5.1.19

«Ποίηση στη σχάρα» του Πέτρου Γκολίτση: Μάρκος Μέσκος, Ένας ποιητής με το στόμα και τα μάτια γεμάτα χώμα. Τραυλίζοντας θάνατο και ιστορία,


Μάρκος Μέσκος, Ένας ποιητής με το στόμα και τα μάτια γεμάτα χώμα. Τραυλίζοντας θάνατο και ιστορία
Κόπηκε στα δύο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα
πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει
είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα
χωρίς κεφάλια…
(«Εικόνες από την επαρχία», Πριν από το θάνατο)
Σε κείνα πέρα τα βουνά του εμφυλίου. Στο «γαλάζιο Πάικο», «στη γρανιτένια γροθιά της Τζένας». Και λίγο πριν, στα χρόνια του «Ιδιώνυμου» (ν. 4229/1929). Κι ιδίως σε αυτά του Μεταξά. Να ακούς, εκεί, από μικρό παιδί, και να βιώνεις. Αντί για τα κελαρυστά νερά. Να του μπουκώνουν του νεκρού το στόμα με τα γεννητικά του όργανα. Να τούς σκυλεύουν τους νεκρούς. Τον έναν μετά τον άλλον. Με την ψαλίδα να του κόβουν σύρριζα τη γλώσσα. Να μη μιλά. Σε γλώσσα που δεν του είπανε αυτοί. Αυτή μονάχα να μιλιέται. «Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά», «…πουλιά λαλούν…»,μας λέει ο ποιητής.
Κι αυτός παρών, να τον παρακολουθώ από παιδί, να λέει αυτά που άκουσα, που είδα, στα μάτια, στις κινήσεις, όσων ήτανε εκεί, οι πικραμένοι από τη μια και οι φλογισμένοι από την άλλη, που δίχως να το ξέρουν ακόμη σιγοκαίνε. Κι από τις δύο τις μεριές… Χωρίς να θέλω, εξ αρχής να ξέρω −να μου είναι τόσο φανερό− ποιος έκανε και ποιος έπαθε τι…
Κι ο ποιητής Μέσκος (1935), τη μία κρυπτικά, την άλλη φανερά, να λέει επαναληπτικά τα παραπάνω. Αντίστοιχα, λοιπόν:
[…] (η μαύρη μπογιά με τρομάζει όταν γυρίζω από μακριά)
Στο αποκεφαλισμένο δάσος η τσεκουριά του λύκου, στο γυαλί
της πηγής το πρόσωπο του εμπρηστή μεταλλαγμένο ο ήλιος
λιώνει σαν το κερί στην κόψη του μαχαιριού –
τριπλός ο ήλιος. Σμίγει τα φρύδια η μέρα, φοδράρουν
το φεγγάρι σύννεφα σκοτεινά, το ποδοβολητό αραιώνει. […]
(«[Το σπίτι ήταν βαμμένο λευκό…]»
Τα ανώνυμα, 1971)

Η γλώσσα κομμένη με την ψαλίδα. Σώματα
που συστρέφονται
χωρίς κεφάλι. Μέλη που σπαράσσουν. Η μνήμη
στο κελάρι και
στις κορυφογραμμές το ερυθρόδερμο άλογο. Ο αέρας!
Πρόσωπα ελάχιστα φωτισμένα. Το μισό στο φύλλο
το μισό στο νερό
το μισό φυλακή δρόμος το άλλο. Μουγγό τραγούδι χαμένο
στα δημοτικά και στους τάφους. […]
V», Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
Με τη μαύρη την μπογιά να αναφέρεται στα μαυρισμένα −στο εσωτερικό τους− σπίτια, στα σπίτια του πένθους, τα χτυπημένα από τον τόσο θάνατο. Εκεί όπου επιστρέφει ο ποιητής από παιδί, επαναληπτικά. Από πού; Από τον τόπο του ονείρου, της φαντασίας, της φυγής. Να βλέπει τα σώματα νεκρά. Να λιώνουν οι νεκροί. Και να συστρέφονται. Τα άλογα κουτσά. Ο ποιητής παρών. Να θερμαίνει και να συντηρεί την απουσία.
           Μακριά από ψευδο-λυρισμούς και λανθασμένα ή εύκολα αποδιδόμενες φυσιολατρίες λοιπόν, ο Μάρκος Μέσκος βασανίζεται ισόβια, από «τέτοια» βιώματα και τραύματα −κι ας καταφεύγει ενίοτε στο χάδι ενός μικρού πουλιού, στις τύψεις από τη θανάτωση ενός κουναβιού και στις πράσινες «επιφάνειες» της φύσης. Παραμένοντας ασφυκτικά εγκλωβισμένος στους αντικατοπτρισμούς του σφαγμένου όντος, απεικονίζοντας με την ποίησή του τα ακέφαλα σώματα και τα κουτσά άλογα που δεν επιτρέπουν, στους ευαίσθητους και έτοιμους τουλάχιστον αποδέκτες, καμία διαφυγή.
Με τα κόκκινα άλογα να λειτουργούν και ως οι μετωνυμίες μιας κόκκινης κραυγής, που φλογίζει όλη τη φύση και σκάει μέσα στον ανθρώπινο χρόνο και στα εγκλήματα, τα ιστορικά, των όμοιών μας. Και με τέτοιον ατόφιο ανθρωπισμό, να φτάνει ώς τις μέρες μας, έως τις τελευταίες δημοσιευμένες του συλλογές, την Άλφα Βήτα (2015) και Στην όχθη του παραδείσου (2016), όπου και παραμένει συνεπής στον ταυτοτικό του στίχο: «όσα είπαμε παλιά ισχύουν», εμπλουτίζοντας εξακολουθητικά το ποιητικό μας corpus, με τις τόσο κρίσιμες εικόνες του (βλ. και το εξαιρετικό κείμενο του Κώστα Δεσποινιάδη, «Στο Μαύρο Δάσος του Μάρκου Μέσκου. Μια προσωπική ανάγνωση», περ. Πανοπτικόν, τχ 17, 2012).
Και μια εκτόνωση και διαδοχή στα παραπάνω, το κλείσιμο του ποιήματος «V» από Τα ισόβια ποιήματα, που συνοψίζει, ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του. Όπου και διαβάζουμε:
Αιώνιος πάλι ο εγκλωβισμός. Τώρα στο ήσυχο ποτάμι
ο αγώνας
με τους πληβείους που σε κοιτούν στα μάτια: - να μην
αλλάξεις!
(Και σήμερα δεν γνωρίζω πότε η έξοδος).

Για να προχωρήσουμε, η μάνα, το άλογο, οι κοπέλες κ.λπ., που επανέρχονται συχνά στην ποίησή του, δεν είναι «πράγματα» καθαγιασμένα και μυθικά −όπως ισχυρίζεται άστοχα μέρος της κριτικής− αλλά απεναντίας σπρωγμένα προς τον ίδιο τον τόπο του άρρητου, και άρα εμφανιζόμενα ως κουτσά, τεμαχισμένα, λιωμένα ή και αλεσμένα. Διαβάζουμε ενδεικτικά:
Η αρραβωνιαστικιά μου είναι κουτσή
κι ως περπατούμε δίπλα στα ποτάμια
θαρρώ πως μια καταποντίζομαι βαθιά στον ποταμό,
κι άλλοτε πάλι με τραβούν τα μαύρα της μαλλιά
ψηλά στα κύματα που κελαηδούν αηδόνια
(«Κατάσταση», Μαυροβούνι, 1963
)
Ισοσταθμίζοντας το σκοτεινό. Είναι φανερή εξάλλου αυτή η εξισορροπητική του έγνοια.
Και πέρα από την εμφανή του ρίζα στο δημοτικό τραγούδι και τον εξ αρχής σχηματισμό του διακριτού ποιητικού του προσώπου, ήδη από την πρώτη εμφάνισή του το 1958 (βλ. τη συλλογή Πριν από το θάνατο), όπου ο αποφασιστικός και στέρεος ρυθμός και η χαρακτηριστική του εικονοποιία τον τοποθετεί με ώριμο τρόπο στον μοντερνισμό, ενώ συνάμα φανερά προ-νεοτερίζει καλώντας σε μια επιστροφή προς τον γενέθλιο τόπο −εκεί όπου ξαναζωντανεύει η προσωπική μνήμη−, πρέπει να δούμε πώς συγγενεύει με τους ομηλίκους του και όχι μόνο.
Πέρα από την «ομάδα» και το δράμα της ηττημένης, μετεμφυλιακής αριστεράς, όπως αυτή εκφράστηκε από τα περιοδικά «Μαρτυρίες» και μετέπειτα «Σημειώσεις», δηλ. τους Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Βύρωνα Λεοντάρη, Στέφανο Ροζάνη, Μάριο Μαρκίδη, Τάσο Πορφύρη, Ρένα Κοσσέρη κ.ά.
Αν λοιπόν ο Μέσκος συνορεύει με τον Πρόδρομο Μάρκογλου στον χώρο της κοινωνικής εγρήγορσης και αν εφάπτεται με τον Ανέστη Ευαγγέλου στην υπαρξιακή του αγωνία, στην εικονοποιία του, με τις μονόχρωμες πλατείες του επιφάνειες (βλ. ενδεικτικά τα κόκκινα και τα πράσινα του ποιήματος «Όνειρο ή ο μύθος της μεμονωμένης εξόδου», Μαυροβούνι, 1963), επίσης αγγίζει την εξπρεσιονιστική ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, του οποίου την άρθρωση ενίοτε, με ένα προ- ή μετα-αστικίζοντα τρόπο (με τόνους του Τάκη Σινόπουλου επίσης παρόντες) συνενώνει με την θυμοσοφία και την εκ των υστέρων, συχνά, τοποθέτηση του Γιώργου Σεφέρη. Μετασχηματίζοντας, με ένα «εδεσσαϊκό» ή καλύτερο δυτικο-μακεδονικό τρόπο (βλ. και την εικαστική κίνηση στην πόλη της Φλώρινας, π.χ. τον Στερίκα Κούλη, τον Κώστα Λούστα κ.ά.) τα μεταφυσικά τοπία τύπου Μαξ Ερνστ, τα οποία και γειώνει στην ακουστική και μνημονική σάρωση των δασικών και ορεινών τόπων, όπου και συνυπάρχει ο έρωτας με το έγκλημα και το κελάηδισμα με την κραυγή και τον επιθανάτιο ρόγχο.
Κι αφού τέλος αναφερθούμε στα ποιήματα «μινιατούρες», κυρίως της τελευταίας χρονικά ποιητικής του περιόδου, όπου σμίγει το «λυρικό» απόσπασμα με τα κρόσσια της αιματο-φωτισμένης ψυχής του, προσθέτοντας διακριτές εικονοποιητικές και στοχαστικές ακινητοποιήσεις στο ποιητικό του σώμα, θα σταθούμε σε δύο ποιήματα, ή δύο στιγμές, που με τον τρόπο τους τον συνοψίζουν:
Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά
γλώσσα του κόσμου δε μιλεί – όταν βροντάω
το καριοφίλι χαίρεται, όταν παίρνω
θλιβερό σκοπό μοιρολογάει ξεριζώνοντας
τρίχα τρίχα τ’ άσπρα της μαλλιά…
(«Μουγγό», Μαυροβούνι, 1963)
«και το κοστούμι της νεκρής με λούλουδα περίμενε και
με πλερέζες
θάνατος άδικος με θρήνους κατέβαζαν το λείψανο
με κοπετούς»
(«Το μαύρο μαντίλι», Μαύρο Δάσος, 1981)
http://www.thraca.gr/2018/06/blog-post_17.html?spref=fb&fbclid=IwAR2abXwbaV_ZAOnPBrvCtZu_b5NMh_AG_-jGPXl8j84Jbb2lPLp3rxs1C_w

Δεν υπάρχουν σχόλια: