DiP generation,I εκδ. Θράκα, 2016.
Μια Χιονάτη τριγυρνά γυμνή στο Πικαντίλυ. Tο δέρμα της είναι θαμπό και γκρίζο απ’ το κρύο, τα μαλλιά της κουρτίνες από βραδινό πάγο· κάποτε κουλουριάζεται σε μια ελεεινή γωνιά, κανείς δεν την προσέχει. Κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Είναι πεθαμένο. To στόμα του νιφάδα άλιωτη.
«Πέθανε το μικρότερο παιδί του κόσμου», είπε κάποιος, και το έδειξε. Κι έριξε μια πένα δίπλα στο κορίτσι. «Ήταν πολύ μικρό», είπε άλλος, «γι’ αυτό…» κι άφησε ένα ζεστό ρόφημα. «Θα έπρεπε να το φροντίζουν καλύτερα», είπε βλοσυρά ένας τρίτος, κι έριξε ένα δεμάτι εφημερίδες. Και φύγανε. Για τα ζεστά κονάκια τους. Συμβαίνουν Χριστούγεννα κι όλοι παπαγαλίζουν λέξεις που καίνε: «αγάπη, χαρά κι ευλογία στα σπίτια σας!»
Στο Πικαντίλυ μια φυσαρμόνικα ακούστηκε σε κοφτερό σι κόβοντας τα γόνατα της νύχτας.
Στο μετρό κάποιος έδεσε στις ράγιες τη γυναίκα του, φεύγοντας ούρλιαξε: «μου αρέσει το φουαγκρά, διάολε!»
Στην αγορά τα ξύγκια δίναν και παίρναν.
Άλογα με μανσέτες επιδεικνύονταν στις γυαλισμένες λεωφόρους. Εύχυμα παράθυρα έσταζαν λάμψεις. Πουλερικά φουσκωμένα με ζαχαρωτά, εντόσθια και γλυκάνισο, κι ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς ποτά και ηδύποτα και μελωμένα χρυσαφιά βεγγαλικά τ’ ουρανίσκου κι άλλα πολλά. Δάση από Χριστούγεννα, μήλα, μούρα, σμέουρα και φραγκοστάφυλα, καρπούς ζεστούς, ολοζώντανους, μα η Χιονάτη γυμνή στο Πικαντίλυ κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Μια πεθαμένη νιφάδα
Μια Χιονάτη τριγυρνά γυμνή στο Πικαντίλυ. Tο δέρμα της είναι θαμπό και γκρίζο απ’ το κρύο, τα μαλλιά της κουρτίνες από βραδινό πάγο· κάποτε κουλουριάζεται σε μια ελεεινή γωνιά, κανείς δεν την προσέχει. Κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Είναι πεθαμένο. To στόμα του νιφάδα άλιωτη.
«Πέθανε το μικρότερο παιδί του κόσμου», είπε κάποιος, και το έδειξε. Κι έριξε μια πένα δίπλα στο κορίτσι. «Ήταν πολύ μικρό», είπε άλλος, «γι’ αυτό…» κι άφησε ένα ζεστό ρόφημα. «Θα έπρεπε να το φροντίζουν καλύτερα», είπε βλοσυρά ένας τρίτος, κι έριξε ένα δεμάτι εφημερίδες. Και φύγανε. Για τα ζεστά κονάκια τους. Συμβαίνουν Χριστούγεννα κι όλοι παπαγαλίζουν λέξεις που καίνε: «αγάπη, χαρά κι ευλογία στα σπίτια σας!»
Στο Πικαντίλυ μια φυσαρμόνικα ακούστηκε σε κοφτερό σι κόβοντας τα γόνατα της νύχτας.
Στο μετρό κάποιος έδεσε στις ράγιες τη γυναίκα του, φεύγοντας ούρλιαξε: «μου αρέσει το φουαγκρά, διάολε!»
Στην αγορά τα ξύγκια δίναν και παίρναν.
Άλογα με μανσέτες επιδεικνύονταν στις γυαλισμένες λεωφόρους. Εύχυμα παράθυρα έσταζαν λάμψεις. Πουλερικά φουσκωμένα με ζαχαρωτά, εντόσθια και γλυκάνισο, κι ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς ποτά και ηδύποτα και μελωμένα χρυσαφιά βεγγαλικά τ’ ουρανίσκου κι άλλα πολλά. Δάση από Χριστούγεννα, μήλα, μούρα, σμέουρα και φραγκοστάφυλα, καρπούς ζεστούς, ολοζώντανους, μα η Χιονάτη γυμνή στο Πικαντίλυ κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Μια πεθαμένη νιφάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου