Ηλίας Κεφάλας
Ἂς μὲ συγχωρέσει ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος καὶ ἡ Λαμπρινή του, ἀλλὰ μέρες ποὺ εἶναι εἶπα να θυμηθῶ λίγο κι ἐγὼ καὶ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ νοσταλγήσουμε ὅλοι μαζὶ τὸ ἰδιότυπο ὅσο καὶ ἀπαράμιλλο ὕφος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σταματώντας ἐπ᾽ ἐλάχιστον στὴν «Νοσταλγό» του.
Ἀναμφισβήτητα ὁ Σκιαθίτης εἶναι ὁ σημαντικότερος νεοέλληνας πεζογράφος καὶ πάνω στὶς πλάτες του στηρίχτηκε ἡ ἀνάπτυξη τῆς νεοελληνικῆς ἀφηγηματογραφίας. Ἡ ὑπεροχή του σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ποσότητα καὶ τὴν ποιότητα τοῦ ἔργου του καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν καθολικὴ σχεδὸν ἀναγνώριση, πλὴν ἐλαχίστων μόνον ἐξαιρέσεων, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια σὲ θέση νὰ διαφοροποιήσουν τὴν εἰκόνα.
Ἔγραψε περὶ τὰ διακόσια διηγήματα καὶ τέσσερα μυθιστορήματα καὶ κάποια ἐλαχιστότατα ποιήματα, τὰ περισσότερα τῶν ὁποίων εἶναι ἐγκολπωμένα μέσα στὰ πεζὰ κείμενά του.
Ὅλη του τὴν πεζογραφική παραγωγὴ τὴν διοχέτευε πρὸς δημοσίευση στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικὰ τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἐλάμβανε τὴ θέση τῆς ἐπιφυλλίδος.
Οἱ μεταφράσεις καὶ γενικῶς ἡ δημοσιογραφία ἦταν τὸ μόνο βιοποριστικό του μέσον, τὸ ὁποῖο ὅμως ἦτο πενιχρὸν καὶ δὲν ἀρκοῦσε γιὰ νὰ καλύψει τὶς στοιχειώδεις βιοποριστικές του ἀνάγκες. Ἡ δημοσιογραφία εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ χάρισε τὴν πρώτη φιλολογική του ἀναγνώριση, παρ᾽ ὅλο τὸ μονῆρες τοῦ χαρακτῆρα του, τὴν ἔμφυτη ταπεινότητά του καὶ τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὶς κάθε εἴδους λογοτεχνικὲς συνάφειες.
Πένης καὶ ἐξαθλιωμένος ὁ ἴδιος ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης τῶν ἀναγκῶν καὶ ἑπομένως τῶν ἠθῶν καὶ συνηθειῶν ὅλων τῶν φτωχῶν καὶ καταφρονεμένων ἀνθρώπων. Ὁ μικρόκοσμος τῆς Σκιάθου ἔχει ἀθανατισθεῖ μέσα στὸν πυκνὸ καὶ διεισδυτικό του λόγο. Ἡ «συμπαθητικὴ φαντασία» (Κ. Παλαμᾶς) ποὺ διέθετε, ἦταν ἱκανὴ γιὰ τὴν νατουραλιστικὴ καὶ ψυχογραφικὴ ἀπεικόνιση τῶν ἀνθρώπων ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ δική του τάξη καὶ συναναστροφή. Τὸν χαρακτήρισαν Ἕλληνα Ντοστογιέβσκι (Λὲ Γκιγιού), ἀλλὰ αὐτὸς ἐδήλωνε ὅτι ἦταν ὁλομόναχος καὶ μοναδικός, σκλάβος τοῦ κόσμου του, ἀφοῦ δὲν ἐπηρεάστηκε καὶ οὔτε ἐπηρέασε ποτὲ κανέναν. Ἴσως τώρα, μὲ τὸ πέρασμα ἑνὸς αἰώνα πάνω κάτω, ἡ γλώσσα τοῦ Β. Π. Καραγιάννη νὰ συγγενεύει σὲ πολλὰ σημεῖα μὲ τὴ δική του. Αὐτὴ ἡ περίεργη δική του γλώσσα, καθαρεύουσα μὲν ἀλλὰ μὲ προσμίξεις τύπων καὶ τύπων ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ λεξοθάλασσα τῆς Ἑλληνικῆς λαλιᾶς. Ἡ παπαδιαμαντική, λοιπόν, καθαρεύουσα ἀποβαίνει παντοῦ προσωπικὴ καὶ ἐρωτοτρόπος, μὲ ἀπαστράπτον ἐσωτερικὸ κάλλος, γεμάτη βυζαντινὲς ἀποκλίσεις καὶ ξεφανερώματα τοῦ νησιοῦ του.
Ὁ δημιουργὸς τῆς «Φόνισσας» ὑπῆρξε μέγας φυσιολάτρης. Τὸ ἐκτεταμένο διήγημά του «Ἡ νοσταλγὸς» (Ἀπρίλιος τοῦ 1894) ἐντάσσεται μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἀδήριτη ἀνάγκη γιὰ νὰ συγγράψει ὕμνους φυσιολατρικοὺς, ἀλλὰ καὶ γεμάτους νοσταλγία γιὰ τὸν γενέθλιο τόπο του. Ἡ ἡρωίδα ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν νοσταλγό, μιὰ τυπικὴ χωριάτισσα νύφη, ξενομερίτισσα, παντρεμένη ἐξ ἀνάγκης μὲ ὑπέργηρο, νοσταλγεῖ μὲ ἀφάνταστη ὀδύνη τὸ κοντινὸ νησί της. Παραλογισμένη ἀπὸ νεανικὴ ἐλαφρομυαλιά, παρασύρει ἕνα γειτονόπουλο, κρυφὰ ἐρωτευμένο μαζί της, σὲ ταξίδι ἀπελπισίας πρὸς τὰ πατρογονικά της χώματα. Οἱ δύο μοναχικὲς ψυχές, ἀλλοῦ στοχεύοντας ἡ μία καὶ ἀλλοῦ ἡ ἄλλη, καθὼς ὀνειρεύονται ξεχωριστὰ μέσα στὴν κλεμμένη βάρκα, ἀνατέμνονται μ᾽ ἕνα ὀξύ βλέμμα καὶ ἀναλύονται ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἀφανέρωτα αἰτιατὰ τῶν κινήσεών τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ παρατίθενται μέσα σὲ μία ὑποβλητικὴ ἀπεικόνιση τῆς φύσης, μιὰ φυσικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἐνεργοῦ περιβάλλοντος ποὺ ἐγγίζει τὴν «κλασικὴ τελειότητα» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), φτάνοντας στὸ σημεῖο νὰ γίνεται ὁ ὑποσιτισμένος συγγραφέας ἕνας ὑψηλὸς λυρικὸς ποιητὴς καί, μάλιστα ὁ «μεγαλύτερος ποιητὴς» (Μιλτιάδης Μαλακάσης)καὶ μὲ ὅπλο πάντα τὴν ἀράγιστη καὶ συμπαγῆ πεζογραφικὴ ἀνάπτυξή του νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ ζωντάνια.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αὐτὸς ὁ «ὁλόκληρος κλειστὸς κόσμος» (Φώτος Πολίτης) περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τοὺς ἀνοιχτοὺς χώρους, ὥστε μόνο μὲ τὸν Μπαλζάκ μπορεῖ κατὰ μίαν ἔννοια νὰ συγκριθεῖ, ὅταν ὁ τελευταῖος δηλαδὴ καταγίνεται μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν ἐσωτερικῶν. Φαίνεται ὅτι οἱ εὐρύτατοι τόποι ποὺ συνθέτει μὲ ἄψογη ἀρτιότητα ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν χῶροι προσωπικοὶ ἀπὸ τὸ περικλειόμενο ἐντός του σύμπαν τῆς ἀκοίμητης νοσταλγίας καὶ ὅτι οἱ τόποι αὐτοὶ διατηροῦνταν ἀνέπαφοι μέσα του καὶ ἀγλαΐζονταν συνεχῶς ἀπὸ τὸν καημό του γιὰ ἐπιστροφή. Ἡ ψυχαλγὴς μνήμη του ὡραιοποιοῦσε ἀφηγηματικῶς κάθε τὶ ποὺ ἐπιπόλαζε στὶς πολύμορφες φαντασιακὲς ἐπανόδους.
Ἡ «Νοσταλγός», «ὡς λείψανον ἀνέμου» μᾶς παρακινεῖ πρὸς αὐτὲς τὶς αἰώνιες ἐπιστροφές, ὅπου «μυστηριῶδες θέλγητρον» ἀποπνέει «ἡ σεληνοφεγγὴς νὺξ» καὶ τὰ «πληττόμενα σπήλαια ὑπὸ τοῦ φρίσσοντος κύματος» γίνονται «ἀμαυροὶ ὄγκοι ἐπαργυρούμενοι καὶ στιλπνούμενοι ἀμυδρῶς», λέγοντας:
«Κάνουμε πανιά;»
Ἂς μὲ συγχωρέσει ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος καὶ ἡ Λαμπρινή του, ἀλλὰ μέρες ποὺ εἶναι εἶπα να θυμηθῶ λίγο κι ἐγὼ καὶ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ νοσταλγήσουμε ὅλοι μαζὶ τὸ ἰδιότυπο ὅσο καὶ ἀπαράμιλλο ὕφος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σταματώντας ἐπ᾽ ἐλάχιστον στὴν «Νοσταλγό» του.
Ἀναμφισβήτητα ὁ Σκιαθίτης εἶναι ὁ σημαντικότερος νεοέλληνας πεζογράφος καὶ πάνω στὶς πλάτες του στηρίχτηκε ἡ ἀνάπτυξη τῆς νεοελληνικῆς ἀφηγηματογραφίας. Ἡ ὑπεροχή του σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ποσότητα καὶ τὴν ποιότητα τοῦ ἔργου του καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν καθολικὴ σχεδὸν ἀναγνώριση, πλὴν ἐλαχίστων μόνον ἐξαιρέσεων, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια σὲ θέση νὰ διαφοροποιήσουν τὴν εἰκόνα.
Ἔγραψε περὶ τὰ διακόσια διηγήματα καὶ τέσσερα μυθιστορήματα καὶ κάποια ἐλαχιστότατα ποιήματα, τὰ περισσότερα τῶν ὁποίων εἶναι ἐγκολπωμένα μέσα στὰ πεζὰ κείμενά του.
Ὅλη του τὴν πεζογραφική παραγωγὴ τὴν διοχέτευε πρὸς δημοσίευση στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικὰ τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἐλάμβανε τὴ θέση τῆς ἐπιφυλλίδος.
Οἱ μεταφράσεις καὶ γενικῶς ἡ δημοσιογραφία ἦταν τὸ μόνο βιοποριστικό του μέσον, τὸ ὁποῖο ὅμως ἦτο πενιχρὸν καὶ δὲν ἀρκοῦσε γιὰ νὰ καλύψει τὶς στοιχειώδεις βιοποριστικές του ἀνάγκες. Ἡ δημοσιογραφία εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ χάρισε τὴν πρώτη φιλολογική του ἀναγνώριση, παρ᾽ ὅλο τὸ μονῆρες τοῦ χαρακτῆρα του, τὴν ἔμφυτη ταπεινότητά του καὶ τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὶς κάθε εἴδους λογοτεχνικὲς συνάφειες.
Πένης καὶ ἐξαθλιωμένος ὁ ἴδιος ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης τῶν ἀναγκῶν καὶ ἑπομένως τῶν ἠθῶν καὶ συνηθειῶν ὅλων τῶν φτωχῶν καὶ καταφρονεμένων ἀνθρώπων. Ὁ μικρόκοσμος τῆς Σκιάθου ἔχει ἀθανατισθεῖ μέσα στὸν πυκνὸ καὶ διεισδυτικό του λόγο. Ἡ «συμπαθητικὴ φαντασία» (Κ. Παλαμᾶς) ποὺ διέθετε, ἦταν ἱκανὴ γιὰ τὴν νατουραλιστικὴ καὶ ψυχογραφικὴ ἀπεικόνιση τῶν ἀνθρώπων ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ δική του τάξη καὶ συναναστροφή. Τὸν χαρακτήρισαν Ἕλληνα Ντοστογιέβσκι (Λὲ Γκιγιού), ἀλλὰ αὐτὸς ἐδήλωνε ὅτι ἦταν ὁλομόναχος καὶ μοναδικός, σκλάβος τοῦ κόσμου του, ἀφοῦ δὲν ἐπηρεάστηκε καὶ οὔτε ἐπηρέασε ποτὲ κανέναν. Ἴσως τώρα, μὲ τὸ πέρασμα ἑνὸς αἰώνα πάνω κάτω, ἡ γλώσσα τοῦ Β. Π. Καραγιάννη νὰ συγγενεύει σὲ πολλὰ σημεῖα μὲ τὴ δική του. Αὐτὴ ἡ περίεργη δική του γλώσσα, καθαρεύουσα μὲν ἀλλὰ μὲ προσμίξεις τύπων καὶ τύπων ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ λεξοθάλασσα τῆς Ἑλληνικῆς λαλιᾶς. Ἡ παπαδιαμαντική, λοιπόν, καθαρεύουσα ἀποβαίνει παντοῦ προσωπικὴ καὶ ἐρωτοτρόπος, μὲ ἀπαστράπτον ἐσωτερικὸ κάλλος, γεμάτη βυζαντινὲς ἀποκλίσεις καὶ ξεφανερώματα τοῦ νησιοῦ του.
Ὁ δημιουργὸς τῆς «Φόνισσας» ὑπῆρξε μέγας φυσιολάτρης. Τὸ ἐκτεταμένο διήγημά του «Ἡ νοσταλγὸς» (Ἀπρίλιος τοῦ 1894) ἐντάσσεται μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἀδήριτη ἀνάγκη γιὰ νὰ συγγράψει ὕμνους φυσιολατρικοὺς, ἀλλὰ καὶ γεμάτους νοσταλγία γιὰ τὸν γενέθλιο τόπο του. Ἡ ἡρωίδα ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν νοσταλγό, μιὰ τυπικὴ χωριάτισσα νύφη, ξενομερίτισσα, παντρεμένη ἐξ ἀνάγκης μὲ ὑπέργηρο, νοσταλγεῖ μὲ ἀφάνταστη ὀδύνη τὸ κοντινὸ νησί της. Παραλογισμένη ἀπὸ νεανικὴ ἐλαφρομυαλιά, παρασύρει ἕνα γειτονόπουλο, κρυφὰ ἐρωτευμένο μαζί της, σὲ ταξίδι ἀπελπισίας πρὸς τὰ πατρογονικά της χώματα. Οἱ δύο μοναχικὲς ψυχές, ἀλλοῦ στοχεύοντας ἡ μία καὶ ἀλλοῦ ἡ ἄλλη, καθὼς ὀνειρεύονται ξεχωριστὰ μέσα στὴν κλεμμένη βάρκα, ἀνατέμνονται μ᾽ ἕνα ὀξύ βλέμμα καὶ ἀναλύονται ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἀφανέρωτα αἰτιατὰ τῶν κινήσεών τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ παρατίθενται μέσα σὲ μία ὑποβλητικὴ ἀπεικόνιση τῆς φύσης, μιὰ φυσικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἐνεργοῦ περιβάλλοντος ποὺ ἐγγίζει τὴν «κλασικὴ τελειότητα» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), φτάνοντας στὸ σημεῖο νὰ γίνεται ὁ ὑποσιτισμένος συγγραφέας ἕνας ὑψηλὸς λυρικὸς ποιητὴς καί, μάλιστα ὁ «μεγαλύτερος ποιητὴς» (Μιλτιάδης Μαλακάσης)καὶ μὲ ὅπλο πάντα τὴν ἀράγιστη καὶ συμπαγῆ πεζογραφικὴ ἀνάπτυξή του νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ ζωντάνια.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αὐτὸς ὁ «ὁλόκληρος κλειστὸς κόσμος» (Φώτος Πολίτης) περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τοὺς ἀνοιχτοὺς χώρους, ὥστε μόνο μὲ τὸν Μπαλζάκ μπορεῖ κατὰ μίαν ἔννοια νὰ συγκριθεῖ, ὅταν ὁ τελευταῖος δηλαδὴ καταγίνεται μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν ἐσωτερικῶν. Φαίνεται ὅτι οἱ εὐρύτατοι τόποι ποὺ συνθέτει μὲ ἄψογη ἀρτιότητα ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν χῶροι προσωπικοὶ ἀπὸ τὸ περικλειόμενο ἐντός του σύμπαν τῆς ἀκοίμητης νοσταλγίας καὶ ὅτι οἱ τόποι αὐτοὶ διατηροῦνταν ἀνέπαφοι μέσα του καὶ ἀγλαΐζονταν συνεχῶς ἀπὸ τὸν καημό του γιὰ ἐπιστροφή. Ἡ ψυχαλγὴς μνήμη του ὡραιοποιοῦσε ἀφηγηματικῶς κάθε τὶ ποὺ ἐπιπόλαζε στὶς πολύμορφες φαντασιακὲς ἐπανόδους.
Ἡ «Νοσταλγός», «ὡς λείψανον ἀνέμου» μᾶς παρακινεῖ πρὸς αὐτὲς τὶς αἰώνιες ἐπιστροφές, ὅπου «μυστηριῶδες θέλγητρον» ἀποπνέει «ἡ σεληνοφεγγὴς νὺξ» καὶ τὰ «πληττόμενα σπήλαια ὑπὸ τοῦ φρίσσοντος κύματος» γίνονται «ἀμαυροὶ ὄγκοι ἐπαργυρούμενοι καὶ στιλπνούμενοι ἀμυδρῶς», λέγοντας:
«Κάνουμε πανιά;»
Η. Κ.
(Η εικόνα του Παπαδιαμάντη από τη Βικιπαίδεια)
(Η εικόνα του Παπαδιαμάντη από τη Βικιπαίδεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου