ξινή μυρουδιά ανάμεσα σε γεροντίλα και εφηβικό αγορίστικο ιδρώτα. Ναι, σαν θρασύς έφηβος μου γνέφει ενίοτε, που το νταηλίκι του δεν χωράει στο όμικρον και τότε γίνεται Νώρος- σαν να λέμε ΄σωραίος..- τρομάρα του.
Ωραίος, ναι, μανεκέν σωστό, δεν χορταίνω πόζες να του τραβώ χειμώνες και καλοκαίρια, μια με στραβά ένα συννεφένιο καπελάκι, μια με το σύννεφο τραχηλιά ή σαν καμινάδα, μια κρυμμένος σε πούσι πηχτό και μια ολόλαμπρος και αιχμηρός. Αλλά και αχώνευτος μαζί, που μούρχεται μια μούντζα να του ρίξω, για όσα κι άλλα τόσα που είπαμε και δεν είπαμε.
Λες και φταίει το έρμο το βουνό για των ανθρώπων τα πάθια, αλλά βλέπεις, μπερδεύονται καμιά φορά αυτά. Κι εγώ μπερδεύτηκα, για κορφές και ντοπιολαλιές είπα να φλυαρήσουμε, και πιάστηκα να ξομολογιέμαι άλλα ντ άλλων..
*γιαμπανάδες: αυτοσχέδιο προϊόν οικιακού λεξικοπείου, που περιγράφει τα στίφη των κατακλυζόντων τα Καλοκαίρια την Χαλκιδική «για μπάνια»
**τσι-Γκόλης: θείος Γρηγόρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου