15.1.19

(Άμπωτη) -Τάκης Γκόντης

Γενναίος θα παραμείνω

Τι κι αν η μάχη χαθεί
Τι κι αν τίμημα πληρώσω βαρύ
Τι κι αν στέκω απ’ όσα βλέπω ενεός

Έβγαλα γλώσσα στην εξουσία σας

Και γι αυτό θα κριθώ προπετής
Πριν ο οίκτος φανεί

Ασεβής και απόβλητος


Η αιωνιότητα πριν
Επαναφέρει τη μεγαλοθυμία της χάρης

Και το δόκανο της ελιάς πριν βλαστήσει
Αναθήματα ελέους
Και το αδράχτι στο βυθό πριν στοιχειώσει
Από δάκρυα παρθένων
Που στον περίβολο του ναού
Περιφέρουν τα ολόγυμνα μέλη τους στο γλαυκό φεγγαρόφωτο

Ασεβής και απόβλητος
Αν και ήδη νεκρός
Και το άψυχο σώμα μου
Ζωσμένο με φίδια
Αφημένο να μαυρίζει στη λήθη
Με το αίμα πετρωμένο στη φλέβα
Πριν ακόμα ορθωθεί

Έξαλλη από το θράσος της αίρεσης
Οργισμένη
Η φωνή των θεών καταφθάνει
«Πως τολμάς Λαοκόων
Το δικαίωμα στην απείθεια
Των αδυνάμων να επικαλείσαι;»

Όμως
Προπάντων γι αυτό
Γενναίος θα παραμείνω
Κι αν αχρείος κριθώ
Ας χαθούνε οι παράδεισοι
Κι ας χαθούνε της εύνοιάς σας τα δώρα
Και στον Άδη ας βρεθώ

Αν όμως πρέπει να δώσω λόγο που αμάρτησα
Και μόνο που υπάρχουν οι λέξεις
Θα είναι αρκετό

Προπετής και απόβλητος

Δραπέτης του όχλου
Ενάντιος στη μοίρα
Κι ενάντιος στο χάρο

Το μέγα της εικόνας αποκαθάρτη

Να δικαστώ σαν γενναίος

Αποκρούοντας
Τις σφοδρές επιθέσεις του ζόφου
Που μου κατατρύχει το σθένος
Με τις απανωτές απελάσεις του

Με απειλές
Δοξασίες
Και με υποσχέσεις για παραδείσους κενές

Ασεβής
Και απόβλητος

Παραδίδοντας
Αμαχητί
Το ανυπεράσπιστο κάστρο της Τροίας
Βορά
Στους μαινόμενους πολιορκητές
Της κραιπάλης
Που παράτησαν πτώματα
Και ακόντια σπασμένα

Και δια της βίας εταίρες

Και μητέρες να κλαίνε
Που σπόρος δεν έγινε ο ηδονικός θηλασμός

Και δραπέτες του Άδη

Με το βλέμμα κενό
Την ανεξαργύρωτη παρατηρώντας
Ματαιότητα της δόξας

Αλλά και τούτο προπάντων
Το ξύλινο άλογο
Την πελώρια αυτή ανοησία
Με την γοητεία του αναπόκτητου
Που για χάρη της θα πρέπει
Προς γνώσιν
Να εξοντωθώ

Σαν γενναίος

Καθώς

Η ανδρεία
Άμποτε να νικούσε μονάχη

Ή το θάρρος
Ή η επιθυμία η μεγάλη
Τη δολιότητα
Και την ακατανίκητη
Υπεροπλία των αριθμών

Γνωρίζοντας πως
Οι Δαναοί δεν έχουν φύγει ποτέ

Όπως
Ούτε η θάλασσα στην άμπωτη φεύγει
Ούτε η απληστία
Και η μικρότητα των ανθρώπων
–Πλην
Ελάχιστα μόνον ως έρπης
Καταβυθίζεται

Και πως άμποτε
Από το τίποτα να φτιαχνότανε κάτι

Κι άμποτε ν’ αναδυθώ
Σαν γενναίος
Ξυπόλητος και όρθιος

Βαδίζοντας πάνω στους κάκτους
Και στα ερείπια της πλάνης
Κραδαίνοντας ρομφαία φωτιάς
Και την κόκκινη λάβα από δάκρυα
Σπονδή στην ελπίδα
Πως ναι!

Θα υπάρχω για πάντα

Σαν την αλμύρα
Που μες στη σάρκα φωλιάζει
Των καραβιών
Και στις κυψέλες της

Τα κύτταρα θρέφει της αφροσύνης

Από γενεά σε γενεά
Και σαν το κύμα
Που σκεπάζει τα πλούτη
Τα πάθη
Τα ανώνυμα λείψανα
Και θυμούς ξεχασμένους

Αμόλυντος από τη ματαιότητα
Κι άσπιλος
Ω! Τι ψέμα γλυκό!

Και θ’ ανέβω
Στο ψηλότερο σημείο της αντοχής

Και θα βυθίζομαι αέναα
Στο ανελέητο του Άδη κενό

Σαν φλεγόμενο άστρο

Με τη σημαία της δυσπιστίας
Να κυματίζει
Πιο φωτεινή κι απ’ εκείνη
Της υπέρτατης λάμψης

Σύμβολο αιώνιο

Των απείθαρχων
Γενναίων ηττημένων

(Άμπωτη)
Από το «Διαλείπον εκκρεμές» Γαβριηλίδης 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια: