Κοινές Τρίτες και Τριαδικοί Θεοί,
τρία κορίτσια «η Μαρία είναι ο Πατέρας, η Ελένη ο Υιός κι η Γλυκερία
κοράσι γλυκερό της νιότης κόρη, στα γόνατα της Χάρις που μεγάλωσε, τω
μεγάλω ππιο γγλυκό Άγιο Πνεύμα». Τρεις Θεοί «καθίσανε με τον Όσιρη της
Ίσιδα και τον Ώρο για ένα τσάι». Τρεις συμβουλές «1. Κοιλιακοί 2.
Αστραφτερό χαμόγελο 3. Πόζες σέξι».
Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος συστήνεται για τρίτη φορά στο κοινό λέγοντας των «ανθρώπων την ιστορία» με το «3».
Το βιβλίο αποτελείται από έξι μέρη στα οποία αναπτύσσονται πιθανόν (αλλά σε καμιά περίπτωση σίγουρα) 21 ποιήματα. Η καταμέτρηση έγινε αυθαίρετα σε μια προσπάθεια περιγραφής του βιβλίου, καθώς τα ποιήματα δεν έχουν τίτλους μήτε αρίθμηση και δεν είναι καν σαφές που τελειώνει το ένα ποίημα και που αρχίζει τ’ άλλο.
Η θεματική του βιβλίου ασχολείται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλύπτοντας όλα τα στοιχεία τους: τη σέλφη, για την οποία διαβάζουμε «μπαίνει στο δωμάτιο με τον καθρέφτη (δωμάτιο με τον καθρέφτη). Από πάνω ως κάτω γεμάτο (πάνω κάτω καθρέφτη). Απλώνει το χέρι. Βγάζει το κινητό (το κινητό).» ,τον έρωτα, όπου αντίστοιχα βλέπει ο Κωνσταντίνος «λίγο αίμα να τσιμπάνε τα φιλιά μας», για την αρχική σελίδα του φέισμπουκ, τη φιλία, ποιήματα που μας θυμίζουν παράθεση από τσατ, και φωτογραφίες –πολλές φωτογραφίες-, υπαρξιακά ερωτήματα , σέξτινγκ ακόμα και κοινωνικό κουτσομπολιό. Κανονική ζωή σφικτοπλεγμένη με την εικονική σ’ ένα ατέλειωτο φιντμπακ εμπειριών που λέγεται «εγώ».
Τα ποιήματα του Παπαχαράλαμπου δεν συστήνεται να τ’ αδικήσεις διαβάζοντάς τα μοναχά. Με την ανάγνωση προσλαμβάνεις μόνο το σχήμα κι ίσως το νόημα. Απαιτείται και να τα δεις – ακούσεις ερμηνευμένα από ‘κείνον, αν επιθυμείς να βιώσεις εις βάθος και το ρυθμό, προσλαμβάνοντας έτσι την ολότητα του έργου. Θα τολμούσα να πω πως το «3» δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί καν ως βιβλίο αλλά ως τεμάχιο ευρύτερου έργου.
Στα δύο προηγούμενα βιβλία του το «Κ – ον» και το «είναι» ο Παπαχαράλαμπος μας έχει συνηθίσει στον ατέλειωτο πειραματισμό με τη φόρμα και τον αφαιρετικό σχεδόν τηλεγραφικό λόγο. Στο «3» τον βλέπουμε να επιλέγει έναν περισσότερο αφηγηματικό τρόπο έκθεσης των ποιημάτων διατηρώντας όμως τα αγαπημένο του παιχνίδισμα με τη φόρμα, δίνοντάς μας ένα μπούσουλα για το πώς θα διαβάσουμε τα ποιήματα απαραιτήτως φωναχτά. Έτσι βλέπουμε τα ποιήματα άλλοτε ν’ αναπτύσσονται στη σελίδα απ’ άκρη σ΄ άκρη κι άλλοτε να καταλαμβάνουν μοναχά το 1/3 του κέντρου, να είναι σε κυκλική μορφή, σαν ρόμβος, ή απλά γραμμικά σχέδια δίχως λέξεις. ‘Αλλοτε να διαβάζονται απνευστί κι άλλοτε σε αυστηρά αφηγηματική μορφή με τελείες και παρενθέσεις. Άλλα σαν μικρά πεζά ν’ απαιτούν το χρόνο τους, ενώ άλλα να μη διαβάζονται καθόλου μόνο να βλέπονται. Άλλα με καθορισμένο ρυθμό κι άλλα πιο ελεύθερα, άλλα με ξεκάθαρο νόημα κι άλλα να επιδέχονται διαφορετικών αναγνώσεων. Ακόμα και η γραμματοσειρά δεν είναι κοινή σε όλα τα ποιήματα. Παρά την φαινομενική ανομοιομορφία στην παράθεση, η φόρμα είναι πολύ συνειδητή και προσεγμένη μέχρι την τελευταία συλλαβή, κενό και σημείο στίξης με αποτέλεσμα το περιεχόμενό του βιβλίου να εξάγεται τελικά σαν ενιαίο σώμα κάνοντας τον πειραματισμό και τη δοκιμή ταυτότητά του.
Καθένας μας μπορεί να βρει τον εαυτό του μέσα στους ήρωες του «3», όλοι τους σε ρόλους κομπάρσων πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή Κωνσταντίνο αναδομώντας τον. Κάθε μια ανάρτηση φωτογραφία σχόλιο με το οποίο έχει εκείνος αλληλεπιδράσει αποτελεί μία ψηφίδα στην κατασκευή του «εγώ» ψηφίδες τις οποίες επιλεκτικά ο Κωνσταντίνος μας εκθέτει.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου καλύπτουν ερωτικές σκηνές ή εν δυνάμει ερωτικές σκηνές που ο Παπαχαράλαμπος ατέλειωτα φαντασιώνεται καθηλωμένος στην οθόνη του υπολογιστή του: έτσι διαβάζουμε τον όμορφο και ρυθμικό στίχο «γι’ αυτό τρεις φορές φώναξέ το τρεις φορές δυνατά πες το όσο πιο βαθιά όσο πιο ζεστά όσο πιο βαθιά όσο πιο απλά μπορείς πες το» ή στον περισσότερο ερωτικό κατά τη γνώμη μου στίχο του βιβλίου «το σώμα σου στο σώμα Μου. Όπως το σώμα μου στο σώμα Σου: φίλησε».
Είναι άραγε οι ιστορίες που αφηγείται ο Κωνσταντίνος κομμάτι του πραγματικού «εγώ» του ή αποτελούν κι αυτές κομμάτι της αυτοπροβολής και της μάσκας επιβίωσης του φέισμπουκικού του «εγώ»; Μήπως τελικά αυτά τα δυο ταυτίζονται σε έναν ενιαίο κι αδιαίρετο εαυτό;
(*) Η Μαρία Αγγελοπούλου είναι ποιήτρια. Κυκλοφορεί η συλλογή της «Η απουσιολόγος», εκδ. Θράκα
info: Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, 3: Ανθρώπων ιστορία, εκδόσεις Κουκουνάρι
https://www.oanagnostis.gr/%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%b1%ce%b3%ce%b3%ce%b5/?fbclid=IwAR3zC0f2llqvyRNX8UqWXbMqepF1-TNl9hLtCL_Nv_ClaDlm9OT9YriB6ms
Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος συστήνεται για τρίτη φορά στο κοινό λέγοντας των «ανθρώπων την ιστορία» με το «3».
Το βιβλίο αποτελείται από έξι μέρη στα οποία αναπτύσσονται πιθανόν (αλλά σε καμιά περίπτωση σίγουρα) 21 ποιήματα. Η καταμέτρηση έγινε αυθαίρετα σε μια προσπάθεια περιγραφής του βιβλίου, καθώς τα ποιήματα δεν έχουν τίτλους μήτε αρίθμηση και δεν είναι καν σαφές που τελειώνει το ένα ποίημα και που αρχίζει τ’ άλλο.
Η θεματική του βιβλίου ασχολείται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλύπτοντας όλα τα στοιχεία τους: τη σέλφη, για την οποία διαβάζουμε «μπαίνει στο δωμάτιο με τον καθρέφτη (δωμάτιο με τον καθρέφτη). Από πάνω ως κάτω γεμάτο (πάνω κάτω καθρέφτη). Απλώνει το χέρι. Βγάζει το κινητό (το κινητό).» ,τον έρωτα, όπου αντίστοιχα βλέπει ο Κωνσταντίνος «λίγο αίμα να τσιμπάνε τα φιλιά μας», για την αρχική σελίδα του φέισμπουκ, τη φιλία, ποιήματα που μας θυμίζουν παράθεση από τσατ, και φωτογραφίες –πολλές φωτογραφίες-, υπαρξιακά ερωτήματα , σέξτινγκ ακόμα και κοινωνικό κουτσομπολιό. Κανονική ζωή σφικτοπλεγμένη με την εικονική σ’ ένα ατέλειωτο φιντμπακ εμπειριών που λέγεται «εγώ».
Τα ποιήματα του Παπαχαράλαμπου δεν συστήνεται να τ’ αδικήσεις διαβάζοντάς τα μοναχά. Με την ανάγνωση προσλαμβάνεις μόνο το σχήμα κι ίσως το νόημα. Απαιτείται και να τα δεις – ακούσεις ερμηνευμένα από ‘κείνον, αν επιθυμείς να βιώσεις εις βάθος και το ρυθμό, προσλαμβάνοντας έτσι την ολότητα του έργου. Θα τολμούσα να πω πως το «3» δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί καν ως βιβλίο αλλά ως τεμάχιο ευρύτερου έργου.
Στα δύο προηγούμενα βιβλία του το «Κ – ον» και το «είναι» ο Παπαχαράλαμπος μας έχει συνηθίσει στον ατέλειωτο πειραματισμό με τη φόρμα και τον αφαιρετικό σχεδόν τηλεγραφικό λόγο. Στο «3» τον βλέπουμε να επιλέγει έναν περισσότερο αφηγηματικό τρόπο έκθεσης των ποιημάτων διατηρώντας όμως τα αγαπημένο του παιχνίδισμα με τη φόρμα, δίνοντάς μας ένα μπούσουλα για το πώς θα διαβάσουμε τα ποιήματα απαραιτήτως φωναχτά. Έτσι βλέπουμε τα ποιήματα άλλοτε ν’ αναπτύσσονται στη σελίδα απ’ άκρη σ΄ άκρη κι άλλοτε να καταλαμβάνουν μοναχά το 1/3 του κέντρου, να είναι σε κυκλική μορφή, σαν ρόμβος, ή απλά γραμμικά σχέδια δίχως λέξεις. ‘Αλλοτε να διαβάζονται απνευστί κι άλλοτε σε αυστηρά αφηγηματική μορφή με τελείες και παρενθέσεις. Άλλα σαν μικρά πεζά ν’ απαιτούν το χρόνο τους, ενώ άλλα να μη διαβάζονται καθόλου μόνο να βλέπονται. Άλλα με καθορισμένο ρυθμό κι άλλα πιο ελεύθερα, άλλα με ξεκάθαρο νόημα κι άλλα να επιδέχονται διαφορετικών αναγνώσεων. Ακόμα και η γραμματοσειρά δεν είναι κοινή σε όλα τα ποιήματα. Παρά την φαινομενική ανομοιομορφία στην παράθεση, η φόρμα είναι πολύ συνειδητή και προσεγμένη μέχρι την τελευταία συλλαβή, κενό και σημείο στίξης με αποτέλεσμα το περιεχόμενό του βιβλίου να εξάγεται τελικά σαν ενιαίο σώμα κάνοντας τον πειραματισμό και τη δοκιμή ταυτότητά του.
Καθένας μας μπορεί να βρει τον εαυτό του μέσα στους ήρωες του «3», όλοι τους σε ρόλους κομπάρσων πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή Κωνσταντίνο αναδομώντας τον. Κάθε μια ανάρτηση φωτογραφία σχόλιο με το οποίο έχει εκείνος αλληλεπιδράσει αποτελεί μία ψηφίδα στην κατασκευή του «εγώ» ψηφίδες τις οποίες επιλεκτικά ο Κωνσταντίνος μας εκθέτει.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου καλύπτουν ερωτικές σκηνές ή εν δυνάμει ερωτικές σκηνές που ο Παπαχαράλαμπος ατέλειωτα φαντασιώνεται καθηλωμένος στην οθόνη του υπολογιστή του: έτσι διαβάζουμε τον όμορφο και ρυθμικό στίχο «γι’ αυτό τρεις φορές φώναξέ το τρεις φορές δυνατά πες το όσο πιο βαθιά όσο πιο ζεστά όσο πιο βαθιά όσο πιο απλά μπορείς πες το» ή στον περισσότερο ερωτικό κατά τη γνώμη μου στίχο του βιβλίου «το σώμα σου στο σώμα Μου. Όπως το σώμα μου στο σώμα Σου: φίλησε».
Είναι άραγε οι ιστορίες που αφηγείται ο Κωνσταντίνος κομμάτι του πραγματικού «εγώ» του ή αποτελούν κι αυτές κομμάτι της αυτοπροβολής και της μάσκας επιβίωσης του φέισμπουκικού του «εγώ»; Μήπως τελικά αυτά τα δυο ταυτίζονται σε έναν ενιαίο κι αδιαίρετο εαυτό;
(*) Η Μαρία Αγγελοπούλου είναι ποιήτρια. Κυκλοφορεί η συλλογή της «Η απουσιολόγος», εκδ. Θράκα
info: Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, 3: Ανθρώπων ιστορία, εκδόσεις Κουκουνάρι
https://www.oanagnostis.gr/%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%b1%ce%b3%ce%b3%ce%b5/?fbclid=IwAR3zC0f2llqvyRNX8UqWXbMqepF1-TNl9hLtCL_Nv_ClaDlm9OT9YriB6ms
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου