17.1.19

ΤΟ ROCK ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ μύθοι και πραγματικότητα

Πριν λίγες ημέρες έφθασε στα χέρια μου το τελευταίο(;) τεύχος του περιοδικού Θεσσαλονικέων Πόλις (#22, Σεπτέμβριος 2013)… και καθώς το ξεφύλλιζα έπεσα πάνω σ’ ένα 8σέλιδο κείμενο υπό τον τίτλο Θεσσαλονικέων Ροκ, το οποίον υπέγραφε ο Κώστας Γ. Καρδερίνης (συντάκτης του mic.gr κ.λπ.).
Αν δεν με απατά η μνήμη μου ο Καρδερίνης είχε δημοσιεύσει κάποιο άρθρο του και στο Jazz & Τζαζ πριν κάποιο καιρό – δεν το λέω όμως με απόλυτη βεβαιότητα (πρέπει να το τσεκάρω). Το κείμενο αυτό (για το rock στη Θεσσαλονίκη) είναι γενικώς καλό («γενικώς» λέω) δίνοντας μία… πληθωρική εικόνα για την ροκ σκηνή τής πόλης μέσα στα χρόνια. Αν, όμως, κάποιος το εξετάσει πιο προσεκτικά θα διαπιστώσει το εξής. Πως όσο πηγαίνει από τους παλαιότερους καιρούς προς τους πιο τωρινούς το κείμενο όλο και… καλυτερεύει (όχι πως και για τα πιο πρόσφατα χρόνια δεν διαβάζουμε τινές υπερβολές). Εννοώ, πως για τις παλαιές εποχές γράφονται ορισμένα πράγματα, που είτε δεν ισχύουν, είτε, έτσι όπως είναι γραμμένα, δημιουργούν μια σύγχυση. Δεν ξέρω αν είναι λογικό αυτό να συμβαίνει μετά από τόσα χρόνια – αν και είναι αλήθεια πως εσχάτως ενέσκηψαν… χίμαιρες που κατατρύχουν, πια, το χώρο. Δημιουργήθηκαν «λούμπες», τις οποίες πολλοί νεώτεροι τις πατούν, όντας ανεπαρκώς ενημερωμένοι ή ενημερωμένοι από πηγές τρέχα-γύρευε.
Κατ’ αρχάς ο Καρδερίνης χρησιμοποιεί έναν όρο ο οποίος δεν μου αρέσει – ή για να το πω πιο… κόσμια, δεν με βρίσκει σύμφωνο. «Θεσσαλονικιώτικο αστικό ροκ». Πάμε να δημιουργήσουμε θέματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Τι σημαίνει «θεσσαλονικιώτικο ροκ»; Αν πρόκειται για κάποιον εντελώς γεωγραφικό προσδιορισμό να τον δεχθώ, αλλά αν πρόκειται για κάτι που ξεπερνά τη γεωγραφία και αγγίζει –ξέρω ’γω– κοινωνικές ή αισθητικές παραμέτρους διαφωνώ εντελώς. Ορισμένοι θέλουν να μας πείσουν πως η Θεσσαλονίκη είναι ένας «κόσμος» από μόνη της και πως ό,τι συνέβαινε ή συμβαίνει εκεί είναι μοναδικό – και δεν συμβαίνει πουθενά αλλού (και όχι μόνο στο rock). Κάποιοι άλλοι, δε, είναι έτοιμοι, υποθέτω, να μας απαριθμήσουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του… θεσσαλονικιώτικου ροκ. Δεν είμαστε καλά. Τέτοια τοπικιστική αντίληψη δεν προέβαλλε ούτε το… San Francisco στα sixties. Μ’ αυτά και μ’ αυτά που διαβάζω εσχάτως, νομίζω πως θα συμφωνήσω εντελώς με κάτι που είχε πει ο Γιάννης Σπάθας παλαιότερα (συμφωνώ δηλαδή κατά βάση, αλλά, είπαμε, πως κάνουμε και ορισμένες συμβάσεις). Τι είχε πει ο Σπάθας (Ήχος & Hi-Fi, # 94, Γενάρης 1981): «Δεν υπάρχει ελληνικό ροκ, υπάρχει ροκ γενικά. Ένα είναι το ροκ». Είπαμε λοιπόν να δεχθούμε τον όρο «ελληνικό ροκ», ως το rock που παίζεται από έλληνες μουσικούς εντός και (σε ορισμένες περιπτώσεις) εκτός Ελλάδας. Και ως μόνον αυτό. Άμα αρχίσουμε να μιλάμε, το 2013, για φλωρινιώτικο, καρδιτσιώτικο, κεφαλλονίτικο και χανιώτικο ροκ ζήτω που καήκαμε. Ο προσδιορισμός δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από γεωγραφικός. Ούτε καν γλωσσικός… αφού τα μισά γκρουπ τραγουδούσαν και τραγουδούν στην αγγλική. Ούτε καν να σχετίζεται με ελληνικές μουσικές αναφορές… αφού υπάρχουν (υπήρχαν πάντα δηλαδή) σουηδικά ή αμερικανικά γκρουπ φερ’ ειπείν, που ηχούσαν και ηχούν εντελώς «ελληνικά».
Είναι δε και το άλλο… Τι σημαίνει εν Ελλάδι ο όρος «αστικό ροκ»; Υπάρχει μήπως και «αγροτικό»; Αν ορισμένοι εννοούν το rural (δεν το νομίζω…), μην ψάχνουν να βρουν ομοιότητες ανάμεσα στην αγροτική Καλιφόρνια και το Τέξας με τον θεσσαλικό κάμπο… Αν οι αμερικανοί προσδιορίζουν το rural ως έναν συνδυασμό του rock με country, bluegrass, folk, ακόμη και blues στοιχεία  (εκείνο που τα πιο πρόσφατα χρόνια ονομάστηκε, χονδρικώς, americana), στην Ελλάδα και οι… χωριάτες και οι πρωτευουσιάνοι τα ίδια παίζανε και παίζουν. Θέλω να πω πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να χρησιμοποιούμε βαρύγδουπες εκφράσεις (που δεν έχουν και κανένα νόημα δηλαδή) στην προσπάθειά μας να προσδώσουμε «κύρος» στα κείμενά μας. Να γράφουμε με απλό τρόπο και να υιοθετούμε εκείνα (τα σωστά) που έχουν γραφεί και ισχύουν από παλαιά. Δεν θα ανακαλύψει ο κάθε ένας από εμάς τη δική του πυρίτιδα. Μην καταντήσουμε σαν τους ρεμπετολόγους, που δεν έχουν συμφωνήσει ακόμη τι είναι το ρεμπέτικο τραγούδι…
Ο Καρδερίνης έψαξε διάφορα sites και ολίγα βιβλία (και περιοδικά) για να γράψει το κείμενό του – ανάμεσά τους δε και το Δισκορυχείον. Ξέρω τι πήρε από ’δω –και καλά έκανε και το πήρε δηλαδή– δεν πρόσεξε όμως και κάτι άλλο. Την ανάρτηση για τους Blue Stars, ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (1961-1963) με δημόσιες εμφανίσεις (και ντοκουμέντα-δημοσιεύσεις, που το αποδεικνύουν). Αναφέρει τους Κομήτες, ok, αλλά αναφέρει και τους VIPs, τους Greeks και τους Monks, που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα early sixties (και τα πρώτα συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης)· είναι μεταγενέστεροι.

Fratelli (από αριστέρα): Μίμης Αντωνόπουλος, Λεωνίδας Σταματιάδης, Στέλιος Φωτιάδης
Ποιος είπε του Καρδερίνη ότι η «Σαλούνα» (1968) των Βορρείων έχει κάποια σχέση με την ψυχεδέλεια; Οτιδήποτε… έτσι… λίγο… και τα λοιπά… το λέμε «ψυχεδέλεια» (ή περίπου); Ποιος του είπε ότι τα “Summer is coming” (blues) και «Ποιος ξέρει» (shake) των Monks κινούνται σε… ροκ μονοπάτια; Φρόντισε ν’ ακούσει τα κομμάτια; Αν αυτά είναι… ροκ, τότε το “She is cool” των Loubogg από την ίδιαν εποχή (1966) τι είναι; Ηard core; Δηλαδή να μου πει κάποιος… rock τους Loubogg άιντε να το δεχθώ, αλλά τους Monks με τίποτα. Ιδίως, όταν θέλει να τους παρουσιάσει και ως… προμαχώνες της ροκ σκηνής της πόλης στα sixties. Αφήστε τι έχω γράψει ή μεταφέρει  εγώ, πιο πρόσφατα, στο δισκορυχείον (περί Fratelli και Μακεδονομάχων ας πούμε – τα δύο σημαντικότερα ροκ σχήματα της πόλης, όπως λένε οι φήμες), δείτε τι έλεγε ο Παύλος Σιδηρόπουλος στον Ήχο (# 96) τον Μάρτη του ’81: «Στη Θεσσαλονίκη (όπου πήγα εγώ σαν φοιτητής, γιατί έχω κάνει μαθηματικός μέχρι το τρίτο έτος) είχανε μια φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή ροκ εν ρολ την εποχή ’65-’75 (σ.σ. μάλλον την εποχή 1968-1971 εννοούσε, γιατί το «φοβερά δυναμική, συμπαγή και σκληρή σκηνή» για το ’65 ή το ’75 ακούγεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου). Πραγματικά δυναμική σκηνή, με καθορισμένα στέκια, καθορισμένους ανθρώπους –100 όλους κι όλους– φάτσα προς φάτσα, ενεργή συμμετοχή στη ζωή της Θεσσαλονίκης με πλάκες χοντρές, με διάφορα γκρουπ ροκ εν ρολ που γινόντουσαν κάθε τόσο (σ.σ. τα εξής δύο…) και τα οποία δεν κάνανε τίποτα άλλο παρά να καταστρέφουν τους πάντες και τα πάντα όπου βρισκόντουσαν, πολλές φορές εναντίον της ίδιας της μουσικής τους. Καταστρέφανε ολόκληρα ηχητικά συγκροτήματα που είχανε νοικιάσει (σ.σ. να λοιπόν σε ποιους αναφέρεται…), εξαγριωμένοι ορμούσαν εναντίον των πελατών σε διάφορες λέσχες αξιωματικών (σ.σ. μία φορά συνέβη αυτό), οι οποίοι φεύγανε έξω με τις γυναίκες τους κ.λπ.(…) Είχανε φτιάξει στην αρχή το συγκρότημα Φρατέλι στη δεκαετία του ’60, μετά τους Μακεδονομάχους στη δεκαετία του ’70, και ήτανε όλοι περίπου οι ίδιοι, άλλος έμπαινε άλλος έβγαινε. Είχανε στέκι τον ‘Παπαγάλο’ που ήτανε απέναντι από την Ασφάλεια ακριβώς (σ.σ. !!), και ένα λουκουματζίδικο που ήτανε πάλι κοντά σε κάποιο τμήμα (σ.σ. !!) του ‘Τριαντάφυλλου’».
Γράφοντας ο Καρδερίνης πως… «δικτατορίας μεσούσης, τεντιμπόηδες, γιεγιέδες και μαλλιάδες θεωρούνται ύποπτοι, καθώς και οι μακριές φαβορίτες»… δείχνει πως είναι, και αυτός, επηρεασμένος από μια μπαρούφα (σαν ιός κολλάει!) που αναπτύχθηκε τα πιο πρόσφατα χρόνια, βάσει της οποίας το ελληνικό ροκ, έτσι γενικώς και αορίστως, αποτελούσε κομμάτι της αντίστασης προς την δικτατορία. Φυσικά, ουδέν αναληθέστερον τούτου!

Τη φωτογραφία των Μακεδονομάχων την είχα πρωτοδεί (πολύ μικρή και άρα ακατάλληλη για «μοίρασμα») στο ένθετο του CD του Θόδωρου Παπαντίνα “T 4 Trouble…” το 2009. Αργότερα μου την έστειλε στο σωστό μέγεθος ο Δημήτρης Βασιλειάδης (τον ευχαριστώ). Από αριστερά: Λεωνίδας Σταματιάδης, Γιάννης Καντζός, Θόδωρος Παπαντίνας, Νίκος Παπάζογλου.
Ρε, εδώ, ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος λέει πως τα στέκια των Fratelli-Μακεδονομάχων βρίσκονταν απέναντι από τις Ασφάλειες και τα αστυνομικά τμήματα! Για να μην πω λοιπόν πως η αστυνομία προστάτευε τους ροκάδες και φανώ υβριστικός εν σχέσει με το ανιστόρητο σχετικό ιδεολόγημα (που θέλει τους ροκάδες… τουλάχιστον το ίδιο αγωνιστές με τους Αριστερούς της εποχής), ας πω πως δεν τους ενοχλούσε. Μπαινόβγαιναν εκείνοι με τις μαλλούρες και τις μπαρμπέτες στα λουκουματζίδικα, κι οι ασφαλίτες κάθονταν απέναντι και τους χαζεύανε. Μάλιστα τα πράγματα ήταν τόσο χαλαρά, ώστε κάποιοι στιγμή κάλεσαν το συγκρότημα –που ονομαζόταν Μακεδονομάχοι τέλος πάντων και όχι… Κομιτατζήδες (εννοώ πως το γκρουπ δεν διέθετε κάποιο προκλητικό όνομα, απεναντίας τούτο ήταν ιδιαιτέρως… εθνικόφρον!)– να παίξει και στο χορό των εγκαινίων της Λέσχης Αξιωματικών Κιλκίς, ως κλου της βραδιάς, με πολύ καλή αμοιβή… όπως είχε γράψει και ο μακαρίτης Τάσος Ψαλτάκης στη Μουσική (1984). Τώρα, τι είδους «ύποπτοι» μπορεί να ήταν αυτοί οι Μακεδονομάχοι, όταν έφθασε να παίζουν ακόμη και σε λέσχες αξιωματικών, εγώ δεν ξέρω… Μπορεί να ξέρει ο Καρδερίνης… Και απολύτως φυσικό ήταν, όταν το συγκρότημα άρχισε να κάνει μαλακίες στη σκηνή της Λέσχης (στη σκηνή της Λέσχης Αξιωματικών, το τονίζω) –να φιλιούνται τα μέλη στόμα με στόμα και να βγάζουν τ’ αρχ!δ!α τους σε κοινή θέα (ο Ψαλτάκης τα έγραφε αυτά, δεν τα λέω εγώ)– ήταν πολύ λογικό να τους «μαζέψουν». Και θα τους «μάζευαν» είτε ήταν χούντα, είτε δεν ήταν. Τι περίμεναν δηλαδή; Να τους έδιναν και παράσημο οι καραβανάδες για τα… ανδραγαθήματά τους; Έλα Παναγία μου!
Για τους χίπηδες και τους… ντιρλαντάδες, τώρα, τα έχουμε ξαναπεί (φάτσα-μόστρα παντού, σε θέατρα, ταινίες, περιοδικά, τηλεοράσεις…), αλλά κι αυτό με τις φαβορίτες… ότι σε θεωρούσαν ύποπτο δηλαδή, αν είχες μακριές φαβορίτες… είναι μεγάλη μπαρούφα. Και δεν λέω του Καρδερίνη να ψάξει, να βρει και να δει φωτογραφίες τού… Κόκοτα και του Αργυρούδη. Ας δει τη φαβορίτα τού Πλεύρη στο γάμο του (με κουμπάρο τον Λαδά – αυτός με το κερί)… και αφού τη μετρήσει, μετά να ’ρθει να μας πει αν είχε μακρύτερη φαβορίτα ο Παπαντίνας…

ΦΩΤΟ: Ν. Σταθάκης, Ο Ιός της Κυριακής, «Μοντέλα Εξέγερσης / Ξενόφερτοι Αντιφρονούντες» 19 Νοε. 1995
Κι ενώ λοιπόν σε καμμιά παλαιά, μεταπολιτευτική, αφήγηση των τότε πρωταγωνιστών του ελληνικού ροκ (δες π.χ. το πολύμηνο αφιέρωμα στον Ήχο το 1981, εκεί όπου μιλούν ο Σπάθας, ο Τουρκογιώργης, ο Πουλικάκος, ο Σιδηρόπουλος…) δεν αφηνόταν ο παραμικρός υπαινιγμός πως το να έπαιζες ροκ επί χούντας ήταν κάτι σαν πράξη αντίστασης (θα μπορούσε κάλλιστα να το έλεγαν, αν είχε συμβεί, όντας μέσα στο κλίμα της εποχής, με την… Αλλαγή επί θύραις, δρέποντας και δάφνες αγωνιστών), έρχονται, τώρα, διάφοροι εξαφανισμένοι, 40βάλε χρόνια μετά –ενθαρρυμένοι και από τους… μελετητές της πλάκας–, να μας πουν πως εκφράζανε την αντίστασή τους προς την δικτατορία παίζοντας rock! Το θράσος είναι γνωστό πως δεν έχει όρια. Όταν κάποιοι έδιναν τη ζωή τους, ή βασανίζονταν αγρίως στα μπουντρούμια και τις εξορίες, κάποιοι άλλοι «πολεμούσαν» το καθεστώς στα… beach parties της Αγια-Τριάδας κραδαίνοντας μπάσα και κιθάρες. Τα πιστεύουμε αυτά ή μας ξεφεύγουν; Αγαπάμε και σεβόμαστε όλους τους μουσικούς του ελληνικού ροκ (και κάθε rock ή μη) –ιδίως όταν έχουν να παρουσιάσουν έργο–, αλλά μόνο γι’ αυτό που ήταν. Για τίποτα περισσότερο…
Η ανοχή (για να χρησιμοποιήσω την πιο ήπια λέξη) που προσέφερε το δικτατορικό καθεστώς στη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης (για να μη γράψω για στήριξη και προστασία) υπήρξε παροιμιώδης και σχετίζεται, βασικά, με τα περίφημα beach parties της εφημερίδας Θεσσαλονίκη. Εν ολίγοις… είχε στηθεί ολόκληρη επιχείρηση. Λέει ο δημοσιογράφος Γιώργος Φωτιάδης στο περιοδικό Τάμαριξ (#6, 6/1997): «Η λογοκρισία εκείνα τα χρόνια έσβηνε, διόρθωνε, έκοβε και δεν άφηνε γενικώς τίποτε να περάσει. Στην Θεσσαλονίκη η κατάσταση ήταν χειρότερη και κάποια στιγμή ο Βελλίδης το 1967 αποφασίζει να διακόψει την έκδοση της εφημερίδας ‘Θεσσαλονίκη’, που είχε φθάσει στο έσχατο της κυκλοφορίας της εξαιτίας της λογοκρισίας. (…) Του λέω να μην το κάνει, να αφήσει να περάσει λίγος καιρός μέχρι το Σεπτέμβριο και να ξεκινήσουμε κάτι νέο. Και του προτείνω να δώσουμε βαρύτητα σε θέματα, όπως δεξιώσεις, χορούς με αναφορά στα ονόματα των παρευρισκομένων και συνεντεύξεις καλλιτεχνών. Ο Βελλίδης αντιλαμβάνεται ότι το θέμα θα ‘πιάσει’ και μου λέει να το ξεκινήσουμε (σ.σ. μ’ αυτά δεν είχε πρόβλημα η χούντα, ίσα-ίσα τα πριμοδοτούσε κιόλας!). Μέσα στις προτάσεις που κάνω στον Βελλίδη είναι και τα μπητς πάρτυ, τα οποία ήδη γίνονται, αλλά πλέον τους δίνουμε μεγάλη δημοσιότητα με πολυσέλιδα αφιερώματα και πλούσια δώρα. Από 3500 φύλλα που είχε πέσει η ‘Θεσσαλονίκη’, ανέβηκε στα 18000(…). Επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας που κάλυπτε τα μπητς πάρτυ ήταν ο Νέγρης. Εγώ ανέλαβα τα δώρα για τους διαγωνισμούς χορού, όπως μαγιώ, πουκάμισα, γραβάτες, καλλυντικά που προσέφεραν μεγάλα εμπορικά καταστήματα της πόλης.(…) Τα πάρτυ τα κάναμε στην Αγία Τριάδα και εκεί τραγουδούσαν συγκροτήματα όπως οι Strangers, που ξεκίνησαν από τα μπητς πάρτυ, οι Olympians και άλλα γνωστά μουσικά σχήματα της εποχής και της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα κάναμε και καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς μεταξύ συγκροτημάτων με νέα παιδιά και βοηθούσαμε τα συγκροτήματα να κάνουν δισκογραφία. Οι τελικοί αυτών των διαγωνισμών γίνονταν το φθινόπωρο στο Παλαί ντε Σπορ (σ.σ. ποιος το παραχωρούσε το Παλαί Ντε Σπορ, η διορισμένη από τη χούντα διεύθυνση της ΔΕΘ δεν το παραχωρούσε;). Εκεί έδωσαν μεγάλες συναυλίες πολύ γνωστά ονόματα όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με τους Forminx, αργότερα ο Ντέμης Ρούσσος με τους We Five και ο Μπονάτσος με τους Πελόμα Μποκιού (σ.σ. δεν έχει σημασία αν κάποια απ’ αυτά τα live μπορεί να έγιναν πριν τη χούντα). Για κάποια περίοδο είχαμε συνεργάτη το Νίκο το Μαστοράκη, που είχε αναλάβει θέματα νεολαίας και δισκογραφίας, ως αντίπαλο δέος στον Κογκαλίδη που δούλευε στον ‘Ελληνικό Βορρά’ (σ.σ. τα ίδια πρόσωπα που διαχειρίζονταν αυτά τα θέματα πριν τη χούντα, συνέχιζαν να το κάνουν και μετά). Ο Γιώργος Λιάνης το 1969 περίπου αναλαμβάνει τα κοσμικά στη ‘Θεσσαλονίκη’ γιατί εγώ πήγα στην απέναντι όχθη, στον ‘Ελληνικό Βορρά’, που έβγαζε την ‘Εσπερινή Ώρα’». Καταλαβαίνετε, τώρα, όλοι σας πιο ακριβώς ήταν το… αντιστασιακό κλίμα των ροκάδων της Θεσσαλονίκης... Ταράτσα κι απομόνωση
Για να συμπληρώσει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης πάντα από το ίδιο περιοδικό: «Πάντως τα πιο πολλά από τα παιδιά που χόρευαν έξαλλα στην Αρετσού και στην παραλία της Αγια-Τριάδας, οι νεαροί από την Κάτω Τούμπα ή το Κιλκίς, που αίφνης σεληνιάζονταν με το ‘Satisfaction’, τον ‘Τρόπο των Olympians και το ‘Black is black’, περισσότερο ήταν ορμονικά εξεγερμένοι νέοι και λιγότερο είχαν διαβάσει περί προτσέσων και διαλεκτικής. Αλλά και η αναγκαστική οξυδερκής συγκατάνευση του επαγγελματία Γιάννη Βελλίδη μεσούσης της δικτατορίας, για τη στροφή της εφημερίδας ‘Θεσσαλονίκη’ προς την κοσμικότητα και την οργάνωση των μπητς πάρτυ, στα οποία μοιράζονταν κολώνιες Aqua Velva και μερσεριζέ κάλτσες του Κατρακαλίδη δεν νομίζουμε ότι επιδέχεται καμιάν ιδιαιτέρως βαθυστόχαστη ανάλυση».
Σωστά. Πολύ σωστά. Τι να αναλύσουμε, αν η… Aqua Velva ήταν aftershave ή κολώνια;
Όσον αφορά στα χρόνια μετά το 1974, τα πράγματα, όπως σημείωσα και στην αρχή, καλυτερεύουν στο κείμενο του Καρδερίνη, παρότι δεν αποφεύγονται οι υπερβολές και οι λάθος εκτιμήσεις. Το βασικό που δεν λέγεται, για την περίοδο 1974-79, και μπουρδουκλώνεται… είναι πως μετά την άνοδο του φοιτητικού κινήματος –ας πούμε χονδρικώς, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου–, η ελληνική ροκ σκηνή αρχικώς περιορίζεται… έως εξαφανίσεως πια στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (ασχέτως αν δίσκοι, κάποιοι δίσκοι, θα συνεχίσει να βγαίνουν). Το ελληνικό ροκ δηλαδή (λόγω αδυναμίας) δεν μπόρεσε να εκφράσει τις κοινωνικο-πολιτικές ανησυχίες τού απολύτως μεγαλύτερου τμήματος της νεολαίας και γι’ αυτό αναγκαστικώς περιθωριοποιήθηκε. Αντί να πει εκείνο που συνέβη ο Καρδερίνης μάς λέει πως… «η πολιτικοποίηση και η πόλωση δεν αφήνει κανέναν αλώβητο»… σαν να ρίχνει ευθύνες στο πολιτικό τραγούδι π.χ., και όχι στο ελληνικό ροκ που αποδείχθηκε εντελώς κατώτερο των περιστάσεων. Και τι σημαίνει «πόλωση»; Η χούντα είχε πέσει δίνοντας τη θέση της σε μια καραδεξιά κυβέρνηση (που την ψήφισε ο λαός, ok), η οποία λειτουργούσε με χουντοκρατούμενο ακόμη κρατικό μηχανισμό. Τι έπρεπε δηλαδή να έκανε το φοιτητικό κίνημα; Να λιβάνιζε τους διαφόρους τσάτσους του ελληνικού ροκ, ώστε να μην υπήρχε… πόλωση; Μη λέμε κουζουλάδες… Ή μήπως το πρόβλημα ήταν πως η «πόλωση» έδειξε αυτήν καθ’ αυτή τη γύμνια του ελληνορόκ; Μέχρι και ο Πουλικάκος, το 1976, πήγε να τραγουδήσει στο Θεμέλιο μαζί με τον Μανώλη Μητσιά και την Τάνια Τσανακλίδου, με ορχήστρα τον Αντώνη Τουρκογιώργη (Socrates), τον Γιώργο Τσουπάκη (Ακρίτας) και άλλους λοιπούς ροκάδες (Ποπ & Ροκ, τ.28, 6/1980). Εγώ λέω πως οι μουσικοί του ελληνικού ροκ της εποχής θα πρέπει να ευλογούν το πολιτικό τραγούδι, που τους έδωσε ψωμάκι και φάγανε, βαστώντας τους στη δουλειά. Και αν δεν το πράττουν αυτό οι μουσικοί (δεν ξέρω, ορισμένοι της εποχής μπορεί να το ομολογούν), ας το επισημαίνουν τουλάχιστον οι δημοσιογράφοι. Κι εν πάση περιπτώσει αν υπήρχαν ροκ συγκροτήματα που να εξέφραζαν τη νέα πραγματικότητα δεν μπορεί, θα επιβίωναν· τα πήρε όμως παραμάζωμα το πολιτικό, το αντάρτικο και το σατιρικό τραγούδι κι έτσι… μαζί με όλα τα… κακά ξεμείναμε κι από τις ψυχεδέλειες...
Παρά ταύτα ροκ κίνηση, έστω και υποτονική, άρχισε σιγά-σιγά να ξαναδημιουργείται (από το ’76 και μετά). Στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να σκάνε κάποια καινούρια συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων και οι Television, οι Fireballs, οι Freedom, οι 69, οι Μωβ και ακόμη οι Ερημίτες, που συμμετέχουν με το «Πάτερ Σέργιος» στο LP της Anazitisi RecordsSwirling Echoes” (2005). Το πρώτο, δε, συγκρότημα αυτής της περιόδου που θα κατορθώσει να γράψει στον καιρό του ένα 45άρι –“Come on with us/ The voice of my soul” [Metrophone ME 1001]– ήταν οι Nemo. Είχαμε μπει όμως πια στο 1979…
«Η αστυνομοκρατία χαλαρώνει μετά το 1981» λέει ο Καρδερίνης στο κεφάλαιο 1980-1989: Οι ασκοί… της ελληνόφωνης ροκ αλλαγής… κι αυτό είναι μια σωστή κουβέντα. Η πρώτη ανεξάρτητη εταιρεία της περιόδου που δίνει διέξοδο σε κάποια σχήματα (Proxies, Rodondo Rocks, Flood, International Comedy…) ήταν η CVR του Χρήστου Βατσέρη, ο οποίος έπαιζε νωρίτερα στους 69. Θ’ ακολουθήσει ο Γιώργος Τσακαλίδης (1984) με την Ano Kato (Blues Gang/ Blues Wire, Τρύπες, Noise Promotion Company, Μωρά στη Φωτιά κ.λπ.) και στη συνέχεια η Lazy Dog (Life in Cage, Mushrooms, Moot Point, Γκούλαγκ…) και η Smash (Fear Condition, Stained Veil). Μορφή του θεσσαλονικιώτικου ροκ της εποχής είναι και ο Αλέξανδρος Πέρρος, τον οποίον πολλοί ξεχνούν στις… αναπολήσεις τους (και ο Καρδερίνης). Ο Πέρρος είχε πρωτοδισκογραφήσει –και αυτός– στην CVR με το συγκρότημα East of Eden (όπως αναγραφόταν στο εξώφυλλο του LP-συλλογή “Sounds and Noises of SKG”) ή… West of Eden (όπως αναγραφόταν στο label). Προτιμώ το δεύτερο… Αν κάτι με συνδέει, σε προσωπικό «ζωντανό» επίπεδο με τη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης στα μέσα του ’80 ήταν ένα live των Τρύπες στη Σελήνη, που είχα παρακολουθήσει μάλλον το φθινόπωρο του 1985 (δεν θυμάμαι ακριβώς). Λίγα χρόνια αργότερα (1989) τους είχα παρακολουθήσει και στην Πάτρα (Ομόνοια Concerts). Δεν τους ξαναείδα έκτοτε… Ο Καρδερίνης γράφει πως στην εποχή αυτή… «συμβαίνει μια πρωτοφανής έκρηξη νέων συγκροτημάτων(…) κυρίως με ελληνικό στίχο, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά». Πρωτοφανής ήταν η έκρηξη των συγκροτημάτων στα μέσα του ’60 και όχι στα μέσα του ’80. Αφήνω το γεγονός πως ελέγχεται κι αυτό το… «κυρίως με ελληνικό στίχο». Αν και δεν έχω ποτέ επιχειρήσει να μετρήσω αγγλόφωνα και ελληνόφωνα γκρουπ, η αίσθησή μου είναι (για να μην πω η βεβαιότητα) πως, στα 80s, τα αγγλόφωνα γκρουπ (γενικώς) ήταν πολύ περισσότερα από τα ελληνόφωνα. Αν κάποιος έχει συγκεκριμένα νούμερα, ή ποσοστά, ας τα καταθέσει… Κι εκείνο πάλι το… «οι διαρροές (συγκροτημάτων) προς το κλεινόν άστυ είναι πισώπλατες» δεν με βρίσκει σύμφωνο, επειδή συντηρεί μία ανόητη κόντρα ανάμεσα στις σκηνές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τι σημαίνει «πισώπλατα»; Σε καμμιά μάχη βρισκόμασταν, με σπιούνους και προδότες; Τα συγκροτήματα όπου βρίσκουν περισσότερο… φαΐ, ή καλύτερες ευκαιρίες εν γένει, πηγαίνουν, και είναι υπεύθυνα για τις επιλογές τους. Όταν πήγαν οι Beatles από το Λίβερπουλ στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του ’63, δεν νομίζω να έγραψε κανείς μία τόσο υπερβολική έκφραση. Πώς εξυφαινόταν η μετακίνησή τους από… πισώπλατα κέντρα. Μάλιστα, κατά την επιστροφή του γκρουπ στο Λίβερπουλ για την προώθηση του A Hard Days Night (τέσσερις ημέρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας) καταγράφεται και το εξής από τον Paul McCartney: «Δεν ήμασταν π ρ α γ μ α τ ι κ ά ανήσυχοι σε σχέση με την επιστροφή μας στο Λίβερπουλ. Είχαμε υπ’ όψη μας μ ι α-δ υ ο  μ ι κ ρ έ ς φήμες, πως κάποιοι άνθρωποι είχαν αισθανθεί προδομένοι από την αναχώρησή μας και πως δεν θα έπρεπε να πάμε να ζήσουμε στο Λονδίνο, αλλά πάντα θα υπάρχουν και κάποιοι που θα σε επικρίνουν» (www.beatlesbible.com/1964/07/10/liverpool-premiere-hard-days-night/). Περιττό να πω πως η υποδοχή, που τους επιφυλάχθηκε στο Liverpool (όπως λένε οι μαρτυρίες δηλαδή) ήταν άνευ προηγουμένου… Παντού υπάρχει ένας, έστω και μικρός, ανόητος τοπικισμός, δε λέω, αλλά αυτό το κακό με τα… Τέμπη (είτε τα περάσεις φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, είτε τα περάσεις ερχόμενος από την Αθήνα) δεν ξέρω αν έχει ανάλογο· το λέω εν σχέσει και με το μέγεθος των ελληνικών πραγμάτων, που συχνά είναι… πολύ κακό για το τίποτα…
Αγνώριστες Τρύπες... στη Σελήνη (1985)
Για τις επόμενες δεκαετίες (90s, 00s), πάντα σε σχέση με το rock στη Θεσσαλονίκη, δεν έχω να σημειώσω πολλά. Θα προσθέσω μόνο μερικά πράγματα (ενώ μπορεί να ξεχνώ κι άλλα, αυτή τη στιγμή). Ο Καρδερίνης γράφει, εξάλλου, για τα περισσότερα (Εκτός Ελέγχου, Ξύλινα Σπαθιά, 2 by Bukowski, 2L8, Xaxakes…). Ν’ αναφέρω, από τη δεκαετία του ’90 λοιπόν, πέραν της εταιρείας Poeta Negra που έπαιξε ένα ρόλο, την Cactus Records (κυρίως για τη συλλογή “Rock Propaganda Series”), τον Μύλο (ως label) με τα πρώτα άλμπουμ του Μανώλη Φάμελλου και του Ντίνου Σαδίκη μεταξύ άλλων, τους Frantic V που ενώνουν τα sixties (Olympians, Juniors) με τα nineties και άλλους διαφόρους... ων ουκ έστιν αριθμός. Δεν καταλαβαίνω όμως εκείνο που διαβάζω… «η διαμάχη αγγλόφωνου-ελληνόφωνου ξαναφουντώνει λόγω της επίπλαστης ευδαιμονίας». Τι σημαίνει «επίπλαστη ευδαιμονία»; Πως… όλοι μαζί τα φάγαμε; Δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοεί ο Καρδερίνης… Εγώ εκείνο που ξέρω είναι πως τότε είχαμε μια δουλειά, βγάζαμε πέντε δίφραγκα (σιγά την… ευδαιμονία), και δεν πληρώναμε φόρο κεφαλικό για τα κωλόσπιτά μας, ενώ τώρα μας έχουν γδάρει και δεν ξέρουμε που βρισκόμαστε. Αλλά και το ζήτημα της «διαμάχης» για την γλώσσα ήταν, είναι και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα παρόν. Η γνώμη μου είναι πως δεν θα πρέπει να του δίνουμε ιδιαίτερη σημασία – και προσωπικώς είμαι από ’κείνους που προτιμούν ένα καλό αγγλόφωνο από ένα μέτριο ελληνόφωνο, όπως κι ένα μέτριο ελληνόφωνο από ένα κακό αγγλόφωνο. Μακάρι να έχουμε ωραία ροκ τραγούδια στη γλώσσα μας, δε λέω, αλλά κι αν δεν έχουμε δεν θα τα βάψουμε μαύρα. Ακούμε και… Ζαζόπουλο. Κι αυτός από τη Θεσσαλονίκη κρατάει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: