Ηλίας Κεφάλας
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ (Ερημία)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ καλὰ συγκροτημένους φιλολόγους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιοπρόσεχτους ποιητὲς τῆς νεώτερης γραμματείας μας ὑπῆρξε ὁ Γιῶργος Θέμελης μὲ μεγάλη μάλιστα συγγραφικὴ δραστηριότητα στὰ ἐκπαιδευτικὰ καὶ λογοτεχνικὰ ζητήματα. Σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Ἀθηνῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ 1930 καὶ μετὰ ἔζησε γιὰ πάντα στὴ Θεσσαλονίκη, ταυτιζόμενος μὲ τὶς καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἐν γένει βιωματικὲς ἀγωνίες τῆς πόλης αὐτῆς. Πέρα ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ του ἔργα, τὰ θεατρικά, τὰ κριτικὰ καὶ τὶς μεταφράσεις του ἡ ποιητικὴ του ἱστορία εἶναι ἐξίσου σημαντικὴ καὶ ἀρχίζει μέσα ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ περιοδικοῦ «Κοχλίας». Συνεργαζόμενος τακτικὰ μὲ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ μυήθηκε στὰ νέα ρεύματα καὶ τὶς κάθε λογῆς πρωτοπορίες τῆς ἐποχῆς.
Τὸ πρῶτο του ποιητικὸ βιβλίο ἐκδόθηκε τὸ 1945 («Γυμνὸ παράθυρο») γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν στὴ συνέχεια ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις ποιητικῶν συλλογῶν μὲ πιὸ σημαντικὲς τὶς «Δενδρόκηπος» (1955, β΄κρατικὸ βραβεῖο), «Φωτοσκιάσεις» (1961, α΄ κρατικό βραβεῖο), «Ἡλιοσκόπιο» (1971) καὶ «Ars Poetica» (1974). Τελευταία ποιητικὴ του συλλογὴ ἡ μεταθανάτια ἔκδοση «Τὸ περιστέρι καὶ τὰ ἑφτὰ ἀναστάσιμα θαύματα» (1977). Τύπωσε ἐπίσης δύο συγκεντρωτικοὺς τόμους μὲ την ποίησή του, τὰ «Ποιήματα Ι» (1969, μὲ τὴν ἕως τὸ 1955 ὕλη) καὶ «Ποιήματα ΙΙ» (1970). Τὸ σύνολο τῶν αὐτοτελῶν βιβλίων ποὺ ἐξέδωσε ὑπερβαίνει τοὺς 35 τόμους.
Ὡς ποιητὴς ὁ Γιῶργος Θέμελης ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἤ ἴσως καὶ ὁ μοναδικὸς ποὺ συνθέτει τὴ θεματική του μὲ ἀντλήσεις μέσα ἀπὸ τὰ προσωπικά του ἠθικὰ πιστεύω. Ἰδεαλιστικὸ μετασυμβολισμὸ χαρακτήρισε ὁ Κώστας Στεργιόπουλος ὅλες αὐτὲς τὶς μυστικὲς του καταβολὲς μὲ μόνιμο πάντα θέμα τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης. Μιὰ τέτοια ποίηση εἶχε σὰν στόχο κατ’ ἀρχὰς τὴν ἀνίχνευση τοῦ ποιητικοῦ προσώπου, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται μέσα στὴν τέχνη καὶ τὴ σκιαγράφησἠ του ἔπειτα μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν προσωπική ἠθικὴ δεοντολογία τοῦ δημιουργοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ποιητὴς διαρκῶς ψάχνει καὶ συγχρόνως κτίζει, ταυτοποιώντας μὲ σταθερὲς ἀρχὲς τὴν ἐντὸς τῆς ποίησης ὑπόστασή του. Ἐμφανὲς ἀποτέλεσμα τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ἡ διαρκὴς παλινωδία ποὺ ἀγκιστρώνει τὴν τέχνη του στὴν ἐμμονὴ τῆς ἐπιλεγμένης θεματικῆς σχεδόν μέχρι τὰ μέσα τῆς συγγραφικῆς πορείας του. Τὰ ἴδια πράγματα πρέπει νὰ εἰπωθοῦν ξανὰ καὶ ξανὰ, μὲ νέα προσπάθεια, μὲ ἀνανεωμένη φωνὴ, μέχρι νὰ ἀποδοθοῦν νοηματικὰ μὲ ἀκριβῆ καὶ ἄκρως ἱκανοποιητικὸ τρόπο. Ἀναζητεῖται βαθύτερη οὐσία καὶ λεπτότερη χροιὰ σὲ ἦχο, γλώσσα, συναίσθημα. Ἀπὸ τὰ μέσα τῆς ποιητικῆς ἀνέλιξης καὶ μετὰ ἡ ποίησή του ἀποκτᾶ ἕναν ἑρμητικὸ χαρακτήρα, λὲς καὶ κατασταλάζει μέσα στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ φυσικό, ἀφοῦ ἡ ἀναζήτησή του ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα βρίσκεται κοντὰ στὸ μεταφυσικὸ πλέγμα, στὸ βλέμμα πρὸς τὸ ἐπέκεινα καὶ τὰ προβλήματα τῆς ψυχῆς. Ἡ ποίηση τοῦ Γιώργου Θέμελη καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ ἴσως καὶ ἕνας καταναγκασμὸς πρὸς κάθε κατεύθυνση γιὰ τὴν ἀκέραια διάσωσή της.
Ἡ συλλογὴ «Τὸ δίχτυ τῶν ψυχῶν» (1965) σηματοδοτεῖ τὴ συνειδητὴ ἐγκατάλειψη κάθε συμβολιστικῆς διάθεσης καὶ τὴν προσχώρηση σὲ μιὰ ἔκφραση ἐντελῶς ξηρὴ καὶ γυμνὴ. Σκοπὸς πλέον δὲν εἶναι ἡ προβολὴ τοῦ συναισθήματος μὲ τὴν ὅποια λυρικὴ ἐπικάλυψη, ἀλλὰ ἡ κατάδειξη τῆς ἀγωνίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ προβληματισμοῦ. Ἐδῶ ἔχομε ποιήματα δοκιμασίας, ποιήματα ἐσωτερικῆς κρίσης καὶ ποιήματα ἀπολογιστικὰ, λὲς καὶ ὁ ποιητὴς βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ ἀπολογεῖται. Ἀλλὰ ταυτόχρονα πρόκειται καὶ γιὰ ποιήματα ἀπαιτητικά, καθὼς ὁ ποιητὴς παρουσιάζει τοὺς ψυχικοὺς ἀγῶνες του γιὰ ἀράγιστη ἠθικὴ συγκρότηση, ὥστε νὰ ἐλπίζει σὲ ἱκανοποίηση καὶ ἐπιβράβευση. Τελικὰ τὸ ζητούμενο πάντα εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι μόνο τῆς ἀτομικῆς, ἀλλὰ τῆς ἐν γένει ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς κοινῆς μοίρας, τοῦ προορισμοῦ κάθε πάσχοντος ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελικὴ ἐπιτυχία τοῦ Θέμελη, καθὼς κατορθώνει μέσα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση τῶν συμβόλων καὶ τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ αἰσθήματος νὰ γίνεται ὁ ἐκφραστὴς τοῦ ἀτόμου ποὺ ἀγωνίζεται μέσα στὴν κάθε λογῆς ἀβεβαιότητα.
Η. Κ.
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ (Ερημία)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ καλὰ συγκροτημένους φιλολόγους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιοπρόσεχτους ποιητὲς τῆς νεώτερης γραμματείας μας ὑπῆρξε ὁ Γιῶργος Θέμελης μὲ μεγάλη μάλιστα συγγραφικὴ δραστηριότητα στὰ ἐκπαιδευτικὰ καὶ λογοτεχνικὰ ζητήματα. Σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Ἀθηνῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ 1930 καὶ μετὰ ἔζησε γιὰ πάντα στὴ Θεσσαλονίκη, ταυτιζόμενος μὲ τὶς καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἐν γένει βιωματικὲς ἀγωνίες τῆς πόλης αὐτῆς. Πέρα ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ του ἔργα, τὰ θεατρικά, τὰ κριτικὰ καὶ τὶς μεταφράσεις του ἡ ποιητικὴ του ἱστορία εἶναι ἐξίσου σημαντικὴ καὶ ἀρχίζει μέσα ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ περιοδικοῦ «Κοχλίας». Συνεργαζόμενος τακτικὰ μὲ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ μυήθηκε στὰ νέα ρεύματα καὶ τὶς κάθε λογῆς πρωτοπορίες τῆς ἐποχῆς.
Τὸ πρῶτο του ποιητικὸ βιβλίο ἐκδόθηκε τὸ 1945 («Γυμνὸ παράθυρο») γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν στὴ συνέχεια ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις ποιητικῶν συλλογῶν μὲ πιὸ σημαντικὲς τὶς «Δενδρόκηπος» (1955, β΄κρατικὸ βραβεῖο), «Φωτοσκιάσεις» (1961, α΄ κρατικό βραβεῖο), «Ἡλιοσκόπιο» (1971) καὶ «Ars Poetica» (1974). Τελευταία ποιητικὴ του συλλογὴ ἡ μεταθανάτια ἔκδοση «Τὸ περιστέρι καὶ τὰ ἑφτὰ ἀναστάσιμα θαύματα» (1977). Τύπωσε ἐπίσης δύο συγκεντρωτικοὺς τόμους μὲ την ποίησή του, τὰ «Ποιήματα Ι» (1969, μὲ τὴν ἕως τὸ 1955 ὕλη) καὶ «Ποιήματα ΙΙ» (1970). Τὸ σύνολο τῶν αὐτοτελῶν βιβλίων ποὺ ἐξέδωσε ὑπερβαίνει τοὺς 35 τόμους.
Ὡς ποιητὴς ὁ Γιῶργος Θέμελης ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἤ ἴσως καὶ ὁ μοναδικὸς ποὺ συνθέτει τὴ θεματική του μὲ ἀντλήσεις μέσα ἀπὸ τὰ προσωπικά του ἠθικὰ πιστεύω. Ἰδεαλιστικὸ μετασυμβολισμὸ χαρακτήρισε ὁ Κώστας Στεργιόπουλος ὅλες αὐτὲς τὶς μυστικὲς του καταβολὲς μὲ μόνιμο πάντα θέμα τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης. Μιὰ τέτοια ποίηση εἶχε σὰν στόχο κατ’ ἀρχὰς τὴν ἀνίχνευση τοῦ ποιητικοῦ προσώπου, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται μέσα στὴν τέχνη καὶ τὴ σκιαγράφησἠ του ἔπειτα μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν προσωπική ἠθικὴ δεοντολογία τοῦ δημιουργοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ποιητὴς διαρκῶς ψάχνει καὶ συγχρόνως κτίζει, ταυτοποιώντας μὲ σταθερὲς ἀρχὲς τὴν ἐντὸς τῆς ποίησης ὑπόστασή του. Ἐμφανὲς ἀποτέλεσμα τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ἡ διαρκὴς παλινωδία ποὺ ἀγκιστρώνει τὴν τέχνη του στὴν ἐμμονὴ τῆς ἐπιλεγμένης θεματικῆς σχεδόν μέχρι τὰ μέσα τῆς συγγραφικῆς πορείας του. Τὰ ἴδια πράγματα πρέπει νὰ εἰπωθοῦν ξανὰ καὶ ξανὰ, μὲ νέα προσπάθεια, μὲ ἀνανεωμένη φωνὴ, μέχρι νὰ ἀποδοθοῦν νοηματικὰ μὲ ἀκριβῆ καὶ ἄκρως ἱκανοποιητικὸ τρόπο. Ἀναζητεῖται βαθύτερη οὐσία καὶ λεπτότερη χροιὰ σὲ ἦχο, γλώσσα, συναίσθημα. Ἀπὸ τὰ μέσα τῆς ποιητικῆς ἀνέλιξης καὶ μετὰ ἡ ποίησή του ἀποκτᾶ ἕναν ἑρμητικὸ χαρακτήρα, λὲς καὶ κατασταλάζει μέσα στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ φυσικό, ἀφοῦ ἡ ἀναζήτησή του ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα βρίσκεται κοντὰ στὸ μεταφυσικὸ πλέγμα, στὸ βλέμμα πρὸς τὸ ἐπέκεινα καὶ τὰ προβλήματα τῆς ψυχῆς. Ἡ ποίηση τοῦ Γιώργου Θέμελη καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ ἴσως καὶ ἕνας καταναγκασμὸς πρὸς κάθε κατεύθυνση γιὰ τὴν ἀκέραια διάσωσή της.
Ἡ συλλογὴ «Τὸ δίχτυ τῶν ψυχῶν» (1965) σηματοδοτεῖ τὴ συνειδητὴ ἐγκατάλειψη κάθε συμβολιστικῆς διάθεσης καὶ τὴν προσχώρηση σὲ μιὰ ἔκφραση ἐντελῶς ξηρὴ καὶ γυμνὴ. Σκοπὸς πλέον δὲν εἶναι ἡ προβολὴ τοῦ συναισθήματος μὲ τὴν ὅποια λυρικὴ ἐπικάλυψη, ἀλλὰ ἡ κατάδειξη τῆς ἀγωνίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ προβληματισμοῦ. Ἐδῶ ἔχομε ποιήματα δοκιμασίας, ποιήματα ἐσωτερικῆς κρίσης καὶ ποιήματα ἀπολογιστικὰ, λὲς καὶ ὁ ποιητὴς βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ ἀπολογεῖται. Ἀλλὰ ταυτόχρονα πρόκειται καὶ γιὰ ποιήματα ἀπαιτητικά, καθὼς ὁ ποιητὴς παρουσιάζει τοὺς ψυχικοὺς ἀγῶνες του γιὰ ἀράγιστη ἠθικὴ συγκρότηση, ὥστε νὰ ἐλπίζει σὲ ἱκανοποίηση καὶ ἐπιβράβευση. Τελικὰ τὸ ζητούμενο πάντα εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι μόνο τῆς ἀτομικῆς, ἀλλὰ τῆς ἐν γένει ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς κοινῆς μοίρας, τοῦ προορισμοῦ κάθε πάσχοντος ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελικὴ ἐπιτυχία τοῦ Θέμελη, καθὼς κατορθώνει μέσα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση τῶν συμβόλων καὶ τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ αἰσθήματος νὰ γίνεται ὁ ἐκφραστὴς τοῦ ἀτόμου ποὺ ἀγωνίζεται μέσα στὴν κάθε λογῆς ἀβεβαιότητα.
Η. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου