εκδόσεις Κίχλη
Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης δίνει την αξία που πρέπει στα
φαινομενικώς ασήμαντα πράγματα. Σαν μια μνημονική σφήνα, σαν αγριόχορτο που
φυτρώνει στην άκρη του μυαλού και δεν λέει να φύγει. Κι όταν πάει να την
ξεριζώσει οι ρίζες της αντιστέκονται και με την δύναμη της περιέργειας ο
συγγραφέας την βγάζει. Τότε στις ρίζες της προσκολλημένες βγαίνουν στο φως και
ζητούν το μερίδιο της δικαιοσύνης που τους αναλογεί. Έστω αναδρομικά, έστω και δίχως τόκο για τον νεκρό
χρόνο που βίωσαν την απώθηση. Σ΄ αυτή την αυτόματη, ασυνείδητη επιλεκτικότητα
της μνήμης, ο συγγραφέας ως βοτανολόγος τα ταξινομεί για να γίνουν ευανάγνωστα
και σε μας, τους λαίμαργους λαθραναγνώστες της ζωής του.
Τα συμβάντα και οι συνειρμοί που ακολουθούν αποστάζονται διπλά,
σαν το άγιο τσίπουρο (που τόσο μας αρέσει) και καταλήγουν διαυγή κρύσταλλα,
πρισματικά και κοφτερά. Διαθλώνται και υποστασιοποιούν φασματικά αποσπάσματα
του βίου. Και στην διαρκή προσπάθεια να γίνουν έλλογα, σε μια μεταιχμιακή ισορροπία,
καταλήγουν να διαμελίζονται, αρνούμενα να υποταχθούν στην ρεαλιστική σύμβαση.
Κομμάτια κι αποσπάσματα, ενός ιδιωτικού βίου εν εγρηγόρσει,
επιλέγονται και ψηφιοθετούνται σ’ ένα έργο ανοιχτό στην ανατροπή, με μια
διάθεση παιχνιδιού αλλά και τελετουργίας. Η αναζήτηση ενός νοήματος για το
παρόν ίσως να βρίσκεται στο παρελθόν. Στην παιδική ηλικία, όπου το θαύμα ήταν
πιθανό κι ο κόσμος ένας χάρτης να τον ταξιδέψεις.
Με γόνιμη θητεία σε εκτενέστερες φόρμες (διήγημα και
μυθιστόρημα) ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο κάνει ένα τολμηρό βήμα. Συμπυκνώνει
θέματα σε λίγες λέξεις, ακροβατεί πάνω στα τεντωμένα σχοινιά της αφήγησης, του
στοχασμού και της ποιητικής απογείωσης. Αυτή η εξαντλητική αφαίρεση δεν
θολώνει, αλλά αντίθετα είναι διαυγής, ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: την
ανάδυση στη φωτεινή επιφάνεια μύχιων εικόνων και άρρητων, πολλές φορές,
ιστοριών.
Σαν τον ρακοσυλλέκτη βρίσκει τα τιμαλφή, τις λέξεις που
χτίζουν την ιστορία του. Εδώ θα καταθέσω ένα μικρό ποίημά μου, που ανακάλεσα
διαβάζοντας τα κείμενα του.
«Παλεύω
με τις λέξεις τη νύχτα / τη μέρα σκαλίζω ό,τι απόμεινε./ Ρακοσυλλέκτης σε
χωματερή / λίθους πολύτιμους γυρεύω.»
Αυτό κάνει ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης.
Στην «Ιδιωτική
αντωνυμία του» αυτοβιογραφείται και
αυτοπροσωπογραφείται σε στενή σχέση πάντα με τους άλλους, και με διαρκή
ευαισθησία απέναντι στον κοινωνικό περίγυρο. Επισκοπεί τα γεγονότα της
ιστορίας, αλλά και της μικροϊστορίας, όχι με την ψυχρή ματιά του
ρεπόρτερ-παρατηρητή, μα με την ένθερμη, συναισθηματική προσέγγιση του πολιτικά
και κοινωνικά υποψιασμένου ανθρώπου. Αυτή η σταθερή θέση του δεν κραυγάζει για
να πείσει, αλλά υποβάλλεται από την σκηνοθεσία του κειμένου.
Στις «Παραγγελιές»
γράφει: (σελ. 39-40)
«Μαζώνω
τυχάσπαρτες λέξεις δίχως κανέναν ταξικό, γεωγραφικό ή πνευματικό περιορισμό. Απ’
τα χαμίνια των δρόμων, τους παγωμένους άστεγους, τις κακοποιημένες συζύγους,
τους συνεσταλμένους εφήβους, τις κυρίες των σαλονιών και τους ξεμωραμένους
γέρους. Και κάθε βράδυ, σαν πέφτω για ύπνο, κάθομαι από συνήθεια και τις
επαναλαμβάνω. […]
Και
όταν κλείνω τα μάτια έχω την ίδια πάντα αγωνία: ότι τις πιο δύσκολες ώρες της
νύχτας θα βρω τις λέξεις μου να χαρχαλεύουν ξεραμένες μνήμες, να ξεφυλλίζουν
ασπρόμαυρα άλμπουμ και να ανασταίνουν αγαπημένα πτώματα, ώστε είτε να μείνουν άπραχτες
ξεθυμαίνοντας τον οίστρο τους σε μια ακόμη διαδήλωση ονείρων είτε να με
ξυπνήσουνε απότομα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. […]».
Στο κείμενο αυτό ο Χατζημωϋσιάδης μας περιγράφει την
συγγραφική τεχνική του, τον ρόλο της γραφής, με αφορμή μια παιδική ανάμνηση.
Συμπυκνώνει σε μια σελίδα τον τρόπο που δουλεύει το υλικό του, τις μνημονικές
διαδρομές του και την μεταστοιχείωση όλων αυτών των λέξεων σ’ ένα κείμενο, που
αφορά κι εμάς.
Αυτή η τεχνική είναι ευδιάκριτη στα περισσότερα κείμενα του
βιβλίου, χωρίς να ξεπέφτει σε μανιέρα. Γιατί κάθε κείμενο εκκινεί από μια πεζή
αφορμή που δίνει ένα γεγονός. Η συνέχεια όμως είναι απρόσμενη και ιδιαίτερα
στην καταληκτική διατύπωση. Η μέθοδος αυτή, σε χρήση από πολλούς ποιητές, μου
δίνει το δικαίωμα να εντάξω την πλειοψηφία των κειμένων σε μια ενδιάμεση
κατηγορία, στη μεθοριακή γραμμή πεζογραφίας και ποίησης. «Μια γλώσσα ποιητικής
πρόζας», όπως έγραψε ο Δημήτρης Χριστόπουλος.
Στα κείμενά του βρίσκουμε συγγένειες με έναν παλαιότερο
πεζογράφο, τον Γιώργο Ιωάννου, ως προς το γλωσσικό ήθος και τρόπο. Την επιδέξια
χρήση όλων των στρωμάτων της ελληνικής γλώσσας για να δοθεί το κλίμα της
εκάστοτε αφήγησης ή της αποτύπωσης μιας εντύπωσης, ενός στοχασμού. Όλα στο ζύγι
βαλμένα σωστά.
Η φιλολογική σκευή του δεν επιδεικνύεται, αλλά υποστηρίζει
τον συγγραφέα διακριτικά. Του επιτρέπει να κάνει χρήση όλων των αφηγηματικών
τεχνικών και ο γλωσσοκεντρισμός του υπηρετεί τον στόχο του: ν’ ανασύρει από την
λήθη τις μνήμες, δικές του ή άλλων, μ’ έναν υποβλητικό τρόπο.
Στην ένατη ενότητα με τίτλο «Η αυτοπαθής μου αντωνυμία» αναπτύσσει σε δεκαέξι μικροκείμενα την
συγγραφική του αυτοπροσωπογραφία, κάνει τον απολογισμό και την αυτοκριτική του
εκθέτοντας την μέθοδο, τις εμμονές και τις αγάπες του.
Δείγματος χάριν:
(Σελ.160),«Γράφω»
Γράφω
πάει να πει εκτίθεμαι. Εκτίθεμαι πάει να πει περιφέρομαι. Περιφέρομαι πάει να
πει τριγυρνάω. Τριγυρνάω πάει να πει αλητεύω. Εν ολίγοις και για να μην το
πολυβασανίζω, γράφω πάει να πει αλητεύω. Κατά προτίμηση τις νύχτες. Όταν γδύνω
τις αναμνήσεις. Βγάζω από την ντουλάπα μου τους σκελετούς και ασελγώ στα πιο
αγαπημένα πτώματά μου. Ή τριγυρνάω πένητας στους δρόμους και περιφέρομαι μαζί
μ’ εμένα. Ή παρέα με τον Βασίλη, τον Γιώργο, την Ελένη, τη Γεωργία, τον Αβράμη,
και κυρίως τη βαριά γριά αρκούδα μου. Με τις αλυσίδες, τα λουριά και τον χαλκά
στη μύτη. Απ’ όπου με σέρνει βίαια μέχρι το ξημέρωμα από καφενείο σε καφενείο.
Πρωΐ πρωΐ αλλάζω πουκάμισο, στρώνω
χωρίστρα και πάω γραμμή για τη δουλειά μου.
Η Ιδιωτική του Αντωνυμία γίνεται και δική μας, δηλαδή
Συλλογική, λογοτεχνικώ τω τρόπω. Μας συγκινεί και μας αφορά, ως άτομα και ως
κοινωνικό σύνολο.
Έδεσσα, Δεκέμβριος 2018
Θοδωρής Σαρηγκιόληςhttp://www.thraca.gr/2019/01/blog-post_26.html?fbclid=IwAR0EdsjLSLOiI3Fsr5voEc5kpzya3GBozAY1hu_OrUnyxADFY2b1X6jTrk4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου