9.1.19

Γιάννης Τζανετάκης: «Θαμπή Πατίνα»


Γιάννης Τζανετάκης: «Θαμπή Πατίνα»
…μου έλε­γε πως ήταν και­ρός να ξε­κι­νή­σω, αν ήθε­λα να εγ­γί­σω αυ­τό που εί­χα νιώ­σει με­ρι­κές φο­ρές στη διάρ­κεια της ζω­ής μου, σε ξαφ­νι­κές ανα­λα­μπές.

Μαρ­σέλ Προύστ, Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο και­ρό
Ύστε­ρα από πο­λύ­χρο­νη απου­σία, ο Γιάν­νης Τζα­νε­τά­κης επα­να­κάμ­πτει στη λο­γο­τε­χνι­κή σκη­νή με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Θα­μπή Πα­τί­να, αθροί­ζο­ντας όλη την κερ­δι­σμέ­νη του εμπει­ρία, εν Φα­ντα­σία και Λό­γω. Το βι­βλίο απο­τε­λεί σχό­λιο για τη λι­τό­τη­τα στην ποι­η­τι­κή τέ­χνη. Με διαυ­γή γλώσ­σα, ακρί­βεια και νοη­μα­τι­κή πυ­κνό­τη­τα, ο Τζα­νε­τά­κης κα­τα­σκευά­ζει μια φόρ­μα μι­νι­μα­λι­στι­κή: γυ­μνή, αυ­στη­ρή, σύ­ντο­μη, εμπλου­τι­σμέ­νη με βα­θύ συ­ναι­σθη­μα­τι­κό ήχο, και επι­πλέ­ον, χα­μη­λό­φω­νη, όπως χα­μη­λό­φω­νη εί­ναι η απλή, κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Ανα­τρέ­χο­ντας στα γνω­στά πα­λιό­τε­ρα θέ­μα­τά του, κρα­τά­ει το ζω­ντα­νό ίχνος του πα­ρελ­θό­ντος, για να το πλη­σιά­σει ξα­νά, μέ­σα από την από­στα­ση του «επό­με­νου» βλέμ­μα­τος. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο της συλ­λο­γής, η σπα­ρα­χτι­κή αί­σθη­ση της απώ­λειας, κα­θώς η απει­κό­νι­ση της μά­χης με τον χρό­νο – μιας μά­χης εξ’ αρ­χής χα­μέ­νης για κά­θε αν­θρώ­πι­νη πλά­σμα– ξα­να­φέρ­νει στην επι­φά­νεια τη γνω­στή φρά­ση του Ρι­χάρ­δου του Β : Xά­λα­σα τον χρό­νο, τώ­ρα ο χρό­νος χα­λά­ει εμέ­να.

Η απώ­λεια, ως κε­ντρι­κό ση­μαί­νον της συλ­λο­γής δια­πο­τί­ζει  σχε­δόν όλα τα ποι­ή­μα­τα, ανα­σύ­ρο­ντας ξε­χα­σμέ­να κομ­μά­τια βί­ου,  πρό­σω­πα που ενέ­χουν ρό­λο κύ­ριων συ­ναι­σθη­μα­τι­κών ση­μεί­ων στην ιστο­ρία του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου, αλ­λά και γε­γο­νό­τα, συ­να­ντή­σεις, θα­νά­τους, επί­ση­μες κοι­νω­νι­κές τε­λε­τές, στιγ­μιό­τυ­πα,  πέν­θη, χει­ρο­νο­μί­ες, νο­σταλ­γί­ες. Η ίδια η ζωή περ­νά εδώ, με φευ­γα­λέ­ες ει­κό­νες-πνο­ές, σαν μια κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία που προ­βάλ­λε­ται με την εσω­τε­ρι­κή τα­χύ­τη­τα του ποι­η­τή. Βα­σι­κός μο­χλός γι’ αυ­τή την πα­ρου­σί­α­ση, η μνή­μη –θε­ρα­παι­νί­δα του αι­σθή­μα­τος–, η μνή­μη που ψα­χου­λεύ­ει  βα­σα­νι­στι­κά ποι­κί­λους κό­σμους, για να πε­ρι­συλ­λέ­ξει τα τι­μαλ­φή της. Ο Τζα­νε­τά­κης δεν μας δί­νει χα­ρού­με­νες σκη­νές. Στον «ήσυ­χο λυ­ρι­σμό» του, η λύ­πη πε­ρισ­σεύ­ει. Η ανά­μνη­ση εί­ναι σχε­δόν πά­ντα πι­κρή. Και η νο­σταλ­γία οδη­γεί σε δρα­μα­τι­κές λε­κτι­κές κο­ρυ­φώ­σεις και πέν­θι­μες ατμό­σφαι­ρες: Εδώ λοι­πόν/ στο κοι­μη­τή­ριο Κη­φι­σιάς/ έβα­λε νε­κρά/ ο Παύ­λος ο Μο­σχού­της/ -θρύ­λος του Ρά­λι Ακρό­πο­λις- / εδώ μαρ­μά­ρω­σε/ σε μια στρο­φή επά­νω (Εδώ λοι­πόν)
Η απώ­λεια, ως αί­σθη­μα και ως βί­ω­μα, συ­νο­δεύ­ε­ται συ­νή­θως από την έν­νοια της μα­ταιό­τη­τας. Και οι δυό αυ­τές συ­ντη­ρούν τη με­λαγ­χο­λία. Ο Τζα­νε­τά­κης κι­νεί­ται σε ένα απο­λύ­τως με­λαγ­χο­λι­κό κλί­μα, αφή­νο­ντας σκο­τει­νές ει­κό­νες να τον πα­ρα­σέρ­νουν. Ο Ιπ­πο­κρά­της ονό­μα­ζε τη με­λαγ­χο­λία μέ­λαι­να χο­λή. Από αυ­τή τη χο­λή πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ο ποι­η­τής, αφη­γεί­ται, άλ­λο­τε ως συ­ντε­τριμ­μέ­νος ενή­λι­κος κι άλ­λο­τε βυ­θι­σμέ­νος στην ανα­βί­ω­ση της παι­δι­κό­τη­τας, που μοιά­ζει να επι­στρέ­φει κρα­ταιή, αλ­λά όχι για να τον επα­να­τρο­φο­δο­τή­σει με φως και θαύ­μα­τα. Ο Αρι­στο­τέ­λης (στο γνω­στό του κεί­με­νο Πε­ρί μνή­μης και ανά­μνη­σης, πε­ρι­γρά­φει τον με­λαγ­χο­λι­κό άν­θρω­πο ως αυ­τόν που κα­τα­κλύ­ζε­ται από ανε­ξέ­λεγ­κτες ανα­μνή­σεις. Ο Τζα­νε­τά­κης αφή­νε­ται να αλω­θεί χά­ριν της ποί­η­σης και το απο­τέ­λε­σμα τον δι­καιώ­νει.
Δεν μπο­ρώ να συλ­λά­βω κά­ποιον τύ­πο ομορ­φιάς, στον οποίο δεν υπάρ­χει η με­λαγ­χο­λία, ση­μειώ­νει ο Μπω­ντλέρ, του οποί­ου το spleen –μια έν­νοια που στις ελ­λη­νι­κές της με­τα­φρά­σεις συ­χνά απο­δό­θη­κε ως ανία–, έγι­νε αντι­κεί­με­νο πολ­λών ανα­λύ­σε­ων. Σε αντί­θε­ση με το μπω­ντε­λε­ρι­κό spleen που δεν ανα­φέ­ρε­ται στον θά­να­το (όπως πα­ρα­τη­ρεί η Ανιές Βερ­λέ) αλ­λά «στην οδύ­νη που γεν­νά η πα­ραί­τη­ση του έμπλε­ου αγω­νί­ας πνεύ­μα­τος», ο Τζα­νε­τά­κης μας δεί­χνει τη σφα­για­σμέ­νη ύπαρ­ξη, εκεί­νη που οι­μώ­ζει και πα­ρα­πα­τά, όντας θε­α­τής όλων των χα­μέ­νων πραγ­μά­των που πλέ­ον η πα­τί­να του χρό­νου τα έχει ση­μα­δέ­ψει με τη σφρα­γί­δα της φθο­ράς. Ο χρό­νος έχει νι­κή­σει κα­τά κρά­τος εδώ, δια­λύ­ο­ντας τα πά­ντα – τη χα­ρά, την αθω­ό­τη­τα, το όνει­ρο, τη μυ­θο­λο­γία της γε­νέ­θλιας πό­λης, την παι­δι­κή ηλι­κία, τη μυ­θο­λο­γία του έρω­τα, αλ­λά και όλους τους αγα­πη­μέ­νους αν­θρώ­πους, ζω­ντα­νούς ή νε­κρούς.
Lista  10
Στην παρούσα ποίηση η γλώσσα, κοσμημένη με ελάχιστους προσδιορισμούς, αφήνει τα ουσιαστικά να αναβλύζουν από τις βαθιές πηγές τους, σαν ήχος οξύς από τεντωμένη χορδή, ήχος λυπημένος, μοναχικός και κάποτε απελπισμένος.
Ο ποι­η­τής εί­ναι συ­νή­θως φύ­ση με­λαγ­χο­λι­κή. Γι’ αυ­τό και η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα απο­τε­λεί το αντί­βα­ρο αυ­τής της φύ­σης. Ο Τζα­νε­τά­κης όμως πη­γαί­νει ένα βή­μα πιο πέ­ρα από τη με­λαγ­χο­λία: γρά­φει από τα βά­θη του πη­γα­διού: από τη γνώ­ση του πε­πε­ρα­σμέ­νου. Στο πα­ρόν βι­βλίο, υπάρ­χει λοι­πόν έντο­νο το ίχνος του θα­νά­του, άλ­λο­τε κυ­ριο­λε­κτι­κά, άλ­λο­τε με­τα­φο­ρι­κά, του θα­νά­του που με κά­θε λέ­ξη κλέ­βει από τη ζωή και την ύπαρ­ξη: Το φως σου τι έχει κι εμα­ρά­θη/ κι έπα­ψε να τρέ­χει στ’ άν­θη;… στε­φά­νια αντί για στέ­φα­να/ λες κι άλ­λα­ζε ο παπ­πάς/ κι όλο έσφιγ­γα/ τη χού­φτα/ άθε­λα/ χώ­μα αντί για ρύ­ζι/ μην πε­τά­ξω. (Ο γά­μος)…. Όχι εί­πα/ δεν φταί­ει ο κα­ταρ­ρά­κτης/ ολο­έ­να που με βλέ­πεις/ πιο θα­μπό/ εγώ σι­γά σι­γά θα­μπώ­νω/ πί­σω απ’ την κουρ­τί­να/ κλαίω βου­βά/ παι­δί που έσπα­σε το βά­ζο.(Εγώ σι­γά σι­γα)
Υπάρ­χει στην κα­τά­στα­ση της με­λαγ­χο­λί­ας μια ενο­χή, που επι­ση­μάν­θη­κε από τους θε­ω­ρη­τι­κούς του Ρο­μα­ντι­σμού. Ο Τζα­νε­τά­κης μοιά­ζει να απο­χαι­ρε­τά το πα­ρελ­θόν και τον ίδιο τον «παι­δι­κό εαυ­τό του», εκεί­νον που εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια της ονει­ρο­πό­λη­σης και της αμε­ρι­μνη­σί­ας, αλ­λά και της αφέ­λειας να σχε­διά­ζει ακρι­βώς όσα ο ενή­λι­κος δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­τώ­σει. Η ενο­χή όμως συν­δέ­ε­ται εδώ με τη μα­ταί­ω­ση: Η αιω­νιό­τη­τα συ­ντρί­βε­ται πά­ντα μέ­σα στο σώ­μα.
Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον στην πα­ρού­σα συλ­λο­γή έχουν τα ολι­γό­λε­κτα ποι­ή­μα­τα που κα­τα­θέ­τει ο Τζα­νε­τά­κης: δί­στι­χα–σχό­λια πά­νω στην πα­ρα­δο­σια­κή ποί­η­ση, τα οποία, με τη συ­νε­πι­κου­ρία της ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας, συ­μπυ­κνώ­νουν τη γλώσ­σα στο ελά­χι­στο: Λου­λου­δά­κι δί­χως γλά­στρα/ όλη νύ­χτα γνέ­φει στ’ άστρα… Χω­ρίς ασπρά­δι πώς θω­ρείς/ δί­χως χορ­δές πώς κρέ­νεις;… Τρέ­μει πά­νω του η νό­σος/χά­ρα­μα στο φύλ­λο η δρό­σος… (Συ­να­ντώ εδώ στιγ­μές από το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, τον Σο­λω­μό, τον Κάλ­βο.) Με τα πε­ρά­σμα­τα αυ­τά, που κρα­τούν τον χώ­ρο μιας ολό­κλη­ρης σε­λί­δας, έχω την αί­σθη­ση ότι ο ποι­η­τής πο­λύ συ­νει­δη­τά δη­μιουρ­γεί ρα­φές ανά­με­σα στην «πα­λιά» και τη «νε­ώ­τε­ρη» λο­γο­τε­χνία, κα­θι­στώ­ντας το πα­ρόν έρ­γο εν­νοη­μα­τω­μέ­νο καλ­λι­τε­χνι­κό σώ­μα. Έτσι η έν­νοια του χρό­νου απο­τυ­πώ­νε­ται και στην ιστο­ρι­κή της διά­στα­ση, μέ­σα από τις γλωσ­σι­κές με­τα­το­πί­σεις της ίδιας της ποί­η­σης.
Τε­λειώ­νο­ντας, ση­μειώ­νω δυο λό­για για τη γλώσ­σα του Τζα­νε­τά­κη: Ίσως το μυ­στι­κό του βι­βλί­ου, το «βά­ρος» και η λε­πτή «ευ­στά­θειά» του, βρί­σκε­ται στην ελά­χι­στη χρή­ση των επι­θέ­των, Ο επι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός σε ένα κεί­με­νο πά­ντα αφαι­ρεί την έντα­ση από το ου­σια­στι­κό για­τί το «ανε­βά­ζει στην επι­φά­νεια», αφού κα­θο­δη­γεί τη φα­ντα­σία του ανα­γνώ­στη, εμπο­δί­ζο­ντάς την να ασκή­σει την ελευ­θε­ρία της πα­ρέκ­κλι­σης, της πα­ρερ­μη­νεί­ας, και, για­τί όχι, της με­τα­ποί­η­σης των ει­κό­νων και των ση­μάν­σε­ων κα­τά βού­λη­ση. Όταν υπάρ­χει επί­θε­το, η πρω­ταρ­χι­κή δύ­να­μη του ου­σια­στι­κού, η οντο­λο­γία του, εξα­σθε­νεί, για­τί δέ­χε­ται έναν βα­ρύ ίσκιο. Στην πα­ρού­σα ποί­η­ση η γλώσ­σα, κο­σμη­μέ­νη με ελά­χι­στους προσ­διο­ρι­σμούς, αφή­νει τα ου­σια­στι­κά να ανα­βλύ­ζουν από τις βα­θιές πη­γές τους, σαν ήχος οξύς από τε­ντω­μέ­νη χορ­δή, ήχος λυ­πη­μέ­νος, μο­να­χι­κός και κά­πο­τε απελ­πι­σμέ­νος. Και εί­ναι οι ήχοι αυ­τοί συν­δε­δε­μέ­νοι με το τραυ­μα­τι­σμέ­νο σώ­μα του ποι­η­τή, με τους πό­νους του, αλ­λά και τις συ­γκι­νή­σεις του, με τις μα­ταιώ­σεις που ο ίδιος μπο­ρεί να απα­ριθ­μεί μία προς μία, κα­θώς αφή­νε­ται στο παι­χνί­δι της μνή­μης.
Ο λε­πτε­πί­λε­πτος ψυ­χι­σμός του Τζα­νε­τά­κη, με την ει­δι­κή υφή της ενη­λι­κί­ω­σής του, με­τα­φέ­ρει στο πα­ρόν έρ­γο έναν υπό­γειο θρή­νο: την ίδια την υφή της υπαρ­κτι­κό­τη­τας που διαρ­κώς συν­δια­λέ­γε­ται με το ανα­πό­φευ­κτο όριο του θα­νά­του. Η υπαρ­ξια­κή αυ­τή έντα­ση, δί­νει στο βι­βλίο τη δύ­να­μη και το βά­θος του. Εντού­τοις, το ποί­η­μα – ως ον που ζει εκτός του χρό­νου, σε ένα επέ­κει­να γλωσ­σι­κό και ηθι­κό, στην επι­κρά­τεια της αϊ­διας δη­μιουρ­γι­κής ρο­ής – απο­τε­λεί ση­μείο ενα­ντί­ω­σης και προς τον χρό­νο και προς τον θά­να­το. Και αυ­τή ακρι­βώς η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αφαι­ρεί το σκό­τος από την τε­λευ­ταία σε­λί­δα της συλ­λο­γής, όπου δια­βά­ζου­με: Βγάλ­τε με/ απ’ το καστ/ βου­βός κι εγώ/ χω­ρίς υπό­τι­τλους/ και μπά­ντα/ αυ­τό το φιλμ δεν/ θέ­λω πια/ δεν παί­ζω άλ­λο.(Δεν θέ­λω πια).
Ο Γιάν­νης Τζα­νε­τά­κης με εί­χε γοη­τεύ­σει στη δε­κα­ε­τία του 80 με την ολι­γό­στι­χη συλ­λο­γή του Τα ζώα της Κυ­ρια­κής (Εκ­δό­σεις Το Δέ­ντρο, 1988), όπου εί­χε προ­τεί­νει μια ποί­η­ση δρο­σε­ρή, ευ­φά­ντα­στη, πρω­τό­τυ­πη,  δια­πο­τι­σμέ­νη από γνή­σιο ποι­η­τι­κό αί­σθη­μα και ανα­τρε­πτι­κό βλέμ­μα. Τριά­ντα χρό­νια με­τά, ώρι­μος πλέ­ον και κα­τα­στα­λαγ­μέ­νος, με τις καλ­λι­τε­χνι­κές του αρε­τές συ­γκρο­τη­μέ­νες σε ένα βα­θύ­τε­ρο επί­πε­δο, μας δί­νει τη Θα­μπή Πα­τί­να, για να μοι­ρα­στεί μα­ζί μας την ήρε­μη στά­ση των σο­φών της Ανα­το­λής, οι οποί­οι αγα­πούν το ου­σιώ­δες.
https://www.hartismag.gr/hartis-1/biblia/giannhs-tzanetakhs-oamph-patina?fbclid=IwAR3jhbWLqN5PiUbSl2JQlSKb_j4a1KZqiQBEOJbnvDitZRcTftQfomLBbSY

Δεν υπάρχουν σχόλια: