του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Οι «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε στην υπέροχη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη από τις πολύ προσεκτικές εκδόσεις Κίχλη προξένησε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς μας υπενθύμισε πόσα πολλά κλασικά βιβλία λείπουν ακόμα σε καλές μεταφράσεις με σωστές υπομνηματίσεις από τις ελληνικές βιβλιοθήκες. Όχι ότι δεν υπάρχουν εκδότες που βρίσκονται σε αυτή την κατεύθυνση αλλά είναι λίγοι και εξαιρετέοι. Σε δεύτερο πλάνο μάς υπενθύμισε ότι κυνηγώντας , πολλές φορές με άγχος, να γνωρίσουμε την πρωτοπορία στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ή και σήμερα σε διάφορες μεριές του πλανήτη αγνοούμε βασικά έργα του μοντέρνου, όπως οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε που γράφτηκαν από τον Ρίλκε στην αυγή του 20ου αιώνα.
Για πάνω από έξι χρόνια (1904-10) ο Ρίλκε έγραφε τις εντυπώσεις του Μάλτε Λάουριτντς Μπρίγκε
από την παραμονή του στο Παρίσι εν είδει ημερολογίου. Οι μελετητές του αρνούνται ότι είναι αυτοβιογραφικά αυτά τα σημειώματα αλλά σίγουρα ο Μάλτε απηχεί πολλές από τις απόψεις και τις ενοράσεις του ίδιου του Ρίλκε. Είναι περισσότερο μια επιτυχημένη συναρμογή ημερολογιακών σημειώσεων, χρονικού και πρόζας που ενίοτε γίνεται ποιητική. Ο ίδιος δεν τον χαρακτήρισε ποτέ μυθιστόρημα αλλά «βιβλίο γραμμένο σε πρόζα».
Ο Μάλτε , ένας εικοσιοχτάχρονος Δανός από παρακμασμένη οικογένεια ευγενών μετά τον θάνατο των γονιών του ταξιδεύει στο Παρίσι για να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως ποιητής. Έχοντας αφήσει πίσω την παλιά του ζωή καταγράφει τις εντυπώσεις του και τα συναισθήματα του από την πόλη με αποσπασματικό και αυθαίρετο τρόπο. Ο Ρίλκε δεν επιδιώκει να αφηγηθεί μια ιστορία με μια χρονική γραμμική αφήγηση αλλά γράφει in situ για κάτι που τον ενδιαφέρει, τον αγχώνει, το φοβάται ή τον καταπιέζει. Ο χρόνος εναλλάσσεται συνεχώς. Από το πολύβουο καλλιτεχνικό Παρίσι στη Δανία του 18ου αιώνα και από την Σαπφώ στους πάπες της Αβινιόν ο Μάλτε σημειώνει καταγραφές που τον αφορούν εκείνη την στιγμή. Κάποιες έρχονται και επανέρχονται άλλες θα χαθούν στο ξεφύλλισμα των σελίδων.
Όπως είναι γνωστό τα 24 από τα 71 κεφάλαια του βιβλίου αφορούν την παιδική του ηλικία του Μάλτε. Τότε που ο ήρωας ζούσε ανάμεσα σε ευγενείς, σε μυθικά ωραίους τόπους, ανάμεσα σε υπηρέτες και αφθονία αγαθών. Το παρελθόν εκείνο συχνά μπλέκεται με μεταφυσικά φαινόμενα, με φοβίες και άγχη που μοιάζουν να επανέρχονται, κάποτε απειλητικά. Στα υπόλοιπα κεφάλαια ο Μάλτε εστιάζει πιο πολύ στο παρόν όπου πρωταρχικό ρόλο κατέχουν στις Σημειώσεις του οι σχέσεις των ανθρώπων, όπου το μέλλον και το παρελθόν είναι για τον Μάλτε πάντα παρόντα στον δικό του ενεστώτα.
Όσα χρόνια έζησε ο Μάλτε στο Παρίσι δεν συνάντησε κανέναν ούτε κατάφερε να έχει μια κανονική ερωτική ζωή. Η ζωή γι αυτόν ήταν κατακερματισμένη σε μικρά γυαλάκια και ο ίδιος απλώς καταγράφει τις καλειδοσκοπικές αντανακλάσεις τους. Είναι αδύνατον να ζήσει τη ζωή του ως όλον, κάτι που το αφήνει ως συμπέρασμα μάλλον στον αναγνώστη- αφού βεβαίως ο τελευταίος τελειώσει το βιβλίο.
Στο Παρίσι και από το δωμάτιο του ο Μάλτε παρατηρεί τον εξωτερικό κόσμο για να γράψει: «Μαθαίνω να βλέπω». Και τι βλέπει; Ότι οι άνθρωποι κυκλοφορούν με πολλά προσωπεία. Κάποιοι κρατούν το ίδιο μέχρι να γεράσουν και το προσωπείο τους να φθαρεί και να γεμίσει ρυτίδες – άνθρωποι που δεν αλλάζουν ποτέ. Άλλοι αλλάζουν συνεχώς προσωπεία, τα φθείρουν και καταλήγουν στο τέλος της ζωής τους να παραμένουν με ένα τρύπιο προσωπείο, που δεν μπορεί να καλύψει το υπόστρωμα – το μη πρόσωπο. Μήπως και ο ίδιος ο Μάλτε δεν έψαχνε να βρει το πρόσωπό του; Οι Σημειώσεις δεν είναι παρά η αγωνία του να ανακαλύψει το ποιος είναι και να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί είναι τόσο δύσκολο να το ανακαλύψει».
Ο μόνος δρόμος που του μένει είναι να καταγράφει τα βιώματα του, σπαράγματα μιας υπαρξιακής αναζήτησης που παραπέμπει στους βόρειους μεταφυσικούς, ιδίως τον Χάιντεγκερ. Όπως και ο γερμανός φιλόσοφος θεωρεί ότι μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης και του Είναι ανοίγεται ένα χάσμα , κάτι που η ανθρώπινη ζωή βιώνει καθημερινά. Πολύ πριν τον Μαρξ, τον Μπρεχτ ή τον Καμύ ο Ρίλκε στο πρόσωπο του Μάλτε θα σκιαγραφήσει τον «ξένο», αυτόν που είναι μόνος, αποξενωμένος από τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και από τις πράξεις του. Ο ίδιος έγραφε σε επιστολή του προς την Λότε Χέπνερ το 1915 : «Πώς μπορείς να ζεις μια ζωή της οποίας τα επί μέρους στοιχεία παραμένουν ακατάληπτα; Πώς μπορούμε να υπάρχουμε όταν είμαστε διαρκώς ανεπαρκείς στα ζητήματα του έρωτα, όταν είμαστε αβέβαιοι όποτε πρέπει να αποφασίσουμε και όταν είμαστε εντελώς ανίσχυροι ενώπιον του θανάτου;».
Το τελευταίο μέρος των Σημειώσεων αφορά στην διήγηση του ασώτου, μια ποιητική φιλοσοφική, υπαρξιακή μεταφορά. Δικαιώνει κατά κάποιον τρόπο τον Σταντάλ που έλεγε ότι οι Γερμανοί ζουν τον έρωτα με φαντασία επηρεασμένοι πολύ από την τρέλα της φιλοσοφίας. Ο άσωτος φεύγει από τους δικούς του «αποφασισμένος να μην αγαπήσει για να μην φέρει κανέναν στην φοβερή θέση να αγαπηθεί». Φοβάται ότι η αγάπη είναι ακόμα μια «διαφθορά», κατασκευασμένη από τους άλλους γι αυτόν. Η οικογένεια κατασκευάζει για τον αγαπημένο της γιο μια ζωή από το δικό της παρελθόν και τις δικές της επιθυμίες. Ο ίδιος αισθάνεται ότι βρίσκεται κάτω από τη σκέπη της αγάπης τους μέρα νύχτα, γίνεται το αντικείμενο της ελπίδας και της δυσπιστίας τους, του ψόγου και των επαίνων τους. Ασφυκτιά μέσα στα διλήμματα : «Θα υποκύψει και θα τους μοιάσει; Θα μοιράσει τον εαυτό του ανάμεσα στην άρνησή του και την απάτη της διαφθοράς ή θα εγκαταλείψει την επιθυμία να γίνει αυτό που θα μπορούσε να βλάψει εκείνα τα μέλη της οικογένειάς του που έχουν ακόμα αδύναμη καρδιά;». Όχι, θα αποφασίσει να φύγει. Όλο αυτό το μοντέρνο έργο κλείνει με μια ποιητική/φιλοσοφική αναζήτηση, στην ουσία δίνοντας το στίγμα που σε όλη του τη ζωή ο Ρίλκε/Μάλτε προσπαθούσε να προσδιορίσει. Επιπλέον με το βιβλίο αυτό ο Ρίλκε (σύμφωνα με τα δικά του λόγια) κερδίζει τον ίδιο του τον εαυτό, ξεπερνά τους φόβους του θανάτου και νιώθει ότι η καλλιτεχνική δημιουργία τον ολοκληρώνει ως άνθρωπο.
Αν σκεφτούμε ότι περίπου την ίδια δεκαετία ο Προυστ γράφει ένα μέρος από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», ο Τόμας Μαν τον «Θάνατο στην Βενετία» και τον «Τόνιο Κραίγκερ», ο Κάφκα αρχίζει το «Ημερολόγιο» του, ο Τζέημς Τζόυς το «Οι Δουβλινέζοι», ο Ελιοτ «Το ερωτικό τραγούδι του Τ.Α.Προύφροκ», ο Μούζιλ το «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες» και τους «Ονειροπόλους» νιώθουμε ότι η αρχή του 20ου αιώνα αφήνει πίσω της τους μεγάλους κλασικούς, την αποπνικτική με το βάρος της ιστορική λογοτεχνική κληρονομιά και μπαίνει με δύναμη στην ανανέωση της φόρμας όπου η συνείδηση , η αποξένωση και τα υπαρξιακά ερωτήματα έρχονται δυναμικά στο θεματικό προσκήνιο.
info: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, μτφρ: Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Κίχλη
https://www.oanagnostis.gr/%cf%81%ce%af%ce%bb%ce%ba%ce%b5-%cf%84%ce%bf-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%ad%cf%81%ce%bd%ce%bf-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b1%cf%85%ce%b3%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b9%cf%8e%ce%bd%ce%b1/?fbclid=IwAR3vbk4PWxV7wB3eXPMhvRj_Yfw6njIs3Ky-EKQiX_QpiztSpgLY_EXF2qk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου