- Χρίστος Παπαγεωργίου
Είναι αληθινά απίστευτο το γεγονός πως ο
πολυγραφότατος πεζογράφος Ανδρέας Μήτσου τοποθετεί σε κάθε καινούργιο
του βιβλίο κάτι το διαφορετικό, μια άλλη πνοή, η οποία μπορεί να ξεκινά
από μια φανταστική μυθοπλασία και να καταλήγει σε ένα δρώμενο κοινωνικό,
σε μια επιστροφή που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε μια φιλία με τα
ζώα που είναι τα πλησιέστερα προς τον άνθρωπο, σε ένα παραμύθι που
άκουσε μικρός στη γενέτειρά του, τέλος σε μια ψυχολογικού περιεχομένου
περιπέτεια που δεν ξεφεύγει της προσοχής του. Πράγματι, συγγενεύοντας
πάρα πολύ με τον άλλο μεγάλο συγγραφέα, που έλκει την καταγωγή του από
πολύ μακριά, τον Σωτήρη Δημητρίου, τόσο στις παιδικές αναφορές που
λαμβάνουν χώρα στα χωριά τους, όσο και στο αστικό τοπίο (όπου σχεδόν με
ποιητική εκφορά, γλώσσα και έκφραση αδειάζουν την κλεψύδρα με τρόπο
δρομολογημένης αφαίρεσης), ο Μήτσου μάς κάνει, μέσα σε μια ατμόσφαιρα
μαζικού πολιτισμού, πύκνωσης και συμπύκνωσης, συμμάχους της ευαισθησίας,
επικεντρώνοντας το βλέμμα του στα πράγματα, παραδίδοντάς τα με άκρατη
λογοτεχνική μυστικότητα. Ο Μήτσου είναι ένας πεζογράφος ο οποίος, ακόμη
και αν το ερέθισμά του είναι παντελώς ευτελές, ημιτελές, συνηθισμένο,
άβολο ή υποτελές, το κάνει άκρως συναρπαστικό, ενδιαφέρον, δραματικό,
ενίοτε σημαντικό. Και αυτό οφείλεται στο συγγραφικό του DNA, το οποίο,
δοκιμασμένο όσο σε λίγους ομοτέχνους, κυριολεκτικώς προκαλεί θέματα,
επιφέρει ανατροπές, διασχίζει ψυχικές παραμέτρους, υπονομεύει
συνειδήσεις (η λέξη είναι μάλλον άγνωστη, εμείς όμως τη βλέπουμε),
ναρκοθετεί λογοτεχνικές αξίες (διερευνά όμως άκριτα την ανθρώπινη
ηθική), τέλος αφομοιώνει την κλασική παράδοση στη γραφή που, όσο και αν
δεν φαίνεται με την πρώτη επαφή, το σίγουρο είναι πως την έχει
αφομοιώσει πλήρως.
Ο Μήτσου καταθέτει (πλην ελάχιστων περιπτώσεων
που έτσι και αλλιώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα) μικρά κομμάτια (μερικά
δεν ξέρω αν μπορούν να πάρουν αυτή την ιδιότητα), μικρές εκπνοές, μικρά
στολίδια, μικρά κοσμήματα, μικρά μπουκαλάκια με αρώματα κ.λπ., άρα
εκείνο που δένει μαζί τους αυτή την επαναλαμβανόμενη συγχορδία είναι τα
όργανα (τεχνική, ύφος, γλώσσα, ατμόσφαιρα), τα οποία σχεδόν αυτόνομα το
καθένα αποθρασύνουν όποιες δυσκολίες παρουσιάζει το έργο (ίσως και
φανταστικές), που χωρίς υπερβολή αγγίζει όχι μόνο τις καρδιές μας αλλά
και τον νου μας (πολλές φορές μάς ξεφεύγει η φράση: «Μα πώς μπορεί και
γράφει έτσι;») ως έκπληξη (αν και τώρα πια το γνωρίζουμε καλά έχοντας
διαβάσει ολόκληρο το έργο του, όχι για άλλο λόγο αλλά για τη μαγεία με
την οποία μας ενδύει). Έτσι, για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μπροστά σε
ένα βιβλίο όπου ο μεν συγγραφέας μάς βομβαρδίζει με μια παράδοξη μέθοδο,
με ασκήσεις ήθους, με καλοσύνη, με αρχές, με ηθική (χωρίς να παριστάνει
τον δάσκαλο, τον εκπαιδευτικό, τον μάγο ή τον θεό τον ίδιο), εμείς δε
ως αναγνώστες δεχόμαστε την πρόσκλησή του αλλά και την πρόκληση και
αντιδρούμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδοχή, ελπίζοντας στην
ανείπωτη διαδραστική του επιλογή, η οποία και πρωταγωνιστεί χάρις στην
αναγνωστική μας επιμέλεια.
Ο Μήτσου είναι ένας πεζογράφος ο οποίος, ακόμη και αν το ερέθισμά του είναι παντελώς ευτελές, ημιτελές, συνηθισμένο, άβολο ή υποτελές, το κάνει άκρως συναρπαστικό, ενδιαφέρον, δραματικό, ενίοτε σημαντικό.
Επειδή στα μινιμαλιστικά διηγήματα του Μήτσου
το θέμα, το ζήτημα που τον απασχολεί, ο μύθος, η ιδέα είναι ίσως μόνο
μια αράδα, η οποία και μπαίνει στο κατάλληλο σημείο προκειμένου να γίνει
αναγνωρίσιμη και επειδή κάθε απόπειρα να περιγραφούν τα μηνύματά του
είναι ανθρωπίνως αδύνατη, δεν θέλουμε να διαταράξουμε τη μαγεία της
εμπειρίας, αφήνοντας αυτή τη διαδικασία στους αναγνώστες, οι οποίοι
οφείλουν να την αποκρυπτογραφήσουν. Η έξοδος όμως, το ομώνυμο αφήγημα,
είναι ένα καλοστημένο παραμύθι, όπου για μια ακόμη φορά εμφανίζεται και
πιστοποιείται η απύθμενη φιλία των ανθρώπων με τους σκύλους, στους
οποίους (ο άνθρωπος) βρίσκει ενίοτε μεγαλύτερη ικανοποίηση, μπορεί μαζί
τους να νικήσει τη μοναξιά, συνεννοείται όταν τη γλώσσα του δεν την
καταλαβαίνει κανείς, τέλος μπορεί να ταξιδέψει με εκείνους στα πέρατα
της γης (άσχετα αν ίσως και εκεί που φτάνουν κανείς δεν γνωρίζει τη
γλώσσα του). «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», δυο δημιουργήματα από την ίδια
φύση, μπορούν να συνυπάρχουν, μπορούν να κινούνται ο ένας δίπλα στον
άλλο, μπορούν τέλος να μεταμοσχευτούν σε παιδικές ψυχές, ούτως ώστε και η
ζωοφιλία να αναπτυχθεί αλλά και η οικολογική συνείδηση να εξελιχθεί,
για να έχει μέλλον αυτός ο πλανήτης. Το οικολογικό περιεχόμενο του
συγκεκριμένου παραμυθιού είναι τόσο μεγάλο, που κλείνοντας το βιβλίο
παραμένουμε ενεργοί σε ό,τι καλό υπάρχει να κάνουμε για να βρισκόμαστε
απέναντι στα υγρά μάτια ενός φίλου-σκύλου, που αν είναι δικός μας έχει
καλώς, αν όμως είναι αδέσποτος ασφαλώς και χρειάζεται μια αγκαλιά και
μια οικογένεια.
Η
αγάπη του Μήτσου για τα σκυλιά δεν μας γίνεται φανερή πρώτη φορά, ήδη
από παλιότερα έργα του γνωρίζαμε (εφόσον μας τη συνέστησε) αυτή του την
αδυναμία. Απλώς εδώ γίνεται καταλυτική. Παίρνει χαρακτήρα (παρά την
ατομικότητα των συγγραφέων) μαζικό, καλώντας μας σε συστράτευση. Αυτή
του δε η ανεξέλεγκτη επιθυμία είναι δυνατόν να ευαισθητοποιήσει, ώστε
τόσο η κανονική ζωή, όσο και η λογοτεχνία να εμπεριέχουν αφενός μεν την,
από κάθε άποψη, ηθική συνισταμένη, αφετέρου τη μεταμορφωμένη σε
διαφορετική σχέση, υπερβάλλουσα επαφή, των έργων του πεζού λόγου με τους
χρήστες αυτής της τέχνης.
Διηγήματα
Ανδρέας Μήτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη
169 σελ.
ISBN 978-960-03-6519-1
Τιμή €12,00
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11196-o-orfeas-kai-o-andreas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου