Ο ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ πέθανε την Παρασκευή 28
Δεκεμβρίου 2018, σε ηλικία 79 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο.
Από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας, ο Άμος Οζ
γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939. Στην ηλικία των 15 ετών υιοθέτησε
το επώνυμο «Οζ», που στα εβραϊκά σημαίνει «δύναμη», και κατόπιν
μετέβη στο κιμπούτς Χούλντα. Τα πρώτα του διηγήματα δημοσιεύτηκαν
όταν ήταν ακόμη νέος και, μετά τις σπουδές φιλοσοφίας και λογοτεχνίας
στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, επέστρεψε στο κιμπούτς,
όπου και έζησε με την οικογένειά του για τα επόμενα 25 χρόνια.
Σταθερός διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ και γνωστός για τους
αγώνες του υπέρ της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, έχει λάβει τις
σημαντικότερες διεθνείς λογοτεχνικές διακρίσεις για το έργο του. Από τις
Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα περισσότερα βιβλία του, μεταξύ
αυτών τα μυθιστορήματα «Ο Μιχαέλ μου», «Ιστορία αγάπης και
σκότους» και «Ιούδας», τα οποία επικύρωσαν την παγκόσμια εμβέλειά του.
AΜΟΣ ΟΖ
Ένας «οικογενειακός» συγγραφέας
του Ανταίου Χρυσοστομίδη
Η τελευταία εικόνα που έχω από τον Άμος Οζ στο κιμπούτς
Χούλντα ήταν να φωτογραφίζεται μαζί μου μπροστά σε ένα σκου –
ριασμένο τρακτέρ, στημένο εν είδει μνημείου στη μέση ενός κατα –
πράσινου λιβαδιού, πραγματικό καμάρι των ανθρώπων που το
φροντίζουν καθημερινά. Έχει μόλις τελειώσει η συνέντευξη, σε
λίγα λεπτά ο Οζ θα πάρει το λεωφορείο που θα τον γυρίσει στο
σπίτι του, πρώτα όμως στηνόμαστε για τη φωτογραφία, εκείνος
περνάει το χέρι του φιλικά στον ώμο μου, κοιτάζουμε τον φακό
σοβαροί αλλά ανακουφισμένοι, η δουλειά μας τελείωσε, δεν το
δείχνω, αλλά είμαι συγκινημένος, ο Οζ είναι ο πρώτος συγγραφέας
που δέχτηκε να ανοίξει τον χορό αυτών των εκπομπών κι
ήταν εξαιρετικός, κάλυψε κάθε κενό της τηλεοπτικής απειρίας
μου, και νιώθω ότι η ιστορία ξεκίνησε καλά χάρη σ’ αυτόν.
Στο Χούλντα, ο Οζ έζησε από το 1954 ως το 1986, όταν λόγω
του σοβαρού άσθματος του γιου του ο γιατρός υποχρέωσε την
οικογένεια να καταφύγει σε κλίμα ξηρό, δηλαδή στην έρημο, στην
πόλη Αράντ, όπου ο συγγραφέας κατοικεί ακόμα με τη σύζυγό
του Νίλλυ. Η μετακόμιση, λέει ο ίδιος, δεν ήταν εύκολη: στο
Χούλντα ο Οζ έγινε αυτό που έγινε, στο Χούλντα ερωτεύτηκε
και παντρεύτηκε, εκεί έκανε τα παιδιά του, εκεί απόκτησε τους
πιο καρδιακούς του φίλους. Και ξαφνικά έπρεπε να φύγει, να εγκαταλείψει
μια καταπράσινη όαση που έφτιαξαν αυτός και οι
άλλοι σύντροφοί του στο κιμπούτς –μου δείχνει γεμάτος καμάρι
μερικά δένδρα που είχε φυτέψει ο ίδιος πριν από είκοσι πέντε,
τριάντα χρόνια–, για να πάει σε μια πόλη από αυτές που κτίστηκαν
κατ’ εντολήν του Μπεν Γκουριόν από το τίποτα, σε μια έρημο
δίπλα στην έρημο της Ιουδαίας, χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο
δένδρο, χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πηγή,
χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πόλη. (Καταπληκτικές
οι ασπρόμαυρες, ιστορικές φωτογραφίες που δείχνουν τη μεταμόρφωση
αυτού του χέρσου κομματιού γης σε πόλη, με τους άντρες
και τις γυναίκες και τα παιδιά να κτίζουν με το ίδιο πείσμα
που πρέπει να είχαν και οι πρώτοι άποικοι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Γκουριόν, πιστός στις αριστερές καταβολές του, δεν
ήθελε να πάρει εδάφη των Παλαιστινίων, ήθελε να κτίσει τις πόλεις
του λαού του στην έρημο, στη γη του κανενός, κι ο ίδιος έδω –
σε το παράδειγμα, πήγε να ζήσει σε ένα μικρό κιμπούτς μέσα στην
έρημο, σε ένα σπιτάκι που δεν θύμιζε με τίποτα πρωθυπουργική
κατοικία, ένα μικρό τριάρι, καθιστικό, δωμάτιο της γυναίκας του,
βιβλιοθήκη. Ο ίδιος κοιμόταν στον διάδρομο, προτιμούσε να έχει
το δικό του δωμάτιο γεμάτο βιβλία και προτομές αρχαίων Ελλήνων
φιλοσόφων και τραγικών.)
Η λέξη κιμπούτς, μας εξηγεί ο Οζ, είναι συνώνυμο των λέξεων
συντροφικότητα, κοινωνία. Με την επιθετική πολιτική των τελευταίων
δεκαετιών του Ισραήλ, τείνουμε να ξεχάσουμε ότι αυτό
το κράτος αλλιώς δημιουργήθηκε, με άλλες προδιαγραφές και
άλλες προσδοκίες, και ότι τα κιμπούτς ήταν ουσιαστικά η πρώτη
εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών για μια νέα συλλογικότητα
σε όλο τον κόσμο. Στο κιμπούτς κατέφυγε ο Οζ όταν ακόμα ονο –
μαζόταν Άμος Κλάουσνερ και ήταν δεκαπέντε χρονών. Δυόμισι
χρόνια πριν, η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει και από τότε είχε
χαθεί κάθε ισορροπία ανάμεσα στους δύο άρρενες, ανάμεσα στον
πατέρα και τον δωδεκάχρονο γιο του. Κατά πάσα πιθανότητα ο
γιος επέρριπτε την ευθύνη της μητρικής απονενοημένης πράξης
στον πατέρα, ο οποίος πρέπει να ήταν εξαιρετικά γοητευτικός και
ευαίσθητος στα θέλγητρα του γυναικείου φύλου. Η σύγκρουση
αναπόφευκτη. Μόλις νιώθει ικανός να φύγει από το σπίτι ο νεα –
ρός Άμος παρουσιάζεται στο κιμπούτς Χούλντα και ζητάει να
γίνει μέλος της κοινότητας. Μαθαίνει να δουλεύει το τρακτέρ,
αλλάζει το όνομά του (Οζ στα εβραϊκά σημαίνει θάρρος, δύναμη,
αποφασιστικότητα) και κρυφά τη νύχτα αρχίζει να γράφει
τα πρώτα του κείμενα, ποιήματα κυρίως αλλά και κάποια μικρά
διηγήματα.
Πριν βγάλουμε την τελευταία αναμνηστική φωτογραφία μπροστά
στο σκουριασμένο τρακτέρ της εισόδου και φύγουμε, ο Οζ
μας πηγαίνει στην αίθουσα υποδοχής του κιμπούτς, που είναι
ταυτόχρονα, ακόμα σήμερα, αίθουσα τελετών, ψυχαγωγίας και
διασκέδασης. Εκεί, ξέμενε μέχρις αργά ο νεαρός Οζ και έγραφε
κρυφά, μην τον πάρουν είδηση και αρχίσουν τα πειράγματα και
οι κριτικές. Λίγο πριν μας είχε δείξει και το παλιό του σπίτι, εκεί
όπου έμενε, μέχρι την αναχώρησή του από το κιμπούτς, με τη γυ –
ναίκα του και τα παιδιά του. Είναι ένα μικρό ισόγειο ξύλινο σπίτι
με υπόστεγο, τελευταίο μιας σειράς από άλλα πανομοιότυπα
και εξίσου χειροποίητα κτίσματα, όμοιο με το σπίτι κάποιων παλιών
του φίλων, που έμαθαν ότι θα ερχόμασταν και μας περίμεναν.
Εκείνος, παλιά, ήταν ο ταμίας του κιμπούτς, εκείνη δασκάλα.
Μέλη της οικογένειάς μου, δηλώνει μεγαλόφωνα ο Οζ, και
μοιάζει πραγματικά συγκινημένος. Το σπίτι μού φέρνει ξαφνικά
στο νου κάποια παλιά αριστερά σπίτια που έβρισκες και στην
Αθήνα τη δεκαετία του ’60: φτηνά έπιπλα, βιβλία τοποθετημένα
άναρχα όπου υπήρχε λίγος χώρος, σουβενίρ από κάποια λαϊκή
δημοκρατία. Κέντρο του σπιτιού το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι,
καλυμμένο με φτηνό εμπριμέ βελούδο. Καθόμαστε, το ηλικιωμένο
ζευγάρι είναι πολύ φιλόξενο, πιάνουμε την πολιτική συζήτηση
(οι δεξιές κυβερνήσεις δυσφημούν το Ισραήλ, αυτοί με άλλα
όνειρα ξεκίνησαν να κτίζουν αυτό το κράτος, λέει εκείνη φανερώνοντας
ένα αγωνιστικό παρελθόν και μια πικρία όμοια με αυτή
εκατομμυρίων αριστερών της γενιάς της στις τέσσερις γωνιές
της γης) κι ύστερα, όπως ήταν φυσικό, έρχονται οι αναμνήσεις.
Όταν δημοσίευσε μετά πολλών επαίνων τα πρώτα του κείμενα
σε μια δυο εφημερίδες, ο νεαρός Οζ πήγε στη Γραμματεία του
κιμπούτς και ζήτησε να εξαιρεθεί από τη σκληρή χειρωνακτική
δουλειά μια φορά την εβδομάδα για να μπορέσει να συνεχίσει
και να βελτιώσει τα γραψίματά του. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση.
Όποιος δεν δούλευε, δεν έτρωγε και δεν είχε θέση στο κιμπούτς.
Πώς να εξαιρεθεί ο Οζ, έστω για μια μέρα; Το θέμα πέρασε στη γενική συνέλευση, όπου έγινε και η σχετική ψηφοφορία.
Εντάξει, αφού τόσο σοβαρές εφημερίδες δημοσίευσαν κείμενά
του σημαίνει πως κάτι αξίζει, ας του δοθεί ένα απόγευμα ελεύθερο
για να γράφει. Η απόφαση είναι ομόφωνη. Όταν εκδίδεται
το πρώτο του βιβλίο, ο Οζ ζήτησε να αφήνει το τρακτέρ για δύο
μέρες. Το δέχτηκαν. Ύστερα, όταν με το βιβλίο του Ο Μιχαέλ
μου άρχισε να γίνεται γνωστός συγγραφέας σε όλο τον κόσμο, και
τα χρήματα συνέρρεαν άφθονα στο ταμείο του κιμπούτς, ο ταμίας
έκανε τους υπολογισμούς του, βρήκε ότι τα βιβλία ήταν πολύ
πιο αποδοτικά από το τρακτέρ και τότε αποφάσισαν να του
δώσουν όλη την εβδομάδα για γράψιμο. Πρότειναν, μάλιστα, να
του δώσουν και δύο βοηθούς ώστε να γράφει περισσότερο!
Το σπίτι του στο Αράντ δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που
στη Δύση θεωρούμε πολυτέλεια – και πάλι μου θύμισε, από την
πρώτη φορά που το είχα επισκεφτεί, τα ελληνικά σπίτια των αρι –
στερών διανοούμενων της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Έχει ένα
σαλόνι-κουζίνα που βλέπει σε έναν μικροσκοπικό κήπο. Κατεβαίνοντας
μια μικρή σκάλα, βρίσκεσαι στο γραφείο του συγγραφέα,
ανεβαίνοντας μερικά άλλα σκαλιά βρίσκεσαι στα δύο υπνο –
δωμάτια του σπιτιού. Ο κήπος είναι το καμάρι του Οζ. Κι επειδή
ο κάθε κάτοικος του Αράντ μπορεί να καταναλώσει συγκεκριμένη
ποσότητα νερού, η οικογένεια το έχει πάρει απόφαση ότι
θα πληρώνει συνεχώς πρόστιμα. Ο Οζ όμως θέλει να γράφει και
να βλέπει πράσινο, κι είναι το πρώτο πράγμα που θα σου δείξει
από το σπίτι – πριν ακόμα κι από το γραφείο του, ένα κανονικό
δωμάτιο, ούτε μεγάλο ούτε μικρό γεμάτο, γύρω γύρω με βιβλία.
Πάνω στο τραπέζι του γραφείου του μία μόνο φωτογραφία:
ο ίδιος μικρό παιδί, ο πατέρας, η μητέρα.
Είχα αποφασίσει ότι θα ξεκινούσαμε τις εκπομπές με δύο συγγραφείς
που γνώριζα και προσωπικά: τον Αντόνιο Ταμπούκι
και τον Άμος Οζ. Άνθρωποι και οι δύο που έχουν εύκολο τον
λόγο, άνθρωποι που θα συγχωρούσαν το οποιοδήποτε πιθανό λά –
θος, άνθρωποι εξαιρετικά θερμοί ως χαρακτήρες που θα έσπευδαν να δώσουν ό,τι τους ζητούσες. Άνθρωποι, με λίγα λόγια, που
με έκαναν να νιώθω πιο ασφαλής στο ξεκίνημα αυτής της σειράς,
η οποία έπρεπε να βρει τον βηματισμό της πέρα από κάθε
σχεδιασμό επί χάρτου.
Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος αφιέρωσαν τρεις ολόκληρες μέρες
από τη ζωή τους στα γυρίσματα της εκπομπής. Αν προσθέσουμε
και δύο άλλες μέρες γυρισμάτων στην Ελλάδα, μία στη
Βέροια και μία στη Θεσσαλονίκη, ο Οζ αφιέρωσε συνολικά πέντε
μέρες.
Η περιδιάβαση από το Αράντ ως το κιμπούτς Χούλντα είχε
μια πρώτη στάση στα ερείπια του Τελ Αράντ (μια ακρόπολη που
κτίστηκε πάνω σ’ έναν υποτυπώδη λόφο, όπως λένε, στα χρόνια
του Σολομώντα), μια δεύτερη στάση στην έρημο της Ιουδαίας,
σε ένα τοπίο που έχει μια άγρια ομορφιά και σου δίνει την αίσθη –
ση της απεραντοσύνης, κι ύστερα συνεχίστηκε στην Ιερουσαλήμ,
σε αναζήτηση αυτού του «μικρού υποβρύχιου που ήταν γεμάτο
με βιβλία γραμμένα σε δεκαέξι γλώσσες», όσες δηλαδή διάβαζε
ο πατέρας του. Ένα μικρό ισόγειο σπιτάκι των δύο δωματίων,
κτισμένο με την γκρίζα γυαλιστερή πέτρα της Ιερουσαλήμ σε μια
συνοικία που κάποτε ήταν γεμάτη πρόσφυγες από την Ευρώπη,
και τώρα κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από ορθόδοξους Εβραίους.
Είναι το σκηνικό του βιβλίου του Ιστορία αγάπης και
σκότους, το μέρος στο οποίο αυτοκτόνησε η μάνα και συνέχισε
να ζει ο πατέρας. Τελευταία στάση πριν από το κιμπούτς το Τελ
Αβίβ, η πόλη που, σε αντίθεση με την Ιερουσαλήμ, συγκεντρώνει
το πιο σύγχρονο και το πιο προοδευτικό Ισραήλ. Εκεί, σε ένα
μικρό διαμέρισμα, σε έναν χαμηλό ουρανοξύστη, ο Οζ έρχεται
για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια του. Παρόλο που το πόδι του
κουτσαίνει, ανέβηκε για χάρη μας βουνά, ακόμα και μέσα στα
σκοτάδια, απαρνήθηκε τον μεσημεριανό του ύπνο και μίλησε συ –
νεχώς για πολλές ώρες.
Ο Άμος Οζ είναι ένας εξαιρετικός ομιλητής. Όπως όλοι οι πολύ
καλοί συγγραφείς, έχει μια άψογα οργανωμένη σκέψη, και κάποια λεκτικά σχήματα τα οποία έρχονται κι επανέρχονται και αποτελούν
τμήμα της πολιτισμικής του αποσκευής.
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική και η ιστορία λείπουν
από τα μυθιστορήματά του. Το αντίθετο, υπάρχουν παντού.
Ήδη από το Ο Μιχαέλ μου (1968), το βιβλίο που τον έκανε διάσημο
σε όλο τον κόσμο, οι δύο ερωτευμένοι πρωταγωνιστές κινούνται
σε μια Ιερουσαλήμ που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, λίγο πριν από την κρίση του Σουέζ. Στην Τέλεια γαλήνη (1982)
η έννοια της γαλήνης ακούγεται ειρωνικά σε ένα περιβάλλον, σε
μια χώρα, όπου τίποτα δεν μπορεί να είναι γαλήνιο και ήρεμο,
αφού τα «υπαρξιακά» προβλήματα του Ισραήλ είναι άμεσα συνυφασμένα
με τα υπαρξιακά προβλήματα των ηρώων του μυθιστορήματος.
Στο Μαύρο κουτί (1987), παρότι διαβάζουμε την
ιστορία ενός οδυνηρού διαζυγίου, το μυαλό μας δεν μπορεί να
ξεφύγει από το γεγονός ότι όλα συμβαίνουν μετά από έναν ακόμα
πόλεμο, τον πόλεμο του Πομ Κιπούρ. Και στο Φίμα (1991) ο
πρωταγωνιστής σκέφτεται να επισκεφτεί τον πρωθυπουργό της
χώρας και να τον ρωτήσει: «Και, στο κάτω κάτω της γραφής, τι
το κακό έχει ένας συμβιβασμός, κύριε Σαμίρ; Η κάθε πλευρά
παίρνει ένα μόνο μέρος εκείνου που πιστεύει πως της αξίζει, αλλά
ο εφιάλτης θα έχει πια τελειώσει». Στο Νύχτα στο Τελ Κένταρ
(1994) η πολιτική είναι παρούσα σε κάθε συζήτηση που γίνεται
στη μικρή πόλη, σε κάθε δελτίο ειδήσεων που ακούει συνεχώς ο
πρωταγωνιστής. Όσο για το Ιστορία αγάπης και σκότους (2002), το
αριστούργημα του Οζ, δεν υπάρχει σελίδα που να μην είναι βουτηγμένη στην υγρασία της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Διότι δεν υπάρχει προσωπικό (η ιστορία της μάνας του και του πατέρα του, που ήρθαν από την Πολωνία στην άνυδρη Παλαιστίνη,
αλλά το μυαλό τους έμεινε για πάντα εκεί, στις βροχές και στην
κουλτούρα της Ευρώπης) χωρίς το πολιτικό. Και δεν υπάρχει
πολιτικό που να μην εξαρτάται και από το προσωπικό. Ο Οζ ανήκει
σ’ εκείνες τις γενιές που έκαναν βίωμά τους το αξίωμα αυτό.
«Όταν ήμουν μικρό παιδί στη δεκαετία του ’40, στην Ιερουσαλήμ,
η ζωή ήταν εξαιρετικά αβέβαιη. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι
στην Ευρώπη σχεδιαζόταν η σφαγή όλων των Εβραίων, και ότι
το ίδιο θα γινόταν και στο Ισραήλ, ότι οι Άραβες δεν θα άφηναν
Εβραίο ζωντανό. Ήμουν μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα πολλά
πράγματα, όμως οι φήμες αυτές μου δημιουργούσαν ανασφάλεια,
φοβόμουν ότι μπορεί να μη μεγάλωνα ποτέ, να μην ενηλικιωνόμουνα
ποτέ. Κι έβλεπα γύρω μου βουνά τα βιβλία του πατέρα
μου, αυτά δεν θα τα πείραζε κανείς σκεφτόμουν, κι έτσι ήθελα να γίνω βιβλίο. Δεν σκεφτόμουνα να γίνω συγγραφέας, όχι,σκεφτόμουν να γίνω βιβλίο.
»Όχι, δεν πιστεύω αυτό που λέγεται, ότι ένας συγγραφέας
μπορεί να ζήσει για πάντα. Ίσως λίγο περισσότερο από τους άλλους,
άντε το πολύ μια διακοσαριά χρόνια. Η έκφραση “για πάντα”
είναι πολύ βαριά ακόμα και για τον Σαίξπηρ, πόσο μάλλον
για συγγραφείς σαν κι εμένα. Βέβαια, όταν γράφω τα βιβλία
μου, ο νους μου πηγαίνει καμιά φορά στους ανθρώπους που δεν
έχουν ακόμα γεννηθεί. Σκέφτομαι ποια άραγε γνώμη θα έχουν
για μας, αν τύχει να μας διαβάσουν. Αν θα μας αγαπήσουν ή αν
θα μας αντιμετωπίσουν ως τους απόλυτους ηλίθιους.
»Τι σημαίνει για μένα συγγραφέας; Κατά τη γνώμη μου δεν έ –
χει μεγάλη διαφορά από το να είσαι ένας προφορικός αφηγητής
ιστοριών. Ακόμα και σήμερα μου αρέσει να κάθομαι με κόσμο
και να αφηγούμαι ιστορίες. Αυτό είναι κάτι που το έκανα από
μικρό παιδί, το χρησιμοποίησα μάλιστα πολλές φορές για να εντυπωσιάσω
τις κοπέλες, αφού δεν μπορούσα να τις εντυπωσιάσω
με το παρουσιαστικό μου. Το γράψιμο είναι περίπου η ίδια
διαδικασία αλλά με μεγαλύτερο κοινό. Ουσιαστικά ξεκινώ πάντα
από εκείνο το κλασικό “μια φορά κι έναν καιρό” κι ύστερα
προσθέτω, ανάλογα την περίπτωση, “ήταν ένας άντρας, μια γυναίκα,
μια έρημος, ένα σπίτι…”
»Πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή ανάμεσα στην αυτοβιογραφία
και την εξομολόγηση. Εγώ δεν γράφω εξομολογήσεις, εγώ
επινοώ. Οτιδήποτε όμως επινοώ είναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτοβιογραφικό.
Ακόμα κι αν γράψω μια ερωτική ιστορία, ας πούμε
ανάμεσα στη Μητέρα Τερέζα και τον Τζορτζ Μπους, θα είναι
κι αυτή αυτοβιογραφική. Οτιδήποτε μπορώ να επινοήσω προέρ –
χεται πάντα από τις εμπειρίες μου.
»Πιστεύω ότι είμαι ένας “οικογενειακός” (domestic) συγγραφέας.
Βρίσκω ότι η οικογένεια είναι ο πιο μυστήριος, ο πιο παρά –
δοξος, ο πιο σουρεαλιστικός, ο πιο τραγικοκωμικός θεσμός που
υπάρχει στη ζωή μας. Για μένα η οικογένεια, η δική μου και των
άλλων, είναι η πηγή από όπου αντλώ τα θέματά μου. Βεβαίως,
όταν λέμε οικογένεια πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες τις πολιτικές
και κοινωνικές της παραμέτρους, το ιστορικό φόντο στο
οποίο αυτή κινείται. Ιδιαίτερα στο Ισραήλ, όπου η Ιστορία αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας της κάθε οικογένειας».
Θα είχε γίνει συγγραφέας αν δεν είχε αυτοκτονήσει η μάνα του,
κι αν η πράξη της αυτή δεν τον πετύχαινε σε τόσο ευαίσθητη ηλικία;
Ναι, απαντά, θα είχε γίνει. Η αυτοκτονία έπαιξε ρόλο στο
είδος του συγγραφέα που έγινε, θα συμπληρώσει.
(Πάλι αυτοί οι υπέροχοι αφορισμοί του Οζ. «Αν μου ζητήσεις
να σου περιγράψω με μια λέξη γύρω από τι στρέφονται τα
βιβλία μου, θα σου απαντήσω: Την οικογένεια. Αν μου ζητήσεις
να κάνω το ίδιο με δυο λέξεις, θα σου απαντήσω: Τη δυστυχισμένη
οικογένεια. Κι αν μου ζητήσεις με τρεις λέξεις, θα σου ζητήσω
με τη σειρά μου να διαβάσεις τα βιβλία μου».)
Ο Οζ είναι το είδος του συγγραφέα που έχει πλήρη επίγνωση
της διεθνούς του φήμης, και την εκμεταλλεύεται για να προωθήσει
τις ιδέες του για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής. Δεν την
έχει όμως ανάγκη στην καθημερινότητά του. Όταν περπατά στους
δρόμους του Αράντ (είπαμε: μια αδιάφορη επαρχιακή πόλη που
μοιάζει να μην ξέφυγε ποτέ από το σχεδιαστήριο του πολεοδόμου
που τη σχεδίασε), κανένας δεν φαίνεται να τον αναγνωρίζει,
ή και αν ακόμα τον αναγνωρίζει, κανένας δεν αισθάνεται την
ανάγκη να του κάνει ιδιαίτερες χαρές ή τσιριμόνιες. Δεν μοιάζουν
καν να εντυπωσιάζονται από την κάμερα που τον ακολουθεί.
«Δεν μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι διάσημος συγγραφέας,
κι αυτό μου αρέσει». Η παλιά πιονέρικη αντίληψη ό που όλοι,
διάσημοι και άσημοι, είναι ίσοι; Ο κυνισμός ενός λαού που
έχει να στρέψει αλλού την προσοχή του; Η αντιπάθεια στις ειρη –
νιστικές του αντιλήψεις; Ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως απλώς το γεγονός
ότι συνήθισαν να τον βλέπουν σε αυτή τη μικρή πόλη, όπως
συνή θισαν να βλέπουν τα παιδάκια να τρέχουν πάνω κάτω
στην πλα κόστρωτη κεντρική πλατεία με το σουπερμάρκετ και
τα παγκάκια.
Τρώμε σε ένα αμερικάνικου ύφους μπαρ-εστιατόριο. Είναι το
μοναδικό εστιατόριο του Αράντ. Στους τοίχους αθλητικές σημαίες
από όλο τον κόσμο. Τηλεοράσεις σε κάθε γωνία μεταδίδουν ποδοσφαιρικούς
αγώνες. Το φαγητό χάμπουργκερ και κάποιοι αρα –
βικοί μεζέδες. Το ενδιαφέρον δεν το συγκεντρώνει ο Οζ, το ενδιαφέρον
το συγκεντρώνουν οι Έλληνες που έκαναν την εμφάνι –
σή τους σε αυτή την ερημιά που δεν βλέπει ποτέ κανέναν τουρίστα.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός. Τα γνωστά. Ο Οζ χαμογελά,
το διασκεδάζει.
«Δεν ξεκινώ ποτέ ένα μυθιστόρημα βασισμένος σε κάποια ιδέα.
Ξεκινώ πάντα από τους χαρακτήρες. Τους ακούω στο κεφάλι
μου. Μου μιλάνε και τους μιλώ. Για αρκετό καιρό δεν γράφω
τίποτα. Ύστερα αρχίζω να τους βλέπω: πώς ντύνονται, ποιος
φοράει γυαλιά, ποιος είναι κοντός και ποιος ψηλός. Και συλλέγω
τις στιγμές που συγκρούονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση αυτή
θα αποτελέσει το κουκούτσι της πλοκής του βιβλίου».
Η λογοτεχνία του Οζ είναι μια λογοτεχνία που δεν αγαπάει
τον ελιτισμό (κανένα, άλλωστε, βιβλίο του δεν είναι δύσβατο
στην ανάγνωσή του, εκτός ίσως από το Η ίδια θάλασσα (1999), ένα
σχεδόν πειραματικό μυθιστόρημα που δανείζεται από την
ποίηση τη φόρμα και την αίσθηση, και που δεν είχε απογόνους
στο μετέπειτα έργο του). Ακόμα και το δοκίμιό του Η αρχή της
ιστορίας (1996) που αναλύει τις αρχές μιας σειράς λογοτεχνικών
έργων για να βρει ποιο μπορεί να είναι το πιο πετυχημένο ξεκίνημα
ενός βιβλίου, είναι προσιτό στους πάντες, ακόμα και σε
αυτούς που δεν έχουν καλές σχέσεις με τη λογοτεχνία.
«Μια λευκή σελίδα είναι στην πραγματικότητα ένας ασβεστωμένος
τοίχος χωρίς πόρτα και παράθυρο. Το να ξεκινήσεις
μια ιστορία είναι σαν να προσπαθείς να πιάσεις κουβέντα σε ένα
εστιατόριο με κάποιον που σου είναι τελείως άγνωστος. Θυμάστε
τον Γκούροφ του Τσέχοφ στην Κυρία με το σκυλάκι; Ο Γκούροφ
γνέφει στο σκυλάκι κουνώντας το δάχτυλό του πάνω κάτω,
μέχρι που η κυρία λέει κοκκινίζοντας “Δεν δαγκώνει”, οπότε ο
Γκούροφ ζητάει την άδειά της να δώσει στον σκύλο ένα κόκαλο.
Τόσο ο Γκούροφ όσο κι ο Τσέχοφ έχουν τώρα στη διάθεσή τους
από κάπου να πιαστούν για να προχωρήσουν· το φλερτ αρχίζει
και η ιστορία απογειώνεται. Το ξεκίνημα σχεδόν κάθε ιστορίας εί –
ναι, στην πραγματικότητα, ένα κόκαλο, κάτι για να καλοπιάσεις
τον σκύλο, γεγονός που μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στην κυρία».
Το 2001 ο Άμος Οζ είχε έρθει στην Αθήνα με την ευκαιρία της έκδοσης
του μυθιστορήματος Η ίδια θάλασσα. Ένα μέρος του χρόνου
του το αφιέρωσε στην παρουσίαση του βιβλίου, τον υπόλοιπο
σε πολιτικές ομιλίες. Ήταν η εποχή που μερικοί από εμάς ανακαλύπταμε
με σχετική έκπληξη δύο πράγματα: 1) ότι υπήρχαν
και «καλοί» Ισραηλινοί, όπως υπήρχαν και «κακοί» Παλαιστίνιοι,
«κακοί» με την έννοια ότι ήθελαν να διαιωνίζεται ο πόλε –
μος και απέρριπταν ασυζητητί οποιαδήποτε συμφωνία ή διαπραγμάτευση για ενδεχόμενη συμφωνία, και 2) ότι υπήρχε ένα δυνατό κίνημα μεταξύ των Ισραηλινών διανοούμενων που πάλευε για την ειρήνη και την αναγνώριση ενός αυτόνομου παλαιστινιακού
κράτους, προκαλώντας το μίσος των εθνικιστών και φανατικών
Ισραηλινών, μίσος που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνο το
μετεμφυλιακό μίσος που έτρεφαν πολλοί Έλληνες «πατριώτες»
εναντίον της Αριστεράς, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ο Οζ ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να συμπυκνώνει καλύτερα
τις θέσεις αυτού του κόσμου (το ίδιο έκαναν και οι άλλοι
δύο περίφημοι Ισραηλινοί συγγραφείς, ο Γεοσούα και ο Γκρόσμαν,
μόνο που ο πρώτος θυμώνει εύκολα και δεν έχει τη ρητορική
δεινότητα του Οζ, ενώ ο δεύτερος, νεότερος σε ηλικία, χρεια –
ζόταν ακόμα λίγο χρόνο για να επιβάλει το κύρος που τον περιβάλλει
σήμερα). Ο Οζ, μέλος σήμερα ενός μικρού αριστερού κόμ –
ματος, κατά καιρούς είχε δεχτεί πιέσεις από φίλους να ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική. Δεν το έκανε ποτέ. Πιο πολιτικός όμως από πολλούς πολιτικούς, ο Οζ είναι ο άνθρωπος που με τις ομιλίες του σε όλο τον κόσμο και τα πολιτικά δοκίμιά του, εξήγησε
όσο κανείς το σύνθετο πρόβλημα της Παλαιστίνης. Και νομίζω
ότι ήταν τότε, στις ομιλίες του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη
το 2001, που άκουσα για πρώτη φορά την περίφημη εικόνα
που επινόησε ο Οζ για να εξηγήσει τις θέσεις του: οι Ισραηλινοί
και οι Παλαιστίνιοι πρέπει να κτίσουν από ένα σπιτάκι, να
μπούνε μέσα και να κλειδώσουν ο καθένας την πόρτα του. Πολύ
πιθανό, τα πρώτα χρόνια μεταξύ τους να μην υπάρχουν σχέσεις
καλής γειτονίας. Δεν πειράζει. Ύστερα, όταν περάσουν κάποια
χρόνια και ξεχαστούν ορισμένα πράγματα, θα μπορέσουν να γίνουν
καλοί γείτονες και, ποιος ξέρει;, ίσως και καλοί φίλοι.
Σε ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τον Μάρτιο του 2006 (απόσπασμά της υπάρχει και στην ταινία), ο Οζ θα προχωρήσει παραπέρα: «Η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων είναι μια σύγκρουση του δίκαιου με το δίκαιο. Έχουν και
οι δύο πλευρές το δικό τους δίκιο. Οι Παλαιστίνιοι ζουν εδώ
επειδή αυτή είναι η πατρίδα τους. Και οι Ισραηλινοί αγωνίζονται
να ζήσουν εδώ γιατί αυτή είναι η μόνη πατρίδα που τους έχει
επιτραπεί να έχουν».
Με φόντο την Ιερουσαλήμ, στην ταινία, θα αναφερθεί στο
θέμα του φανατισμού (θέμα στο οποίο αφιέρωσε κι ένα βιβλιαράκι
με τίτλο Κατά του φανατισμού. Τρία κείμενα που αντιδρούν
στην παγκόσμια ρητορεία, με πρόλογο της Ναντίν Γκόρντιμερ):
«Το βασικό πρόβλημα του 21ου αιώνα θα είναι ο φανατισμός. Ο
φανατισμός έχει σχέση με το γεγονός ότι είμαστε συνεχώς και απόλυτα
πεπεισμένοι ότι οφείλουμε να αλλάξουμε τον άλλον. Ο
φανατικός είναι πάντα αλτρουιστής: θέλει να σε αλλάξει, ακόμα
κι αν εσύ δεν το θέλεις. Κι αν δεν σε σώσει, σε σκοτώνει για το
καλό σου, επειδή θεωρεί ότι σε αγαπάει…»
Η λύση δεν βρίσκεται στον φανατισμό, βρίσκεται στην κατανόηση
της αξίας του συμβιβασμού. Νομίζω ότι από τον καιρό
του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και του περίφημου Ιστορικού Συμβιβασμού,
δεν άκουσα ποτέ άλλο άνθρωπο να μη φοβάται να
εκθειάζει μια έννοια που στην Ελλάδα (αλλά και στο Ισραήλ και
σε δεκάδες άλλες χώρες και πολιτισμούς) ακούγεται σχεδόν ως
ύβρις. «Ο συμβιβασμός είναι ζωή. Το αντίθετο του συμβιβασμού
είναι ο φανατισμός και ο θάνατος. Συμβιβασμός σημαίνει να
βρεις μια λύση η οποία δεν θα κάνει καμιά πλευρά ευτυχή, αλλά
θα επιτρέψει και στις δύο πλευρές να ζήσουν».
Ο ειρηνιστής Οζ πολέμησε σε δύο πολέμους. Οι αναφορές του για
τον πόλεμο είναι από τα πιο ωραία πράγματα που ακούγονται
στην ταινία. «Πολέμησα σε δύο πολέμους, επειδή με ανάγκα σαν
να το κάνω, επειδή έπρεπε να υπερασπιστώ τη γυναίκα και τα
παιδιά μου. Αρνούμαι όμως να πολεμήσω για οτιδήποτε άλλο, για
παραπάνω εδάφη του Ισραήλ, για τους Άγιους Τόπους, για τα εθνικά
συμφέροντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία του πολέμου, διότι σε μεταμορφώνει σε κάτι που δεν είσαι. Βλέπεις ταινίες για τον πόλεμο, διαβάζεις βιβλία για μάχες, ακούς ιστορίες για το πεδίο της μάχης, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς την μπόχα του
πολέμου. Η πιο δυνατή μου ανάμνηση είναι αυτή, η μπόχα από
καμένο μέταλλο, από καμένα λάστιχα, από καμένα ανθρώπι να
σώματα. Ακόμα και σήμερα ξυπνώ συχνά τις νύχτες από εφιάλτες
που έχουν τη βάση τους στη μύτη μου, στα ρουθούνια μου. Τώρα
ξέρω ότι ο πόλεμος βρομάει. Όχι μεταφορικά, αλλά αληθινά».
Όταν τον Οκτώβριο του 2006 πηγαίνουμε στο Ισραήλ για να
ολοκληρώσουμε την ταινία του Οζ που είχαμε ξεκινήσει με γυρί –
σματα στη Βέροια, τη Βεργίνα και τη Θεσσαλονίκη, είχε γίνει
μια ακόμα επέμβαση του ισραηλινού στρατού στο νότιο Λίβανο.
Η αντίδραση των τριών συγγραφέων, εκείνη τη φορά, δεν ήταν
από την αρχή καταδικαστική, πράγμα που είχε δώσει την ευκαιρία
σε όσους εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστοι απέναντί τους,
να επαναλάβουν ότι ήταν, κι αυτοί, λύκοι με προβιά προβάτου.
Οι τρεις υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους λέγοντας ότι η επιθετική
δύναμη σε εκείνη την περίπτωση δεν ήταν το Ισραήλ αλλά
η Χεζμπολάχ. Βεβαίως, μια ή δυο εβδομάδες αργότερα, σε νέα
ανακοίνωσή τους, οι τρεις είχαν καταγγείλει αυτό που πήγαινε
να εξελιχθεί σε νέο πόλεμο κατηγορώντας την ισραηλινή κυβέρνηση
ότι είχε αρπάξει την ευκαιρία για να μετατρέψει έναν αμυντικό
πόλεμο σε επιθετικό.
(Η ειρωνεία της Ιστορίας –«η Ιστορία είναι μια πόρνη», έχει
πολλές φορές πει ο Οζ– είναι ότι σε εκείνη την περίπτωση, τη μόνη
που οι τρεις υποστήριξαν κατά κάποιον τρόπο μια πολεμική
πράξη, ο γιος του Ντάβιντ Γκρόσμαν σκοτώθηκε στη μάχη, λίγες
μέρες πριν γίνει πολίτης. Τη δεύτερη μέρα του πένθους οι δύο, ο
Γεοσούα και ο Οζ, πήγαν να επισκεφτούν τον απαρηγόρητο φίλο
τους. Τον βρήκαν σε κακά χάλια, να αναρωτιέται πώς θα συνεχίσει
να ζει, πώς θα συνεχίσει να γράφει. Την απάντηση, διηγεί –
ται σήμερα ο Γκρόσμαν, του την έδωσε ο Οζ. «Συνεχίζοντας το
βιβλίο που έχεις ήδη ξεκινήσει. Αυτό θα σε κρατήσει στη ζωή».
Το βιβλίο αυτό, πράγματι, κράτησε στη ζωή τον Γκρόσμαν. Κι
όταν εκδόθηκε, σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίστηκε ως το αριστούργημά
του. Είναι το Στο τέλος της γης.)
Τον Οζ τον ήξερα πια αρκετά χρόνια, είχαμε συζητήσει πολλές
φορές για χιλιάδες πράγματα σε διάφορα μέρη του κόσμου, κι
όμως είχα μια αγωνία για το πώς θα αντιδρούσε στο εύλογο ερώτημά μου, «μα καλά όλα αυτά, αλλά υπάρχουν καλοί και κακοί πόλεμοι;». Τα γυρίσματα γινόντουσαν σ’ ένα λόφο δίπλα στο όρος των Ελαιών, ήταν μεσημέρι, έκανε ζέστη, και οι τουρίστες
μπλέκονταν διαρκώς στα πόδια μας και τα κινητά τους χτυπούσαν
συνεχώς. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο για μια δύσκολη ερώτηση.
Η αίσθηση που μου έδωσε ο Οζ ήταν ότι την περίμενε, ότι την
είχε ξανά απαντήσει σε άλλους και στον εαυτό του. «Δεν υπάρχουν
καλοί και κακοί πόλεμοι, υπάρχουν όμως πόλεμοι επιθετικοί
και πόλεμοι αμυντικοί. Κι επειδή δεν ανήκω σε αυτούς που
πιστεύουν το Make love not war, διότι αν είχαν όλοι αυτή την
άποψη ο Χίτλερ θα είχε θριαμβεύσει, σου λέω ότι το μόνο που
κατά τη γνώμη μου δικαιολογεί έναν πόλεμο, είναι η αναχαίτιση
της επιθετικότητας του άλλου. Κι εδώ υπήρχε η επιθετικότητα
της Χεζμπολάχ. Μόλις όμως καταλάβαμε ότι ο ισραηλινός στρατός
έγινε από αμυνόμενος επιθετικός, το καταγγείλαμε αμέσως».
Όταν ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος ζήτησε να πάμε
να κάνουμε γυρίσματα στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος, ο Οζ
αντέδρασε. «Το έργο μου δεν έχει σχέση με το Ολοκαύτωμα, έχει
σχέση με το σύγχρονο Ισραήλ, με τους Παλαιστίνιους», είπε
την αντίρρησή του. Ο Χαραλαμπόπουλος όμως επέμενε, και ο Οζ
υποχώρησε. «Δεν θα μιλήσω όμως για το Ολοκαύτωμα», πρόσθεσε. Κι αυτό έγινε. Στάθηκε μπροστά σε έναν τοίχο πάνω στον οποίο προβάλλονταν εικόνες από παλιές εβραϊκές συνοικίες χωρών της Ευρώπης, μονταρισμένες με εικόνες από τη σύλληψη και
μεταφορά Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον κοίταζα,
ήταν ο τέλειος επαγγελματίας συγγραφέας που ξέρει καλά το
παιχνίδι της προβολής, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να κάνει κάτι
με το οποίο δεν συμφωνεί απόλυτα.
Λίγους μήνες πριν, μπαίνοντας στην παλιά ανακαινισμένη συναγωγή της συνοικίας Μπαρμπούτα στη Βέροια, ήταν πραγματικά
συγκινημένος. Μολονότι οι πρόγονοί του δεν είχαν καμιά
σχέση με τους Έλληνες Εβραίους, η συναγωγή έμοιαζε με τις παλιές
συναγωγές της υπόλοιπης Ευρώπης, έμοιαζε με τις συναγωγές
στις οποίες πήγαιναν οι παππούδες του στην Πολωνία και την
Ουκρανία.
Συγκινημένος ήταν κι όταν κάναμε κάποια γυρίσματα στο λιμάνι
της Θεσσαλονίκης, την πόλη που υπήρξε από τις πρωτεύουσες του ευρωπαϊκού εβραϊσμού. Εξομολογείται ότι, όταν ήταν μικρός, οι Θεσσαλονικείς κατοικούσαν στο μυαλό του περίπου ως μυθικοί ήρωες: ρωμαλέοι, ωραίοι, γλεντζέδες, ικανοί να χτίσουν
στο άψε σβήσε ένα μεγάλο λιμάνι σαν αυτό της Χάιφας. Και αυτή
η γοητεία που του ασκούσαν οι Έλληνες ερχόταν σε σύγκρουση με
αυτό που του δίδασκε ένας καθηγητής στο σχολείο και που μοιά –
ζει ειρωνική παραλλαγή ενός άλλου γνωστού γνωμικού: «Φοβού
τη σοφία των Ελλήνων, είναι γεμάτη άνθη αλλά χωρίς καρπούς».
Όμως όλα αυτά αφορούν ένα παρελθόν που έχει οριστικά
χαθεί. Και αυτό που κυρίως απασχολεί τον Οζ είναι το μέλλον.
Και στο θέμα αυτό, πίσω από το χαμογελαστό πρόσωπο κρύβεται
ένας αποφασιστικός άνθρωπος. Πώς κλείνει το αμετάφραστο
ακόμα στην Ελλάδα βιβλίο του «Σκηνές από τη ζωή ενός χωριού»
(2009); Πρόχειρη η μετάφραση: «Ο γερο-νεκροθάφτης είπε: Πολλή κουβέντα γίνεται. Ο ήλιος έχει πια σηκωθεί, ο λευκός άνθρωπος που ήταν εδώ ή που νομίζαμε ότι ήταν εδώ εξαφανίστηκε πίσω από τον βάλτο, οι πολλές κουβέντες δεν χρησιμεύουν σε τίποτα,
αρχίζει μια άλλη ζεστή μέρα και πρέπει να πάμε να δουλέψουμε. Όποιος μπορεί να δουλέψει, να δουλέψει, να κουραστεί και να σωπάσει. Όποιος δεν αντέχει άλλο, τον παρακαλώ να έχει
την αξιοπρέπεια να πεθάνει. Τίποτε άλλο».
https://www.oanagnostis.gr/%ce%bf-%ce%ac%ce%bc%ce%bf%ce%b6-%cf%8c%ce%b6-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b6%ce%b5%ce%b9-%cf%80%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%ce%b4%cf%8e-%cf%80%cf%8e%cf%82-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b5%ce%af%ce%b4%ce%b5-%ce%bf-%cf%86/?fbclid=IwAR0Y-CjGNNBomIidpHTkWrLSsWq6se1SHm_Fv7PxVy1HCgCv5WMlV7Eguxw
Δεκεμβρίου 2018, σε ηλικία 79 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο.
Από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας, ο Άμος Οζ
γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939. Στην ηλικία των 15 ετών υιοθέτησε
το επώνυμο «Οζ», που στα εβραϊκά σημαίνει «δύναμη», και κατόπιν
μετέβη στο κιμπούτς Χούλντα. Τα πρώτα του διηγήματα δημοσιεύτηκαν
όταν ήταν ακόμη νέος και, μετά τις σπουδές φιλοσοφίας και λογοτεχνίας
στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, επέστρεψε στο κιμπούτς,
όπου και έζησε με την οικογένειά του για τα επόμενα 25 χρόνια.
Σταθερός διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ και γνωστός για τους
αγώνες του υπέρ της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, έχει λάβει τις
σημαντικότερες διεθνείς λογοτεχνικές διακρίσεις για το έργο του. Από τις
Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα περισσότερα βιβλία του, μεταξύ
αυτών τα μυθιστορήματα «Ο Μιχαέλ μου», «Ιστορία αγάπης και
σκότους» και «Ιούδας», τα οποία επικύρωσαν την παγκόσμια εμβέλειά του.
AΜΟΣ ΟΖ
Ένας «οικογενειακός» συγγραφέας
του Ανταίου Χρυσοστομίδη
Η τελευταία εικόνα που έχω από τον Άμος Οζ στο κιμπούτς
Χούλντα ήταν να φωτογραφίζεται μαζί μου μπροστά σε ένα σκου –
ριασμένο τρακτέρ, στημένο εν είδει μνημείου στη μέση ενός κατα –
πράσινου λιβαδιού, πραγματικό καμάρι των ανθρώπων που το
φροντίζουν καθημερινά. Έχει μόλις τελειώσει η συνέντευξη, σε
λίγα λεπτά ο Οζ θα πάρει το λεωφορείο που θα τον γυρίσει στο
σπίτι του, πρώτα όμως στηνόμαστε για τη φωτογραφία, εκείνος
περνάει το χέρι του φιλικά στον ώμο μου, κοιτάζουμε τον φακό
σοβαροί αλλά ανακουφισμένοι, η δουλειά μας τελείωσε, δεν το
δείχνω, αλλά είμαι συγκινημένος, ο Οζ είναι ο πρώτος συγγραφέας
που δέχτηκε να ανοίξει τον χορό αυτών των εκπομπών κι
ήταν εξαιρετικός, κάλυψε κάθε κενό της τηλεοπτικής απειρίας
μου, και νιώθω ότι η ιστορία ξεκίνησε καλά χάρη σ’ αυτόν.
Στο Χούλντα, ο Οζ έζησε από το 1954 ως το 1986, όταν λόγω
του σοβαρού άσθματος του γιου του ο γιατρός υποχρέωσε την
οικογένεια να καταφύγει σε κλίμα ξηρό, δηλαδή στην έρημο, στην
πόλη Αράντ, όπου ο συγγραφέας κατοικεί ακόμα με τη σύζυγό
του Νίλλυ. Η μετακόμιση, λέει ο ίδιος, δεν ήταν εύκολη: στο
Χούλντα ο Οζ έγινε αυτό που έγινε, στο Χούλντα ερωτεύτηκε
και παντρεύτηκε, εκεί έκανε τα παιδιά του, εκεί απόκτησε τους
πιο καρδιακούς του φίλους. Και ξαφνικά έπρεπε να φύγει, να εγκαταλείψει
μια καταπράσινη όαση που έφτιαξαν αυτός και οι
άλλοι σύντροφοί του στο κιμπούτς –μου δείχνει γεμάτος καμάρι
μερικά δένδρα που είχε φυτέψει ο ίδιος πριν από είκοσι πέντε,
τριάντα χρόνια–, για να πάει σε μια πόλη από αυτές που κτίστηκαν
κατ’ εντολήν του Μπεν Γκουριόν από το τίποτα, σε μια έρημο
δίπλα στην έρημο της Ιουδαίας, χιλιόμετρα μακριά από το πλησιέστερο
δένδρο, χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πηγή,
χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη πόλη. (Καταπληκτικές
οι ασπρόμαυρες, ιστορικές φωτογραφίες που δείχνουν τη μεταμόρφωση
αυτού του χέρσου κομματιού γης σε πόλη, με τους άντρες
και τις γυναίκες και τα παιδιά να κτίζουν με το ίδιο πείσμα
που πρέπει να είχαν και οι πρώτοι άποικοι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Γκουριόν, πιστός στις αριστερές καταβολές του, δεν
ήθελε να πάρει εδάφη των Παλαιστινίων, ήθελε να κτίσει τις πόλεις
του λαού του στην έρημο, στη γη του κανενός, κι ο ίδιος έδω –
σε το παράδειγμα, πήγε να ζήσει σε ένα μικρό κιμπούτς μέσα στην
έρημο, σε ένα σπιτάκι που δεν θύμιζε με τίποτα πρωθυπουργική
κατοικία, ένα μικρό τριάρι, καθιστικό, δωμάτιο της γυναίκας του,
βιβλιοθήκη. Ο ίδιος κοιμόταν στον διάδρομο, προτιμούσε να έχει
το δικό του δωμάτιο γεμάτο βιβλία και προτομές αρχαίων Ελλήνων
φιλοσόφων και τραγικών.)
Η λέξη κιμπούτς, μας εξηγεί ο Οζ, είναι συνώνυμο των λέξεων
συντροφικότητα, κοινωνία. Με την επιθετική πολιτική των τελευταίων
δεκαετιών του Ισραήλ, τείνουμε να ξεχάσουμε ότι αυτό
το κράτος αλλιώς δημιουργήθηκε, με άλλες προδιαγραφές και
άλλες προσδοκίες, και ότι τα κιμπούτς ήταν ουσιαστικά η πρώτη
εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών για μια νέα συλλογικότητα
σε όλο τον κόσμο. Στο κιμπούτς κατέφυγε ο Οζ όταν ακόμα ονο –
μαζόταν Άμος Κλάουσνερ και ήταν δεκαπέντε χρονών. Δυόμισι
χρόνια πριν, η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει και από τότε είχε
χαθεί κάθε ισορροπία ανάμεσα στους δύο άρρενες, ανάμεσα στον
πατέρα και τον δωδεκάχρονο γιο του. Κατά πάσα πιθανότητα ο
γιος επέρριπτε την ευθύνη της μητρικής απονενοημένης πράξης
στον πατέρα, ο οποίος πρέπει να ήταν εξαιρετικά γοητευτικός και
ευαίσθητος στα θέλγητρα του γυναικείου φύλου. Η σύγκρουση
αναπόφευκτη. Μόλις νιώθει ικανός να φύγει από το σπίτι ο νεα –
ρός Άμος παρουσιάζεται στο κιμπούτς Χούλντα και ζητάει να
γίνει μέλος της κοινότητας. Μαθαίνει να δουλεύει το τρακτέρ,
αλλάζει το όνομά του (Οζ στα εβραϊκά σημαίνει θάρρος, δύναμη,
αποφασιστικότητα) και κρυφά τη νύχτα αρχίζει να γράφει
τα πρώτα του κείμενα, ποιήματα κυρίως αλλά και κάποια μικρά
διηγήματα.
Πριν βγάλουμε την τελευταία αναμνηστική φωτογραφία μπροστά
στο σκουριασμένο τρακτέρ της εισόδου και φύγουμε, ο Οζ
μας πηγαίνει στην αίθουσα υποδοχής του κιμπούτς, που είναι
ταυτόχρονα, ακόμα σήμερα, αίθουσα τελετών, ψυχαγωγίας και
διασκέδασης. Εκεί, ξέμενε μέχρις αργά ο νεαρός Οζ και έγραφε
κρυφά, μην τον πάρουν είδηση και αρχίσουν τα πειράγματα και
οι κριτικές. Λίγο πριν μας είχε δείξει και το παλιό του σπίτι, εκεί
όπου έμενε, μέχρι την αναχώρησή του από το κιμπούτς, με τη γυ –
ναίκα του και τα παιδιά του. Είναι ένα μικρό ισόγειο ξύλινο σπίτι
με υπόστεγο, τελευταίο μιας σειράς από άλλα πανομοιότυπα
και εξίσου χειροποίητα κτίσματα, όμοιο με το σπίτι κάποιων παλιών
του φίλων, που έμαθαν ότι θα ερχόμασταν και μας περίμεναν.
Εκείνος, παλιά, ήταν ο ταμίας του κιμπούτς, εκείνη δασκάλα.
Μέλη της οικογένειάς μου, δηλώνει μεγαλόφωνα ο Οζ, και
μοιάζει πραγματικά συγκινημένος. Το σπίτι μού φέρνει ξαφνικά
στο νου κάποια παλιά αριστερά σπίτια που έβρισκες και στην
Αθήνα τη δεκαετία του ’60: φτηνά έπιπλα, βιβλία τοποθετημένα
άναρχα όπου υπήρχε λίγος χώρος, σουβενίρ από κάποια λαϊκή
δημοκρατία. Κέντρο του σπιτιού το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι,
καλυμμένο με φτηνό εμπριμέ βελούδο. Καθόμαστε, το ηλικιωμένο
ζευγάρι είναι πολύ φιλόξενο, πιάνουμε την πολιτική συζήτηση
(οι δεξιές κυβερνήσεις δυσφημούν το Ισραήλ, αυτοί με άλλα
όνειρα ξεκίνησαν να κτίζουν αυτό το κράτος, λέει εκείνη φανερώνοντας
ένα αγωνιστικό παρελθόν και μια πικρία όμοια με αυτή
εκατομμυρίων αριστερών της γενιάς της στις τέσσερις γωνιές
της γης) κι ύστερα, όπως ήταν φυσικό, έρχονται οι αναμνήσεις.
Όταν δημοσίευσε μετά πολλών επαίνων τα πρώτα του κείμενα
σε μια δυο εφημερίδες, ο νεαρός Οζ πήγε στη Γραμματεία του
κιμπούτς και ζήτησε να εξαιρεθεί από τη σκληρή χειρωνακτική
δουλειά μια φορά την εβδομάδα για να μπορέσει να συνεχίσει
και να βελτιώσει τα γραψίματά του. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση.
Όποιος δεν δούλευε, δεν έτρωγε και δεν είχε θέση στο κιμπούτς.
Πώς να εξαιρεθεί ο Οζ, έστω για μια μέρα; Το θέμα πέρασε στη γενική συνέλευση, όπου έγινε και η σχετική ψηφοφορία.
Εντάξει, αφού τόσο σοβαρές εφημερίδες δημοσίευσαν κείμενά
του σημαίνει πως κάτι αξίζει, ας του δοθεί ένα απόγευμα ελεύθερο
για να γράφει. Η απόφαση είναι ομόφωνη. Όταν εκδίδεται
το πρώτο του βιβλίο, ο Οζ ζήτησε να αφήνει το τρακτέρ για δύο
μέρες. Το δέχτηκαν. Ύστερα, όταν με το βιβλίο του Ο Μιχαέλ
μου άρχισε να γίνεται γνωστός συγγραφέας σε όλο τον κόσμο, και
τα χρήματα συνέρρεαν άφθονα στο ταμείο του κιμπούτς, ο ταμίας
έκανε τους υπολογισμούς του, βρήκε ότι τα βιβλία ήταν πολύ
πιο αποδοτικά από το τρακτέρ και τότε αποφάσισαν να του
δώσουν όλη την εβδομάδα για γράψιμο. Πρότειναν, μάλιστα, να
του δώσουν και δύο βοηθούς ώστε να γράφει περισσότερο!
Το σπίτι του στο Αράντ δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που
στη Δύση θεωρούμε πολυτέλεια – και πάλι μου θύμισε, από την
πρώτη φορά που το είχα επισκεφτεί, τα ελληνικά σπίτια των αρι –
στερών διανοούμενων της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Έχει ένα
σαλόνι-κουζίνα που βλέπει σε έναν μικροσκοπικό κήπο. Κατεβαίνοντας
μια μικρή σκάλα, βρίσκεσαι στο γραφείο του συγγραφέα,
ανεβαίνοντας μερικά άλλα σκαλιά βρίσκεσαι στα δύο υπνο –
δωμάτια του σπιτιού. Ο κήπος είναι το καμάρι του Οζ. Κι επειδή
ο κάθε κάτοικος του Αράντ μπορεί να καταναλώσει συγκεκριμένη
ποσότητα νερού, η οικογένεια το έχει πάρει απόφαση ότι
θα πληρώνει συνεχώς πρόστιμα. Ο Οζ όμως θέλει να γράφει και
να βλέπει πράσινο, κι είναι το πρώτο πράγμα που θα σου δείξει
από το σπίτι – πριν ακόμα κι από το γραφείο του, ένα κανονικό
δωμάτιο, ούτε μεγάλο ούτε μικρό γεμάτο, γύρω γύρω με βιβλία.
Πάνω στο τραπέζι του γραφείου του μία μόνο φωτογραφία:
ο ίδιος μικρό παιδί, ο πατέρας, η μητέρα.
Είχα αποφασίσει ότι θα ξεκινούσαμε τις εκπομπές με δύο συγγραφείς
που γνώριζα και προσωπικά: τον Αντόνιο Ταμπούκι
και τον Άμος Οζ. Άνθρωποι και οι δύο που έχουν εύκολο τον
λόγο, άνθρωποι που θα συγχωρούσαν το οποιοδήποτε πιθανό λά –
θος, άνθρωποι εξαιρετικά θερμοί ως χαρακτήρες που θα έσπευδαν να δώσουν ό,τι τους ζητούσες. Άνθρωποι, με λίγα λόγια, που
με έκαναν να νιώθω πιο ασφαλής στο ξεκίνημα αυτής της σειράς,
η οποία έπρεπε να βρει τον βηματισμό της πέρα από κάθε
σχεδιασμό επί χάρτου.
Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος αφιέρωσαν τρεις ολόκληρες μέρες
από τη ζωή τους στα γυρίσματα της εκπομπής. Αν προσθέσουμε
και δύο άλλες μέρες γυρισμάτων στην Ελλάδα, μία στη
Βέροια και μία στη Θεσσαλονίκη, ο Οζ αφιέρωσε συνολικά πέντε
μέρες.
Η περιδιάβαση από το Αράντ ως το κιμπούτς Χούλντα είχε
μια πρώτη στάση στα ερείπια του Τελ Αράντ (μια ακρόπολη που
κτίστηκε πάνω σ’ έναν υποτυπώδη λόφο, όπως λένε, στα χρόνια
του Σολομώντα), μια δεύτερη στάση στην έρημο της Ιουδαίας,
σε ένα τοπίο που έχει μια άγρια ομορφιά και σου δίνει την αίσθη –
ση της απεραντοσύνης, κι ύστερα συνεχίστηκε στην Ιερουσαλήμ,
σε αναζήτηση αυτού του «μικρού υποβρύχιου που ήταν γεμάτο
με βιβλία γραμμένα σε δεκαέξι γλώσσες», όσες δηλαδή διάβαζε
ο πατέρας του. Ένα μικρό ισόγειο σπιτάκι των δύο δωματίων,
κτισμένο με την γκρίζα γυαλιστερή πέτρα της Ιερουσαλήμ σε μια
συνοικία που κάποτε ήταν γεμάτη πρόσφυγες από την Ευρώπη,
και τώρα κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από ορθόδοξους Εβραίους.
Είναι το σκηνικό του βιβλίου του Ιστορία αγάπης και
σκότους, το μέρος στο οποίο αυτοκτόνησε η μάνα και συνέχισε
να ζει ο πατέρας. Τελευταία στάση πριν από το κιμπούτς το Τελ
Αβίβ, η πόλη που, σε αντίθεση με την Ιερουσαλήμ, συγκεντρώνει
το πιο σύγχρονο και το πιο προοδευτικό Ισραήλ. Εκεί, σε ένα
μικρό διαμέρισμα, σε έναν χαμηλό ουρανοξύστη, ο Οζ έρχεται
για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια του. Παρόλο που το πόδι του
κουτσαίνει, ανέβηκε για χάρη μας βουνά, ακόμα και μέσα στα
σκοτάδια, απαρνήθηκε τον μεσημεριανό του ύπνο και μίλησε συ –
νεχώς για πολλές ώρες.
Ο Άμος Οζ είναι ένας εξαιρετικός ομιλητής. Όπως όλοι οι πολύ
καλοί συγγραφείς, έχει μια άψογα οργανωμένη σκέψη, και κάποια λεκτικά σχήματα τα οποία έρχονται κι επανέρχονται και αποτελούν
τμήμα της πολιτισμικής του αποσκευής.
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική και η ιστορία λείπουν
από τα μυθιστορήματά του. Το αντίθετο, υπάρχουν παντού.
Ήδη από το Ο Μιχαέλ μου (1968), το βιβλίο που τον έκανε διάσημο
σε όλο τον κόσμο, οι δύο ερωτευμένοι πρωταγωνιστές κινούνται
σε μια Ιερουσαλήμ που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, λίγο πριν από την κρίση του Σουέζ. Στην Τέλεια γαλήνη (1982)
η έννοια της γαλήνης ακούγεται ειρωνικά σε ένα περιβάλλον, σε
μια χώρα, όπου τίποτα δεν μπορεί να είναι γαλήνιο και ήρεμο,
αφού τα «υπαρξιακά» προβλήματα του Ισραήλ είναι άμεσα συνυφασμένα
με τα υπαρξιακά προβλήματα των ηρώων του μυθιστορήματος.
Στο Μαύρο κουτί (1987), παρότι διαβάζουμε την
ιστορία ενός οδυνηρού διαζυγίου, το μυαλό μας δεν μπορεί να
ξεφύγει από το γεγονός ότι όλα συμβαίνουν μετά από έναν ακόμα
πόλεμο, τον πόλεμο του Πομ Κιπούρ. Και στο Φίμα (1991) ο
πρωταγωνιστής σκέφτεται να επισκεφτεί τον πρωθυπουργό της
χώρας και να τον ρωτήσει: «Και, στο κάτω κάτω της γραφής, τι
το κακό έχει ένας συμβιβασμός, κύριε Σαμίρ; Η κάθε πλευρά
παίρνει ένα μόνο μέρος εκείνου που πιστεύει πως της αξίζει, αλλά
ο εφιάλτης θα έχει πια τελειώσει». Στο Νύχτα στο Τελ Κένταρ
(1994) η πολιτική είναι παρούσα σε κάθε συζήτηση που γίνεται
στη μικρή πόλη, σε κάθε δελτίο ειδήσεων που ακούει συνεχώς ο
πρωταγωνιστής. Όσο για το Ιστορία αγάπης και σκότους (2002), το
αριστούργημα του Οζ, δεν υπάρχει σελίδα που να μην είναι βουτηγμένη στην υγρασία της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Διότι δεν υπάρχει προσωπικό (η ιστορία της μάνας του και του πατέρα του, που ήρθαν από την Πολωνία στην άνυδρη Παλαιστίνη,
αλλά το μυαλό τους έμεινε για πάντα εκεί, στις βροχές και στην
κουλτούρα της Ευρώπης) χωρίς το πολιτικό. Και δεν υπάρχει
πολιτικό που να μην εξαρτάται και από το προσωπικό. Ο Οζ ανήκει
σ’ εκείνες τις γενιές που έκαναν βίωμά τους το αξίωμα αυτό.
«Όταν ήμουν μικρό παιδί στη δεκαετία του ’40, στην Ιερουσαλήμ,
η ζωή ήταν εξαιρετικά αβέβαιη. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι
στην Ευρώπη σχεδιαζόταν η σφαγή όλων των Εβραίων, και ότι
το ίδιο θα γινόταν και στο Ισραήλ, ότι οι Άραβες δεν θα άφηναν
Εβραίο ζωντανό. Ήμουν μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα πολλά
πράγματα, όμως οι φήμες αυτές μου δημιουργούσαν ανασφάλεια,
φοβόμουν ότι μπορεί να μη μεγάλωνα ποτέ, να μην ενηλικιωνόμουνα
ποτέ. Κι έβλεπα γύρω μου βουνά τα βιβλία του πατέρα
μου, αυτά δεν θα τα πείραζε κανείς σκεφτόμουν, κι έτσι ήθελα να γίνω βιβλίο. Δεν σκεφτόμουνα να γίνω συγγραφέας, όχι,σκεφτόμουν να γίνω βιβλίο.
»Όχι, δεν πιστεύω αυτό που λέγεται, ότι ένας συγγραφέας
μπορεί να ζήσει για πάντα. Ίσως λίγο περισσότερο από τους άλλους,
άντε το πολύ μια διακοσαριά χρόνια. Η έκφραση “για πάντα”
είναι πολύ βαριά ακόμα και για τον Σαίξπηρ, πόσο μάλλον
για συγγραφείς σαν κι εμένα. Βέβαια, όταν γράφω τα βιβλία
μου, ο νους μου πηγαίνει καμιά φορά στους ανθρώπους που δεν
έχουν ακόμα γεννηθεί. Σκέφτομαι ποια άραγε γνώμη θα έχουν
για μας, αν τύχει να μας διαβάσουν. Αν θα μας αγαπήσουν ή αν
θα μας αντιμετωπίσουν ως τους απόλυτους ηλίθιους.
»Τι σημαίνει για μένα συγγραφέας; Κατά τη γνώμη μου δεν έ –
χει μεγάλη διαφορά από το να είσαι ένας προφορικός αφηγητής
ιστοριών. Ακόμα και σήμερα μου αρέσει να κάθομαι με κόσμο
και να αφηγούμαι ιστορίες. Αυτό είναι κάτι που το έκανα από
μικρό παιδί, το χρησιμοποίησα μάλιστα πολλές φορές για να εντυπωσιάσω
τις κοπέλες, αφού δεν μπορούσα να τις εντυπωσιάσω
με το παρουσιαστικό μου. Το γράψιμο είναι περίπου η ίδια
διαδικασία αλλά με μεγαλύτερο κοινό. Ουσιαστικά ξεκινώ πάντα
από εκείνο το κλασικό “μια φορά κι έναν καιρό” κι ύστερα
προσθέτω, ανάλογα την περίπτωση, “ήταν ένας άντρας, μια γυναίκα,
μια έρημος, ένα σπίτι…”
»Πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή ανάμεσα στην αυτοβιογραφία
και την εξομολόγηση. Εγώ δεν γράφω εξομολογήσεις, εγώ
επινοώ. Οτιδήποτε όμως επινοώ είναι, κατά κάποιον τρόπο, αυτοβιογραφικό.
Ακόμα κι αν γράψω μια ερωτική ιστορία, ας πούμε
ανάμεσα στη Μητέρα Τερέζα και τον Τζορτζ Μπους, θα είναι
κι αυτή αυτοβιογραφική. Οτιδήποτε μπορώ να επινοήσω προέρ –
χεται πάντα από τις εμπειρίες μου.
»Πιστεύω ότι είμαι ένας “οικογενειακός” (domestic) συγγραφέας.
Βρίσκω ότι η οικογένεια είναι ο πιο μυστήριος, ο πιο παρά –
δοξος, ο πιο σουρεαλιστικός, ο πιο τραγικοκωμικός θεσμός που
υπάρχει στη ζωή μας. Για μένα η οικογένεια, η δική μου και των
άλλων, είναι η πηγή από όπου αντλώ τα θέματά μου. Βεβαίως,
όταν λέμε οικογένεια πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες τις πολιτικές
και κοινωνικές της παραμέτρους, το ιστορικό φόντο στο
οποίο αυτή κινείται. Ιδιαίτερα στο Ισραήλ, όπου η Ιστορία αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας της κάθε οικογένειας».
Θα είχε γίνει συγγραφέας αν δεν είχε αυτοκτονήσει η μάνα του,
κι αν η πράξη της αυτή δεν τον πετύχαινε σε τόσο ευαίσθητη ηλικία;
Ναι, απαντά, θα είχε γίνει. Η αυτοκτονία έπαιξε ρόλο στο
είδος του συγγραφέα που έγινε, θα συμπληρώσει.
(Πάλι αυτοί οι υπέροχοι αφορισμοί του Οζ. «Αν μου ζητήσεις
να σου περιγράψω με μια λέξη γύρω από τι στρέφονται τα
βιβλία μου, θα σου απαντήσω: Την οικογένεια. Αν μου ζητήσεις
να κάνω το ίδιο με δυο λέξεις, θα σου απαντήσω: Τη δυστυχισμένη
οικογένεια. Κι αν μου ζητήσεις με τρεις λέξεις, θα σου ζητήσω
με τη σειρά μου να διαβάσεις τα βιβλία μου».)
Ο Οζ είναι το είδος του συγγραφέα που έχει πλήρη επίγνωση
της διεθνούς του φήμης, και την εκμεταλλεύεται για να προωθήσει
τις ιδέες του για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής. Δεν την
έχει όμως ανάγκη στην καθημερινότητά του. Όταν περπατά στους
δρόμους του Αράντ (είπαμε: μια αδιάφορη επαρχιακή πόλη που
μοιάζει να μην ξέφυγε ποτέ από το σχεδιαστήριο του πολεοδόμου
που τη σχεδίασε), κανένας δεν φαίνεται να τον αναγνωρίζει,
ή και αν ακόμα τον αναγνωρίζει, κανένας δεν αισθάνεται την
ανάγκη να του κάνει ιδιαίτερες χαρές ή τσιριμόνιες. Δεν μοιάζουν
καν να εντυπωσιάζονται από την κάμερα που τον ακολουθεί.
«Δεν μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι διάσημος συγγραφέας,
κι αυτό μου αρέσει». Η παλιά πιονέρικη αντίληψη ό που όλοι,
διάσημοι και άσημοι, είναι ίσοι; Ο κυνισμός ενός λαού που
έχει να στρέψει αλλού την προσοχή του; Η αντιπάθεια στις ειρη –
νιστικές του αντιλήψεις; Ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως απλώς το γεγονός
ότι συνήθισαν να τον βλέπουν σε αυτή τη μικρή πόλη, όπως
συνή θισαν να βλέπουν τα παιδάκια να τρέχουν πάνω κάτω
στην πλα κόστρωτη κεντρική πλατεία με το σουπερμάρκετ και
τα παγκάκια.
Τρώμε σε ένα αμερικάνικου ύφους μπαρ-εστιατόριο. Είναι το
μοναδικό εστιατόριο του Αράντ. Στους τοίχους αθλητικές σημαίες
από όλο τον κόσμο. Τηλεοράσεις σε κάθε γωνία μεταδίδουν ποδοσφαιρικούς
αγώνες. Το φαγητό χάμπουργκερ και κάποιοι αρα –
βικοί μεζέδες. Το ενδιαφέρον δεν το συγκεντρώνει ο Οζ, το ενδιαφέρον
το συγκεντρώνουν οι Έλληνες που έκαναν την εμφάνι –
σή τους σε αυτή την ερημιά που δεν βλέπει ποτέ κανέναν τουρίστα.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός. Τα γνωστά. Ο Οζ χαμογελά,
το διασκεδάζει.
«Δεν ξεκινώ ποτέ ένα μυθιστόρημα βασισμένος σε κάποια ιδέα.
Ξεκινώ πάντα από τους χαρακτήρες. Τους ακούω στο κεφάλι
μου. Μου μιλάνε και τους μιλώ. Για αρκετό καιρό δεν γράφω
τίποτα. Ύστερα αρχίζω να τους βλέπω: πώς ντύνονται, ποιος
φοράει γυαλιά, ποιος είναι κοντός και ποιος ψηλός. Και συλλέγω
τις στιγμές που συγκρούονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση αυτή
θα αποτελέσει το κουκούτσι της πλοκής του βιβλίου».
Η λογοτεχνία του Οζ είναι μια λογοτεχνία που δεν αγαπάει
τον ελιτισμό (κανένα, άλλωστε, βιβλίο του δεν είναι δύσβατο
στην ανάγνωσή του, εκτός ίσως από το Η ίδια θάλασσα (1999), ένα
σχεδόν πειραματικό μυθιστόρημα που δανείζεται από την
ποίηση τη φόρμα και την αίσθηση, και που δεν είχε απογόνους
στο μετέπειτα έργο του). Ακόμα και το δοκίμιό του Η αρχή της
ιστορίας (1996) που αναλύει τις αρχές μιας σειράς λογοτεχνικών
έργων για να βρει ποιο μπορεί να είναι το πιο πετυχημένο ξεκίνημα
ενός βιβλίου, είναι προσιτό στους πάντες, ακόμα και σε
αυτούς που δεν έχουν καλές σχέσεις με τη λογοτεχνία.
«Μια λευκή σελίδα είναι στην πραγματικότητα ένας ασβεστωμένος
τοίχος χωρίς πόρτα και παράθυρο. Το να ξεκινήσεις
μια ιστορία είναι σαν να προσπαθείς να πιάσεις κουβέντα σε ένα
εστιατόριο με κάποιον που σου είναι τελείως άγνωστος. Θυμάστε
τον Γκούροφ του Τσέχοφ στην Κυρία με το σκυλάκι; Ο Γκούροφ
γνέφει στο σκυλάκι κουνώντας το δάχτυλό του πάνω κάτω,
μέχρι που η κυρία λέει κοκκινίζοντας “Δεν δαγκώνει”, οπότε ο
Γκούροφ ζητάει την άδειά της να δώσει στον σκύλο ένα κόκαλο.
Τόσο ο Γκούροφ όσο κι ο Τσέχοφ έχουν τώρα στη διάθεσή τους
από κάπου να πιαστούν για να προχωρήσουν· το φλερτ αρχίζει
και η ιστορία απογειώνεται. Το ξεκίνημα σχεδόν κάθε ιστορίας εί –
ναι, στην πραγματικότητα, ένα κόκαλο, κάτι για να καλοπιάσεις
τον σκύλο, γεγονός που μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στην κυρία».
Το 2001 ο Άμος Οζ είχε έρθει στην Αθήνα με την ευκαιρία της έκδοσης
του μυθιστορήματος Η ίδια θάλασσα. Ένα μέρος του χρόνου
του το αφιέρωσε στην παρουσίαση του βιβλίου, τον υπόλοιπο
σε πολιτικές ομιλίες. Ήταν η εποχή που μερικοί από εμάς ανακαλύπταμε
με σχετική έκπληξη δύο πράγματα: 1) ότι υπήρχαν
και «καλοί» Ισραηλινοί, όπως υπήρχαν και «κακοί» Παλαιστίνιοι,
«κακοί» με την έννοια ότι ήθελαν να διαιωνίζεται ο πόλε –
μος και απέρριπταν ασυζητητί οποιαδήποτε συμφωνία ή διαπραγμάτευση για ενδεχόμενη συμφωνία, και 2) ότι υπήρχε ένα δυνατό κίνημα μεταξύ των Ισραηλινών διανοούμενων που πάλευε για την ειρήνη και την αναγνώριση ενός αυτόνομου παλαιστινιακού
κράτους, προκαλώντας το μίσος των εθνικιστών και φανατικών
Ισραηλινών, μίσος που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνο το
μετεμφυλιακό μίσος που έτρεφαν πολλοί Έλληνες «πατριώτες»
εναντίον της Αριστεράς, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ο Οζ ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να συμπυκνώνει καλύτερα
τις θέσεις αυτού του κόσμου (το ίδιο έκαναν και οι άλλοι
δύο περίφημοι Ισραηλινοί συγγραφείς, ο Γεοσούα και ο Γκρόσμαν,
μόνο που ο πρώτος θυμώνει εύκολα και δεν έχει τη ρητορική
δεινότητα του Οζ, ενώ ο δεύτερος, νεότερος σε ηλικία, χρεια –
ζόταν ακόμα λίγο χρόνο για να επιβάλει το κύρος που τον περιβάλλει
σήμερα). Ο Οζ, μέλος σήμερα ενός μικρού αριστερού κόμ –
ματος, κατά καιρούς είχε δεχτεί πιέσεις από φίλους να ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική. Δεν το έκανε ποτέ. Πιο πολιτικός όμως από πολλούς πολιτικούς, ο Οζ είναι ο άνθρωπος που με τις ομιλίες του σε όλο τον κόσμο και τα πολιτικά δοκίμιά του, εξήγησε
όσο κανείς το σύνθετο πρόβλημα της Παλαιστίνης. Και νομίζω
ότι ήταν τότε, στις ομιλίες του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη
το 2001, που άκουσα για πρώτη φορά την περίφημη εικόνα
που επινόησε ο Οζ για να εξηγήσει τις θέσεις του: οι Ισραηλινοί
και οι Παλαιστίνιοι πρέπει να κτίσουν από ένα σπιτάκι, να
μπούνε μέσα και να κλειδώσουν ο καθένας την πόρτα του. Πολύ
πιθανό, τα πρώτα χρόνια μεταξύ τους να μην υπάρχουν σχέσεις
καλής γειτονίας. Δεν πειράζει. Ύστερα, όταν περάσουν κάποια
χρόνια και ξεχαστούν ορισμένα πράγματα, θα μπορέσουν να γίνουν
καλοί γείτονες και, ποιος ξέρει;, ίσως και καλοί φίλοι.
Σε ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τον Μάρτιο του 2006 (απόσπασμά της υπάρχει και στην ταινία), ο Οζ θα προχωρήσει παραπέρα: «Η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων είναι μια σύγκρουση του δίκαιου με το δίκαιο. Έχουν και
οι δύο πλευρές το δικό τους δίκιο. Οι Παλαιστίνιοι ζουν εδώ
επειδή αυτή είναι η πατρίδα τους. Και οι Ισραηλινοί αγωνίζονται
να ζήσουν εδώ γιατί αυτή είναι η μόνη πατρίδα που τους έχει
επιτραπεί να έχουν».
Με φόντο την Ιερουσαλήμ, στην ταινία, θα αναφερθεί στο
θέμα του φανατισμού (θέμα στο οποίο αφιέρωσε κι ένα βιβλιαράκι
με τίτλο Κατά του φανατισμού. Τρία κείμενα που αντιδρούν
στην παγκόσμια ρητορεία, με πρόλογο της Ναντίν Γκόρντιμερ):
«Το βασικό πρόβλημα του 21ου αιώνα θα είναι ο φανατισμός. Ο
φανατισμός έχει σχέση με το γεγονός ότι είμαστε συνεχώς και απόλυτα
πεπεισμένοι ότι οφείλουμε να αλλάξουμε τον άλλον. Ο
φανατικός είναι πάντα αλτρουιστής: θέλει να σε αλλάξει, ακόμα
κι αν εσύ δεν το θέλεις. Κι αν δεν σε σώσει, σε σκοτώνει για το
καλό σου, επειδή θεωρεί ότι σε αγαπάει…»
Η λύση δεν βρίσκεται στον φανατισμό, βρίσκεται στην κατανόηση
της αξίας του συμβιβασμού. Νομίζω ότι από τον καιρό
του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και του περίφημου Ιστορικού Συμβιβασμού,
δεν άκουσα ποτέ άλλο άνθρωπο να μη φοβάται να
εκθειάζει μια έννοια που στην Ελλάδα (αλλά και στο Ισραήλ και
σε δεκάδες άλλες χώρες και πολιτισμούς) ακούγεται σχεδόν ως
ύβρις. «Ο συμβιβασμός είναι ζωή. Το αντίθετο του συμβιβασμού
είναι ο φανατισμός και ο θάνατος. Συμβιβασμός σημαίνει να
βρεις μια λύση η οποία δεν θα κάνει καμιά πλευρά ευτυχή, αλλά
θα επιτρέψει και στις δύο πλευρές να ζήσουν».
Ο ειρηνιστής Οζ πολέμησε σε δύο πολέμους. Οι αναφορές του για
τον πόλεμο είναι από τα πιο ωραία πράγματα που ακούγονται
στην ταινία. «Πολέμησα σε δύο πολέμους, επειδή με ανάγκα σαν
να το κάνω, επειδή έπρεπε να υπερασπιστώ τη γυναίκα και τα
παιδιά μου. Αρνούμαι όμως να πολεμήσω για οτιδήποτε άλλο, για
παραπάνω εδάφη του Ισραήλ, για τους Άγιους Τόπους, για τα εθνικά
συμφέροντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία του πολέμου, διότι σε μεταμορφώνει σε κάτι που δεν είσαι. Βλέπεις ταινίες για τον πόλεμο, διαβάζεις βιβλία για μάχες, ακούς ιστορίες για το πεδίο της μάχης, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς την μπόχα του
πολέμου. Η πιο δυνατή μου ανάμνηση είναι αυτή, η μπόχα από
καμένο μέταλλο, από καμένα λάστιχα, από καμένα ανθρώπι να
σώματα. Ακόμα και σήμερα ξυπνώ συχνά τις νύχτες από εφιάλτες
που έχουν τη βάση τους στη μύτη μου, στα ρουθούνια μου. Τώρα
ξέρω ότι ο πόλεμος βρομάει. Όχι μεταφορικά, αλλά αληθινά».
Όταν τον Οκτώβριο του 2006 πηγαίνουμε στο Ισραήλ για να
ολοκληρώσουμε την ταινία του Οζ που είχαμε ξεκινήσει με γυρί –
σματα στη Βέροια, τη Βεργίνα και τη Θεσσαλονίκη, είχε γίνει
μια ακόμα επέμβαση του ισραηλινού στρατού στο νότιο Λίβανο.
Η αντίδραση των τριών συγγραφέων, εκείνη τη φορά, δεν ήταν
από την αρχή καταδικαστική, πράγμα που είχε δώσει την ευκαιρία
σε όσους εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστοι απέναντί τους,
να επαναλάβουν ότι ήταν, κι αυτοί, λύκοι με προβιά προβάτου.
Οι τρεις υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους λέγοντας ότι η επιθετική
δύναμη σε εκείνη την περίπτωση δεν ήταν το Ισραήλ αλλά
η Χεζμπολάχ. Βεβαίως, μια ή δυο εβδομάδες αργότερα, σε νέα
ανακοίνωσή τους, οι τρεις είχαν καταγγείλει αυτό που πήγαινε
να εξελιχθεί σε νέο πόλεμο κατηγορώντας την ισραηλινή κυβέρνηση
ότι είχε αρπάξει την ευκαιρία για να μετατρέψει έναν αμυντικό
πόλεμο σε επιθετικό.
(Η ειρωνεία της Ιστορίας –«η Ιστορία είναι μια πόρνη», έχει
πολλές φορές πει ο Οζ– είναι ότι σε εκείνη την περίπτωση, τη μόνη
που οι τρεις υποστήριξαν κατά κάποιον τρόπο μια πολεμική
πράξη, ο γιος του Ντάβιντ Γκρόσμαν σκοτώθηκε στη μάχη, λίγες
μέρες πριν γίνει πολίτης. Τη δεύτερη μέρα του πένθους οι δύο, ο
Γεοσούα και ο Οζ, πήγαν να επισκεφτούν τον απαρηγόρητο φίλο
τους. Τον βρήκαν σε κακά χάλια, να αναρωτιέται πώς θα συνεχίσει
να ζει, πώς θα συνεχίσει να γράφει. Την απάντηση, διηγεί –
ται σήμερα ο Γκρόσμαν, του την έδωσε ο Οζ. «Συνεχίζοντας το
βιβλίο που έχεις ήδη ξεκινήσει. Αυτό θα σε κρατήσει στη ζωή».
Το βιβλίο αυτό, πράγματι, κράτησε στη ζωή τον Γκρόσμαν. Κι
όταν εκδόθηκε, σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίστηκε ως το αριστούργημά
του. Είναι το Στο τέλος της γης.)
Τον Οζ τον ήξερα πια αρκετά χρόνια, είχαμε συζητήσει πολλές
φορές για χιλιάδες πράγματα σε διάφορα μέρη του κόσμου, κι
όμως είχα μια αγωνία για το πώς θα αντιδρούσε στο εύλογο ερώτημά μου, «μα καλά όλα αυτά, αλλά υπάρχουν καλοί και κακοί πόλεμοι;». Τα γυρίσματα γινόντουσαν σ’ ένα λόφο δίπλα στο όρος των Ελαιών, ήταν μεσημέρι, έκανε ζέστη, και οι τουρίστες
μπλέκονταν διαρκώς στα πόδια μας και τα κινητά τους χτυπούσαν
συνεχώς. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο για μια δύσκολη ερώτηση.
Η αίσθηση που μου έδωσε ο Οζ ήταν ότι την περίμενε, ότι την
είχε ξανά απαντήσει σε άλλους και στον εαυτό του. «Δεν υπάρχουν
καλοί και κακοί πόλεμοι, υπάρχουν όμως πόλεμοι επιθετικοί
και πόλεμοι αμυντικοί. Κι επειδή δεν ανήκω σε αυτούς που
πιστεύουν το Make love not war, διότι αν είχαν όλοι αυτή την
άποψη ο Χίτλερ θα είχε θριαμβεύσει, σου λέω ότι το μόνο που
κατά τη γνώμη μου δικαιολογεί έναν πόλεμο, είναι η αναχαίτιση
της επιθετικότητας του άλλου. Κι εδώ υπήρχε η επιθετικότητα
της Χεζμπολάχ. Μόλις όμως καταλάβαμε ότι ο ισραηλινός στρατός
έγινε από αμυνόμενος επιθετικός, το καταγγείλαμε αμέσως».
Όταν ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος ζήτησε να πάμε
να κάνουμε γυρίσματα στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος, ο Οζ
αντέδρασε. «Το έργο μου δεν έχει σχέση με το Ολοκαύτωμα, έχει
σχέση με το σύγχρονο Ισραήλ, με τους Παλαιστίνιους», είπε
την αντίρρησή του. Ο Χαραλαμπόπουλος όμως επέμενε, και ο Οζ
υποχώρησε. «Δεν θα μιλήσω όμως για το Ολοκαύτωμα», πρόσθεσε. Κι αυτό έγινε. Στάθηκε μπροστά σε έναν τοίχο πάνω στον οποίο προβάλλονταν εικόνες από παλιές εβραϊκές συνοικίες χωρών της Ευρώπης, μονταρισμένες με εικόνες από τη σύλληψη και
μεταφορά Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον κοίταζα,
ήταν ο τέλειος επαγγελματίας συγγραφέας που ξέρει καλά το
παιχνίδι της προβολής, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να κάνει κάτι
με το οποίο δεν συμφωνεί απόλυτα.
Λίγους μήνες πριν, μπαίνοντας στην παλιά ανακαινισμένη συναγωγή της συνοικίας Μπαρμπούτα στη Βέροια, ήταν πραγματικά
συγκινημένος. Μολονότι οι πρόγονοί του δεν είχαν καμιά
σχέση με τους Έλληνες Εβραίους, η συναγωγή έμοιαζε με τις παλιές
συναγωγές της υπόλοιπης Ευρώπης, έμοιαζε με τις συναγωγές
στις οποίες πήγαιναν οι παππούδες του στην Πολωνία και την
Ουκρανία.
Συγκινημένος ήταν κι όταν κάναμε κάποια γυρίσματα στο λιμάνι
της Θεσσαλονίκης, την πόλη που υπήρξε από τις πρωτεύουσες του ευρωπαϊκού εβραϊσμού. Εξομολογείται ότι, όταν ήταν μικρός, οι Θεσσαλονικείς κατοικούσαν στο μυαλό του περίπου ως μυθικοί ήρωες: ρωμαλέοι, ωραίοι, γλεντζέδες, ικανοί να χτίσουν
στο άψε σβήσε ένα μεγάλο λιμάνι σαν αυτό της Χάιφας. Και αυτή
η γοητεία που του ασκούσαν οι Έλληνες ερχόταν σε σύγκρουση με
αυτό που του δίδασκε ένας καθηγητής στο σχολείο και που μοιά –
ζει ειρωνική παραλλαγή ενός άλλου γνωστού γνωμικού: «Φοβού
τη σοφία των Ελλήνων, είναι γεμάτη άνθη αλλά χωρίς καρπούς».
Όμως όλα αυτά αφορούν ένα παρελθόν που έχει οριστικά
χαθεί. Και αυτό που κυρίως απασχολεί τον Οζ είναι το μέλλον.
Και στο θέμα αυτό, πίσω από το χαμογελαστό πρόσωπο κρύβεται
ένας αποφασιστικός άνθρωπος. Πώς κλείνει το αμετάφραστο
ακόμα στην Ελλάδα βιβλίο του «Σκηνές από τη ζωή ενός χωριού»
(2009); Πρόχειρη η μετάφραση: «Ο γερο-νεκροθάφτης είπε: Πολλή κουβέντα γίνεται. Ο ήλιος έχει πια σηκωθεί, ο λευκός άνθρωπος που ήταν εδώ ή που νομίζαμε ότι ήταν εδώ εξαφανίστηκε πίσω από τον βάλτο, οι πολλές κουβέντες δεν χρησιμεύουν σε τίποτα,
αρχίζει μια άλλη ζεστή μέρα και πρέπει να πάμε να δουλέψουμε. Όποιος μπορεί να δουλέψει, να δουλέψει, να κουραστεί και να σωπάσει. Όποιος δεν αντέχει άλλο, τον παρακαλώ να έχει
την αξιοπρέπεια να πεθάνει. Τίποτε άλλο».
https://www.oanagnostis.gr/%ce%bf-%ce%ac%ce%bc%ce%bf%ce%b6-%cf%8c%ce%b6-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b6%ce%b5%ce%b9-%cf%80%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%ce%b4%cf%8e-%cf%80%cf%8e%cf%82-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b5%ce%af%ce%b4%ce%b5-%ce%bf-%cf%86/?fbclid=IwAR0Y-CjGNNBomIidpHTkWrLSsWq6se1SHm_Fv7PxVy1HCgCv5WMlV7Eguxw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου