Η συλλογή μικρών ιστοριών του δεύτερου επεισοδίου των εκδόσεων Ενύπνιο – το πρώτο εναρκτήριο λάκτισμα ήταν το βιβλίο του Λάζα Λαζάρεβιτς, «Στις όχθες του Σάβου» – μαρτυρά τη διάθεση για διείσδυση σε λογοτεχνία υψηλών προδιαγραφών όπου δεν μετρά η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Ξεχωριστές αφηγήσεις εδώ από τον Κουτρουμπάκη, που μεταφέρει τον αναγνώστη σε πολιτείες άλλοτε οικείες και άλλοτε άγνωστες, σε ένα ευρύ φάσμα επένδυσης στο ανθρώπινο στοιχείο.
Διαβάζοντας τις ιστορίες εισβάλλουμε στα σπίτια ανθρώπων, κατανοούμε
τις αγωνίες τους, μυρίζουμε το άρωμα της παραγωγής τους, ζούμε τις ζωές
τους, είμαστε μικροί παρατηρητές και αναζητητές των και με το χέρι μας
κάπως παράνομα ξεθολώνουμε το τζάμι του παραθύρου για να γίνουμε
μάρτυρες των γεγονότων της ζωής τους. Η γραφή του Κουτρουμπάκη είναι τόσο ζεστή και
ανθρώπινη, θυμίζει άλλες εποχές και σχολές, έχει μία δύσκολη για την εποχή αυθεντικότητα που μπορεί και να μην εκτιμηθεί αλλά μας χρειάζεται. Έχει η γραφή του όμως και μια αγνή σκληρότητα στις περιγραφές, τέτοια που καταπίνουμε τη χαρά τους και τη λύπη των ανθρώπων για τους οποίους μαθαίνουμε και η αφήγηση μας τελειώνει, ενώ εμείς θα επιθυμούσαμε και άλλο. Δεν είναι όμως παρά στιγμιότυπα της ζωής τους αυτές οι ιστορίες, είναι μια φωτογραφική αποτύπωση στιγμών δοσμένη με λέξεις και αυτό δεν θέλει υπερβολές.
Πρόκειται για ιστορίες που καταθέτονται με κάποιον μαγικό τρόπο ως συγκοινωνούντα δοχεία και ανοίγουν διάλογο μεταξύ των, έναν διάλογο που ξυπνά μνήμες και φέρνει στην επιφάνεια την ελληνικότητα και την παράδοση, τον μόχθο, τη νοσταλγία. Θα μπορούσαν σκηνοθετικά και κινηματογραφικά να θυμίζουν ταινία μικρού μήκους ασπρόμαυρη, διάσπαρτες μικρές αφηγήσεις που αποτελούν μια μεγάλη εικόνα και που έχουν τον κοινό γνώμονα της προβολής ενός κόσμου που παλεύει, που τα βγάζει δύσκολα πέρα, που λαχταρά για κάτι καλύτερο, ανθρώπων που δεν σταματούν να υπάρχουν ενάντια στα σημεία των καιρών. Μοιάζει ο συγγραφέας να ταξιδεύει στον τόπο των ανθρώπων του ως αυτοεξόριστος για να νιώσει τον παλμό και την αγωνία τους, να γευτεί για παράδειγμα λίγο από τη γεύση του ρυζόγαλου που περιγράφει σε ένα του διήγημα. «Άχνιζε εκείνο, το βελούδο του γάλακτος αναδίνοντας, που αδέρφωνε κατόπιν με της κανέλας τη γλυκιά μυρωδιά».
Η «Ανατολή» πάλι είναι γεμάτη μουσική και ο συγγραφέας δεν ξεχνά να αποτίσει φόρο τιμής στη λαϊκή μας παράδοση γράφοντας χαρακτηριστικά «Το μπουζούκι το τρίχορδο ό,τι κι αν το κάνεις επιδέχεται «ολίγη νεοστή ύλη εφευρεθείσα». Είναι τέτοιο το σκαρί. Πατάει στην παράδοση. Για την ακρίβεια έχει ρίξει πάνω της άγκυρα». Φόρος τιμής και σε εκείνους που ασκούν την τέχνη τους σκύβοντας με μεράκι και ζήλο και σε εκείνους που με κόπο, τιμιότητα και επιμονή δε σταματούν να υπηρετούν της ψυχής τους τα σκιρτήματα. «Γλύπτης χορδιστής εργαζόταν στα σπογγώδη σπηλαιώματα της ψυχής του, δονώντας ανεξερεύνητους μυχούς με φούγκες αδευτέρωτες». Στις ιδρωμένες από αγάπη για τους ανθρώπους ιστορίες ξεπροβάλλει μια αισιοδοξία και μια υπερηφάνεια αναγκαία για όλους μας.
ανθρώπινη, θυμίζει άλλες εποχές και σχολές, έχει μία δύσκολη για την εποχή αυθεντικότητα που μπορεί και να μην εκτιμηθεί αλλά μας χρειάζεται. Έχει η γραφή του όμως και μια αγνή σκληρότητα στις περιγραφές, τέτοια που καταπίνουμε τη χαρά τους και τη λύπη των ανθρώπων για τους οποίους μαθαίνουμε και η αφήγηση μας τελειώνει, ενώ εμείς θα επιθυμούσαμε και άλλο. Δεν είναι όμως παρά στιγμιότυπα της ζωής τους αυτές οι ιστορίες, είναι μια φωτογραφική αποτύπωση στιγμών δοσμένη με λέξεις και αυτό δεν θέλει υπερβολές.
Πρόκειται για ιστορίες που καταθέτονται με κάποιον μαγικό τρόπο ως συγκοινωνούντα δοχεία και ανοίγουν διάλογο μεταξύ των, έναν διάλογο που ξυπνά μνήμες και φέρνει στην επιφάνεια την ελληνικότητα και την παράδοση, τον μόχθο, τη νοσταλγία. Θα μπορούσαν σκηνοθετικά και κινηματογραφικά να θυμίζουν ταινία μικρού μήκους ασπρόμαυρη, διάσπαρτες μικρές αφηγήσεις που αποτελούν μια μεγάλη εικόνα και που έχουν τον κοινό γνώμονα της προβολής ενός κόσμου που παλεύει, που τα βγάζει δύσκολα πέρα, που λαχταρά για κάτι καλύτερο, ανθρώπων που δεν σταματούν να υπάρχουν ενάντια στα σημεία των καιρών. Μοιάζει ο συγγραφέας να ταξιδεύει στον τόπο των ανθρώπων του ως αυτοεξόριστος για να νιώσει τον παλμό και την αγωνία τους, να γευτεί για παράδειγμα λίγο από τη γεύση του ρυζόγαλου που περιγράφει σε ένα του διήγημα. «Άχνιζε εκείνο, το βελούδο του γάλακτος αναδίνοντας, που αδέρφωνε κατόπιν με της κανέλας τη γλυκιά μυρωδιά».
Χρώματα και αρώματα
Διηγήματα που αποπνέουν άγρια ομορφιά και ο αναγνώστης εικάζει πως ο συγγραφέας είναι κάπου εκεί παρών, σε κάποιο σκαμνί για να δει με τα μάτια του και να αποδώσει με λέξεις όσο αρτιότερα γίνεται αυτό που θα απέδιδε ο ζωγράφος με τα χρώματά του, την αποτύπωση του συναισθήματος, του φόβου, του ονείρου, του γέλιου. Και ας είναι πολλές φορές ποτισμένα τα διηγήματα με το νερό της πικρίας, η ανεπιτήδευτη ποιητικότητά τους, που χάρη στην ευαίσθητο λόγο και τη χρήση της ντοπιολαλιάς από μέρους του Κουτρουμπάκη παίρνει σάρκα και οστά, προσφέρει απλόχερα την έντονη μυρωδιά του κάθε τόπου ξεχωριστά. «Πλεξούδες οι ζωές μας, η μια μες στην άλλη, η δική του, η δική μου, ίσως κι ολωνών, στενά Χώρας νησιωτικής, χρώματα κι αρώματα αξεδιάλυτα. Γιασεμί και μπουκαβίλιες, γεράνια και νυχτολούλουδα. Κάτω από καμάρες, παλάμες ανάποδες. Υπό τη σκέπη της.»Αναζητώντας τα χνάρια του χρόνου
Είναι όμως και ο χρόνος που μας ταξιδεύει πίσω σε στιγμές της ιστορίας που υποδόρια εκφράζεται μέσα από την αφήγηση για να αναδείξει την παράδοση μας, τις αξίες και την πίστη σε ένα παρελθόν που δείχνει σαν Κολοκοτρώνης το μέλλον. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κουτρουμπάκης είναι και αυτή από μόνη της ένα στοιχείο σημαίνον στο όλο συγγραφικό του εγχείρημα, καταφεύγει σε δύσκολα γλωσσικά ιδιώματα για να μας συνδέσει με ένα λεξιλόγιο που δεν πρέπει να χαθεί. «Έξω από την πόρτα, έβγαζα πουλιού φτερά. Ήταν εκείνα τα τρυγολογήματα σεργιάνι στη γη της επαγγελίας και γυρολόι στον επίγειο παράδεισο, όταν πρωτόπλαστος μέλωνα το στόμα μου με τους μελιχρούς καρπούς και τα φιλήματα τα πρώτα».Η «Ανατολή» πάλι είναι γεμάτη μουσική και ο συγγραφέας δεν ξεχνά να αποτίσει φόρο τιμής στη λαϊκή μας παράδοση γράφοντας χαρακτηριστικά «Το μπουζούκι το τρίχορδο ό,τι κι αν το κάνεις επιδέχεται «ολίγη νεοστή ύλη εφευρεθείσα». Είναι τέτοιο το σκαρί. Πατάει στην παράδοση. Για την ακρίβεια έχει ρίξει πάνω της άγκυρα». Φόρος τιμής και σε εκείνους που ασκούν την τέχνη τους σκύβοντας με μεράκι και ζήλο και σε εκείνους που με κόπο, τιμιότητα και επιμονή δε σταματούν να υπηρετούν της ψυχής τους τα σκιρτήματα. «Γλύπτης χορδιστής εργαζόταν στα σπογγώδη σπηλαιώματα της ψυχής του, δονώντας ανεξερεύνητους μυχούς με φούγκες αδευτέρωτες». Στις ιδρωμένες από αγάπη για τους ανθρώπους ιστορίες ξεπροβάλλει μια αισιοδοξία και μια υπερηφάνεια αναγκαία για όλους μας.
«Μα μες στον κόρφο σου έμβρυο εγώ κάθε τόσο μες στη μήτρα. Κι ο ορμίσκος υποκατάστατο ατελέσφορο των άφταστων εναγκαλισμών σου». Από το διήγημα Φουσκονέρια
«Μπουζούκι τρίχορδο, τείχη πελασγικά ͘ βράχια συθέμελα, βαθύρριζα. Άγκυρα τετράνυχη πάνω τους έχουν ρίξει οι ψυχές μας μετρώντας – στου κάστρου την ανατολή – των φτερών το άνοιγμα.» Από το διήγημα Ανατολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου