Το «Ένα του Τζίβρε τσόκαρο», αδημοσίευτο
ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, γράφτηκε με αφορμή την επίσκεψη του
ποιητή στον Έβρο. Ο ποιητής επισκέφθηκε τον νομό έπειτα από πρόσκληση
του τοπικού Συνδέσμου Φιλολόγων για να παραστεί σε εκδηλώσεις που
πραγματοποιήθηκαν προς τιμήν του στην Αλεξανδρούπολη, στο Διδυμότειχο
και στην Ορεστιάδα, στο πλαίσιο της Γιορτής Ποίησης 2017, που ήταν
αφιερωμένη στην αρχαιόθεμη ποίησή του.
Κατά την επίσκεψή του στον νομό, ο ποιητής
ξεναγήθηκε μεταξύ άλλων και στους υπό αποκατάσταση χώρους του
μεγαλύτερου εργοστασίου μετάξης του Σουφλίου, γνωστού ως «Τζίβρε» από το
όνομα των ιδιοκτητών του. Πρόκειται για το κυριότερο βιομηχανικό
συγκρότημα παραγωγής μεταξιού στο Σουφλί, το οποίο ιδρύθηκε το 1909 από
ιταλικό εμπορικό οίκο και αγοράστηκε το 1920
από τους Εβραίους αδελφούς
Τζίβρε. Υπήρξε το κυριότερο βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής μεταξιού
της περιοχής και συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες αγορές μεταξιού στην
Ευρώπη μέχρι το 1963 που έκλεισε οριστικά. Έκτοτε το εργοστάσιο έμενε
εγκαταλελειμμένο, έρμαιο του χρόνου και της φθοράς, μέχρι τα τελευταία
χρόνια, κατά τα οποία γίνονται εργασίες για την αποκατάστασή του και τη
μετατροπή του σε οικομουσείο προβιομηχανικής και βιομηχανικής
κληρονομιάς.
Το εργοστάσιο μεταξιού απασχολούσε ανύπαντρες
εργάτριες σε πολύ τρυφερή ηλικία. Εργάζονταν ώρες πολλές κάτω από
ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες, οι περισσότερες για να καταφέρουν να
μαζέψουν λεφτά για την προίκα τους. Τα χέρια τους ήταν συχνά γεμάτα
εγκαύματα, αφού έπρεπε να τα βουτάνε στο καυτό νερό κατά την επεξεργασία
του μεταξιού. Οι ιστορίες τους είναι ακόμη φασματικά παρούσες. Τις
μαρτυρούν, στη λήθη για πάνω από μισό αιώνα, έγγραφα, στιχάκια γραμμένα
βιαστικά και μερικές φθαρμένες φωτογραφίες στους τοίχους του
εργοστασίου.
Κάτω από τις εγκαταλελειμμένες μηχανές
βρέθηκαν παραπεταμένα μερικά από τα τσόκαρα που φορούσαν οι νεαρές
εργάτριες, τόσο ευτελή, που δεν καταδέχτηκαν να τα πάρουν ούτε όσοι κατά
καιρούς λεηλάτησαν το παλιό εργοστάσιο. Ο ήχος από τα τσόκαρα των
εργατριών στους λιθόστρωτους δρόμους ακουγόταν σε όλη την πόλη, όταν
έτρεχαν όλες μαζί τα ξημερώματα να πιάσουν δουλειά. Ήταν τόσο
χαρακτηριστικός, που στο Σουφλί τον θυμούνται ακόμη.
Ο ποιητής κοντοστάθηκε μπροστά στα παρατημένα
τσόκαρα των κοριτσιών και τα παρατηρούσε. Ένα από αυτά, το τελευταίο στη
σειρά, έχασκε αναποδογυρισμένο, μαρτυρώντας τη βιασύνη του κοριτσιού
που το φορούσε να το βγάλει και να φύγει για τελευταία φορά από το
εργοστάσιο. «Αυτό το μπρουμυτισμένο τσόκαρο με ενδιαφέρει περισσότερο»,
μου είπε ο ποιητής. «Τα απλά πράγματα, τα ταπεινά και λησμονημένα είναι
τα πιο σημαντικά, τα πιο ποιητικά». «Ένα ποίημα γεννιέται;» τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε.
ΕΝΑ ΤΟΥ ΤΖΙΒΡΕ ΤΣΟΚΑΡΟ
Πώς από το μετάξι βγαίνει ο άνθρωπος
και γίνεται βομβύκιο, χρυσαλλίδα,
μορφή που πάει πιο κάτω και πιο κάτω.
Πώς η ψυχή περνοδιαβαίνει αθώρητη,
χωρίς πουλιά στις αμασχάλες ή άλλα
της ομορφιάς της σύνεργα: το χτένι,
τα σκουλαρίκια και την αλοιφή,
τα δαχτυλίδια και την περισσή
ακρίβεια του φωτός της…
Να ένας ύμνος, που η περίτεχνή του κόμμωση
δεν επαρκεί να κάνει τη γυναίκα
να λάμπει επάνω στο μαργαριτάρι της
και στον γυμνό καρπό του βραχιολιού της.
Γιατί πιο κείθε – στο ρυθμό της μηχανής
που μάζεψε τον ήχο και στη μπόλια της
τον τύλιξε κι απ’ τα κοντά μαλλιά της
έβγαλε την καρφίτσα και την έκρυψε
στη σκοτοδίνη του Άδη – ένα τσόκαρο,
με τ’ άλλα του αδερφάκια γύρω γύρω,
ανάποδα γερμένο, μαρτυρεί.
Αυτή που το φορούσε είχε ψυχή,
μόνο που η γαλατιέρα επά στο τζάκι
αλησμονεί πως ήταν έντεκα χρονώ
πριν φύγει, πριν προλάβει να χαράξει
στον τοίχο τα στιχάκια του καημού της,
το στυγερό πριν να διαβεί μετάξι.
και γίνεται βομβύκιο, χρυσαλλίδα,
μορφή που πάει πιο κάτω και πιο κάτω.
Πώς η ψυχή περνοδιαβαίνει αθώρητη,
χωρίς πουλιά στις αμασχάλες ή άλλα
της ομορφιάς της σύνεργα: το χτένι,
τα σκουλαρίκια και την αλοιφή,
τα δαχτυλίδια και την περισσή
ακρίβεια του φωτός της…
Να ένας ύμνος, που η περίτεχνή του κόμμωση
δεν επαρκεί να κάνει τη γυναίκα
να λάμπει επάνω στο μαργαριτάρι της
και στον γυμνό καρπό του βραχιολιού της.
Γιατί πιο κείθε – στο ρυθμό της μηχανής
που μάζεψε τον ήχο και στη μπόλια της
τον τύλιξε κι απ’ τα κοντά μαλλιά της
έβγαλε την καρφίτσα και την έκρυψε
στη σκοτοδίνη του Άδη – ένα τσόκαρο,
με τ’ άλλα του αδερφάκια γύρω γύρω,
ανάποδα γερμένο, μαρτυρεί.
Αυτή που το φορούσε είχε ψυχή,
μόνο που η γαλατιέρα επά στο τζάκι
αλησμονεί πως ήταν έντεκα χρονώ
πριν φύγει, πριν προλάβει να χαράξει
στον τοίχο τα στιχάκια του καημού της,
το στυγερό πριν να διαβεί μετάξι.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, 22.3.2017
Το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αναδεικνύει τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής και εγείρει τα ηθικά ζητήματα που θέτουν οι αντιφάσεις της, ανάμεσα στο υψηλό και το χυδαίο.
«Ένα του Τζίβρε τσόκαρο», ταπεινό και
λησμονημένο, δίνει στο ποίημα τον τίτλο του και γίνεται η αφορμή να
διεισδύσει η στοχαστική ματιά του ποιητή μέσα στη γυναικεία ψυχή, μέσα
στην ανθρώπινη ψυχή. Το ποίημα διαλογίζεται πάνω στη ματαιόδοξη
αναζήτηση του κάλλους, τα κοινωνικά και ηθικά θέματα που διαχρονικά
εγείρει, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Η αναζήτηση της ομορφιάς
συνυπάρχει με την αγωνία της ύπαρξης, τη γυναικεία μοίρα, το ανθρώπινο
πεπρωμένο.
Ο άνθρωπος γεννιέται μεταξένιος, τρυφερός,
ευάλωτος. Με τον χρόνο εγκλείεται σε βομβύκιο. Η ψυχή του, χρυσαλλίδα,
μυστηριώδης, αιώνια, κυκλοφορεί αθέατη στον χρόνο και χάνεται στα βάθη
του, σε μια κίνηση αθόρυβη, αέναη, κυκλοτερή. «Πάει πιο κάτω και πιο
κάτω.» Φτάνει σε βάθος βιβλικό, εμβαπτίζεται στο μυστήριο της Βαβυλώνας
του Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης, βυθίζεται στο λευκό φως του
μανιεριστικού χρωστήρα της Βενετίας του Τιντορέτο, τρυπώνει σε μια
φωτογραφία νεαρών κοριτσιών στο εργοστάσιο του Σουφλίου των αρχών του
20ού αιώνα. «Περνοδιαβαίνει αθώρητη» στον χρόνο – όλο και «πιο κείθε»:
«Γιατί πιο κείθε – στο ρυθμό της μηχανής
που μάζεψε τον ήχο και στη μπόλια της
τον τύλιξε κι απ’ τα κοντά μαλλιά της
έβγαλε την καρφίτσα και την έκρυψε
στη σκοτοδίνη του Άδη – ένα τσόκαρο,
με τ’ άλλα του αδερφάκια γύρω γύρω,
ανάποδα γερμένο, μαρτυρεί.»
που μάζεψε τον ήχο και στη μπόλια της
τον τύλιξε κι απ’ τα κοντά μαλλιά της
έβγαλε την καρφίτσα και την έκρυψε
στη σκοτοδίνη του Άδη – ένα τσόκαρο,
με τ’ άλλα του αδερφάκια γύρω γύρω,
ανάποδα γερμένο, μαρτυρεί.»
Η μικρή εργάτρια του Τζίβρε στριμώχνεται
μπροστά στη μηχανή της, με τον αμείλικτα ρυθμικό ήχο που ορίζει τον
παλμό της ύπαρξής της. Ξαφνιασμένη απ’ τον φακό της αιώνιας αποκάλυψης,
κοιτά με αιδημοσύνη. Μην ξέροντας τι να κάνει τα πληγιασμένα χέρια της,
τραβά αμήχανα την καρφίτσα από την μπόλια της και αφήνει τον φακό ν’
αντικρίσει τα κοντά, αχτένιστα μαλλιά της. Κρύβει την καρφίτσα στη
σκοτοδίνη του Άδη της ζωής της. Μάρτυρας ένα «ανάποδα γερμένο» τσόκαρο:
«Αυτή που το φορούσε είχε ψυχή,
μόνο που η γαλατιέρα επά στο τζάκι
αλησμονεί πως ήταν έντεκα χρονώ
πριν φύγει, πριν προλάβει να χαράξει
στον τοίχο τα στιχάκια του καημού της,
το στυγερό πριν να διαβεί μετάξι.»
μόνο που η γαλατιέρα επά στο τζάκι
αλησμονεί πως ήταν έντεκα χρονώ
πριν φύγει, πριν προλάβει να χαράξει
στον τοίχο τα στιχάκια του καημού της,
το στυγερό πριν να διαβεί μετάξι.»
Η ψυχή των έντεκα χρόνων της είναι
εγκλωβισμένη «στου Τζίβρε το δοκιμαστήριο του σώματος», πάνω από τη
γαλατιέρα με το καυτό νερό, που διατηρείται ακόμη εκεί ξεχασμένη. Η
χρυσαλλίδα ψυχή των έντεκα χρόνων οραματίζεται να πετάξει μακριά, πέρα
απ’ το εργοστάσιο, πέρα από τον ήχο της μηχανής, μακριά από τον ήχο της
γαλατιέρας που σφυρίζει διαπεραστικά, από τους ήχους των κουκουλιών που
ανοίγουν για να χωρέσει μέσα τους ο δικός της πόνος, πόνος σωματικός,
πόνος ψυχικός. Απεγνωσμένη, χαράζει στον τοίχο τα στιχάκια του καημού
της. Πασχίζει «να διαβεί το στυγερό μετάξι».
Ο χρόνος, πανδαμάτωρ, φέρνει νέες τεχνικές
στην παραγωγή του μεταξιού. Παράγεται πια συνθετικό μετάξι. Πιο φτηνό,
γεμίζει τις αγορές. Το εργοστάσιο έχει περισσότερο ζημία παρά κέρδος. Οι
αδελφοί Τζίβρε φεύγουν από το Σουφλί. Το εργοστάσιο κλείνει. Τα
κορίτσια πασχίζουν να τρέξουν, να γλιτώσουν απ’ τον πόνο. Τα αυτοσχέδια
χοντροπάπουτσα είναι βαριά, δυσκίνητα. Τα παρατούν στο εργοστάσιο και
τρέχουν με γυμνά πόδια προς την ελευθερία. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.
Το εντεκάχρονο κορίτσι πετά τα τσόκαρά του βιαστικά, μια μικρή
επανάσταση ενάντια στη μοίρα. Το ένα μένει γυρισμένο ανάποδα,
περιτριγυρισμένο από «τα άλλα αδερφάκια του», μάρτυρας της εγκατάλειψης,
μάρτυρας της ανάγκης για λησμονιά, κοντά πενήντα χρόνια.
Η ψυχή του κοριτσιού κυκλοφορεί αόρατη μέσα
στους μισογκρεμισμένους τοίχους του Τζίβρε, γύρω από τις σκουριασμένες
μηχανές, μέσα στα ξεχασμένα στιχάκια, πίσω από τις ξεθωριασμένες
φωτογραφίες, πάνω από τα παρατημένα τσόκαρα. Η ψυχή έχει τα δικά της
μεταξένια φτερά στην περιδίνηση του χρόνου:
«Πώς η ψυχή περνοδιαβαίνει αθώρητη,
χωρίς πουλιά στις αμασχάλες [...]»
χωρίς πουλιά στις αμασχάλες [...]»
Η ψυχή του κοριτσιού του Τζίβρε συναντά την
ψυχή της βιβλικής Σωσάννας. Μέσα στο κουκούλι του ποιήματος, τα μεταξωτά
νήματα συνυφαίνουν αρμονικά δυο χρυσαλλίδες κόρες. Το ανώνυμο
εντεκάχρονο κορίτσι του Τζίβρε με τα ακαλαίσθητα τσόκαρα, που αντέχει
καρτερικά τους πόνους παραγωγής του μεταξιού, πλασμένο με τον ποιητικό
χρωστήρα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, και την ανυπόδητη βιβλική Σωσάννα,
που το μετάξι δεν καταφέρνει να την προστατέψει στο λουτρό της,
απεικονισμένη με την εικαστική γραφίδα του Τιντορέτο στον πίνακά του Η Σωσάννα και οι γέροντες.
Στο βιβλίο του Δανιήλ στην Παλαιά Διαθήκη (Σωσ.
1-64) η ωραία Σωσάννα, σύζυγος ενός πλούσιου Βαβυλώνιου, λαχτάρησε ένα
απομεσήμερο να απολαύσει το λουτρό της στο σιντριβάνι του κήπου της,
δίνοντας διαταγή να κλείσουν οι πόρτες. Δύο ηλικιωμένοι δικαστές όμως,
γνωστοί του συζύγου της, κατάφεραν να εισχωρήσουν κρυφά μέσα στον κήπο
και παραμόνευαν για να θαυμάσουν τη γυμνή ομορφιά της. Η νεαρή γυναίκα
τούς αντιλήφθηκε κι άρχισε να φωνάζει, αλλά εκείνοι την εκβίασαν πως, αν
τους καταγγείλει, θα την κατηγορήσουν πως την έπιασαν επ’ αυτοφώρω με
τον εραστή της. Η Σωσάννα δεν υπέκυψε στον εκβιασμό τους, αλλά, στο
δικαστήριο που ακολούθησε, η συκοφαντία έγινε πιστευτή και η Σωσάννα
καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό. Ύστερα από θεϊκή παρέμβαση,
εμφανίστηκε αυτόκλητος στο δικαστήριο ο Δανιήλ, ο οποίος αποκάλυψε τη
συνωμοσία των δικαστών. Τους εξέτασε χωριστά και τους ρώτησε κάτω από
ποιο δέντρο συνάντησε η Σωσάννα τον εραστή της. Στην απάντησή τους
έπεσαν σε αντιφάσεις, ονομάζοντας ο καθένας και διαφορετικό δέντρο.
Κατάφερε έτσι να αθωώσει την κοπέλα και να επιτύχει την καταδίκη των
γερόντων για συκοφαντική δυσφήμηση.
Στον πίνακα του Τιντορέτο, σε πρώτο πλάνο το
γυμνό σώμα της Σωσάννας εκπέμπει ένα υπερφυσικό φως. Ένα φως απόκοσμο,
που έχει αποδοθεί με ποικίλα επίθετα από τους ιστορικούς της τέχνης:
πυράκτωση, φωσφορισμός, ακτινοβολία, εσωτερική λάμψη. Το φως ελκύει εξ
ολοκλήρου την προσοχή του θεατή και μαγνητίζει το βλέμμα, αφήνοντάς το
να περιηγηθεί πάνω στο πλούσια καμπυλωτό περίγραμμα του κορμιού της. Το
ένα πόδι της είναι ακόμη μέσα στο νερό της λιμνούλας, που
αντικαθρεφτίζει ελαφρά μέρος του κορμιού της και του υφάσματος με το
οποίο σκουπίζει νωχελικά το άλλο της πόδι, που έχει βγάλει από το νερό.
Τους καρπούς και των δυο χεριών της στολίζουν δυο ομορφοσκαλισμένα
βραχιόλια με ποικιλόχρωμα πετράδια. Πίσω από το σώμα της είναι πρόχειρα
αφημένο ένα πορφυρίζον μπροκάρ ύφασμα, που καταλήγει σε μια όμορφα
διακοσμημένη άκρη, πιθανόν το ένδυμα που θα φορέσει μετά το λουτρό της.
Από τον μηρό της περνά ένα μέρος του λεπτεπίλεπτου λευκού υφάσματος, με
περίτεχνα κρόσσια από τη μια μεριά και πιο λιτά, μα εξίσου όμορφα, από
την άλλη. Φτάνει αέρινα μέχρι το βάθος των ανοιχτών μηρών της, σχεδόν
αγγίζει το εφηβαίο της. Ο λευκός χρωματισμός του, παιχνιδίζοντας με το
φως και τη σκιά, δίνει την εντύπωση του μεταξένιου, του αιθέριου, του
ακριβού, του απαλού χαδιού στο σώμα. Όλα καλόγουστα, φινετσάτα,
μαρτυρούν την οικονομική της ευμάρεια και την κοινωνική της θέση. Γύρω
της βρίσκονται τα σύνεργα της ομορφιάς της: το χτένι της, μια μεγάλη
ασημένια καρφίτσα, ένα κολιέ με πέρλες, δυο δαχτυλίδια, ένα σκαλισμένο
ασημόχροο αρωματοδοχείο:
«[...] ή άλλα
της ομορφιάς της σύνεργα: το χτένι,
τα σκουλαρίκια και την αλοιφή,
τα δαχτυλίδια [...]»
της ομορφιάς της σύνεργα: το χτένι,
τα σκουλαρίκια και την αλοιφή,
τα δαχτυλίδια [...]»
Τα ξανθά μαλλιά της Σωσάννας είναι δεμένα σε
πλεξίδες που χάνονται η μια μέσα στην άλλη με τρόπο μυστηριώδη,
λαβυρινθοειδή. Το σκουλαρίκι της λαμπυρίζει με την αντανάκλαση του
φωτός. Τα χείλη της είναι βαμμένα σε μια κοκκινωπή απόχρωση. Τα μάγουλα
και τα βλέφαρά της έχουν μια ελαφριά ροζ χροιά. «Ένας ύμνος» στην
ομορφιά:
«Να ένας ύμνος, που η περίτεχνή του κόμμωση
δεν επαρκεί να κάνει τη γυναίκα
να λάμπει επάνω στο μαργαριτάρι της
και στον γυμνό καρπό του βραχιολιού της.»
δεν επαρκεί να κάνει τη γυναίκα
να λάμπει επάνω στο μαργαριτάρι της
και στον γυμνό καρπό του βραχιολιού της.»
Το βλέμμα της αφηρημένο, ηδονικό, είναι
προσηλωμένο στον καθρέφτη που βρίσκεται απέναντί της, ακουμπισμένος σε
μια πέργκολα με πλούσια βλάστηση και ροζ τριαντάφυλλα. Φαίνεται
ναρκισσιστικά απορροφημένη στο είδωλό της που αχνοφαίνεται ακαθόριστα,
σχεδόν οραματικά. Η στάση της, απρόσεκτη, προκλητική ίσως, αποκαλύπτει
τα μύχια του κορμιού της, τη λάμψη του μαργαριταριού της. Είναι προφανές
πως δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία των δύο εισβολέων στον παραδείσιο
κόσμο της. Ούτε και τις ματιές όσων με ηδονοβλεπτικό σχεδόν θαυμασμό
παρατηρούν τον πίνακα.
Η βλάστηση, οργιώδης, καταλαμβάνει όλο το
φόντο του αχανούς κήπου. Στο βάθος μια ακόμη λιμνούλα με πάπιες, από την
άλλη μεριά δυο ελάφια, στο κλαδί ένα πουλί. Ο επιβλητικός
τριανταφυλλένιος φράκτης, που σχεδόν την απομονώνει από το υπόλοιπο
παραδείσιο σκηνικό, δεν φαίνεται «να επαρκεί» για να την προστατέψει από
την αδιακρισία των δύο γερόντων, που ξεπροβάλλουν απειλητικά. Ο ένας,
έρποντας ύπουλα πίσω από το καφασωτό, έχει ήδη βγάλει το κεφάλι του και
περιεργάζεται το εκθαμβωτικό κορμί της ανύποπτης κοπέλας. Ο άλλος, στην
άλλη μεριά του φράχτη, γέρνει το σώμα του προς τα μπρος, για να μπορέσει
να απολαύσει καλύτερα το γυμνό θέαμα. Η σύζευξη της πλατωνικής ουσίας
του Έρωτος και της Ψυχής στην πιο γήινη εκδοχή της. Οι ματιές των
γερόντων παγώνουν πάνω στο επιβλητικά ηδονικό σώμα της Σωσάννας,
γοητευμένες από την ακτινοβολία του. Σαν να πηγάζει από την ψυχή της μια
πυρέσσουσα λάμψη, ένα ανέσπερο φως που διαγράφει με ακρίβεια το
περίγραμμα του κορμιού της:
«[...] και την περισσή
ακρίβεια του φωτός της…»
ακρίβεια του φωτός της…»
Ποια νήματα της ποιητικής φαντασίας συνδέουν
την πλούσια βιβλική κόρη με τη φτωχή κόρη του Σουφλίου; Τις συνδέει μέσα
στους αιώνες η μοίρα κάθε κόρης «επάνω στο μαργαριτάρι της»; Το φως της
ψυχής τους που «περνοδιαβαίνει αθώρητη», χωρίς «το χτένι, τα
σκουλαρίκια και την αλοιφή, τα δαχτυλίδια», την «περίτεχνη κόμμωση»; Η
ψυχή είναι γυμνή, δεν έχει ανάγκη από σύνεργα ομορφιάς. Η ψυχή είναι
απογυμνωμένη από τη ματαιοδοξία του σώματος. Η μεταξένια ψυχή δεν
χρειάζεται τη μεταξένια ένδυση.
Η αναζήτηση της ομορφιάς συνυπάρχει με την αγωνία της ύπαρξης, τη γυναικεία μοίρα, το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Η Βαβυλώνια αρχόντισσα της Παλαιάς Διαθήκης, η
Βενετσιάνα πατρικία του Τιντορέτο σκουπίζει αφηρημένα τα αρωματισμένα
γυμνά πόδια της με ένα αέρινο ύφασμα από μετάξι. Το έφτιαξαν τα
πληγιασμένα χέρια της εντεκάχρονης εργάτριας με τα άκομψα τσόκαρα, που
δούλευε για να εξασφαλίσει με τον γάμο της μια θέση στην αντίληψη της
τοπικής κοινωνίας. Παρ’ όλα τα πολύτιμα σύνεργα της ομορφιάς της, παρά
το μετάξι του φωτός της, ίσως μάλιστα εξαιτίας τους, η Σωσάννα παραμένει
ανυπεράσπιστη στη λαγνεία των δικαστών γερόντων, που θα παραμονεύουν
αιώνια «το μαργαριτάρι της» μέσα στον παγωμένο χρόνο του πίνακα. Το
«στυγερό μετάξι» την παραδίνει στην ψυχική βία, τον ανήθικο εκβιασμό,
τις ανερμάτιστες συκοφαντίες, την απάνθρωπη καταδίκη σε λιθοβολισμό.
Το κορίτσι του Τζίβρε επεξεργάζεται το μετάξι
για να γίνει φινετσάτο, εκθαμβωτικό, αιθέριο, να τυλίξει με χάρη το
κορμί που θα το φορέσει, να αγκαλιάσει τις γραμμές, να ξεσηκώσει
επιθυμία. Μια μπόλια δεμένη με καρφίτσα στα κοντοκομμένα της μαλλιά κι
ένα ζευγάρι τσόκαρα είναι τα σύνεργά της. Το «στυγερό μετάξι» την
παραδίνει στον ψυχικό πόνο, τη σωματική εκμετάλλευση, τη «σκοτοδίνη» της
ζωής της. Ένα εντεκάχρονο κορίτσι στον βωμό του εργοστασίου, της
ομορφιάς, της ματαιοδοξίας, του κέρδους.
Ο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης υπερασπίζεται
την ηθική Σωσάννα, υπερασπίζεται τη θηλυκή ανημποριά της σε έναν
αρσενικό κόσμο που ρίχνει την ευθύνη για την εκστατική λαγνεία του στη
μεταξένια ομορφιά μιας αθώας κόρης. Μιας άλλης Εύας, που κινδυνεύει στον
παράδεισο από δύο γερόντεια ερπετά. Ο Τιντορέτο σέρνει με νόημα τη
ματιά «πιο κάτω και πιο κάτω», από το ουράνιο σκηνικό και το θεϊκό φως
της Σωσάννας στα ερπετοειδή ανθρώπινα πλάσματα που καραδοκούν. Το γυμνό
σώμα της Σωσάννας φωτίζεται ως σάρκα που διαλύεται σε πνεύμα, ψυχή που
ενσαρκώνεται σε σώμα. Η αγνή πνευματικότητα σε αντιστικτική λειτουργία
με τον απόλυτο αισθησιασμό.
Το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αναδεικνύει
τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής και εγείρει τα ηθικά ζητήματα που
θέτουν οι αντιφάσεις της, ανάμεσα στο υψηλό και το χυδαίο. Η ψυχή του
ανθρώπου σαρκώνεται από μετάξι, μα γίνεται βομβύκιο εγωπάθειας,
μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα ματαιοδοξίας και «πάει πιο κάτω και πιο
κάτω», ώσπου αποδύεται κάθε ίνα αριστοτελικής μεσότητας και ενδύεται με
περισσή προθυμία τις φαύλες ηδονές της μάταιης απόλαυσης, του υλικού
κέρδους, της παντοειδούς ανήθικης εκμετάλλευσης:
«Πώς από το μετάξι βγαίνει ο άνθρωπος
και γίνεται βομβύκιο, χρυσαλλίδα,
μορφή που πάει πιο κάτω και πιο κάτω.»
και γίνεται βομβύκιο, χρυσαλλίδα,
μορφή που πάει πιο κάτω και πιο κάτω.»
Οι προσευχές της Σωσάννας εισακούγονται από
τους αγγέλους του Κυρίου. Ο Τιντορέτο υμνεί την ομορφιά της. Η Παλαιά
Διαθήκη την αθωώνει, η Τέχνη την αποθεώνει. Η ψυχή της περιδιαβαίνει
αγαλλιώσα. Ποιος όμως θα υπερασπιστεί το εντεκάχρονο κορίτσι του Τζίβρε
στο δικαστήριο της εργατικής ηθικής, στο χρηματιστήριο της κοινωνίας του
κέρδους; Ποιος θα εισακούσει τις προσευχές της; Ποιος θα υμνήσει την
αθώρητη ψυχή της;
Το ποίημα. «Να ένας ύμνος». Δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου