19.1.19

Η βαρύτητα του χρόνου

Georgi Gospodinov «Περί φυσικής της μελαγχολίας» Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου Ικαρος, 2018, σελ. 336
«Το ανάθεμά μου είναι η μοναξιά μου / είμαι ένα κτήνος, τέρας πια, / δε θέλω φως, δε θέλω συντροφιά, / η δυστυχία τώρα με αρπάζει. / …Κάθε άλλη μου χαρά ανοησία / κι ο μόνος ουρανός είναι η μελαγχολία». Είναι κάποιοι στίχοι από το ποίημα του Ρόμπερτ Μπέρτον σαν προ-εισαγωγή στο μνημειώδες τρίτομο έργο του Η ανατομία της μελαγχολίας. Κάπου μέσα στο λαβυρινθώδες, ατιθάσευτο και θηριώδες κείμενο, παραθέτει τις απόψεις για τη φύση της μελαγχολίας, τη διάκρισή της, δηλαδή, σε υλική και σε άυλη, την οποία θεωρούσαν πως είναι επίκτητη, νόθα και πλεοναστική.
Οταν λοιπόν κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Georgi Gospodinov) Περί φυσικής της μελαγχολίας, είχα κατά νου μια μυθιστοριογραφική δοκιμή αυτής της διάκρισης που κάποτε είχα διαβάσει στον Μπέρτον.
Ο Γκοσποντίνοφ, όμως, γράφει για τη σχέση του ανθρώπου με τα μυθικά και ιστορικά του προλεγόμενα, με τον χρόνο που τον πλαισιώνει και τις απώλειές του. Μας συστήνει τη νέα εκδοχή του Μινώταυρου και τη χώρα του, τη Βουλγαρία, μέσα από το πρίσμα των παιδικών του αναμνήσεων.
«Αυτός εδώ ο Μινώταυρος δεν είναι τρομακτικός, είναι θλιμμένος. Είναι ένας μελαγχολικός Μινώταυρος» που εγκαταλείφθηκε στον Λαβύρινθο, γιατί η ντροπή του μισού είναι αξεπέραστη. Λαβύρινθος είναι πλέον η σκηνή ενός θιασάρχη σε κάποιο περιφερόμενο πανηγύρι. Ο μυθικά ένδοξος Μινώταυρος, στην εκδοχή του Γκοσποντίνοφ, αποτελεί μία ατραξιόν που δεν φοβίζει αλλά θλίβει γιατί «στην αρχή των πάντων, το είπα, βρίσκεται ένα παιδί κλεισμένο στο υπόγειο».
Ο αφηγητής «ταξιδεύει» στις αναμνήσεις των άλλων. Αποκαλεί «ενσυναίσθηση» το χάρισμα με το οποίο μπορεί να διεισδύει στα βιώματα τρίτων και να γίνεται ένα απέραντο «εγώ». Συναντά βιωματικά τον τρίχρονο παππού του στο πανηγύρι με τον Μινώταυρο και στην παροδική εγκατάλειψη από τη μητέρα του, το έτος 1917, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τον θυμάται να ερωτεύεται μια Ουγγαρέζα που του έσωσε τη ζωή, κλείνοντάς τον σ’ ένα υπόγειο και αλλάζοντας την ιστορία της έκβασης του πολέμου μόνο και μόνο για να τον κρατήσει κοντά της.
Τι νόημα έχει η ιστορία όταν μπορεί να ειπωθεί κι αλλιώς; Ο λαβύρινθος, η μισοσκότεινη σκηνή στο πανηγύρι, το υπόγειο της Ουγγαρέζας, είναι οι χώροι που χρησιμοποιεί ο Γκοσποντίνοφ για να διαδράμει τον χρόνο με τις ατέλειες και τις ρωγμές του.
Σ’ ένα άλλο ημιυπόγειο, αυτό των παιδικών του χρόνων, διαπιστώνει πως το παρελθόν σε αντίθεση με το παρόν, ποτέ δεν κυλάει προς μία κατεύθυνση. Είναι τόσο ευάλωτο στη μνήμη και στη λήθη, στα υλικά δηλαδή της μυθοπλασίας, ώστε είναι πάντα διαπραγματεύσιμο, γεμάτο από παράπλευρους διαδρόμους. Γίνεται ο προσωπικός του λαβύρινθος, συλλέγοντας αναμνήσεις, φτιάχνοντας καταλόγους και λίστες από ευτελή αντικείμενα. Παρατηρώντας τα μυρμήγκια και τα πόδια των περαστικών, σ’ έναν κατά τ’ άλλα κόσμο που υπολείπεται, ταυτίζεται με τον δικό του Μινώταυρο, τον εγκαταλελειμμένο και αθώο.
Η επιστροφή στη μικρή κωμόπολη των παιδικών του χρόνων είναι η επιστροφή στη νοσταλγία, στο κουτί με τις αναμνήσεις και στο θησαυροφυλάκιο των προσωπικών ιστοριών. Κρατά αποκόμματα από εφημερίδες που περιγράφουν π.χ. την παράξενη συμπεριφορά των μελισσών σε μια ξεχασμένη αμερικανική κωμόπολη όπου πέταξαν από τα μελίσσια τους και δεν επέστρεψαν ποτέ. Τέτοιου τύπου είναι τα τιμαλφή του Γκοσποντίνοφ.
Με αυτά και με τον προσωπικό του μυθικό ήρωα φτιάχνει μια ιστορία ύπαρξης στην οποία είναι πλέον αναγκαίο να παραμεριστούν τα ανθρωποκεντρικά της γνωρίσματα, γιατί καθώς λέει «εν τέλει ο άνθρωπος είναι… αδιάκοπα προσωρινός». Αυτό δείχνει η κονσερβοποίηση του χρόνου σε χρονοκάψουλες, ημερολόγια, λίστες πόλεων, λίστες ξενοδοχείων, λίστες ιστοριών και έτοιμων απαντήσεων. Ακόμη και μία αναβίωση του σοσιαλιστικού παρελθόντος της χώρας επιχειρείται να στηθεί. Είναι η ανάγκη να ζυγιστεί ο χρόνος, ν’ αποκτήσει ταυτότητα και διαστάσεις.
Ο Γκοσποντίνοφ προσπαθεί να μας εξορίσει απ’ αυτή τη ματαιότητα. Αυτό που μένει στο τέλος είναι κάτι πέρα από την εμπειρία, κάτι που έχει καταγραφεί σ’ ένα θαμμένο σημειωματάριο, όπως η στιγμή που ο Μινώταυρος βρίσκει τη μητέρα του μέσα στο πλήθος της αρένας. Κάποια θαύματα συντελούνται μόνο στη λογοτεχνία.
Και ποια είναι η λογοτεχνία του Γκοσποντίνοφ; Ενα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα; Μια αυτοβιογραφία με δραματικό τόνο; Ο ίδιος κάπου μιλάει για «ένα ατομικό μυθιστόρημα από περιπλανώμενες στο κενό αρχές ιστοριών». Και κάπου αλλού γράφει για την ανάγκη που έχει να σταματήσει σε μία παράγραφο όπως, «ήταν ένα όμορφο μαγιάτικο πρωινό, τα πουλιά παράβγαιναν το ένα από το άλλο στο τραγούδι, η δροσούλα έλαμπε κάτω από τις μαλακές αχτίδες του ήλιου…». Από την όλη δομή του βιβλίου ο Γκοσποντίνοφ φαίνεται ότι δεν αρνείται τη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση του μυθιστορήματος.
Αντίθετα, τη διανθίζει με το προσωπικό του ύφος, καμωμένο από μια όμορφη και ολοζώντανη γλώσσα (σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντική η συμβολή της μεταφράστριας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου), που είναι πηγή ρέουσα νοηματικών αλληλουχιών.
Ο Γκοσποντίνοβ αναζήτησε τον χαμένο χρόνο, τον «απελευθερωμένο από την αξίωση του ιδιαίτερου» και μπήκε λογοτεχνικά σ’ έναν λαβύρινθο χωρίς τις εξόδους των βεβαιοτήτων, αλλά γεμάτο από παράπλευρα ενδεχόμενα.
 https://www.efsyn.gr/arthro/i-varytita-toy-hronoy?fbclid=IwAR2tr-ODJehQ6jdSMKgVn11PiHc8S254A6MwDwDBmjC90Yzkd86VGwByBiU

Δεν υπάρχουν σχόλια: