Για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Χ. Θεοχάρη «Πλησμονή οστών» (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Βέη
«Κάρβουνο ο ουρανός και η οδοντόβουρτσα του πεθαμένου περιμένει. /
Ο φίλος μου / από το ιατρείο του κάτω κόσμου / μου τηλεφωνεί.
Μου στέλνει φάρμακα, /
μου στέλνει ποιήματα. Ο φίλος μου, ο επιζών».
Γιάννης Κοντός, Τα Οστά, 1982
Ο φίλος μου / από το ιατρείο του κάτω κόσμου / μου τηλεφωνεί.
Μου στέλνει φάρμακα, /
μου στέλνει ποιήματα. Ο φίλος μου, ο επιζών».
Γιάννης Κοντός, Τα Οστά, 1982
«Τα ποιήματα είναι οστά λευκά / πλυμένα με γλυκό κρασί / απαλλαγμένα μνήμης αλγεινής».
Αντωνία Μποτονάκη, Τέρμα Θεού, 2018
Αντωνία Μποτονάκη, Τέρμα Θεού, 2018
Θέλοντας να ορίσω, με ελάχιστους όρους,
την ψυχική εκείνη τάση, η οποία θέτει σε κίνηση, ως πρώτη ευλογία, την
όλη ποιητική παραγωγή του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, θα διάλεγα τις εξής δύο
λέξεις: «αροτριώντας ακατάπαυστα». Απαντούν μάλιστα στην επιλογική
σελίδα 102 της παρούσας συλλογής. Πιστοποιούν, φρονώ, την αμείωτη,
μεταξύ άλλων, ένδον διεργασία για: α) την αναδημιουργία ενός φίλιου
παρελθόντος, β) τη συνταύτιση με τα ινδάλματα ενός εμφανώς στοχαστικού
βίου, γ) την προβολή των ζωτικών δεικτών της δημιουργικής γραφής, δ) την
αναβάθμιση των γλωσσικών δυνατοτήτων αναπαράστασης των κρίσιμων τοπίων,
ε) την αναδιάταξη των φαινομένων τριβής του εγώ με τον Άλλον, στ) τη
μελέτη του μυστηρίου του έρωτα, αλλά και ζ)
την εξημέρωση, ει δυνατόν,
του αισθήματος θανάτου, το οποίο, σημειωτέον, όντας εξαιρετικά έντονο,
κατισχύει των άλλων δεδομένων στο δεύτερο μέρος της συλλογής. Για τις
ανάγκες της εποπτικής στιγμής καταθέτω τα εξής εύστοχα ανακεφαλαιωτικά:
«Ο λόγος του Γιώργου Χ. Θεοχάρη διαμορφώνει μια ποίηση που επιλέγει –ή
την επιλέγει– η ανα-μνημόνευση ως συμβιβασμός της επιθυμίας με την
πραγματικότητα, ως μια ανα-κατά-σκευή, ως ενσάρκωση της ελπίδας του
νόστου, όταν η ελπίδα του μέλλοντος προβάλλει ανήμπορη να παρηγορήσει ή
να αντισταθεί. Αυτό που μαλακώνει τον πόνο του θανάτου, αυτό που
συμφιλιώνει με το ανεκπλήρωτο της προσδοκίας είναι η εκσκαφή στα βάθη
του παρελθόντος, η εναγώνια επιθυμία μας να δείξουμε πως μπορούμε να
μνημειώσουμε. Ή, όπως με σοφή παραδοχή μάς θυμίζει ο ποιητής, η
επιθυμία να πιστοποιήσουμε για άλλη μια φορά, μέσα από την ματαιοδοξία
της υστερο-φημίας, τη θλιβερή μας αναπότρεπτη θνητότητα. Γιατί η αποδοχή
της κοινής μοίρας, του μεριδίου μας στην ανθρώπινη αδυναμία είναι ότι η
συνείδηση των σημαντικών έρχεται πάντα αργά. Όπως ο πατέρας στην
ποίηση. Όπως η Ποίηση στη ζωή μας». (Βλ. τα όσα με υποδειγματική
σαφήνεια διαπιστώνει η ποιήτρια και διεξοδική κριτικός λογοτεχνίας Άννα
Αφεντουλίδου στην μελέτη της Εικονο – γραφίες συν-ηχήσεων: η σημασία της αναμνημόνευσης στην ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2016).Kαι μόνον η διπλή αυτή τιμητική αναφορά στον Απόστολο Μελαχρινό, που υπήρξε ο πρώτος Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934), συνιστά, επιπροσθέτως, έμμεση πλην σαφή υπόμνηση στην ικανότητα της λέξης να υπονομεύει, έστω παροδικά, έστω κατ΄ ελάχιστον, το έρεβος της αναπόφευκτης λήθης.
Το πρώτο μέρος φέρει τον καθόλα ενδεικτικό τίτλο Ρέει Έρως Αγεφύρωτος. Ενώ το δεύτερο και τελευταίο ονομάζεται Πάσσαλοι Οδοδείκτες. Αμφότεροι
οι τίτλοι συνοδεύονται από προμετωπίδες δανεισμένες από το έργο του
ομολογουμένως λησμονημένου λυρικού ποιητή, που είχε θετικά επηρεαστεί
από τον Στεφάν Μαλαρμέ και Πολ Βαλερύ, πεζογράφου και μεταφραστή,
Απόστολου Μελαχρινού (Βράιλα Ρουμανίας 1880 – Αθήνα 22 Ιουνίου 1952).
Πρόκειται, αντιστοίχως, για τους στίχους: Γλυκιά μου σκιά φευγατική, μορφή του πόθου λάβε και Της μάγας λέξης το ίχνεμα, λαχαίνει αργά και σπάνια.
Αρκούν αμφότεροι για να κωδικοποιήσουν την ποιητική προοπτική, όπως
αποδίδεται εδώ. Εννοώ: η (σχεδόν πάντα ανέφικτη) διάφυλη σχέση ως ο κατ΄
εξοχήν ποθούμενος Οίκος του υποκειμένου και η τυχαιότητα της ρηματικής
Αλήθειας (ως βασανιστικό) πεπρωμένο προκύπτουν ευθέως ως οι σημαίνοντες
κάθετοι άξονες των πλείστων αναφορών και αυτοαναφορών. Ασφαλώς και μόνον
η διπλή αυτή τιμητική αναφορά στον Απόστολο Μελαχρινό, που υπήρξε ο
πρώτος Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934),
συνιστά, επιπροσθέτως, έμμεση πλην σαφή υπόμνηση στην ικανότητα της
λέξης να υπονομεύει, έστω παροδικά, έστω κατ΄ ελάχιστον, το έρεβος της
αναπόφευκτης λήθης. Το λιτό αυτό μνημόσυνο αποτελεί όμως καταστατική
έκφανση μέσα πάντα στο ευρύτερο πλαίσιο της καλλιτεχνικής πράξης, όπως
την εννοεί και την τιμά ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης. Διαβάζω συνεπώς τον «Καλό
σπορέα στον Άδη», το προτελευταίο επιγραμματικό κομμάτι της συλλογής,
από την πλευρά των επαναλαμβανόμενων συνειδητά εξορκισμών του μη όντος.
Αναφέρομαι δηλαδή στις ποιότητες της εξόδου από την οδύνη του
επερχόμενου μηδενός. Ατομική και ομαδική.
Παραθέτω κατά λέξη: «Οργώνοντας έφθασες
στη θάλασσα / κι είδες εκεί την αιχμή του αρότρου σου / καρίνα της
βάρκας που, πάντα, σε περίμενε / ανέβηκες και επί των κυμάτων /
βαδίζοντας πέρασες στην Αχερουσία / αροτριώντας ακατάπαυστα / τώρα τα
πετρωμένα χώματα του Άδη». Η κίνηση, η οποία εντέχνως υπογραμμίζεται
εδώ, ανακαλεί την αέναη κίνηση του σύμπαντος Κόσμου. Η παρηγορία
ευσταθεί. Ο θάνατος ίσως είναι η συνέχεια ενός ταξιδιού στο πέραν. Δεν
τον επιδιώκει ασφαλώς το συγκεκριμένο ποιητικό υποκείμενο, απλώς τον
μελετά όσο πιο ψύχραιμα μπορεί. Η λέξη συνιστά τη μόνη άμυνά του. Λες κι
έχει κατά νου την συναφή ετυμηγορία του Επίκτητου: «είναι γελοίο να
τρέχεις προς τον θάνατο, ενώ έκανες τη ζωή σου δυστυχισμένη φοβούμενος
τον θάνατο». Εξ ου και η τάξη που επικρατεί στο δωμάτιο της
ετοιμοθάνατης: «Έτσι όπως πλευρίζει στον αγκώνα / κοιτάζει ένα κομμάτι
του Ελικώνα. / Με θρόμβωση του κέντρου νοημοσύνης / πηγή της Λήθης,
μνήμη Μνημοσύνης. / Εκείνο που δε βλέπει είναι η πόλη / κι η Έρκυνα που
την ενυδατώνει. / Στα μάτια της σπιθίζει μαύρη λύπη / καθώς το μάταιο
κόσμο εγκαταλείπει. / Παλεύοντας στον άνισον αγώνα, /σε βύθος έτσ’ η
μάνα εξαντλημένη, / αυτή ‘ναι η τελευταία της εικόνα / από τη Λιβαδειά
του Τροφωνίου, / όσο τον άγγελό της περιμένει / στο κρύο κρεβάτι του
Νοσοκομείου».
Ο προσωπικός της άγγελος τεκμαίρει τη
λύση του δράματος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι στίχοι αντί να μας
μαυρίζουν την ψυχής, υπόσχονται καταλλαγή. Η μεταφυσική τίθεται στην
υπηρεσία των ποιητικών μέτρων του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (βλ. «Γενικό
Νοσοκομείο Λιβαδειάς ΙΙ», σελ. 90).
Με τους δομικούς λίθους του συντεταγμένου του λόγου σε πλήρη έκθεση, ο ποιητής επιχειρεί να αποτυπώσει όπως μπορεί, με ό,τι μέσα διαθέτει, τη φαινομενολογία της αγάπης, του σεξουαλικού πόθου, της ανέκκλητης συντριβής του σώματος.
Με τους δομικούς λίθους του
συντεταγμένου του λόγου σε πλήρη έκθεση, ο ποιητής επιχειρεί να
αποτυπώσει όπως μπορεί, με ό,τι μέσα διαθέτει, τη φαινομενολογία της
αγάπης, του σεξουαλικού πόθου, της ανέκκλητης συντριβής του σώματος.
Ζητήματα που αφορούν το είδος μας παλαιόθεν. Αντιλαμβάνεται βεβαίως ότι η
ίδια η πραγματικότητα αμφισβητείται ως κυριολεκτικό, συνεπές με τον
εαυτό του Νόημα. Έχει ασφαλώς πληροφορηθεί ότι επί εξήντα χρόνια, οι
περισσότεροι φυσικοί πίστευαν ότι η κβαντική θεωρία αρνείται την ύπαρξη
της ίδιας της πραγματικότητας. Ξέρει, επίσης, τι πάει να πει αδυναμία
λεκτικών πόρων ικανών και αναγκαίων να αποδώσουν επαρκώς το ζητούμενο.
Κι όμως αποκρυσταλλώνει λόγο. Τόσο με κομψούς παραδοσιακούς τρόπους, όσο
και με εμφανώς νεωτερικούς, μεθοδικά καρφωμένους στίχους. Το φευγαλέο
της ζωής, η τραγωδία της Ροής, η ματαιότητα εν τέλει της αναπνοής δεν
εμποδίζει εν ολίγοις το γράμμα να ορθώσει το δικό του ήθος. Στίχοι – άκεα,
δηλαδή. Η πλήρως εγνωσμένη φθορά δεν εκφυλίζεται σε ολική παραίτηση.
Ενεργοποιείται έτσι η φυγή προς το κείμενο της ανυπότακτης Θέλησης για
όραμα. Ενδέχεται μάλιστα να ακούσω στο βάθος της Πλησμονής οστών, αν
επιμείνω λίγο ακόμη, τη γνωστή σεφερική αποτίμηση από την κρίσιμη
«Τελευταία μέρα»: «κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον / και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή».
Στο «Τελειώνοντας ο Ιούλιος», ένα από τα
εισαγωγικά ποιήματα, τα οποία χαρακτηρίζω ποιήματα ταυτότητας, διαβάζω
τόλμη διαιώνισης της ίασης εκείνης, που έχει το προνόμιο να θεραπεύει
τον εφιάλτη του κενού. Λες και το Κακό θα υποχωρήσει, αντιμετωπίζοντας
το φάσμα των στίχων. Οι εικόνες που έπονται δεν είναι τίποτε άλλο παρά
ένα καθ' όλα εμπράγματο ευ ζην. Η μνήμη αναλαμβάνει στη συνέχεια το
βάρος της διατήρησης της ύπαρξης. Η απομνημόνευση της Φύσης, το ελιξίριο
του όντος. Ήτοι: «Απομεσήμερο των τρελαμένων τζιτζικιών / και δειλινό
με άρωμα κοντούλας, / σαν σπάει η σάρκα της στον ουρανίσκο. / Βραχιολάκι
από κοχύλια στης μέρας τον αστράγαλο / που ξυπόλυτη σ’ αμμούδες του
χρόνου βαδίζει. / Διάφαν’, ατάραχα, νερά των γαλάζιων μεδουσών περβόλια
υγρά. / Μελωδικός βρυγμός στων καϊκιών τα ξύλα, / καθώς λικνίζοντ’ απαλά
στον μώλο δεμένα. / Μονοτονία ηχητική της δεκαοχτούρας τα χαράματα. /
Σεινάμενη κίσσα αυτάρεσκη / στ’ απόσκια των κλαδιών της χαρουπιάς / και
ξηρή του ανέμου μια πνοή / σ’ ευκαλύπτων το φύλλωμα. / Σπουργιτάκι
τσιμπολογώντας ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο / κι ο γάτος παιχνιδιάρικα να
τραβάει την άκρη του. / Η αφιασίδωτη ομορφιά μ’ ένα πράσινο φόρεμα / στη
μέση του λαβρωμένου τοπίου. Της αγάπης». Η απώτερη ένδειξη: «Από μικρό
παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου κουκουλωμένου
στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με
το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε
κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας
γύρω απ’ τον ήλιο» (βλ. Οδυσσέα Ελύτη, «Μυρίσαι το ΄Άριστον»XVIII)
Στην πινακοθήκη των φορέων του πάθους εξέχουσα θέση κατέχει αναμφισβήτητα ένα διονυσιακό, εργώδες κι άλλο τόσο εξομολογητικό εγώ. Από την άποψη αυτή, η παρούσα συλλογή αποτελεί εγχειρίδιο εφαρμοσμένης ανθρωπομετρίας με διακριτές αισθητικές παραμέτρους.
Όπως γνωρίζουμε ήδη, το βλέμμα του
ποιητή εστιάζει κυρίως σε «γυναικείες φιγούρες τραγικές μέσα στην
καθημερινότητά τους, σε ανθρώπους απλούς, λαϊκούς, ανθρώπους πονεμένους
από την προδοσία και τη φτώχεια, από τη διάψευση, ανθρώπους που έχασαν
το προσωπικό τους όραμα ή θυσιάστηκαν γι΄ αυτό. Ατομικές φιγούρες που
σηκώνουν το βάρος των συλλογικών συμβόλων χωρίς να συνθλίβονται». Όπως
στην έξοχη μνημείωση της κυρίας Ειρήνης Καρβώνη (βλ. τη συλλογή Ενθύμιον, 2004, σελ. 144): Κι αν μοιάζει αυτή η μικρή ιστορία λιγάκι με μελόδραμα κι αν ίσως τεθεί το ερώτημα: «Προς τι μια συνηθισμένη ζωή διεκδικεί χώρο στην Τέχνη;»,
αναρωτιέμαι: Γιατί να μην το δικαιούται η συνηθισμένη ζωή της ευγενικής
κυρίας Ειρήνης Καρβώνη, που, εκτός των άλλων, κατόρθωσε χιλιάδες φορές,
να απαντήσει αποτελεσματικά στο αμείλικτο ερώτημα: «Τι να μαγειρέψουμε σήμερα;» (βλ. Άννα Αφεντουλίδου ό.π.). Στην Πλησμονή των οστών πολλαπλασιάζονται
λοιπόν, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από έναν αυθεντικό εκπρόσωπο
της λεκτικής γονιμότητας, οι περσόνες του σθένους, της ήττας, της ηθικής
ανάκαμψης, της οργασμικής πληρότητας, αλλά και της ερωτικής
ουτοπίας/αυταπάτης/αδολεσχίας, της αντίστασης στο μοιραίο, της
απροσδόκητης κάθετης πτώσης, αλλά και της δύναμης για την τελική
αναμέτρηση: την υπέρβαση κοντολογίς των ορίων. Στην πινακοθήκη των
φορέων του πάθους εξέχουσα θέση κατέχει αναμφισβήτητα ένα διονυσιακό,
εργώδες κι άλλο τόσο εξομολογητικό εγώ. Από την άποψη αυτή, η παρούσα
συλλογή αποτελεί εγχειρίδιο εφαρμοσμένης ανθρωπομετρίας με διακριτές
αισθητικές παραμέτρους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του Igor Vitomirov ©
Προπληρωμένη παράσταση
Στέκει σιωπηλή στη μέση του δρόμου.
Διαπερνά το στέρνο της το συρματόσχοινο
που καταλήγει στο ανοξείδωτο άγκιστρο του Χρόνου.
Ο άντρας ισορροπεί στο συρματόσχοινο.
Διατρέχει τη διαδρομή επιδέξια.
Κάθε φορά που περνά απ’ το στέρνο της
εκείνη δένει ένα λευκό κορδελάκι
στην άκρη του κονταριού ισορροπίας.
Ώσπου να ξανακάνει ο ισορροπιστής τη διαδρομή
έχει στεγνώσει στην άκρη της κορδέλας
το αίμα.
Όσες φορές την κοιτάζει βαθιά μέσ’ στα μάτια
ένα λευκό λουλουδάκι ανθίζει στο στήθος της.
Πλησμονή οστών
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Μελάνι 2018
Σελ. 112, τιμή εκδότη €10,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗ
https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/theocharis-ch-giorgos-melani-plismoni-oston-veis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου