2.1.19

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΒΟΔΕΝΩΝ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΚΕΝΤΡΙ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2015

Έκδοση εκτός εμπορίου – αντίτυπα 100.
Θεσσαλονίκη Απρίλιος 2015

 Το νερό της Καρκάγιας

 Τελευταία η αίσθηση της χαμένης (προηγούμενης) ζωής με τριγυρίζει. Η ζωή που γνώρισα, οι άνθρωποι απ΄όλα τα είδη, τα τσεσίτια, που έλεγε κι ο παππούς, οι Εποχές, τα σημάδια του «περάσματος».
 Το καυτό άραγε σίδερο της μνήμης, ο Λόγος που προβαίνει από κάποια γωνιά και συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες μπορεί να περισώσει τα χαμένα;
 Ένα παρόμοιο σημείο (μικρογραφία του κόσμου), και με τη δυναμική του ανώνυμου λαϊκού στοιχείου που σύχναζε καθημερινά στα καφενεία των Βοδενών, μπορεί να’ναι εδώ κάπου. Ακόμα υπάρχουν ίχνη παλαιότερων Εποχών, συνήθειες ανθρώπινες, ονόματα και γλώσσες που χαρακτηρίζουν την περιοχή –στην εκβολή του παρελθόντος λοιπόν, αρχή του Εικοστού αιώνα, γεγονότα κοπαδιαστά και Μεσοπόλεμος ίσαμε το τέλος της εικοσαετίας ’40-’60.
 Από πού ν΄αρχίσω;

 Από το καφενείο του ΧΑΛΙΜΑ προτείνω:
 Λένε πως το καφενείο του μπάρμπα Γιάννη Χαλιμά λειτουργούσε και ως χαρτοπαικτική λέσχη στο ανώγειό του. Ήρθαν όμως τα μαύρα χρόνια της δεκαετίας του ’40 (με τα ψέμματα και τις αλήθειες), άλλαξαν πολλά, ο Γιάννης Χαλιμάς φυλακίστηκε για πολιτικούς λόγους*, έκλεισε το καφενείο και η λέσχη, στο σπίτι η γυναίκα με τα τέσσερα κορίτσια και τον έναν γιό, τον Γιώργο, που δούλευε σ΄άλλο καφενείο για να ζήσει η οικογένεια.
 Μετά το ’50 άνοιξε το μαγαζί• μεγάλο, ευρύχωρο και με πολλά τραπέζια. Τώρα και με δυό μπιλιάρδα, η πράσινη τσόχα σ΄αυτά, οι μπίλιες, οι στέκες, όρθιες με το γαλάζιο κομμάτι για το φρεσκάρισμά τους, προς την πλευρά του τοίχους, το «σερί» κι΄αυτό εδώ.
 Καθαρά τα χαρτιά (πλυμένα με οινόπνευμα τακτικά ένα ένα) και το τάβλι. Καφέδες μερακλίδικοι. Γύρω γύρω παράθυρα με πολύ φώς.
 Εκεί σύχναζεν και ο πρώην δάσκαλος Παύλος Χαρτοματζίδης (ένας πολυμήχανος νους), που διάβαζε τ’απογεύματα τις εφημερίδες στα Ευρωπαϊκά πρότυπα των καφενείων έξω από τη χώρα. Δίπλα η κουζίνα του μαγαζιού, έξω από την είσοδο η λεωφόρος Σταθμού, αριστερά η γέφυρα και από κάτω ο μεγαλύτερος όγκος των νερών του Βόδα που κατευθύνονταν προς τον μεγάλο καταρράχτη.
 Ζεστή η ατμόσφαιρα του καφενείου, πολλοί ην απολάμβαναν. Παραδείγματος χάριν η παρέα του Μάϊνου και του Σέξτου και του Παραλίκη τακτικότερα, ο μπιλιαδόρος Τρύφων με το μισαδάκι και ην πίπα του στα χείλη του πάντα, ο Βύρωνας, παρέες από τους γύρω μαχαλάδες• και η δική μας παρέα παίζοντας ξερή-κοντσίνα, όχι κουμάρι. Τη Μ.Πέμπτη αργούσε το καφενείο.
 «Σήμερον επί ξύλου κρεμάμενος», τον φάντη κρεμούσε ο κυρ Γιάννης σ΄ένα σύμπλεγμα τριών-τεσσάρων ξύλων, στέκες μπιλιάρδου τις περισσότερες φορές.
 Όταν αργότερα όλη εκείνη η περιοχή  (Σινέ Βέρμιον, ξενοδοχείο-Εστιρατόριο Φιλίδη, καφενείο Χαλιμά) πέρασε στο σχέδιο ανοικοδόμησης της Νομαρχίας κι’εξαφανίστηκαν όλα.
 Ο Γιώργος, διάδοχος του Γιάννη Χαλιμά, πιο κάτω άνοιξε καφενείο, πάλι στο ίδιο ποτάμι. Λιγότερη όμως η αίγλη της προηγούμενης παράδοσης.
 Όσο θυμάμαι, εκεί ο νέος καφετζής, πρίν της ώρας του, από καρδιακή εμβολή, βρήκε τον θάνατο.
 ΧΑΡΑ ΘΕΟΥ τα καφενεία στα πλατανάκια, ΤΑ ΠΛΑΤΑΝΑΚΙΑ! Κυριακές και Σκόλες σμάρι ανθρώπινο παίζοντας κάτω από τον ίσκιο και τη δροσιά τους το καλοκαίρι (τον χειμώνα η ζωή του καφενείου περιορίζονταν στα μέτρα του εμβαδού κάθε χώρου, τότε που κυριαρχούσεν η χαρτοπαιξία). Μόνιμα δίπλα το ποτάμι, σε κάποιον από τους βραχίονες του Βόδα. Τα κάγκελα σαν όριο ανάμεσα στο νερό και στα τραπέζια των καφενείων. Καραβοτσακισμένοι, απόμαζοι της ζωής κρύβοντας πολλά της συγκεκριμένης Εποχής, κάποιο πρόσφατο πένθος βιώνοντας και σιωπώντας επίμονα ή ξεσπώντας φωνοκλάδικα τάχα.
 Τρία τα καφενεία στα Πλατανάκια.
 Το ένα στη γωνιά –βλέποντας τα από δεξιά- αν δεν κάνω λάθος, ήταν του ΜΑΡΚΟΥ, ιδιοκτήτη και του εξοχικού κέντρου «η Κερασιά», στον δρόμο της Βόλτας, εκεί που γίνονταν οι παρελάσεις και τα νυφοπάζαρα.
 Στο καφενείο του Μάρκου, το καλοκαίρι γύρω από τη γωνιά του, απλωμένα τραπέζια, καρέκλες και πολλά καρπούζια ανεβασμένα με τις βοϊδάμαξες από τον κάμπο, έτοιμα προς πώλησιν, λιανική και χοντρική. Γύρω γύρω το καφενείο είχε τζαμαρίες, λίγοι οι τακτικοί πελάτες του, οι περισσότεροι έμποροι περαστικοί που κλείνανε τις συμφωνίες της αγοράς και της πώλησης.
 Το άλλο ήταν του ΝΤΑΒΙΝΤ, κολλητά του προηγούμενου.
 Απλός άνθρωπος, ζεστός και προσηνής, σοφός και ντόμπρος. Ένα βήμα κατέβαινες για να μπεις στο μαγαζί (μελαγχολική μπαλάντα), ημισκότεινο με τις καρέκλες και τα καθαρά τραπέζια και τον μπάγκο του μαγαζάτορα στο βάθος, με τις ελάχιστες φωνές, τα φλιτζάνια, τα μπρίκια και τα ποτά. Κυρίως εκεί μαζεύονταν οι λαϊκοί (δημογέροντες;), στα μπαστούνια ακουμπώντας το πρόσωπό τους.
 Προσφυγάκι ο Νταβίντ, κάτοικος του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού στην πλατέα, τον έβλεπες τακτικά να περνάει, χειμώνα-καλοκαίρι, το στενό μας. Φίλος αγαπητός, τυχαίο δεν ήταν που σύχναζαν στο μαγαζί του οι περισσότεροι ντόπιοι απόμαχοι. Ιστορικά μένουν τ΄ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν στην πόλη, ξεσηκωμένα από την ατμόσφαιρα του καφενείου του Νταβίντ, κάποια μεταξύ του Κορίνθιου δικηγόρου εν Βοδενοίς κ.Χρήστον Γκίλλα και του προέδρου Εργατών Γης επί Ε.Α.Μ., του τετραπέρατου Βαγγέλη Τζιγέρη. Εκεί λοιπόν, στην ανθρώπινη ατμόσφαιρα του κυρ Νταβίντ, το τσάϊ, το λιτό ουζάκι, ο μερακλίδικος καφές και το πεντακάθαρο νερό.
 Πάλι μεσοτοιχία με τον Νταβίντ και το μεγαλύτερο σε έκταση καφενείο, μέσα-έξω, ήταν του ΠΡΟΚΟΠΗ (Αντωνιάδη) ανοιχτό, φωνακλάδικο και σε μεγάλην επικράτεια, κάτω από τον παχύ(ν) ίσκιο των πολύχρονων δέντρων, των πλατάνων –λένε πως εκεί κρεμούσαν οι Οθωμανοί τους διάφορους αντιφρονούντες προς παραδειγματισμόν.
 Δίπλα το τρεχούμενο νερό του Βόδα, το ξύλινο γεφύρι που οδηγούσε κατευθείαν στο καφεκοπτείο του Τιμόθεου, η στροφή με κάποιο μικρό κουρείο και ακριβώς πίσω από τις προσόψεις των καφενείων τα ψαράδικα, μια μικρή ποικίλλη εμπορική αγορά με την ποτοποιϊα Παπά και το πανδοχείον «Μέγας Αλέξανδρος».
 Πανδαιμόνιο λοιπόν στα Πλατανάκι (πότε ησύχαζαν;) φωνές, περιάγματα, το τάβλι κυρίως και τα χαρτιά. Σύχναζαν εκεί νεώτεροι παράγοντες του Δημοσίου, Επιστήμονες, Έμποροι βαρβάτοι για την Εποχή εκείνην, καταστηματάρχες μικροί μεγάλοι-μη λησμονήσω να σημειώσω πως ο Μάρκου φορούσε ρεμπούμπλικα μ΄ένα τσιγάρο στα χείλη, ο Νταβίντ πάντα με την τραγιάσκα στο κεφάλι και ο Προκόπης αεικίνητος και σοβαρός, έτοιμος να εξυπηρετήσει τους πελάτες, ξέσκεπος πάντα.*
 Ξέσκεπος και ο Στέργιος ο Γίγος, χωρατατζής και πειραχτήρι ο ιδιοκτήτης του καφενείου ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ, δίπλα από την Εθνική Τράπεζα και το κατάστημα υφασμάτων των αδελφών Χατζηαντωνίου.
 Όχι πολλά μέτρα μακριά από τα Πλατάνάκι και προς το κέντρο της πόλης, ένα στενόμακρο καφενείο με δυό πόρτες. Αριστερά και δεξιά, καρέκλες –τραπεζάκια – σταχτοδοχεία, στο βάθος τα σύνεργα του καφετζή και δίπλα η χρήσιμη τουαλέτα των βιαστικών. Στάλιασμα ήταν των ορεσίβειων Βλάχων, του Τσέλιου, του Καραθάνου, του Ζδρού, του Κοτζαμάνη, του Κύρτση, του Πούπη, του Ποντίκη κ.ά. που υλοτομούσαν το δάσος ή κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους έβγαζαν το ψωμί τους. Όλοι αυτοί προτιμούσαν τις θέσεις του «κέντρου» από το μέσον και κάτω. Κάποιοι μάλιστα έπαιζαν «στούκ», κουμάρι. Θυμάμαι και τον Μεσημεριώτη ιδιοκτήτη φορτηγού, τον Κάτρα και τον Γιορδάνη, που μαζί με τους μερακλήδες Βλάχους «σοβαρό» χαρτί έπαιζαν, οι «σεσημασμάνοι».
 Από το μέσον και πάνω, προς την είσοδο το τάβλι κυρίως με τον Ταουσιάνη και τον Τεντζέρη και τον Γιάννη και τον Παπαγιάνκα και απέναντι, από την άλλη πλευρά τσαγκαράδες, μαραγκοί, μπαξεβάνηδες τα μεσημέρια κυρίως και τις γιορτές έπαιζαν τα χαρτιά του καφέ, «το εξηνταέξι» και το «μπουρλότ». Εκεί ο μάλιας ο Χατζηγιώσης, ο Βαγγέλης ο μικροχρυσοχόος, ο τσαγκάρης Μπούκλος με τον Γιορδάνη τον έμπορο δερμάτων. Το γκαρσόνι, ο αειθαλής Πέτρος από το γειτονικό χωριό «Λύκοι» που εξυπηρετούσε και τα γύρω μαγαζιά της Αγοράς προσφέροντας τους καφέδες και τις «Κατινίτσες» πορτοκαλάδες-λεμονάδες παραγωγής Ρεπιδώνη. Ο Στέριος ο Γίγος (ο καλός μας γείτονας στην Αγορά) ανήκε κι αυτός σ΄εκείνην τη φουρνιά των ανθρώπων, που ξεκίνησαν από τα χωριά, τα Βόρεια, του Μοναστηρίου και του Μαγκάραοβου, ψάχνοντας εδώ, στα Βοδενά, καλύτερη τύχη.
 Από το κέντρο της πόλης πηγαίνοντας αριστερά, προς την Εγνατία οδό, άλλο ένα στέκι καφενείον, του ΙΓΝΑΤΗ, του Ιγνάτ. Εκεί γύρω το πεταλωτήριο του Σαράφη, το χασάπικο του «τσίφτη» Λεωνίδα και ο φούρνος του Γιαννάκου Αμπατζή, τα μαγειρεία του Μπατίκη και του Ψαρίκογλου και του Νησιάντση, το κτίριο του Γέσιου, το καπηλειό «η Αλάσκα» του Δήμου Γούνη, απέναντι  το Εμπορικό «Μπόν Μαρσέ», ραφτάδικα, κουρεία, η ξυλεία του Θανάση Λιούκτση, τα κυριότερα σημεία γύρω από το καφενείο του Ιγνάτη Αγαπάλογλου και του καφενείου των περαστικών του Γιορδάνη Παϊσογλου, μπροστά από την πιάτσα των ταξί απέναντι.
 Το καφενείο του Ιγνάτ, χαμηλοτάβανο κατ΄αρχάς, θα μείνει στην ιστορία για τον προσφερόμενο μεζέ – συνοδεία του πενηντάρικου ούζου.
 Πρόσφυγας κι΄ο Ιγνάτ, γνώριζε πολύ καλά και τον παστουρμά και το τζατζίκι και τη σαλάτα ρόκα. Με τη γυναίκα του στο βάθος του μαγαζιού και τα παιδιά τους, τον γέροντα μουστακαλή πατέρα του, κάθε μέρα εκεί μας έβρισκες, με τον «κυρ Μήτσιο» τον Γιόχαν, τον Κερέμ, τον Αλέκο τον «παλαίστρα», να παίζουμε ξερή-κουτσίνα και να χαιρόμαστε στο τέλος το πλούσιο πενηνταράκι του Ιγνάτ. Η ευφρόσυνη ώρα όταν ο Γιώργος Χαλιμάς και ακόμη ο ίδιος ο καταστηματάρχης  με χαμόγελο τρατάριζε τα αναμενόμενα. Άλλες ώρες με λιγότερη δουλειά κοντεύαμε περισσότερο ακούγοντάς τον, ταπεινά εξομολογούμενον και χωρίς φανατισμούς, τα βιωμένα προσωπικά περιστατικά του όταν αυτός επιστρατευμένος στην Εθνοφυλακή κατά τον Εμφύλιο και τις μάχες στην Έδεσσα, στο Κιουπρί συγκεκριμένα. Ανατριχιάζαμε!
 Δάσκαλος δεν ήταν, ήταν καφετζής αλλά μας δίδαξε πολλά, πρόσφατα γεγονότα, λίγα μέτρα πιο πέρα από την καθημερινότητά μας, τραγικά εκείνα…
 Προτού υψωθεί το ξενοδοχείον «Ολύμπιον» του Γιώργου Θέμελη, λίγο πιο δώθε από το καφενείο του Ιγνάτ, υπήρχε ένα άνοιγμα και γύρω γύρω οι φτωχικές, ξύλινες μπαράγκες. Ας πούμε το φοντατζίδικο του Χάμπου Σαρρή, ο τσαγκάρης Γιώργος Παταρώκης ο απέναντι τσαγκάρης Ηλιάδης με τα κατσαρά μαλλιά, ο κουρέας – μεσίτ Κερέμ.
 Στην ίδια προηγούμενη σειρά γυρίζοντας, τα μανάβικα ενός θρακιώτη (ο μικρότερος γιός Θανάσης χάθηκε γρήγορα, ο άλλος ο μεγαλύτερος έβγαλε ταξία και παντρεύτηκε την αδερφή των στραγαλάδων Σινιόσογλου).
 Δίπλα ο άλλος μανάβης, που ανέβαινε συχνά στην Καρατζιόβα κι΄έφερνε από ‘κεί όσπρια κι αυγά (Φώτογλου λέγονταν) και τα πουλούσε ανάμεσα στα φρούτα και τα λαχανικά. Ο αδερφός του ο Ντιμίτ, φορτηγατζής, βαρύς και ντόμπρος, έπαιζε σο καφενείο του Θωμά, πολύ καλό «μπουρλότ», θυμόταν, στη ροή του παιχνιδιού, τα πάντα.
 Συνέχεια, κάνοντας τον κύκλο, ήταν το γαλακτοπωλείο του Αντρέα, του Καστοριανού, πλάϊ το γκρίζο περίπτερο με τα μπιτόνια μπενζίνας και το χωνί, ο Γιορδάνης Τουρπτσόγλου κι’ο συνέταιρός του ο Λάζαρος. Κλείνοντας (περίπου) τον κύκλο, ήταν εκείνος ο πρόσφυγας, ο μπιζίμ εφέντης που έφτιαχνε κοκκάλινες χτένες• κολλητά ο σπουδαίος Λουσιώτης, αδερφός του Πέτρου. Στο τέλος, κλείνοντας τον κύκλο, νάσου και το καφενείον «ΤΟ ΙΚΟΝΙΟΝ», του πανύψηλου μπάρμπα Κώστα Γιαβανίδη. Πατέρα μιας θυγατέρας και τριών αγοριών, του Γιορδάνη, του συμμαθητή μου Ηλία και του Χριστόφορου.
 Εκεί συχνάζαν οι Κοϊναλήδες, ήσυχοι πρόσφυγες και ταπεινοί, για το τσάϊ και τον καφέ τους και για τα «υποβρύχιά» τους (όταν χρειάζονταν). Εξυπηρετούσε το καφενείο, εκτός από τον άστεγον ομπρελά, τον Τσακιτζή, και τους γείτονες. Τον φούρνο του Κυανίδη, τα σιδηρικά του Βυρώζη και των περαστικών έξω από το «ΙΚΟΝΙΟΝ» βέβαια.
 -Τι νάγινε άραγε ο μικρός γιός του Βυρώζη, ο Τζίμης, που έγινε πάστορας στην Αμερική• κάποια χρονιά γύρισε για να παντρευτεί. Πήρε μαζί του μια από τις κόρες του Θανάση Λιούκτση, τη Σουλτάνα.
 (Πολλές φορές σκέφτομαι: τι νάγιναν όλοι αυτοί ποιος απόμεινε;).
 Προς το Ρολόγι (της Πόλης) πηγαίνοντας, στο ανηφόρι που ξεκινούσε από το μπακάλικο των αδερφών Φλαμουρτζόγλου –δίπλα του καλότατου κυρ Σάββα, μπακάλικο επίσης.
 Απέναντι, ανηφορίζοντας, τα ωραία υφάσματα του Αμπατζόγλου, το ραφτάδικο του πατρός Καβακλόγλου, απέναντί της το κουρείο «η Κωνσταντινούπολις» του Κλεόβουλου Ιωαννίδη με το βραδινό ούτι, το δικηγορικό γραφείο του Δήμου Οικονόμου, δύο τρίποδα φωτογράφων στιγμιαίων αναμνηστικών, το παλιό ταχυδρομείο και ζίκ-ζάκ, απέναντι πάλι, αριστερά της ανηφόρας, το καφενείο «ΤΟ ΒΕΡΜΙΟΝ» του Πέτρου Γρόπαλη.
 Εκεί πλήν των άλλων, τα ισνάφικα σωματεία των μικροεπαγγελματιών, γιόρταζαν τον Άγιο προστάτη τους. Δυό τρία τραπέζια, κοντά στο παράθυρο, για το σκάκι του Τάκου, του Αγγελούση, του Αποστόλου, του Άκη Κοκκινίδη.
 Δίπλα το τραπέζι το Κυριακάτικο, της πρέφας, για το καρέ του Ταπατζίδη, του Κατιρτζόγλου του Κιριμκιρίδη, του Ζουμπόλογλου, τσαγκάρηδες Ζαφραμπολίτες όλοι, πατριώτες από την άλλη μπάντα του Αιγαίου –κοντά τους έμαθα πολλές λέξεις της Ανατολής, για την ώρα μας πληροφορούσε το τεράστιο επιτοίχιο ρολόϊ, προς τις φλαμουριές του κήπου.
 Στο βάθος αριστερά η χόβολη για τους καφέδες και οι σκάρες για τους πολλούς εξαιρετικούς μεζέδες. Βούϊζε το καφενείο από τα χαρτιά και το τάβλι. Γκαρσόνια ο περίφημος Νάνος, ο Στάθης και πότε πότε ο «σελεμουά» ο Χρήστος.
 Τακτικοί θαμώνες εδώ δάσκαλοι, ο πανύψηλος Ζιώτας, ο Καρνάρας, ο Μισιρλιάδης και οι φίλοι τους Κλαματιανός και Στεφανίδης, έμποροι, περίεργοι περαστικοί, κοντά μου ο αλησμόνητος Βαγγέλης Χατζηπέγιος, πάντα χαμογελαστός, που παρακολουθούσε τα παιχνίδια πίνοντας μόνο μπύρα «μπαλονάκι».
 Τα καλοκαίρια, γύρω από το συντριβάνι του κήπου τα τραπέζια, ήσαν έτοιμα βραδυνές ώρες, όχι για παιχνίδια της τράπουλας μά για το τρατάρισμα εκλεκτών κρεατικών ψημμένων από τον ίδιο τον Πέτρο Γρόπαλη εκεί και ο αλησμόνητος Τάκης Κοσίνης, ο «Τάκ-τάκ», μακαρίτης κι΄αυτός, χτυπούσε στο σβέρκον όσους δεν τον αγαπούσαν καθώς έλεγε ελαφρά πιωμένος.
 Γύρω από το συντριβάνι του καφενείου «Βέρμιον» πολλά ανέδκοτα, συναντήσεις εγκάρδιες, στέκι με πολλαπλά ενδιαφέροντα της Μνήμης.
 Στην Έδεσσα «εν Βοδενοίς» παλιότερα, είχαμε δυό κινηματογράφους τον Μέγα Αλέξανδρος του Κελεμουρίδη (του Συριάνη αργότερα και του μηχανικού Μαρίνου) έτσι γνωρίζαμε τα καθέκαστα τότε, για τα προσεχή έργα του σινεμά.
 Ο δεύτερος ήταν το Βέρμιον του Χατζηγιάννη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι (ή στην Λάρισσα τελικά;), δέσποζε στον δρόμο του Σταθμού, στην αρχή του Τεχοβίτικου μαχαλά. Οι σινεφίλ της Εποχής εκείνης πολλοί, και τι δεν είδαμε. Δράματα, Ρομάντζα, Ιστορικά έργα και καουμπόϊκα με πολλά επισόδεια.
 Αργότερα, ο λεωνίδας Κελεμουρίδης, στ΄όνομα της πρόωρα χαμένης συζύγου του, έχτισε την Αγγέλικα –σήμερα είναι νομίζω Σούπερ Μάρκετ.
 Παίρνοντας το ανηφόρι, προς τους Λυμπάρηδες, το καφενείο του καλότατου Κώστα Ρουβά, ΤΑ 5 Φ (φίλους φέρε, φίλε φάγε-φύγε!). Ο ελαφρά χωλός Κώστας ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του άρχοντα πατρός Ρουβά –από πού κρατούσε η σκούφια του, δεν ρώτησα ποτέ, δεν έμαθα. Στο κάτω μέρος του σπιτιού το καφενείο• μας αρκούσε με τον εξαιρετικό μεζέ της μπύρας (μετά των σχετικών η συχνή παραγγελία).
 Οι θαμώνες έπαιζαν πρέφα (ο Κόλιος ο Καράχατζης, ο Γιάννης ο Κασίτσκας, ο Τζιόγας, ο Ζάχος, ο Αρβανίτης πρωτομάστορας Γκέλος –αναπληρωματικός ο Γκούσης Χατζηπέγιος). Στην άλλη γωνιά, κοντά στη θράκα του Κώστα, οι άλλοι πρεφαδόροι, ο Χανλίδης, ο Γάτσος, ο Γιάννης της Αννίκας, ο Ταπατζίδης, ο Τάκης ο «πεντάρας» ο Ελμαλόγλου παρακολουθούσε.
 Στη δεξιά γωνσία οι ξηραδόροι, ο Χατζηϊωάννου, ο Βακάλης, ο Μαντζόπουλος, ο ΄Αγγελος, Γάτσος, ο Τζιούμαλης «ο γέρος». Πολύ κοντά ο Φέκιας, Ιορδανίδης, ο Γιώγας, ο Λαμπής, εγώ, ο Τσέκος ο Κώστας, ο Τάκης ο Λάγιος και ο Νάκης ο Λυμπάρης –μεγάλο το πανηγύρι. Ωραία στιγμή το σουξέ θα λέγαμε, προσωρημένο το βράδυ όταν ο Κώστας ο Ρουβάς χτυπούσεν έγκαιρα ένα (μεταλλικό) κουδούνι, υπενθυμίζοντας ότι «σχολάνε τα εργοστάσια», όσοι θαμώνες εκεί έχουν φίλες να σπεύσουν! –Αθάνατα χρόνια!
 Ανεβαίνοντας προς το Κιουπρί, στη γωνιά του δρόμου προς την έξοδο της Πόλης, τι λέω, της μικρογραφίας του Κόσμου, το καφενείο του ΤΕΡΖΗ. Δίπλα από το εμπορικό του Άγγελου Γάτσου, το μανάβικο των αδερφών Ζιάσκα και ακόμη ένα μανάβικο κάποιου επιδημούντος ανταρτόπληκτον από το χωριό Ρουσίλοβο.
 Εκεί στο καφενείο του Τερζή σύχναζε το δεύτερο σκέλος των Βλάχων, ο Αντρέας, ο Γκόγκος, τ΄αδέρφια του Τάκου, τ΄αδέρφια Κατσάρα, ο Δημάκας «Τζάκ Πάλανς». Ακόμα οι Τσακλάνηδες από τον απέναντι μαχαλά, ο Στόγιος ο «μαχαιράς», ο πατσάς και του γιαούρτι των αδερφών Λυμπάρη (του Γιάννη και του Βαγγέλη), κάποιο χάνι ανάμεσα όπου το μανάβικο (Λυμπαρέϊκο κι΄αυτό), το κουρείο του Μυτιληνιού, το ψωμάδικο ποιού άραγε, και στο τέλος της σειράς, προς το κέντρο της πόλης, το παντοπωλείο του Τάνη Λυμπάρη.
 Στα παζάρια κατέβαινε από το χωριό του, εκεί τακτοποιώντας όσες σωματικές εξαρθρώσεις (κυρίως) είχαν την ανάγκη των επεμβάσεων του πρακτικού αυτού, μαγικού γιατρού, Ρουσουλέντση.
 Από τη πάνω πλευρά του καφενείου Τερζή, τα σουβλάκια του Τσολακίδη που έσπαζαν τη μύτη των περαστικών• το μαγαζί ήταν ιδιοκτησία του Γιάννη Καρανικόλα, που συχνά εμφανίζονταν εκεί πίνοντας τα τσίπουρά του.
 Και το καφενείο του Χατζηηλίαδη υπήρχε, του ΘΩΜΑ, με την ξανθή γυναίκα και τα δυό παιδιά τους. Ώσπου να στεριώσει στην τελική του θέση, προϋπήρχε στη σειρά του Θανάση Λιούκτση, σ΄ένα στενό μαγαζί• κατόπιν στη γωνία των μαγαζιών του Ηλία Ζαχαριάδη του σιδερά, δίπλα ο φίλος ο Σάββας Ιωαννίδης με τον «Δάσκαλο» Χρήστο Λιόλιο και απέναντι οι ξύλινες παράγκες των τσγκάρηδων, του Ηλία Σεκέρογλου και του πάμπτωχου Μπάι Γκούση.
 Διαγωνίως πενήντα μέτρα και προς την έξοδο της οδού Εγνατίας στην Έδεσσα, μεταφέρθηκε ο Θωμάς, εγκάρδιος άνθρωπος, πάντα γελαστός, παλιός Ελασίτης και με τραύμα στο δεξί πόδι.
 Καλός ο μεζές του και περίφημοι οι γευστικοί καφέδες του, τον χειμώνα το βουνίσιο τσάϊ.
 Βαλκανική Ομοσπονδία ονομάζαμε το καφενείο• σύχναζαν εκεί παπλωματάδες, τζαμτζήδες, επιπλοποιοί, εργάτες, συνταξιούχοι, περαστικοί χωρικοί, άνθρωποι κάθε καρυδιάς καρύδι. Και ο Σταύρος ο Σεκίζογλου, ο Παναγιώτης Κιρμάνογλου, ο Σίπκας ο Μεσημεριώτης, ο Λάζαρος γαμπρός στο χωριό Ριζάρι, ο γείτοντας ο Μεγάλος, οι Καρτσέληδες, παιδιά του α’ συνοικισμού, περαστικοί πλείστοι όσοι. Αστέρι ο Παύλος ο γαλατάς• όταν έπαιζε τάβλι (έχανε – κέρδιζε), μια ομπρέλα ανθρώπων που πείραζαν και γελούσαν τους διαγωνιζόμενους γύρω γύρω, αυτόν κυρίως.
 Μόλις, λίγο πριν, είχε κλείσει το πρατήριο μπενζίνας Mobil oil του Πρόγιου απέναντι, στην οδό Εγναρίας, Σημάδι κι΄αυτό μαζί με το στέκι του καφενείου του Θωμά Χατζηηλιάδη, που εξυπηρετούσε την γειτονιά μας με τον καλύτερο τρόπο.
 Αυτά ήσαν τα κυριότερα καφενεία. Υπήρχαν ωστόσο και άλλα, μικρότερα σε μέγεθος, με διπλό μάλλον τρατάρισμα και σε περίεργες ώρες η λειτουργία τους. Να τ΄ αριθμήσουμε:
 Στο στενό του Καλημέρκα, του Ζλάτη και του κουρέα – βαλσαμωτή Πετσίβα, το στέκι του μουστακαλή Σαρακίντση ενός ψηλού ξερακιανού καλοκάγαθου ανθρώπου. Το καφενεδάκι του μόνο για τις ώρες της νύχτας, για όσους ξενουχτούσαν ή ξεκινούσαν τη δουλειά πρωί. Ο καφές το τσάϊ και το ρακί μέχρι τι οχτώ το πρωϊ, λίγο μετά έκλεινε.*
 Στην ίδια κατηγορία το στέκι του Νικολή στη γωνιά της αυλής του σπιτιού. Νάνος ο Νικολής αγαπητός πολύ, αδερφός του δασκάλου μας στο τζαμί, του κυρίου Μυλωνά.
 Στην πλατεία του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού το Στέκι. Μετά το απόγευμα κυρίως οι δοσοληψίες. Καφέδες, ποτά, τσιγάρα και τσιγαρλίκια. Όλα αυτά σ΄έναν μικρό χώρο, οι περαστικοί έβλεπαν τα διπλωμένα κιουπένκια και μέσα πάντα (νύχτα μέρα) ένα θαμπό φώς. Εκεί περνούσε ο Νικολής τη ζωή του.
 Μόνη του έξοδος όταν ο Κυριάκος ο Κοτζιάς (ο κατοπινός ναϊφ ζωγράφος) τον έβαζε στον σκελετό του ποδηλάτου πάνω σ΄ ένα μικρό ξύλινο σκαμνί και τον πήγαινε στο γήπεδο να δούνε τα παιχνίδια τα ποδοσφαιρικά, του προσφυγικού συλλόγου «Νέα Γενεά» και να γυρίσουν πίσω• στο Στέκι τα βράδια καπνός και ντουμάνια (μικρός και ο χώρος)• και κάποια φάλτσα ρεμπέτικα τραγούδια της Εποχής μαζί με τους αμανέδες.
 Άλλο στέκι, απόμερο, εκείνο του Παρίση κοντά στον μύλο του Πίγκα, στο γεφύρι που πάει στην Στρατώνα, δίπλα στις λανάρες του Γραμματικού. Περισσότερο μπακάλικο το στέκι του Παρίση για τους περαστικούς φαντάρους, τη ρετσίνα και την ομελέτα.
 Μικρό στέκι, απόμερο κι΄αυτό, του μπάρμπα Γιάννη Θωμαϊδη, του μετρ του καφέ -μετά το «ατύχημά» του, που τον εξαφάνισε από το κέντρο της Αγοράς, στο ηλιοβασίλεμα της κοινωνικής προσφοράς του, είχε πάει κάπου κοντά στις αποθήκες του Άϊκου, κοντά στο Τριφύλλι, με λίγους πιστούς μερακλήδες φίλους.
 ‘Ένα στερνό, κι΄αυτό του Χρήστου, του γείτονα, του «Κύκλωπα» καθώς τον ονόμαζαν κάποιοι. Γυναίκα του η Γιαννούλα, παιδιά τους η Πόπη και ο Γιώργος ο διπλός, που έμελλε να μη στεριώσει στο σπίτι τους.
 Παλιός κουρέας ο Χρήστος, γκαρσόνι τα Σαββατοκύριακα, μεροκαματιάρης, ντόμπρος άνθρωπος, πονεμένος πολύ –μάνα του η Ντουντού η κυρία Καλλιόπη. Νωρίς άνοιγε το στέκι του, κάποιος καφές αλλά μετά τις δέκα το πρωί, αβέρτα το ρακί και ο ψιλομεζές, για τους φανατικούς του ποτού. (Πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι όλοι κελαϊδούσαν• κάτι γνώριζε το διπλανό μπακάλικο του Συλβιάδη και το απέναντι φαρμακείο του Ρεβυθάδη). Το άλλο στέκι από την κάτω γειτονιά ήταν «η Αλάσκα» του Δήμου του Γούνη. Ήσυχο, ημισκότεινο με όλο το εξαθλιωμένο προλεταριάτο της περιοχής. Ο Τσίφτης, ο Τάκης ο Μπίλας ο σωφέρ, κάποιος από το σπίτι του κυρ Νικόλα του καστανά, ο Σωτηράκης ο Αρβανίτης, ο θείος μου ο Ευθύμης, οι τακτικοί, πότες κυρίως, του καπηλειού «η Αλάσκα».
 Κλείνοντας ο μεγάλος κύκλος, των καφενείων, βρίσκει το καφενείο του μπαλαδόρου Φόρη Γεντζή. Το μαγαζί στο κάτω μέρος του τετραγώνου Ντέλιου, πλάϊ στον Βόδα, έχοντας την όψη στον δρόμο του Σταθμού, κοντά στο παλιό κινηματογράφο «το Βέρμιον» και το Πανδοχείο του Αλέκου Μπαλογιάννη με τις δυό πανέμορφες ξανθές κόρες.
 Στο καφενείο του Φόρη σύχναζαν οι ποδοσφαιρόφιλοι φίλοι και θαυμαστές του, ο Μουζεκιάρης, οι Κορδάληδες, οι Λάγιοι, ο Βαβούρης, ο Τζάνης, ο Δημητράκης, ο Αιμίλιος. Όλα με τα προσφερόμενα «σφηνάκια», ελάχιστος έως ανύπαρκτος ο μεζές, ξερά σφηνάκια.
 (Πάνω από το μαγαζί βαρύς ο Ίσκιος του Γρηγόρη, του Μεθόδη, του μπάϊ Τάση, του Ντίνκου, και της Σίας, αργότερα κυρίας Τσεπκεντζή).
 Αξίζει να πάμε λίγο πιο κάτω: στην ίδια σειρά το πάλαι ποτέ Εργατικό Κέντρο, το ψωμάδικο του κυρ Στάντζου, το στενό του Γλάρη και του Τσέμτση, το ζαχαροπλαστείον ο «κρίνος», ο Καράς, τα Δικαστήρια, το μπακάλικο του Τάση Μπακάλτση δίπλα στο σπίτι των Πιπλικάτσηδων, το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Ορφανίδη, το ατμοκαθαριστήριο Τουσίμη και τέλος στη γωνιά, ο Γιώργος Φισφισές, παλιά ποδηλατάς και πρόσφατα φωτογράφος.
 Διαγωνίως απέναντι το οικοδομικό τετράγωνο των Νουσκαίων και των Σκίπηδων, το ζαχαροπλαστείο του Θανάση Γουνίδη (αργότερα «η Αγνότης» του Μπουζιάνα)• Όμως να μην ξεχάσουμε και το μπαρ του «Νίκ-μπάρ», με τη μάνα του, την αδερφή του και τον κατοπινό γαμπρό του τον «Κιρκοτσιόν». Αξιοσημείωτο, στον μικρό του χώρο, ήταν το κατοχικό κλασικό ρητό κάπου στον τοίχο «ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ».
 Επιστρέφοντας πίσω, στο καφενείο του Φόρη, δεξιά ανεβαίνοντας τον δρόμο προς τον Σταθμό, υπήρχε κάποιο άνοιγμα και μια βρύση, το περίφημο περίπτερο του Ζαν Τσεπκεντζή, «καρσί ντέ Παρθενών» και τα μαύρα κάγκελα, γύρω γύρω, του περικαλλούς Γυμνασίου μας. Μη λησμονήσουμε και το καφενείο-ρεστωράν, κάτω από το ξενοδοχείο-πανδοχείο Μπαλογιάννη, του Τόλη Δερβίση. Φαγητό, μεζέδες, μπιλιάρδα, τάβλι, χαρτιά. Περνούσαμε κάποτε και από ‘κει, στην κουζίνα ο άριστος Γιάννης Λιόφης, ο «παππούς» -οι παρέες εκεί καλόκαρδες, πειραχτήρια και είρωνες εύστοχοι.
 Το καφενείο του Φόρη, τελευταίο στην αφήγησή μας καθώς κλείνουν οι παλιότερες Εποχές και οι άνθρωποι που γνωρίζαμε αραιώνουν.
 Τι μ΄έπιασεν και γράφω για τα καφενεία (και τα στέκια) των Βοδενών; Μάλλον ο καημός μου για τόσους ωραίους ανθρώπους –επώνυμους κι΄ανώνυμους- που χάθηκαν οριστικά και αμετάκλητα. Εκτός, θέλω να πιστεύω, από τη μνήμη των ανθρώπων (ίσως) και την όποια συνέχεια.

Μάρκος Μέσκος
Μάρτης-Απρίλης ‘15
Θεσσαλονίκη


* (Είναι αυτός που μας συνέτιζε λέγοντας: ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθά!).
* Όταν αργότερα εξαφανίστηκαν τα καφενεία από τα Πλατανάκια, κάτι περισώθηκε προς την πλευρά του Νόϊτση, το καφενείο (άλλης κοπής) του Δήμου και κέντρου –ίσως υπάρχει και σήμερα.
* Και θυμάμαι εκεί, τακτικόν επισκέπτη, τον Τόλη Σαλαμπάση, προτού πάει στον μύλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: