1.1.19

Μάρκος Μέσκος, Απαγγελία

Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
(Ψιλόβροχο, 2000)

V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απʼ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVI
Πέλμα της χήνας φύλλο συκιάς είναι άνοιξη
στο περιγιάλι χάνεις τον λογαριασμό πόσα κύματα φτάνουν
πόσα καράβια αναχωρούν ή γράμματα ή φιλιά
μέρα και φως και μια βαρκούλα δεμένη με το ψάρι στην κοιλιά–
ψέμα τα χρήματα και ψέμα η ομορφιά δούλη του ανθρώπου
προτού μαζί του πεθάνει.
Το Μεσολόγγι πιο κάτω ψηλά το φεγγάρι σημαία
το αίμα του πια δεν βροντάει και δεν κοκκινίζει τα όνειρα
κουρέλια της πόρτας δεν εμποδίζουν το κρύο της καρδιάς
(άδειο καλάμι, είπες, φυσώ ήχος θλιβερός)
κύματα κύματα κύμα και λευκός γιαλός – δεν φταίμε
τα πράγματα παίρνουν μακρινές διαστάσεις και
τό δέντρο μελαγχολείο βουβά τα πουλιά.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απʼ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο – για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί – με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απʼ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ – μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο–μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τʼ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν
στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,
ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια –
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)
Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)
Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ
Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξιπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα ή στέγη
μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο.
Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απʼ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
ΙΙΙ
Κάποτε θʼ ασπρίσουν τα μαλλιά σου θα ʼσαι ένα τίποτε
άνθη κερασιάς ρόδα στους κήπους και αγάπη — ποια αγάπη;
Χελιδόνια πού κλειδώνουν τον αέρα της νυχτερίδας γκρεμός
καί το φεγγάρι απάτη από χαρτί. Στο ποταμάκι κάθονται
συλλογισμένοι οι φίλοι
στο χέρι καθρεφτίστηκες κι εσύ
υγρό κόκκινο φύλλο τα χείλια σου μα ξάφνου
σταφύλια σάπια κατεβασιά στον Άδη—
η λήθη βρέχει σήμερα όχι ο ουρανός.
Πριν απʼ τον κόσμο και μετά τον κόσμο η Γη μωρό στα σεντόνια
του τάφου
τρωκτικά ρολόγια το φως τρυπάει περισσότερο κι αν βρέξει κάποτε
αυτοστιγμεί κλείνει τʼ ομπρελίνο στα μάτια πόνος οξύς
η βροχή όρθια σκάλα
ψηλά ψηλά ό ουρανός πώς να μισέψεις; Μόνον
οι μεταλλωρύχοι σκαρφαλώνουν στον ουρανό από τη μαύρη
νύχτα στο λίγο αέρι
ήλιος και χρυσάνθεμα και λυπημένη παρηγοριά και γλάροι εξόριστοι
και φεγγαρόψαρα του βυθού — για σε δαμάλια σφαγμένα. Ξένα
λοιπόν
και τα όνειρα, στα μάτια να σε κοιτάξω και να πεθάνω
να σε φιλήσω και να χαθώ απʼ τον κόσμο
μπροστά ένα ασήκωτο δειλινό κρασί το ποτίζεις να λαφρώσει
πιο κάτω είναι καλύτερα (βαθύ μουρμούρισμα χόρτα θαλασσινά)
ο ήλιος φεύγει
φεύγω κι εγώ
με τον ύπνο περνώ και με καπνό τον άσπρο φράχτη.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απʼ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VI
Γριά κυρα-Λισάβετ θα σε πάω στη Μηχανιώνα
τσίλικο τʼ αμάξι και κρασάκι όπως σʼ αρέσει
μην πονάς θα βρούμε στο φεγγάρι κάποια θέση —
κάντρο των μελλοντικών αντικέρ στον κουφόν αιώνα!
Θα ʼναι εκεί η Μαρία με τον Σταύρο και τον Τόλη
ούτε γάτα ούτε ζημιά ήσυχα στο περιγιάλι
μοναχά μια νύχτα μακρινά τα φώτα κι η βαβούρα ζάλη ––
στο αδειανό κεφάλι μας κολλημένο ένα πιστόλι.
Ζωντανοί νεκροί το χάραμα για τη Σαλονίκη πίσω
μελαγχολικό τραγούδι απʼ τα παλιά λησμονημένο
τα Ντεπώ και τα Κουλέ Καφέ με αεράκι ξένο
και σημερινό —τί λες;— λέω πάλι νʼ αγαπήσω…
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XIX
Κι αν το ρολόι σταματημένο στον ίλιγγο του ηλίου
κι αν η θάλασσα παφλάζει στον πάτο της σιωπής
κι αν αθέατα άλογα βουλιάζουν στο χρυσάφι ακόμα
αν η στροφή του κόσμου στο βάραθρο οδηγεί των αιμάτων
κι αν θάνατος είναι των αγριμιών οι φωνές
ας πούμε ακόμη δυο λόγια
παραδείγματος χάριν η Καρατζιόβα παράγει
πιπέρια μπαμπάκι καπνό και χασίσια
κι όταν παζάρι ημέρα Πέμπτη και με όποιον καιρό
οι μάνες δημόσια θηλάζουν στον μαστό
τα νεογνά βλαστάρια και τα πίτσκα*.
* αρτιγέννητα
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο — για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί — με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απʼ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Υπάρχει μνήμη στο κέντρο της γης. ήλιος στον ουρανό και ουτοπίες.
Κατηφορίζοντας, θαρρώ, την Κατάρα και δεξιά, κατʼ εύχήν, η παλιά Βοβούσα
άνθρωποι κάθε εποχής περαστικοί μα η σκοτωμένη ώρα μάταια προσμένει
άλλοι έσπειραν άλλοι θέρισαν και το δίκιο στην άκρη του γκρεμού
πρωτόφαντα όπλα καθώς εξαίσιοι θεοί τα δόλια άλογα του Κορτέζ
σαν όπως εξέρχεσαι της αγάπης κατισχυμένος κι αντηχεί
το χάος με φλογέρες και σκόνη — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Άπολις εγώ, είπε, κι εγώ με την αυτογνωσία τάχα τί κερδίζω
μόνος, ολομόναχος με την ευχή της μάνας μόνον
στην ανθρωπογεωγραφία Κατράνιτσα ή Βοβούσα ή Γραμματίκοβο ή —
ο κεραυνός του μαχαιριού στην κορυφή της κεφαλής κι ό μόσχος μουγκρίζει
κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο… — Πύρ!
αδιέξοδα της ιστορίας πνιγμένες φωνές — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Αλλοπαρμένα δειλινά κι οι μάγισσες σφυρίζουν μα εκείνος με τον αέρα μιλεί
τι δίνει τώρα για την ψυχή του τί προσφέρει στη βαθιά του πίστη
τον Δημήτριο Γκίνη, πρώην ποιμένα, άγγελο άγγελο των μακρινών ουρανών
σήμερα η θάλασσα μουρμουρίτσα κι αρραβωνιασμένα κύματα γιαλό-γιαλό
αύριον τα ποιήματα φι χι ψι και νετρόνιον ωμέγα
ω μέγα ψεύδος της τέχνης ω μέγα ψεύδος μας –– η άκρη του κόσμου
ποια νάναι;
Γλώσσα του ανέμου της στάχτης σάρκα ήτανε λάθος το πρωΐ και λάθος
το φεγγάρι που λευκάζει τα σεντόνια του Άδη όταν όλοι
σκεφτικοί γυρίζουμε πίσω στην πρώτη φωτιά
κατηφορίζοντας την Κατάρα κι ανηφορίζοντας την Ευχή ––
με το δικό του φιλί με το δικό του χαίρε, ο αδέκαστος
ο γιός της Καλλιόπης ακόμη ζων κι ακόμη ρωτώντας.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τʼ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν
στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
¬βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,
ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
¬
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια —
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)
Ο ΧΟΡΟΣ
Μάτια κλειστοί μάτια στο φως — ποιο ταξίδι;
Στροφές στροφές στο ταψί με τα γόνατα και του Μαγιού οι μυρω-
¬διές τα κόκκινα κοράσια ανταμώνουν τον πικρόν Καρατζιόβα
αχ! μην πάνε τζάμπα, μόνοι κι αγκαλιασμένοι να χορέψουν πουλιά
στον αέρα• άσπίδες-όρκοι κρυφοί στις ρεματιές, πατούσες ματωμένες
χαμηλά το τραγούδι — στη μνήμη των νεκρών φίλων χορεύουν σαν
αγαπημένη (κι άφαντη) δικαιοσύνη (όση βροχή μπορεί να κρατήσουν
τα φύλλα στα δέντρα). Πουλιά περίεργα τσιμπολογούνε το νερό
παίρνοντας το ελάχιστο μερτικό τους• τόσο μόνο. Στον θάνατον
επιστρέφουνε στη μακρινή πατριδα έλεγαν οι μεγάλοι. Με κομμέ-
¬νη γλώσσα τραυλίζουν μιλώντας, μουσικές κοκαλωμένες στη λίμνη.
Μα εγώ δεν θέλω τίς οξιές που ανθίζουνε στο βιός του Σουλεϊμάν
αγά, επιθυμώ πιο πολύ τον άλλον τον Αράμικο — φθόγγοι πού σηκώ-
¬νονται από την άβυσσο, για να πετάξουν, ψυχανεμίσματα μυστικών μικρών
ελπίδων, κλέφτες σιωπηλοί σαν τʼ αεράκι πού κόπασε• εσύ
φυλάξου όταν ηχήσει βαριά ό ρυθμός: το μαστίγιο υψωμένο
θα σε λιανίσει εάν δεν λυγίσεις• με το χώμα ένα γίνου και
μη λησμονήσεις όταν θαρθεί ή σειρά σου πόσο πονούσες σακάτης
βήμα το βήμα μια στον αέρα μια κάτω στην πέτρα την παγερή, ά-
πλερος σύντροφος κι εσύ, τόσους αιώνες τόσοι αγώνες τόσοι χοροί
πληγές πού χορεύουν μάτια χέρια πόδια μέτωπο πληγές• και μαντίλι.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. ΄Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ — μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…
(Χαιρετισμοί, 1995)
Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
Όμορφος είναι• φεύγει.
Χτυπώντας το ένα στήθος πονούσε και τʼ άλλο, τα μάτια έκλαιγαν
μαζί. Σε γέλασα, φώναζες πάλι, είπα δεν θα γεράσω, άσπρα μαλλιά
στην κεφαλή μου δεν θα δεις — όσα τα βήματα σου τόσα γρόσια.
Κι από το ξέφωτο ευλογούσε η Άγια Παρασκευή, χαρά μεγάλη,
πλαγιασμένες οι πέτρες όπως κι οι ανώνυμοι αιώνες τώρα νεκροί.
Λίγο-λίγο πιο σιωπηλός κι από την γκορτσιά τη φαρμακωμένη
ζούσες ψευτοζούσες αγκαλιά με την αυτογνωσία των αγελάδων
τί να κάνει το χωριό ράγισε• με φωνές τρομαγμένες κύλισε
πιο κάτω• και δεν αρκούσε το τραγούδι του Φώτη πού γύρισε πί¬-
σω καλώντας ζωντανούς νεκρούς για την ανάσταση. Του κάκου!
(Λίγοι φωνάζουν κανείς δεν ακούει)• στον αέρα οράματα
φαντάσματα εκτελέσεις όταν οι γυναίκες έχυναν τα μαλλιά τους
στο ποτάμι πλένοντάς τα. Τώρα στους τάφους χαμογελούν φωτο¬-
γραφίες ξεθωριασμένες, μπλοκάρει από τα στενά ήχος λάλος αντί––
του αντίλαλου ολάκερη η μάνα σύνθημα-παρασύνθημα: Θάνατος.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Όλα τα πολλά και μεγάλα.
Θροΐζει η χλόη, τʼ αστέρια της γης διαμάντια σπασμένα και πάχνη
πρόσεχε τα βήματά σου με θάμπος κομπιάζουν και λοξοδρομούν
συχνά. ποια, καλή μου, η επόμενη σκέψη, θριαμβικές αψίδες μονο¬-
πάτια και θάμνοι ανώνυμοι, μην τάχα σαλέψουν οί αρμονίες
η γαλήνη, η ευδία στους ουρανούς, η μοίρα η γαλανή που τυφλά θροΐζει.
Μα νύχτωσε. Σβήνουν τα κάλλη της ημέρας τα ψεύδη τέλος.
Ο ίσκιος με τον ίσκιο αναμετράται (αρουραίος μικρός
στην αντίπερα όχθη λακίζει) σωσίες του σκοταδιού τα μαύρα
ερέβη την επιστροφή νοσταλγούν τίς πρώτες περπατησιές
εκεί πού γεννήθηκαν εκεί νʼ αποθάνουν. Στα φίλια κυπαρίσσια
τα μαγικά της νύχτας σε μια πλαγιά του λόφου Προφήτης Ηλίας
έστω λησμονημένοι έστω πηλός και σκόνη και πέτρα του τόπου
κόκαλα πού πέρασαν τη λίμνη καθώς πρέπει τιμητικά
με σεβασμό με ρούχα καθαρά όχι σαν αδέσποτα σκυλιά στο αμπέλι.
(Δεν ξεύρω ψυχή μου τί θα μας σώσει) — αν έχεις πανσέληνο πληρώνεις.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΟΝΕΙΡΑ
(Ελπίζεις σαλπίζεις νύσταξες πάλι).
Του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα
Ξεστράτιζαν πάντα ασύλληπτοι ιππότες στο δάσος χαράματα κελαηδημένα
και σπαρταρούσε η βροχή πάνω στα νερά σκορπώντας τα σημάδια
τίποτε δεν στέριωνε, γκρεμισμένα βάσκανα προδομένα, καπνός και πάνε
με άλλο πρόσωπο άλλων τον ύπνο να χτυπήσουν, πλούτη να ρημάξουν
και να πλανέψουν φωτεινά γαλάζια μάτια οδηγώντας τα στα σκοτάδια.
Ανήσυχα τα κυπαρίσσια στον αέρα — διάβασέ τα• σκιές του παρελθόντος
σαν ήλιος λάμπουν μα τώρα η ανοησία της σκουριάς αρχή ποιας
αγάπης; Κρύα τα χέρια της αγαπημένης από καιρό κι αυτήν που
φιλούσες είναι ήδη νεκρή. Σαν το σκυλί που όλη νύχτα συλλαβίζει
στα βάραθρα πεταμένο. Λοιπόν; Χρείαν έχεις ονείρων.
Το κενό (πάλι) του έφιππου αναβάτη να περάσει τα ψηλά βουνά
χάδια στη φεγγερή σελήνη σύντροφοι παλιοί να κλείσουν τα βλέφαρά του•
πλησίον οί γαλαξίες πλησίον οι συντριβές μάντεψε την υπόσχεσή τους
την άγραφη αν μπορείς• με τον υβίσκο συντάξου πού έχει μιας μέρας ζωή
ο ανθός του, άχαρες πέτρες πού επιζούν στο χώμα, τίποτε άλλο.
Σε γυροφέρνουν ξανά κι αν βαλτώνεις χωρίς όνειρα ελπίζουν εκείνα
για σένα — άγνωστα τραγούδια ενθύμια όσων σκέπασεν η λήθη η τυφλή
σκοποί αλλοτινοί σα να μην χάνονται στα τρίστρατα του κόσμου. Εσύ τώρα
βάλε μυαλό, καλού κακού μην κόβεις λουλούδια τη νύχτα — πονάνε. Σαν
κατάρα, συνήθεια παλιά, επιστρέφουν και τα όνειρα πίσω.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΦΥΛΛΑ
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους. Τί λέγαμε λοιπόν
για τʼ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει; Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τʼ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.
Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΙΧΝΗ
Την άλλη μέρα χάνονται σιωπηλά τα σημάδια
στιγμές – στιγμές παίρνει σημασία το δρομάκι που στρίβει
αθέατο αθόρυβο χαμένο το νερό μέσα στο χώμα
σκιές πουλιών περαστικών η γλώσσα πάει αλλού το αίσθημα μένει
τέλος η βλέπουσα σιωπή τον νικητήριο επίλογο τον άδικο.
Σκόνη• χάδι του ανέμου γυρίζουν τα μυστήρια στην ερημιά
χορός φαντασμάτων στους ανώνυμους τάφους πηχτό σκοτάδι
μια ζωή ανταμώνουν οι γυναίκες στο ταχυδρομείο της ξενιτιάς
σταυροδρόμι και παντομίμα μουγγή έσχατη παρηγορία
ψυχές περνώντας το γεφύρι της νύφης χάφτουν οι δράκοι
πώς να πιστέψω τίς μεταμορφώσεις ήρθες θα φύγεις
κακήν κακώς ένοχα βράδια χαράματα αλαζονικά
και γλυκύτατα στην αντίφαση κεντημένα ποια νάναι ολάκερη η αλήθεια
τι άλλο άραγε μένει (δεν ζει κι ο παππούς να ρωτήσω
μόνον ή λέξη καρναφίλι ξεμύτιζε ευωδιάζοντας) — τίποτε άλλο.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
(Ψιλόβροχο, 2000)
Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)
Πέσε βροχούλα σιγαλά
με το νερό μαλάκωσε το χώμα
τα ράμφη των χελιδονιών να πάρουν
λάσπη για τη φωλιά τους.
(Ψιλόβροχο, 2000)
Ένα δάχτυλο ένα φύλλο ένας σπουργίτης
δείχνουν τον άνεμο τον άνεμο τον άνεμο!
(Ψιλόβροχο, 2000)
Τρυφερά μοσκάρια αντάμωναν στο λειβάδι
πρόβατα ενός μηνού κοιτάζονταν στα μάτια.
(μην άνθρωποι τάχα;).
(Ψιλόβροχο, 2000)
Το δάσος βούιζε. τίποτε δεν ήταν.
(ανέκδοτο)
ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ
Στα μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι μια νοσταλγία ατέλειωτη – θάλασσα η φωνή σου
δε μου κάνει.
Αηδόνια δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.
Στέκομαι απέναντί σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν είναι διόλου δύσκολο
ποια ώρα της φωνής σου μού ταιριάζει.
(Προς το παρόν η ποίηση είναι ψυχή).
Μαυροβούνι, 1963
Ένδοξη έξοδος από τη ζωή
αγαπώ άρα κινδυνεύω
από τα δύο μήλα πήρα τον έναν καρπό
και το λουλούδι χτικιασμένο πήγαινε προς το φως
τα βήματα μας πίσω απʼ τη φωτιά
τα βήματα μας κάτω από τη στάχτη
θλιμένοι καβαλιέροι πεζοί εραστές
του έτους τρίτη εποχή και σημαία
θα πάμε λοιπόν στο τέλος του κόσμου
Τα φαντάσματα της ελευθερίας, 1979
μακρινή μου πόλη σπίτι μυθικό σε φτάνω
ξαστέρωσε μʼ όλο το φως και τώρα ο δρόμος νάτος
να η πλαγιά να η αυλή να τʼ ονειρεμένο δέντρο
και να του ανθρώπου χνάρι
αν δεν σʼ ανταμώσω τίποτε δεν είμαι
χόρεψε και τραγούδησε αφού σʼ αγαπώ
(Τα φαντάσματα της ελευθερίας, 1979)
ΧΩΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ
Ι
Έσφιξα τα χέρια των συγχωριανών μου
–τη μοίρα οργωμένη από τʼ αλέτρι
τον ήλιο και τʼ αγκάθια από τα χερσοχώραφα
και την οργή τους.
II
Ο ουρανός θρυμματισμένος όνειρα
κάπα στην αγρύπνια του βοσκού κι αμίλητη φλογέρα.
Τη νύχτα αυτή όσα τα μάτια τʼ ουρανού
τόσα τα πρόβατα στη γη.
ΙΙΙ
Ζέψαν τα βόδια από τίς τέσσερεις χαράματα
αφού τον αδερφό του ήλιο με την πλούσια κόμη
ξαπλώσανε στον κύκλο του αλωνιού
σπυρί σπυρί κουρσεύοντας το στάρι.
IV
Βάλτους δεν έχουμε δω να κρώζουνε τα νεροπούλια
τα καλοκαίρια δω άνεμος δε βογγάει, τʼ αρνιά
σκαρίζουνε, τα καριοφύλια κοιμούνται.
Πούθε έρχεται κάθε μεσάνυχτα η παιδική φωνή
τρέλα γεμάτη καί παράπονο;
Πριν από τον Θάνατο, 1958
Μάρκος Μέσκος
Γεννήθηκε το 1935 στην Εδεσσα της Μακεδονίας, όπου και τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Στο εμπορικό του πατέρα του κατόπιν και από το 1965 στην Αθήνα. Γραφίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής σε διαφημιστικά γραφεία, επιμελητής εκδόσεων και ενδιαμέσως αρκετές πρόσκαιρες δουλειές του ποδαριού. Το 1981 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.
Έγραψε ποίηση (πρώτη συλλογή Πριν από το Θάνατο-1958), πεζά κείμε-να καθώς και δοκίμια προσωπικών αφορμήσεων.
Μέλος της ομάδας του περιοδικού Σημειώσεις στην Αθήνα και των Χει-ρογράφων στη Θεσσαλονίκη.
Εργασίες του, ακόμη, υπάρχουν κατά καιρούς στον τοπικό τύπο της ι-διαίτερης πατρίδας του, σε περιοδικά και ανθολογίες.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες.
Βραβεύτηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω το 1996 για τη συλλογή Χαιρετισμοί και με το βραβείο Καβάφη 2005.

http://www.poiein.gr/2006/02/21/iuneio-iyoeio-adhaaaaessa/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: