7.1.19

«Από τον Τένισον και τον Μποντλέρ στον Κώστα Ουράνη» του Φάνη Κωστόπουλου


Αφορμή για το σημείωμα τούτο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, δεν στάθηκε ο Τένισον ούτε ο Μποντλέρ, αλλά μια παρατήρηση του Μάριο Βίτι για την ποίηση του Κώστα Ουράνη και κυρίως η επιλογή μερικών στίχων προς επίρρωση αυτής της παρατήρησης. Έχω μπροστά μου την Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Μάριο Βίτι, που δημοσιεύτηκε στα ιταλικά το 1971 στο Τορίνο και σε ελληνική μετάφραση το 1978 από τις Εκδόσεις Οδυσσέας. Έχω υπόψη μου, βέβαια, ότι κυκλοφόρησε μια νέα έκδοση και ότι αρκετά από όσα λέγονται στην έκδοση του 1971 θα έχουν αλλάξει ή θα έχουν προστεθεί άλλα καινούργια. Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί και ο Κ.Θ. Δημαράς μπορεί να άλλαξε την αρνητική στάση που είχε για την ποίηση του Καβάφη, η γνώμη όμως που τον κρίνει και τον αξιολογεί ως ιστορικό και κριτικό της λογοτεχνίας μας είναι αυτή που διατύπωσε, όταν η αναγνώριση της καβαφικής ποίησης δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί και επιβληθεί στον ελληνικό χώρο. Έπειτα, ό,τι δημοσιεύει κανείς γίνεται σκιά του και ποτέ δεν τον αφήνει.

Ο Μάριο Βίτι, καθηγητής ιταλικού πανεπιστημίου, είναι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές και ερευνητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχει ανακαλύψει και δημοσιεύσει σημαντικά έργα της λογοτεχνίας μας και έχει μελετήσει ιδιαίτερα τη λογοτεχνία του 17ου αιώνα. Επιπλέον, έγραψε και δημοσίευσε το 1977 ένα βιβλίο για τη γενιά του ’30. Αν προσθέσουμε και την Ιστορία που μας απασχολεί εδώ, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για έναν φιλόλογο-ερευνητή που γνωρίζει τη νεοελληνική λογοτεχνία σε βάθος. Ανοίγοντας την Ιστορία του Μάριο Βίτι στις σελίδες 318-319, θα δούμε ότι αναφέρεται στην ποίηση του Κώστα Ουράνη. Εκεί μεταξύ άλλων λέει ότι «η αδυναμία του να πιστέψει [ο Ουράνης] σε κάτι συγκεκριμένο και να πιαστεί επάνω του, τον ωθεί στην παραίτηση από κάθε ελπίδα». Και για να στηρίξει τη γνώμη του παραθέτει έναν στίχο από τις Αποδημίες, μια συλλογή που δεν δημοσίευσε ποτέ ο Ουράνης. Σε αυτή τη συλλογή υπάρχουν αρκετά ωραία ποιήματα· υπάρχουν όμως και άλλα πολύ αδύναμα και τελείως αδούλευτα, που όχι μόνο δεν τον αντιπροσωπεύουν, αλλά ούτε και σκέφτηκε ποτέ ο ποιητής να τα δημοσιεύσει σε κάποιο περιοδικό ή εφημερίδα. Ο στίχος λοιπόν που διάλεξε ο Μάριο Βίτι, για να παρουσιάσει την ποίηση του Ουράνη θλιβερή και τον ποιητή έναν άνθρωπο τελείως απελπισμένο που δεν περιμένει τίποτα από τη ζωή, είναι από ένα τέτοιο ποίημα, το οποίο δεν αποκλείεται να το έγραψε ο ποιητής όταν η ασθένεια ήταν σε προχωρημένο στάδιο και καταλάβαινε ότι πλησίαζε το τέλος του. Από τη στιγμή όμως που μπήκε το ποίημα στη συλλογή, ο Μάριο Βίτι είχε το δικαίωμα να επιλέξει αυτόν τον στίχο προκειμένου να στηρίξει τη γνώμη του για την ποίηση του Ουράνη. Έτσι, στη σελίδα 319 του βιβλίου του διαβάζουμε:
Τίποτα, πλέον τίποτα δε θα ’ρθει στη ζωή μου.
(«Τέλμα», Ποιήματα, 1953, σελ.158)
Στην ίδια συλλογή και λίγες σελίδες πριν φτάσουμε στη σελίδα του στίχου που παρέθεσα, ο Μάριο Βίτι θα διάβασε βέβαια ένα από τα πιο ωραία και πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα που έγραψε ο Κώστας Ουράνης και στο οποίο ο ποιητής παρουσιάζεται τελείως διαφορετικός άνθρωπος από εκείνον που βλέπουμε στον παραπάνω στίχο.
Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι:
δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας!
Μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούρια,
αντίς να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο:
φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους Θαλασσοπόρους
που μια πατρίδα αφήνοντας – έβρισκαν έναν κόσμο!
(«Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά», σελ.97)
Αυτούς τους ωραίους στίχους ο Μάριο Βίτι τούς προσπέρασε, βέβαια, γιατί δεν τον εξυπηρετούσαν, ενώ λίγοι, νομίζω, ποιητές έχουν γράψει στίχους με τόση αισιοδοξία. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Μάριο Βίτι δεν ήθελε να διαβάσει την ποίηση του Ουράνη, αλλά να βρει έναν στίχο που να στηρίζει τη γνώμη του, την οποία ίσως δανείστηκε από άλλους μελετητές. Το ίδιο κάνει και στη συνέχεια, γιατί, όπως φαίνεται, ο στίχος που επέλεξε δεν ήταν αρκετός για να πείσει τον αναγνώστη του. Μόνο που αυτή τη φορά αστόχησε, γιατί το τετράστιχο που διάλεξε ανήκει σε ένα από τα πιο ωραία ποιήματα που περιλαμβάνονται στις Αποδημίες. Ακριβώς λοιπόν κάτω από τον στίχο που παραθέσαμε πιο πάνω διαβάζει κανείς τα εξής:
«Η ζωή του καταντάει ένα ναυάγιο:
Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
(Ποιήματα, 1953, σελ.123)
Έτσι, προτιμότερο είναι να χαθεί παρά να εξακολουθήσει να ζει μια ζωή μονότονη, χωρίς γνήσιες επιθυμίες, χωρίς αυτοπεποίθηση και πίστη».
Πρόκειται για την πρώτη στροφή από το ποίημα που επιγράφεται «Πάψετε πια…». Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι ο Μάριο Βίτι δεν διάβασε πέρα από την πρώτη στροφή του ποιήματος. Και δεν διάβασε γιατί βρήκε τη λέξη που χρειαζόταν, τη λέξη «ναυάγιο». Τι θέλει να πει το ποίημα ήταν γι’ αυτόν ψιλά γράμματα. Είναι όμως να λυπάται κανείς που ένας τόσο καλός μελετητής της λογοτεχνίας μας βλέπει σε αυτή τη στροφή έναν απελπισμένο από τη ζωή άνθρωπο που θέλει να βάλει τέρμα στη ζωή του και δεν καταλαβαίνει πως αυτή η στροφή, και ιδιαίτερα αυτός ο στίχος: το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε, είναι, θα έλεγε κανείς, η φωνή των θαλασσοπόρων, οι οποίοι με τόλμη και αυταπάρνηση ρίχτηκαν στην ωκεάνια απεραντοσύνη, την αταξίδευτη ακόμη από τον άνθρωπο θάλασσα, για να βρουν, κόντρα στη λογική και τον φόβο που εμπνέει το άγνωστο, έναν καινούργιο κόσμο. Μια παροιμία που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα την εποχή των Ανακαλύψεων εκφράζει όσο τίποτε άλλο το πνεύμα που εκφράζει το τετράστιχο του Ουράνη:
Να ταξιδεύεις στη θάλασσα είναι αναγκαίο·
να ζεις όμως δεν είναι απαραίτητο.
Πράγματι, την εποχή εκείνη ο σκοπός στο θαλασσινό ταξίδι ήταν πάνω από την ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό λοιπόν «το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε», αν αποτύγχανε ο σκοπός του ταξιδιού λόγω της τρικυμίας. Αν διάβαζε προσεχτικά όλο το ποίημα, θα καταλάβαινε ότι ο ποιητής έχει στη σκέψη του τον Οδυσσέα, και πιο συγκεκριμένα τον Οδυσσέα του Τένισον, που και αυτός μπορεί να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους αληθινούς ταξιδιώτες (les vrais voyageurs) του Μποντλέρ. Πράγματι, αν διάβαζε τη δεύτερη στροφή του ποιήματος, θα έβλεπε ότι όσα λέει ο Ουράνης εκεί έχουν το ίδιο νόημα με αυτά που λέει ο Τένισον στους πρώτους στίχους του «Οδυσσέα». Ας δούμε πρώτα τι λέει στη δεύτερη στροφή ο Ουράνης:
Τι; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,
στις μίζερες τις έγνοιες μας και στις φτηνές χαρές μας
και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστός αράχνης
υφαίνει την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;
Έπειτα, ό,τι δημοσιεύει κανείς γίνεται σκιά του και ποτέ δεν τον αφήνει.
Αυτά περίπου λέει και ο Τένισον σε μετάφραση Μαρίνου Σιγούρου στους πρώτους στίχους του ποιήματος «Οδυσσέας»:
Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν!
Και αυτό που νιώθει, αυτό που λαχταράει, το λέει αμέσως μετά:
Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Αυτοί οι στίχοι για φυγή, όπως είπα και πιο πάνω, κατατάσσουν τον Οδυσσέα του Τένισον στους αληθινούς ταξιδιώτες του Μποντλέρ. Οι αληθινοί ταξιδιώτες –λέει ο Γάλλος ποιητής στο ποίημα «Το ταξίδι» (Le Voyage)– είναι μόνο αυτοί που φεύγουν για να φεύγουν (Les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent pour partir). Αυτή τη διάθεση για φυγή, για την οποία πολλοί κατηγόρησαν τον Ουράνη, θέλει ο ποιητής των «Νοσταλγιών» να τονίσει και στο δικό του ποίημα:
κι ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,
τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους,
μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σαν φυλλωσιά στην αύρα.
Ο Ουράνης, βέβαια, δεν το αγνοεί και ούτε παραλείπει να το αναφέρει, ότι αυτή η φυγή έχει και κινδύνους. Το ίδιο βέβαια κάνουν ο Τένισον και ο Μποντλέρ. Ας δούμε τους στίχους με τη σειρά, αρχίζοντας από τον Ουράνη:
Τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων
κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
μα και μπορούν στη φόρα τους να μας σηκώσουν τόσο
ψηλά – που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια!
Πριν προχωρήσω στον Τένισον και στον Μποντλέρ, θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο στον στίχο με τον οποίο τελειώνει το ποίημα του Ουράνη: που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια! Αυτός ο στίχος μού φέρνει στη μνήμη έναν στίχο του Οράτιου, που τον θυμάμαι από μαθητής και δεν αποκλείεται να τον θυμόταν και ο Ουράνης. Στην πρώτη ωδή του πρώτου βιβλίου των Ωδών του Οράτιου, που είναι αφιερωμένη στον Μαικήνα, τον οποίο μάλιστα ο ποιητής προσφωνεί, γιατί η προσφώνηση ισοδυναμούσε με τιμητική αφιέρωση της ωδής στον προσφωνούμενο αποδέκτη: Μaecenas atavis edite regibus (Μαικήνα που κατάγεσαι από ρηγάδων φύτρα), στην πρώτη ωδή λοιπόν και στους δυο τελευταίους στίχους αυτής της ωδής ο Οράτιος λέει:
Αν με τους λυρικούς ποιητές και μένα κατατάξεις,
με το κεφάλι μου ψηλά τ’ αστέρια θα χτυπήσω.
(Quodsi me lyricis vatibus inseres,
Sublimi feriam sidera vertice.)
Επιστρέφοντας τώρα στον Τένισον, βρίσκουμε την ίδια ιδέα με άλλον τρόπο διατυπωμένη:
Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βουερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν’ αράξω,
πέρα απ’ τη δύση που βυθίζουν τ’ άστρα.
Κι αν δεν μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναδούμε.
Όπως είπαμε, δεν μπορούσε να λείπει αυτή η ιδέα και από το ποίημα του Μποντλέρ, και πιο συγκεκριμένα από τους τρεις στίχους με τους οποίους τελειώνει το ποίημα:
Θέλουμε –τόσο αυτή η φωτιά μάς καίει το μυαλό–
να βυθιστούμε στ’ άδυτα της αβύσσου, κόλαση ή ουρανός, αδιάφορο!
Στο βάθος του αγνώστου για να βρούμε το καινούργιο!
(Νοus voulons, tant ce feu nous brûle le cerveau,
Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel, qu’importe?
Au fond de l’inconnu pour trouver du nouveau!)
Επιστρέφω πάλι στο ποίημα του Ουράνη και συγκεκριμένα στην πρώτη στροφή που επέλεξε ο Μάριο Βίτι. Δεν χρειάζεται, νομίζω, ύστερα από όσα ειπώθηκαν, βαθιά σκέψη και προσοχή, για να καταλάβει κανείς το πνεύμα αυτής της στροφής, αν διαβάσει ολόκληρο το ποίημα. Πόσο μάλλον ο Μάριο Βίτι, που είναι ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της λογοτεχνίας μας. Απλώς, ο άνθρωπος δεν διάβασε το ποίημα γιατί η σκέψη του σταμάτησε στη λέξη που ζητούσε: «ναυάγιο». Και είναι αλήθεια ότι υπήρχαν τόσοι άλλοι στίχοι στους οποίους θα μπορούσε να στηρίξει τη γνώμη του, όχι όμως στους στίχους του ποιήματος που διάλεξε.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα ήθελα ακόμη να προσθέσω ότι στην παραδοσιακή ποίηση οι δυσκολίες για τον μελετητή της λογοτεχνίας είναι οπωσδήποτε πιο μικρές από εκείνες στη μοντέρνα ποίηση. Αν όμως τύχει η γνώμη του να είναι λανθασμένη, το λάθος δεν κρύβεται με τίποτα, γιατί όλοι το βλέπουν και όλοι το καταλαβαίνουν.
 https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/11274-tenison-bodler

Δεν υπάρχουν σχόλια: