Ο
λογοτέχνης, από τα αφομοιωμένα, τα χωνεμένα στη μνήμη του βιώματα,
συνθέτει μύθους, μύθους που αποδίδει με μορφές που ικανοποιούν το ύφος
του.
Στα είδη της αφηγηματικής λογοτεχνίας ιδιαίτερα, και νομίζω κατεξοχήν στο ιστορικό μυθιστόρημα, η επινόηση του αφηγητή, συνειδητή ή ακόμα και ασύνειδη, αποτελεί, μία από τις πρώτες και σημαντικότερες επιλογές του δημιουργού. Αν το καλοσκεφτούμε, ακόμα και προφορικά, όταν αρχίζουμε να αφηγούμαστε, νιώθουμε την ανάγκη να ανακαθίσουμε ή να τοποθετήσουμε τη φωνή σε άλλον τόνο. Πόσο μάλλον στο εργαστήρι μας, ως λογοτέχνες. Η επινόηση του αφηγητή, ο αφηγητής, είναι σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το ύφος: η θερμοκρασία της γραφής, η απόσταση του συγγραφέα από τα ιστορούμενά του, ο ρυθμός και η ένταση της αφήγησης, ο κύριος συντελεστής της οικονομίας που θα βοηθήσει στη μετατροπή του λόγου σε μύθο.
Το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί το δυσκολότερο στοίχημα κάθε συγγραφέα. Η δημιουργική φαντασία πρέπει να υπερβεί πάρα πολλούς περιορισμούς, να αποφύγει ιστορικά σφάλματα, το κυριότερο, να παραμείνει λογοτεχνική, ποιητική αν θέλετε, παρά τον απίστευτο όγκο του πραγματολογικού υλικού που έχει να διαχειριστεί. Πιο συγκεκριμένα: ο συγγραφέας πρέπει να αναστυλώσει χώρους, πολιτείες, να αναβιώσει ήθη και θεσμούς, να αναστήσει ζωές, το σημαντικότερο, να ιστορήσει τον μύθο του, κι όλ’ αυτά να τα κάνει δίχως (ιστορικά) λάθη, τουλάχιστον προφανή, ή ασυνέπειες (κάπως σαν σε ταινίες εποχής τις κεραίες τηλεοράσεων σε ταράτσες σπιτιών ή τα ξεχασμένα ρολόγια σε καρπούς πολεμιστών με ασπίδες και ξίφη), αλλά και η προσπάθειά του να μη συντριβεί κάτω από το βάρος της προεργασίας, να μην καταντήσει δηλαδή λογοτεχνίζουσα ιστορική διατριβή ή ακόμα χειρότερα αφήγηση ιστορικών γεγονότων με ύφος λογοτεχνίζον.
Τα παραπάνω, βέβαια, όπως και πολλά επιμέρους τεχνικά ζητήματα (να αναφέρω δυο ελάχιστα: ποιο ημερολόγιο ή ποια τοπωνύμια θα χρησιμοποιήσει, τα αρχαία ή τα σύγχρονα) μοιάζει να απαντιούνται αφού ξεκαθαρίσει ο δημιουργός, (μόλο που έχω την εντύπωση πως αυτό το ξεκαθάρισμα δεν προηγείται, αντίθετα ότι συνήθως εφευρίσκεται εκ των υστέρων), το γιατί επιβιβάστηκε στη μηχανή του χρόνου, από ποια επιθυμία ή παρόρμηση ανέλαβε τον μόχθο ή και το στοίχημα αυτού του συγγραφικού διαβήματος.
Ο επινοημένος αφηγητής, πάλι, κατά τις δύο συνηθέστερες επιλογές, ή είναι συγκαιρινός των εξιστορούμενων ή κάποιο συνθεμένο από τον συγγραφέα αφηρημένο υποκείμενο πέρα από τον χρόνο ή την ιστορία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε πρωτοπρόσωπη, στη δεύτερη τριτοπρόσωπη αφήγηση. Δεν ξέρω εντελέστερο και πιο επίμοχθο παράδειγμα στη δεύτερη κατηγορία από τη «Σαλαμπώ» του Γουσταύου Φλομπέρ. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να ξέρει ότι και ο αφηγητής και οι ήρωες είναι πλάσματα του συγγραφέα, όμως η αναγνωστική σύμβαση –να την ονομάσω-, το να νιώθει δηλαδή κι ο ίδιος επιβιβασμένος στη μηχανή του χρόνου, τον κάνει να προτιμά τον αφηγητή που ζει παράλληλα με τα ιστορούμενα, ει δυνατόν που συναποτελεί πρόσωπο δρων της αφήγησης, δηλαδή την πρωτοπρόσωπη γραφή, όπως στα «Απομνημονεύματα του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, στον «Ιουλιανό» ή και τη «Δημιουργία» του Γκορ Βιντάλ, για να αναφέρω τρία πολύ γνωστά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας.
Υπάρχει ακόμα μία παράμετρος καθοριστική του βαθμού δυσκολίας ή σωστότερα των περιορισμών στο εν λόγω μυθιστόρημα. Το πόσο κεντρική στην παγκόσμια ιστορία, άρα και περισσότερο μελετημένη, είναι η περίοδος και αντίστοιχα τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε μια αφήγηση. Όσο περισσότερο προβεβλημένα, τόσο λιγότερος ή περιορισμένος ο χώρος της λογοτεχνικής αφήγησης, της μυθοπλασίας, αλλά και πολύ δυσκολότερη η επιλογή του αφηγητή.
Όσα σημείωσα ίσαμε εδώ, τα θεώρησα αναγκαία για να εξηγήσω σχετικά με το προκείμενο βιβλίο τον τίτλο ετούτου του κειμένου, το ότι δηλαδή ο «Αύγουστος» συνιστά έναν θρίαμβο της λογοτεχνίας, όχι απλώς ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα.
Ο Τζον Γουίλιαμς (John Williams) γεννήθηκε στο Κλάρκσβιλ του Τέξας (29/8/1922), δίδαξε για τριάντα χρόνια λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ, δημοσίευσε τέσσερα μυθιστορήματα (Nothing But the Night, 1948, Butcher’ Crossing, 1960, Ο Στόουνερ, 1965, και Αύγουστος, 1972, τα δύο τελευταία κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, 2017), απεβίωσε στο Φέιετβιλ του Άρκανσο (4/3/1994).
Στην εισαγωγή της πολύ φροντισμένης ελληνικής έκδοσης του «Αυγούστου» αναφέρεται ποια ήτανε η πρώτη πληροφορία που κέντρισε το ενδιαφέρον του Γουίλιαμς προς το ιστορικό πρόσωπο του Οκταβιανού Αυγούστου, νομίζω, όμως, πως τέτοιου είδους κεντρίσματα μπορεί ένας συγγραφέας να δεχτεί δεκάδες, το γιατί επιλέγει τελικά αυτή ή άλλη θεματική, σχετίζεται περισσότερο με ορισμένη διόραση, με το ότι κάτι τον μετέφερε στιγμιαία, τον πέταξε μέσ’ απ’ την πιο απίθανη καταπακτή της μνήμης ή του ασυνειδήτου του σ’ εκείνο το σημείο του παρελθόντος, απ’ όπου μπορεί να βλέπει καθαρότερα ή να συντονίζεται μ’ αυτό που ζει στο χαώδες παρόν ή που πρόκειται να ζήσει στο ακόμα πιο συγκεχυμένο μέλλον.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε στην πενταετία 1967 – 1972, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Τ. Γ. στον πρόλογο της έκδοσης, σε εποχή αρκετά διαφορετική από τη σημερινή (ισχυρές ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη, σταθερότητα και ανάπτυξη που βασίζεται στο κράτος – έθνος που δοκιμάστηκε στους παγκόσμιους πολέμους αλλά και κατίσχυσε από κάθε άποψη), τα νεολαιίστικα κινήματα στο τέλος του ’60 σαρώνουν προκαταλήψεις και στερεότυπα, ένας άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σ’ όλη τη Δύση, αντίθετα ο Γουίλιαμς ήδη σαρανταπεντάρης – πενηντάρης, αν κρίνουμε κι από τον προγενέστερο «Στόουνερ», αναζητεί με στωικότητα το πώς διατρέχει ή συλλαμβάνει τον χρόνο μιας ζωής η ανθρώπινη νόηση, την σημασία της πορείας, των επιλογών ενός προσώπου, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με τη συνείδηση του χρόνου στον οποίο εκτείνεται η ζωή του. Τον συνάρπασε σίγουρα η προσωπικότητα αυτού του ηγέτη, όμως και από διορατικότητα το μεταίχμιο, η εποχή που ένας κόσμος μετασχηματίζεται οριστικά, που από τις λίγο ή πολύ ρεπουμπλικανικές πόλεις –κράτη περνάει στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Θέλω να πω, ο Τ. Γ. στο τέλος της δεκαετίας του ’60 ήδη βιώνει διορατικά τη δική μας δεκαετία και ποιος ξέρει πόσες μελλοντικές.
Ποιος σύγχρονός του ή άλλος μπορεί να μιλήσει λογοτεχνικά, δηλαδή αυθεντικά, για τον πρώτο μεγάλο αυτοκράτορα της Ρώμης; Ποιος μπορεί να αναλάβει αφηγητής μιας τέτοιας προσωπικότητας, μιας τέτοιας περιόδου; Ο Τ. Γ. καταλήγει στην επιστολική μορφή (επιστολές, αποσπάσματα από απομνημονεύματα, ημερολογιακές σημειώσεις, κι αυτές αποσπασματικές), στην ουσία δημιουργεί με πολλή μαεστρία τις φανταστικές ιστορικές πηγές, τις παραθέτει τη μία δίπλα στην άλλη συνδέοντάς τες με ειρμό που λιγότερο ακολουθεί τον άξονα του χρόνου, περισσότερο το να φωτίσει τους χαρακτήρες των ηρώων, τα κίνητρα, τη συνείδηση ή τον έλεγχο των συνεπειών της δράσης τους, όχι σπάνια εκτρέποντας την προσοχή από την επίσημη στην καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία της Ιστορίας, και όχι λίγες φορές φέρνοντας σε αντιπαράθεση τις αντικρουόμενες απόψεις ή εκδοχές ενός συμβάντος. Δε συμμετείχα ποτέ σε ανάγνωση περισσότερο ενεργητικά. Παρεμπιπτόντως, να συμπληρώσω εδώ, όσοι εκτιμάτε -και σωστά εκτιμάτε- ότι δεν υπάρχει ευκολότερη αφήγηση από την επιστολική, διαβάστε τον «Αύγουστο», κυρίως για να επιβεβαιώσετε πόσο εξαντλητικά σύνθετη αποβαίνει πάντοτε η εργασία στα χέρια ενός ικανού λογοτέχνη.
Ένας άνθρωπος που με το παρουσιαστικό του δεν προδιαθέτει καθόλου για ισχυρή προσωπικότητα: το μόνο ζωηρό πάνω του, το γαλάζιο βλέμμα του. Μάλλον φιλάσθενος, μάλλον αδύνατος, μετριοπαθής στην έκφραση, βρίσκεται παιδί 19 χρόνων να κληρονομεί την ηγεσία στη μεγάλη ηγέτιδα δύναμη του τότε κόσμου, που όμως σπαράσσεται από εμφυλίους, οι θεσμοί της είναι ασταθείς, η ποιότητα της ζωής των κατοίκων της χαμηλού επιπέδου. Οι περισσότεροι τον υποτιμούν, εκείνος σταδιακά επιβάλλεται με τον στρατηγικό του νου, τη μετριοπάθεια, τη σταθερότητα και εμπιστοσύνη που εμπνέει στο περιβάλλον του, σε συνεργάτες και οικογενειακά πρόσωπα. Το πιο ενδιαφέρον στο πορτρέτο του Αυγούστου, όπως το σχεδιάζει ο Τ. Γ., και που από απόσπασμα σε επιστολή αργά – σταθερά φωτίζεται, είναι η αμηχανία που νιώθουν σχεδόν όλοι μπροστά του, η αίσθηση ότι ο χρόνος γύρω απ’ αυτό τον άνθρωπο παραμένει παγωμένος. Ο Οκταβιανός Αύγουστος, ένας απ’ τους πιο επιτυχείς ποτέ ηγέτες, ικανότατος στις στρατηγικές επιβίωσης αλλά και επιβολής της δύναμης, φαίνεται να υπονοεί ο Τ. Γ., μπορούσε να κατανοεί τον χρόνο, αντιλαμβανόταν ίσαμε το τέλος σωστά τον εαυτό του και τη δράση του σε συνάρτηση με αυτόν.
Και πρόκειται για ένα συναρπαστικότατο ανάγνωσμα, απ’ αυτά που στενοχωριέσαι γιατί λιγοστεύει όσο πλησιάζεις προς το τέλος τους. Και παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης σε πολλά σημεία διαβάζεται με κομμένη την ανάσα.
Λεπτή ειρωνεία διαπερνάει όλη τη σύνθεση, δίνει κύρος και βάθος στο μυθιστόρημα. Μια στιγμή που γεμίζει αισθήματα, όμως και πάλι προσεγμένης οικονομίας, είναι στην αρχή του Δεύτερου Βιβλίου (τα μέρη της σύνθεσης, όπως στα αρχαία συγγράμματα, ονομάζονται βιβλία): «Η καταγραφή: η Ιρτία στον γιο της Κουίντο, Βέλετρι (2 π.Χ.)», σελ. 251-260, η Ιρτία, η απελεύθερη τώρα, όμως κόρη της δούλης που μεγάλωνε τον μικρό Οκταβιανό, λίγο μεγαλύτερή του, που τον φώναζε στα παιχνίδια τους Τάβιο, και που χρόνια αργότερα, όταν γερόντια πια και οι δύο, εκείνη με το γιο της κάπου στη Βία Σάκρα στο μεγάλο Φόρουμ της Ρώμης βλέπει μια ομάδα συγκλητικών και στο μέσον τον Οκτάβιο, τον αναγνωρίζει και σαν περνάει από μπροστά της ψελλίζει «Τάβιε», ο αυτοκράτορας την πλησιάζει, οι δυο τους ανταλλάσσουν βαθιές, απλές κουβέντες, όρθιοι, ανατρέχοντας ο ένας και η άλλη στα ουσιώδη της ζωής τους, δύο άνθρωποι. Από τα πιο πυκνά σε ποίηση σημεία του βιβλίου. Η ίδια ήπια στοχαστική μελαγχολία και στη μακροσκελή, λίγο πριν από το τέλος, επιστολή του Αυγούστου στον φίλο του Νικόλαο τον Δαμασκηνό.
Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου (ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Επιστολή: Ο Φίλιππος ο Αθηναίος στον Λεύκιο Ανναίο Σενέκα) είναι και η πιο εύγλωττα ειρωνική:
Σελ. 523: Αλλά η Αυτοκρατορία της Ρώμης, που αυτός ίδρυσε, άντεξε τη σκληρότητα ενός Τιβέριου, την τερατώδη βαναυσότητα ενός Καλιγούλα και την ανοησία ενός Κλαυδίου. Και τώρα ο νέος μας αυτοκράτορας είναι κάποιος που δίδαξες εσύ όταν ήταν παιδί∙ κάποιος που είσαι ακόμα κοντά του, στο νέο του αξίωμα∙ ας είμαστε ευγνώμονες για το ότι θα κυβερνήσει κάτω από το φως της σοφίας και της αρετής σου, και ας προσευχηθούμε στους θεούς να μπορέσει επιτέλους η Ρώμη, υπό τον Νέρωνα, να εκπληρώσει το όνειρο του Οκτάβιου Καίσαρα.
Μετάφραση, όπως και συνολικά η έκδοση, με πολλή φροντίδα.
Στην κατακλείδα να προσθέσω τρία πράγματα.
Το πρώτο, τα ιστορικά μυθιστορήματα μας γοητεύουν όπως τα ιστορικά κέντρα των πόλεων, οι αναστυλωμένες αρχαίες οικίες ή και πόλεις, το ρίγος φέρ’ ειπείν περιδιαβάζοντας στην Πομπηία. Για πολλούς από μας συνιστούν την υπέρτατη εμπειρία του ταξιδιού.
Το δεύτερο, μία χρήσιμη πληροφορία εργαστηρίου: από τον Φλομπέρ ως τον Γουίλιαμς, οι συγγραφείς αξιόλογων ιστορικών μυθιστορημάτων χρειάζονται τουλάχιστον μια πενταετία αποκλειστικής συγγραφικής εργασίας για να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους.
Και το τρίτο, ας το πω και παρηγορητικό: Αν η Αμερική του εικοστού αιώνα επιφύλαξε τέτοια τύχη, άφησε να σπαταλάει το χρόνο του στη διδασκαλία ένα τόσο μεγάλο ταλέντο όσο ο Γουίλιαμς, ας μη μεμψιμοιρούμε για τη γλίσχρα μοίρα μας, οι συγγραφείς στον χέρσο τούτο τόπο, τη γλώσσα του οποίου μάς έλαχε να διακονούμε.
[info: JOHN WILLIAMS: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις GUTENBERG, σειρά ALDINA, Αθήνα 2017, σελ. 523.]
*https://staxtes2003.com/2018/04/19/19-4-18/?fbclid=IwAR3PeHqHB2q6mMJawFK_0FOr9nM20ZtJgEw336LKSRdyL70YN0Sb258cKdU
Στα είδη της αφηγηματικής λογοτεχνίας ιδιαίτερα, και νομίζω κατεξοχήν στο ιστορικό μυθιστόρημα, η επινόηση του αφηγητή, συνειδητή ή ακόμα και ασύνειδη, αποτελεί, μία από τις πρώτες και σημαντικότερες επιλογές του δημιουργού. Αν το καλοσκεφτούμε, ακόμα και προφορικά, όταν αρχίζουμε να αφηγούμαστε, νιώθουμε την ανάγκη να ανακαθίσουμε ή να τοποθετήσουμε τη φωνή σε άλλον τόνο. Πόσο μάλλον στο εργαστήρι μας, ως λογοτέχνες. Η επινόηση του αφηγητή, ο αφηγητής, είναι σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το ύφος: η θερμοκρασία της γραφής, η απόσταση του συγγραφέα από τα ιστορούμενά του, ο ρυθμός και η ένταση της αφήγησης, ο κύριος συντελεστής της οικονομίας που θα βοηθήσει στη μετατροπή του λόγου σε μύθο.
Το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί το δυσκολότερο στοίχημα κάθε συγγραφέα. Η δημιουργική φαντασία πρέπει να υπερβεί πάρα πολλούς περιορισμούς, να αποφύγει ιστορικά σφάλματα, το κυριότερο, να παραμείνει λογοτεχνική, ποιητική αν θέλετε, παρά τον απίστευτο όγκο του πραγματολογικού υλικού που έχει να διαχειριστεί. Πιο συγκεκριμένα: ο συγγραφέας πρέπει να αναστυλώσει χώρους, πολιτείες, να αναβιώσει ήθη και θεσμούς, να αναστήσει ζωές, το σημαντικότερο, να ιστορήσει τον μύθο του, κι όλ’ αυτά να τα κάνει δίχως (ιστορικά) λάθη, τουλάχιστον προφανή, ή ασυνέπειες (κάπως σαν σε ταινίες εποχής τις κεραίες τηλεοράσεων σε ταράτσες σπιτιών ή τα ξεχασμένα ρολόγια σε καρπούς πολεμιστών με ασπίδες και ξίφη), αλλά και η προσπάθειά του να μη συντριβεί κάτω από το βάρος της προεργασίας, να μην καταντήσει δηλαδή λογοτεχνίζουσα ιστορική διατριβή ή ακόμα χειρότερα αφήγηση ιστορικών γεγονότων με ύφος λογοτεχνίζον.
Τα παραπάνω, βέβαια, όπως και πολλά επιμέρους τεχνικά ζητήματα (να αναφέρω δυο ελάχιστα: ποιο ημερολόγιο ή ποια τοπωνύμια θα χρησιμοποιήσει, τα αρχαία ή τα σύγχρονα) μοιάζει να απαντιούνται αφού ξεκαθαρίσει ο δημιουργός, (μόλο που έχω την εντύπωση πως αυτό το ξεκαθάρισμα δεν προηγείται, αντίθετα ότι συνήθως εφευρίσκεται εκ των υστέρων), το γιατί επιβιβάστηκε στη μηχανή του χρόνου, από ποια επιθυμία ή παρόρμηση ανέλαβε τον μόχθο ή και το στοίχημα αυτού του συγγραφικού διαβήματος.
Ο επινοημένος αφηγητής, πάλι, κατά τις δύο συνηθέστερες επιλογές, ή είναι συγκαιρινός των εξιστορούμενων ή κάποιο συνθεμένο από τον συγγραφέα αφηρημένο υποκείμενο πέρα από τον χρόνο ή την ιστορία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε πρωτοπρόσωπη, στη δεύτερη τριτοπρόσωπη αφήγηση. Δεν ξέρω εντελέστερο και πιο επίμοχθο παράδειγμα στη δεύτερη κατηγορία από τη «Σαλαμπώ» του Γουσταύου Φλομπέρ. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να ξέρει ότι και ο αφηγητής και οι ήρωες είναι πλάσματα του συγγραφέα, όμως η αναγνωστική σύμβαση –να την ονομάσω-, το να νιώθει δηλαδή κι ο ίδιος επιβιβασμένος στη μηχανή του χρόνου, τον κάνει να προτιμά τον αφηγητή που ζει παράλληλα με τα ιστορούμενα, ει δυνατόν που συναποτελεί πρόσωπο δρων της αφήγησης, δηλαδή την πρωτοπρόσωπη γραφή, όπως στα «Απομνημονεύματα του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, στον «Ιουλιανό» ή και τη «Δημιουργία» του Γκορ Βιντάλ, για να αναφέρω τρία πολύ γνωστά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας.
Υπάρχει ακόμα μία παράμετρος καθοριστική του βαθμού δυσκολίας ή σωστότερα των περιορισμών στο εν λόγω μυθιστόρημα. Το πόσο κεντρική στην παγκόσμια ιστορία, άρα και περισσότερο μελετημένη, είναι η περίοδος και αντίστοιχα τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε μια αφήγηση. Όσο περισσότερο προβεβλημένα, τόσο λιγότερος ή περιορισμένος ο χώρος της λογοτεχνικής αφήγησης, της μυθοπλασίας, αλλά και πολύ δυσκολότερη η επιλογή του αφηγητή.
Όσα σημείωσα ίσαμε εδώ, τα θεώρησα αναγκαία για να εξηγήσω σχετικά με το προκείμενο βιβλίο τον τίτλο ετούτου του κειμένου, το ότι δηλαδή ο «Αύγουστος» συνιστά έναν θρίαμβο της λογοτεχνίας, όχι απλώς ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα.
Ο Τζον Γουίλιαμς (John Williams) γεννήθηκε στο Κλάρκσβιλ του Τέξας (29/8/1922), δίδαξε για τριάντα χρόνια λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ, δημοσίευσε τέσσερα μυθιστορήματα (Nothing But the Night, 1948, Butcher’ Crossing, 1960, Ο Στόουνερ, 1965, και Αύγουστος, 1972, τα δύο τελευταία κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, 2017), απεβίωσε στο Φέιετβιλ του Άρκανσο (4/3/1994).
Στην εισαγωγή της πολύ φροντισμένης ελληνικής έκδοσης του «Αυγούστου» αναφέρεται ποια ήτανε η πρώτη πληροφορία που κέντρισε το ενδιαφέρον του Γουίλιαμς προς το ιστορικό πρόσωπο του Οκταβιανού Αυγούστου, νομίζω, όμως, πως τέτοιου είδους κεντρίσματα μπορεί ένας συγγραφέας να δεχτεί δεκάδες, το γιατί επιλέγει τελικά αυτή ή άλλη θεματική, σχετίζεται περισσότερο με ορισμένη διόραση, με το ότι κάτι τον μετέφερε στιγμιαία, τον πέταξε μέσ’ απ’ την πιο απίθανη καταπακτή της μνήμης ή του ασυνειδήτου του σ’ εκείνο το σημείο του παρελθόντος, απ’ όπου μπορεί να βλέπει καθαρότερα ή να συντονίζεται μ’ αυτό που ζει στο χαώδες παρόν ή που πρόκειται να ζήσει στο ακόμα πιο συγκεχυμένο μέλλον.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε στην πενταετία 1967 – 1972, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Τ. Γ. στον πρόλογο της έκδοσης, σε εποχή αρκετά διαφορετική από τη σημερινή (ισχυρές ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη, σταθερότητα και ανάπτυξη που βασίζεται στο κράτος – έθνος που δοκιμάστηκε στους παγκόσμιους πολέμους αλλά και κατίσχυσε από κάθε άποψη), τα νεολαιίστικα κινήματα στο τέλος του ’60 σαρώνουν προκαταλήψεις και στερεότυπα, ένας άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σ’ όλη τη Δύση, αντίθετα ο Γουίλιαμς ήδη σαρανταπεντάρης – πενηντάρης, αν κρίνουμε κι από τον προγενέστερο «Στόουνερ», αναζητεί με στωικότητα το πώς διατρέχει ή συλλαμβάνει τον χρόνο μιας ζωής η ανθρώπινη νόηση, την σημασία της πορείας, των επιλογών ενός προσώπου, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με τη συνείδηση του χρόνου στον οποίο εκτείνεται η ζωή του. Τον συνάρπασε σίγουρα η προσωπικότητα αυτού του ηγέτη, όμως και από διορατικότητα το μεταίχμιο, η εποχή που ένας κόσμος μετασχηματίζεται οριστικά, που από τις λίγο ή πολύ ρεπουμπλικανικές πόλεις –κράτη περνάει στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Θέλω να πω, ο Τ. Γ. στο τέλος της δεκαετίας του ’60 ήδη βιώνει διορατικά τη δική μας δεκαετία και ποιος ξέρει πόσες μελλοντικές.
Ποιος σύγχρονός του ή άλλος μπορεί να μιλήσει λογοτεχνικά, δηλαδή αυθεντικά, για τον πρώτο μεγάλο αυτοκράτορα της Ρώμης; Ποιος μπορεί να αναλάβει αφηγητής μιας τέτοιας προσωπικότητας, μιας τέτοιας περιόδου; Ο Τ. Γ. καταλήγει στην επιστολική μορφή (επιστολές, αποσπάσματα από απομνημονεύματα, ημερολογιακές σημειώσεις, κι αυτές αποσπασματικές), στην ουσία δημιουργεί με πολλή μαεστρία τις φανταστικές ιστορικές πηγές, τις παραθέτει τη μία δίπλα στην άλλη συνδέοντάς τες με ειρμό που λιγότερο ακολουθεί τον άξονα του χρόνου, περισσότερο το να φωτίσει τους χαρακτήρες των ηρώων, τα κίνητρα, τη συνείδηση ή τον έλεγχο των συνεπειών της δράσης τους, όχι σπάνια εκτρέποντας την προσοχή από την επίσημη στην καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία της Ιστορίας, και όχι λίγες φορές φέρνοντας σε αντιπαράθεση τις αντικρουόμενες απόψεις ή εκδοχές ενός συμβάντος. Δε συμμετείχα ποτέ σε ανάγνωση περισσότερο ενεργητικά. Παρεμπιπτόντως, να συμπληρώσω εδώ, όσοι εκτιμάτε -και σωστά εκτιμάτε- ότι δεν υπάρχει ευκολότερη αφήγηση από την επιστολική, διαβάστε τον «Αύγουστο», κυρίως για να επιβεβαιώσετε πόσο εξαντλητικά σύνθετη αποβαίνει πάντοτε η εργασία στα χέρια ενός ικανού λογοτέχνη.
Ένας άνθρωπος που με το παρουσιαστικό του δεν προδιαθέτει καθόλου για ισχυρή προσωπικότητα: το μόνο ζωηρό πάνω του, το γαλάζιο βλέμμα του. Μάλλον φιλάσθενος, μάλλον αδύνατος, μετριοπαθής στην έκφραση, βρίσκεται παιδί 19 χρόνων να κληρονομεί την ηγεσία στη μεγάλη ηγέτιδα δύναμη του τότε κόσμου, που όμως σπαράσσεται από εμφυλίους, οι θεσμοί της είναι ασταθείς, η ποιότητα της ζωής των κατοίκων της χαμηλού επιπέδου. Οι περισσότεροι τον υποτιμούν, εκείνος σταδιακά επιβάλλεται με τον στρατηγικό του νου, τη μετριοπάθεια, τη σταθερότητα και εμπιστοσύνη που εμπνέει στο περιβάλλον του, σε συνεργάτες και οικογενειακά πρόσωπα. Το πιο ενδιαφέρον στο πορτρέτο του Αυγούστου, όπως το σχεδιάζει ο Τ. Γ., και που από απόσπασμα σε επιστολή αργά – σταθερά φωτίζεται, είναι η αμηχανία που νιώθουν σχεδόν όλοι μπροστά του, η αίσθηση ότι ο χρόνος γύρω απ’ αυτό τον άνθρωπο παραμένει παγωμένος. Ο Οκταβιανός Αύγουστος, ένας απ’ τους πιο επιτυχείς ποτέ ηγέτες, ικανότατος στις στρατηγικές επιβίωσης αλλά και επιβολής της δύναμης, φαίνεται να υπονοεί ο Τ. Γ., μπορούσε να κατανοεί τον χρόνο, αντιλαμβανόταν ίσαμε το τέλος σωστά τον εαυτό του και τη δράση του σε συνάρτηση με αυτόν.
Και πρόκειται για ένα συναρπαστικότατο ανάγνωσμα, απ’ αυτά που στενοχωριέσαι γιατί λιγοστεύει όσο πλησιάζεις προς το τέλος τους. Και παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης σε πολλά σημεία διαβάζεται με κομμένη την ανάσα.
Λεπτή ειρωνεία διαπερνάει όλη τη σύνθεση, δίνει κύρος και βάθος στο μυθιστόρημα. Μια στιγμή που γεμίζει αισθήματα, όμως και πάλι προσεγμένης οικονομίας, είναι στην αρχή του Δεύτερου Βιβλίου (τα μέρη της σύνθεσης, όπως στα αρχαία συγγράμματα, ονομάζονται βιβλία): «Η καταγραφή: η Ιρτία στον γιο της Κουίντο, Βέλετρι (2 π.Χ.)», σελ. 251-260, η Ιρτία, η απελεύθερη τώρα, όμως κόρη της δούλης που μεγάλωνε τον μικρό Οκταβιανό, λίγο μεγαλύτερή του, που τον φώναζε στα παιχνίδια τους Τάβιο, και που χρόνια αργότερα, όταν γερόντια πια και οι δύο, εκείνη με το γιο της κάπου στη Βία Σάκρα στο μεγάλο Φόρουμ της Ρώμης βλέπει μια ομάδα συγκλητικών και στο μέσον τον Οκτάβιο, τον αναγνωρίζει και σαν περνάει από μπροστά της ψελλίζει «Τάβιε», ο αυτοκράτορας την πλησιάζει, οι δυο τους ανταλλάσσουν βαθιές, απλές κουβέντες, όρθιοι, ανατρέχοντας ο ένας και η άλλη στα ουσιώδη της ζωής τους, δύο άνθρωποι. Από τα πιο πυκνά σε ποίηση σημεία του βιβλίου. Η ίδια ήπια στοχαστική μελαγχολία και στη μακροσκελή, λίγο πριν από το τέλος, επιστολή του Αυγούστου στον φίλο του Νικόλαο τον Δαμασκηνό.
Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου (ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Επιστολή: Ο Φίλιππος ο Αθηναίος στον Λεύκιο Ανναίο Σενέκα) είναι και η πιο εύγλωττα ειρωνική:
Σελ. 523: Αλλά η Αυτοκρατορία της Ρώμης, που αυτός ίδρυσε, άντεξε τη σκληρότητα ενός Τιβέριου, την τερατώδη βαναυσότητα ενός Καλιγούλα και την ανοησία ενός Κλαυδίου. Και τώρα ο νέος μας αυτοκράτορας είναι κάποιος που δίδαξες εσύ όταν ήταν παιδί∙ κάποιος που είσαι ακόμα κοντά του, στο νέο του αξίωμα∙ ας είμαστε ευγνώμονες για το ότι θα κυβερνήσει κάτω από το φως της σοφίας και της αρετής σου, και ας προσευχηθούμε στους θεούς να μπορέσει επιτέλους η Ρώμη, υπό τον Νέρωνα, να εκπληρώσει το όνειρο του Οκτάβιου Καίσαρα.
Μετάφραση, όπως και συνολικά η έκδοση, με πολλή φροντίδα.
Στην κατακλείδα να προσθέσω τρία πράγματα.
Το πρώτο, τα ιστορικά μυθιστορήματα μας γοητεύουν όπως τα ιστορικά κέντρα των πόλεων, οι αναστυλωμένες αρχαίες οικίες ή και πόλεις, το ρίγος φέρ’ ειπείν περιδιαβάζοντας στην Πομπηία. Για πολλούς από μας συνιστούν την υπέρτατη εμπειρία του ταξιδιού.
Το δεύτερο, μία χρήσιμη πληροφορία εργαστηρίου: από τον Φλομπέρ ως τον Γουίλιαμς, οι συγγραφείς αξιόλογων ιστορικών μυθιστορημάτων χρειάζονται τουλάχιστον μια πενταετία αποκλειστικής συγγραφικής εργασίας για να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους.
Και το τρίτο, ας το πω και παρηγορητικό: Αν η Αμερική του εικοστού αιώνα επιφύλαξε τέτοια τύχη, άφησε να σπαταλάει το χρόνο του στη διδασκαλία ένα τόσο μεγάλο ταλέντο όσο ο Γουίλιαμς, ας μη μεμψιμοιρούμε για τη γλίσχρα μοίρα μας, οι συγγραφείς στον χέρσο τούτο τόπο, τη γλώσσα του οποίου μάς έλαχε να διακονούμε.
[info: JOHN WILLIAMS: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις GUTENBERG, σειρά ALDINA, Αθήνα 2017, σελ. 523.]
*https://staxtes2003.com/2018/04/19/19-4-18/?fbclid=IwAR3PeHqHB2q6mMJawFK_0FOr9nM20ZtJgEw336LKSRdyL70YN0Sb258cKdU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου