Εγνατία
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
με τα κεσάτια της.
Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά
στα παραβαρδάρια –
κάτι έχει αλλάξει,
αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας,
όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται,
ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες,
πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά,
κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο.
Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.
*
Το αιώνιο παράπονο
Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του γραμμόφωνου,
άλλο τραγούδι δεν μπορεί να τραγουδήσει∙
κι ό,τι να πούμε και μεις, όσο και να σπαράξουμε,
την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα
στο αιώνιο παράπονο.
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
που σε περίμενα κι απόψε δυόμισι ώρες,
που σε περίμενα κι απόψε μες στο κρύο,
και τα κεντράκια της πλατείας να ξεφαντώνουν,
τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν,
διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα παρέες,
και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,
εγώ – κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο δρόμο.
Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι,
με πόσο παίδεμα, με τι καημό,
αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους βρίσκετε
συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο.
`
*
Σ΄ αυτή την πόλη
Μ’ ένα τσιγάρο όταν νυχτώνει
μες στο μυαλό μου παίρνεις μορφή.
Γίνεσαι κόσμος, ήλιος κι αστέρια,
μέσα στα χέρια λευκό πουλί.
Μ’ ένα τσιγάρο έρχεσαι πάλι
στο άδειο σπίτι το σκοτεινό,
κι όπως σε βρίσκω μέσα στη ζάλη
αρχίζω πάλι να ξαναζώ.
Σ’ αυτή την πόλη μ’ άφησες μόνο
και είμαι δέντρο στην πυρκαγιά.
Εσύ με είδες σαν δολοφόνο
κι εγώ σε είδα σαν Παναγιά.
`
*
Βαρδάρι
Απόψε πάλι τριγυρνώ
μονάχος στο Βαρδάρι.
Χτύπησα πόρτες, μα κανείς
δε μου ’κανε τη χάρη.
Απ’ έξω απ’ τα σινεμά
η δίψα μου με στήνει.
Στη ρημαγμένη μου καρδιά
η αρχοντιά μου σβήνει.
Τους φίλους μου τους ντρέπομαι,
τους ξένους τους φοβάμαι
και μέσα στην κατάντια μου
τη μάνα μου λυπάμαι.
`
Το αιώνιο παράπονο
Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του γραμμόφωνου,
άλλο τραγούδι δεν μπορεί να τραγουδήσει∙
κι ό,τι να πούμε και μεις, όσο και να σπαράξουμε,
την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα
στο αιώνιο παράπονο.
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
που σε περίμενα κι απόψε δυόμισι ώρες,
που σε περίμενα κι απόψε μες στο κρύο,
και τα κεντράκια της πλατείας να ξεφαντώνουν,
τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν,
διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα παρέες,
και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,
εγώ – κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο δρόμο.
Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,
με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι,
με πόσο παίδεμα, με τι καημό,
αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους βρίσκετε
συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο.
`
*
Σ΄ αυτή την πόλη
Μ’ ένα τσιγάρο όταν νυχτώνει
μες στο μυαλό μου παίρνεις μορφή.
Γίνεσαι κόσμος, ήλιος κι αστέρια,
μέσα στα χέρια λευκό πουλί.
Μ’ ένα τσιγάρο έρχεσαι πάλι
στο άδειο σπίτι το σκοτεινό,
κι όπως σε βρίσκω μέσα στη ζάλη
αρχίζω πάλι να ξαναζώ.
Σ’ αυτή την πόλη μ’ άφησες μόνο
και είμαι δέντρο στην πυρκαγιά.
Εσύ με είδες σαν δολοφόνο
κι εγώ σε είδα σαν Παναγιά.
`
*
Βαρδάρι
Απόψε πάλι τριγυρνώ
μονάχος στο Βαρδάρι.
Χτύπησα πόρτες, μα κανείς
δε μου ’κανε τη χάρη.
Απ’ έξω απ’ τα σινεμά
η δίψα μου με στήνει.
Στη ρημαγμένη μου καρδιά
η αρχοντιά μου σβήνει.
Τους φίλους μου τους ντρέπομαι,
τους ξένους τους φοβάμαι
και μέσα στην κατάντια μου
τη μάνα μου λυπάμαι.
`
***********************************************
Δημήτρης Νικολούδης
http://www.poiein.gr/2018/12/08/%CF%84%CE%B1-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF/?fbclid=IwAR2-aAtaCL4fAlA3FmeNQ0hcK_KjFvShHcQ4q-u_XeVwXWFwHLULxqUWbcs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου