Αληθινά εκθαμβωτική είναι η αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά, που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες στη Γαλλία με τον τίτλο Va où il est impossible d’aller, και τώρα φτάνει και στο ελληνικό κοινό με τον τίτλο Αυτοβιογραφία. Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας,
σε μια εξαιρετική μετάφραση του Ωρίωνος Αρκομάνη, με τη σφραγίδα της
υψηλής ποιότητας των εκδόσεων Gutenberg, της τυπογραφικής τέχνης του
Γιάννη Μαμάη και της φροντίδας του Βασίλη Βασιλικού, που παρακολούθησε
την πορεία της ελληνικής έκδοσης.
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου κυλάει σαν μυθιστόρημα –ή, προτιμότερα, σαν κινηματογραφική ταινία– όλη η συναρπαστική περιπέτεια του βίου και του έργου του Κώστα Γαβρά, ο οποίος γεννιέται το 1933 στα Λουτρά Ηραίας, ένα χωριό της Αρκαδίας, μεταναστεύει στο Παρίσι το 1955 και μέσα σε μερικά χρόνια κατορθώνει να γίνει σημείο αναφοράς στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, ο Γαβράς περιγράφει τα δύσκολα πρώτα χρόνια του στην Πόλη του Φωτός, όταν, παράλληλα με τις σπουδές του στην IDHEC
(Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών), τη διαμονή στο «Ελληνικό Σπίτι» και τη σκληρή δουλειά στο φόρτωμα καφασιών για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, ανακαλύπτει τις προβολές της «Σινεματέκ» με τις θρυλικές εισηγήσεις του Ανρί Λαγκλουά, τα μαθήματα του Ζιλ Ντελέζ, του Ζαν Μιτρύ και του Ζωρζ Σαντούλ στη Σορβόννη. Θυμίζοντας τον νεαρό Καζαντζάκη των αρχών του εικοστού αιώνα που παρακολουθεί με δέος τις διαλέξεις του Ανρί Μπερξόν και περνά ώρες μπροστά στα αριστουργήματα των παρισινών μουσείων, ο νεαρός Γαβράς της δεκαετίας του 1950 μυείται στα μυστήρια της γαλλικής γλώσσας («Το να διαβάζεις και να διαβάζεις κι άλλο, να μαθαίνεις μια γλώσσα, να μπαίνεις στους μαιάνδρους της, στα μυστικά της, στα εκκωφαντικά σοκάκια της, δημιουργούσε τόσο μια μεταφυσική ανησυχία όσο και μια διαρκώς ανανεούμενη ικανοποίηση», σ. 42), μελετά Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μένανδρο στη Βιβλιοθήκη της Σορβόννης, γοητεύεται από τον Νταίηβιντ Γ. Γκρίφιθ, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον Ζαν Ρενουάρ, μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες για τις κινηματογραφικές μηχανές, τους φακούς, τα είδη των πλάνων και τη διεύθυνση των ηθοποιών και λαμβάνει το δίπλωμά του το 1959, πραγματοποιώντας, ως διπλωματική εργασία, την ταινία Οι αποτυχημένοι.
Αμέσως μετά, ο 26χρονος Έλληνας διαβαίνει τη μεγάλη πύλη του κινηματογράφου, πρώτα ως μαθητευόμενος (για την ακρίβεια, ως βοηθός του βοηθού σκηνοθέτη Κλωντ Πινοτώ, με τον οποίο θα συνδεθεί με μακρά φιλία) στην ταινία του Υβ Αλλεγκρέ Η φιλόδοξη, και ύστερα ως βοηθός σκηνοθέτη στη λαϊκή κωμωδία Ο Ρομπενσόν και το τρίκυκλο, στο αστυνομικό φιλμ του Ζακ Ναούμ Ο Άγιος σέρνει τον χορό, στην ταινία του Ζαν Ζιονό Ο Κροίσος (με πρωταγωνιστή τον πανίσχυρο Φερναντέλ), στην ταινία του εμβληματικού Ρενέ Κλαιρ Όλο το χρυσάφι του κόσμου, με πρωταγωνιστή τον Μπουρβίλ, στο γκαγκστερικό δράμα του Ανρί Βερνέιγ Ένας πίθηκος τον χειμώνα με τον Ζαν Γκαμπέν και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό. Όλες αυτές οι ταινίες είναι «παραδοσιακές», «ακαδημαϊκές» παραγωγές υψηλού κόστους και εμπορικών προδιαγραφών, που κινούνται στον αντίποδα της «Νουβέλ Βαγκ», του Νέου Κύματος, που αρχίζει να επιβάλλεται με σκηνοθέτες περίπου συνομήλικους του Γαβρά, όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Φρανσουά Τρυφφώ, ο Κλωντ Σαμπρόλ, ο Αλαίν Ρεναί, ο Λουί Μαλ: «Αυτές οι ιεραρχικές σχέσεις, αυτή η οργάνωση των εργασιών και των οικονομικών της ταινίας, η καλύβα-γραφείο, τα γυρίσματα στο στούντιο, τα θέματα χωρίς υποκειμενισμό, μ’ άλλα λόγια ο ακαδημαϊσμός, ήταν όλα αυτά που το Νέο Κύμα έβριζε και απέρριπτε χωρίς αντίρρηση» (σ. 81). Ωστόσο, ο Γαβράς αναγνωρίζει ότι ο «ακαδημαϊσμός» των παλαιότερων παρήγαγε και σημαντικές ταινίες (σ. 81), ενώ από την ορμή της νέας γενιάς κρατά όχι τόσο το θεματικό της επίκεντρο, τον έρωτα, όσο «τον ρεαλισμό που πετύχαιναν να εισαγάγουν στη σκηνοθεσία και το σενάριό τους» (σ. 66).
Για μερικά χρόνια ακόμη ως βοηθός, ο Γαβράς θα κάνει μια σειρά από συναντήσεις που θα καθορίσουν την πορεία του: ο μεγάλος σκηνοθέτης Ρενέ Κλεμάν τον χρησιμοποιεί για το πολεμικό δράμα Η ημέρα και η ώρα (1962), όπου θα γνωρίσει τη Σιμόν Σινιορέ, η οποία θα τον εκπλήξει με την απλότητά της και θα εξελιχθεί σε επιστήθια φίλη του («Το ότι είπα με το μικρό της όνομα αυτή τη μεγάλη ηθοποιό, που είχε κερδίσει ένα Όσκαρ, ήταν το σοκ της ζωής μου. Αισθάνθηκα λίγο βλαχαδερό, αλλά ειλικρινές», σ. 91), ο σκηνοθέτης του «Νέου Κύματος» Ζακ Ντεμύ τον αγκαζάρει για το ερωτικό μελόδραμα Το λιμάνι των αγγέλων, με πρωταγωνίστρια τη Ζαν Μορώ, ο Μαρσέλ Οφύλς τον προσλαμβάνει ως βοηθό του στην αστυνομική κωμωδία Καυτό πεζοδρόμιο με τη Ζαν Μορώ και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, ο Ρενέ Κλεμάν τον θέλει ξανά για συνεργάτη του στην ταινία Τα αιλουροειδή, με τον Αλαίν Ντελόν και την Τζαίην Φόντα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει τη γυναίκα που θα πρωταγωνιστήσει στη ζωή του, ένα μανεκέν της Σανέλ που ακούει στο όνομα Μισέλ Ραι («Όσο για μένα, βλέποντάς την να πλησιάζει, έκανα την πρώτη στιγμιαία εκτίμηση, σαν, λόγω συνήθειας, να έκανα κάστινγκ. Γενική εικόνα: τέλεια κομψότητα, στο ντύσιμο καμία απ’ αυτές τις μοντερνιές που διαρκούν μόνο μια σεζόν, πρόσωπο ενός κλασικού οβάλ, ωραία μάτια», σ. 107).
Ακριβώς τη στιγμή που ο πολύς Ανρί-Ζωρζ Κλουζό τον ζητά για τη φιλόδοξη ταινία του Η κόλαση (που δεν ολοκληρώνεται ποτέ), ο Γαβράς θα αποτολμήσει να γυρίσει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, το αστυνομικό Διαμέρισμα δολοφόνων, με όλο το άγχος και την ανασφάλεια που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή («Αν έκανα ταινία και αποτύγχανε, σε τι κατάσταση θα βρισκόμουνα μετά; Είχα γνωρίσει σκηνοθέτες που η πρώτη τους ταινία δεν σημείωσε επιτυχία και εξαφανίστηκαν. Να επιστρέψω ως βοηθός, ούτε συζήτηση! Ποιος θα ήθελε έναν συνάδελφο για βοηθό; Και τι ξεφτίλα;»). Με την ενθάρρυνση της Σιμόν Σινιορέ και του Υβ Μοντάν, που δέχονται να παίξουν στην ταινία, ο Έλληνας σκηνοθέτης ξεκινά γυρίσματα, παρακολουθώντας καθημερινά το μοντάζ, το οποίο θεωρεί «ως την τελική γραφή μιας ταινίας» (σ. 131) και επινοώντας ένα θεαματικό φινάλε, με καταδιώξεις αυτοκινήτων. Στο σχετικό κεφάλαιο εντοπίζεται μια από τις πιο γλαφυρές και ειλικρινείς περιγραφές αναφορικά με τη δημιουργία μιας ταινίας (σ. 132). Το φιλμ θα αρέσει σε κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα ο Γαβράς να περάσει στη δεύτερη σκηνοθετική εργασία του, το Μακί, τα λιοντάρια της κολάσεως, ένα αντιστασιακό δράμα με αμερικανική χρηματοδότηση και συμμετοχή βετεράνων και νεότερων Γάλλων ηθοποιών (Σαρλ Βανέλ, Ζαν-Κλωντ Μπριαλύ, Μισέλ Πικολί, Ζακ Περέν, Κλωντ Μπρασέρ), που δεν θα σημειώσει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία, αλλά θα δώσει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να εντρυφήσει στις ηρωικές πράξεις των Γάλλων κομμουνιστών αντιστασιακών και να ανακαλέσει προσωπικές μνήμες από τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής στην Πελοπόννησο.
Η ταινία που θα βάλει θριαμβευτικά τον Κώστα Γαβρά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη είναι, βεβαίως, το θρυλικό Ζ. Ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Αθήνα (την οποία επισκέπτεται τον Απρίλιο 1967 για λίγες μέρες) στο Παρίσι και την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση («Ένας χαζός τίτλος», σ. 148) διαδέχεται η αναστάτωση («Αναδύομαι από έναν κόσμο που δεν υποψιάζεσαι, έναν πιο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, λόγω της ανισότητας στη Δικαιοσύνη του κρατικού του μηχανισμού και της προδοσίας κάθε ηθικής», σ. 149). Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης συμπίπτει με το ξέσπασμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και ο Γαβράς αποφασίζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο· παίρνει τα δικαιώματα από τον Βασίλη Βασιλικό, ο οποίος βρίσκεται στη Ρώμη («Βρίσκω τον Βασίλη, που τα χάνει με την πρότασή μου. Χωρίς δισταγμό, μου δίνει την άδεια. Μια φιλία, που παραμένει πάντα ζωντανή και βαθιά, γεννήθηκε εκεί», σ. 153), εξασφαλίζει τη συνεργασία του σεναριογράφου Χόρχε Σεμπρούν (ο οποίος επιμελείται κυρίως τους διαλόγους του σεναρίου, ενώ ο Γαβράς επιμένει στην ψυχολογία των χαρακτήρων, τις τεχνικές λεπτομέρειες και τη σκηνοθεσία) και του (τότε εκτοπισμένου στη Ζάτουνα) Μίκη Θεοδωράκη, συγκροτεί μια θαυμαστή διανομή (Υβ Μοντάν, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Ειρήνη Παπά, Σαρλ Ντενέρ, Ρενάτο Σαλβατόρε, Φρανσουά Περριέ και πολλοί άλλοι) και αρχίζει να αναζητεί απεγνωσμένα παραγωγό, για να καταλήξει στον γνωστό ηθοποιό Ζακ Περρέν, που κατορθώνει να γυρίσει την ταινία στην Αλγερία. Η συνέχεια είναι γνωστή: η ταινία σημειώνει παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, βραβεύεται στο Φεστιβάλ Καννών του 1969 και στα Όσκαρ του 1970 και χρησιμοποιείται, μαζί με το βιβλίο του Βασιλικού, ως αναφορά στις ομιλίες και στις εκδηλώσεις των ελληνικών αντιδικτατορικών κινημάτων.
Μετά το Ζ όλες σχεδόν οι επιλογές του Γαβρά έχουν έντονη πολιτική απόχρωση. Το 1970, με χρήματα της Παραμάουντ, γυρίζει την πολύκροτη Ομολογία, με βάση το ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αρτύρ Λόντον, ενός από τους επιζώντες των σταλινικών εκκαθαρίσεων που έλαβαν χώρα στην Πράγα το 1951· βλέπει την ταινία ως «καταδίκη ενός πολιτικού συστήματος, που ενώ διακήρυσσε τις ανθρωπιστικές αξίες του, είχε τελειοποιήσει τις μεθόδους βασανιστηρίων, ώστε να κάνει τους κατηγορούμενους να ομολογούν αυτό που ήταν προς το συμφέρον του Κόμματος» (σ. 182), χρησιμοποιεί το ζεύγος Μοντάν-Σινιορέ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και, όταν η ταινία προβάλλεται, ο δημιουργός της εισπράττει τη συγκίνηση του Λόντον και την αποδοκιμασία της ηγεσίας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ακολουθούν: η Κατάσταση πολιορκίας (1973) με σεναριογράφο τον Φράνκο Σολίνας και πρωταγωνιστή και πάλι τον Υβ Μοντάν, ταινία εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία της εκτέλεσης από τους Τουπαμάρος του Ντον Μιτριόνε, δήθεν διπλωμάτη αλλά στην πραγματικότητα εκπαιδευτή των αστυνομιών των κρατών της Λατινικής Αμερικής στις σύγχρονες τεχνικές ανάκρισης και βασανισμού της CIA («Ο Μιτριόνε, οι Τουπαμάρος, κάθε στρατόπεδο ήταν φορέας και αγγελιαφόρος ιδεολογικών πεποιθήσεων που τους καθόριζαν τη ζωή και τη δράση. Είχαμε αποφασίσει να διαχειριστούμε τις σκηνές των συγκρούσεών τους χωρίς αντικειμενικότητα, στην οποία δεν πιστεύω», σ. 138)· το Ειδικό Δικαστήριο (1975), με θέμα τον αγώνα δρόμου της κατοχικής κυβέρνησης του Βισύ να συγκροτήσει ένα ειδικό δικαστήριο για να εκτελέσει παραδειγματικά έξι Γάλλους, σε αντίποινα για την εκτέλεση ενός Γερμανού αξιωματικού από νεαρούς κομμουνιστές· η Λάμψη μιας γυναίκας (1979), με τον Μοντάν και τη Ρόμυ Σνάιντερ, μια ερωτική ιστορία βασισμένη σε βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ, με σενάριο που για πρώτη φορά γράφει ο Γαβράς μόνος του («Ήθελα να γράψω το σενάριο ολομόναχος για να ‘ζήσω’ τη ζωή κάθε χαρακτήρα, να τους ακολουθήσω στις απελπισίες, τις γεμάτες φαντάσματα μοναξιές, τον έρωτά τους που γεννιέται, χωρίς την επέμβαση, τη σκέψη και την παρουσία κανενός άλλου», σ. 272-273).
Τη δεκαετία 1980-1990 ο Γαβράς κατακτά το Χόλυγουντ. Πρώτη αμερικάνική ταινία του ο Αγνοούμενος (1982), ιστορία της εξαφάνισης ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στη Χιλή, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, με τον Τζακ Λέμον («Ο πατέρας στον Αγνοούμενο είναι ένας Νεοϋορκέζος αστός. Πιστεύει στον Θεό και την Αμερική, εμπιστεύεται τη χώρα του, τις αρχές της, ειδικά όταν αυτές είναι ρεπουμπλικανικές. Δεν αγαπά τον γιο του διότι είναι κάτι τελείως αντίθετο απ’ αυτόν…», σ. 293) και τη Σίσυ Σπέησεκ, έργο που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 1982, εξ ημισείας με τον Δρόμο του Γιλμάζ Γκιουνέυ. Ακολουθεί η Χάννα Κ. (1983), με την Τζιλ Κλαίημπουργκ στον ρόλο μιας Αμερικανής Εβραίας που εγκαταλείπει τον Γάλλο σύζυγό της και φεύγει για το Ισραήλ, αναζητώντας μια καινούρια ζωή («Η ταινία είχε επίσης ‘λυπήσει’ κάποιους Παλαιστίνιους που ήλπιζαν να δουν μια αποφασιστική καταδίκη του Ισραήλ και κάποιους Ισραηλινούς που δεν βρήκαν τον συνηθισμένο πανηγυρισμό της δημοκρατίας τους», σ. 322). Επιστρέφει στα γαλλικά στούντιο με το Οικογενειακό συμβούλιο (1986), αστικό δράμα με τον Τζώννυ Χαλλυνταίη και τη Φαννύ Αρντάν. Στις ΗΠΑ γυρίζει δύο ακόμη πολιτικά θρίλερ: το Στίγμα της προδοσίας (1988), με πρωταγωνίστρια την Ντέμπρα Γουίνγκερ στον ρόλο μιας πράκτορος του FBI που διεισδύει στους κύκλους των αμερικανικών φασιστικών οργανώσεων, ταινία με σενάριο του Τζό Εστερχάζ, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται πρόσβαση «σε γραπτά ντοκουμέντα, σε φωτογραφίες και φιλμ τραβηγμένα από πράκτορες που είχαν εισχωρήσει σε εξτρεμιστικό περιβάλλον, στην Κου-Κλουξ-Κλαν, στους εσχατολόγους σε ώρα ασκήσεων, συχνά μαζί με τα παιδιά τους, να πυροβολούν σε στόχους: Μαύρους, Εβραίους ή ακόμη και γερουσιαστές» (σ. 325)· και το Μουσικό κουτί (1989), όπου η Τζέσικα Λανγκ υποδύεται μια Αμερικανίδα δικηγόρο που αναλαμβάνει την υπεράσπιση του πατέρα της, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου που διέπραξε στην Ουγγαρία, ως μέλος του ναζιστικού κόμματος της χώρας (λίγο αργότερα ο Γαβράς θα μάθει από την αυτοβιογραφία του σεναριογράφου Τζο Εστερχάζ ότι για τον χαρακτήρα του πατέρα πηγή έμπνευσης ήταν ο δικός του πατέρας, που ήταν εγκληματίας πολέμου).
Η δεκαετία του ’90 ανοίγει για τον Γαβρά με μια γαλλική παραγωγή, τη Μικρή Αποκάλυψη (1992), «μια κάπως ειρωνική ταινία για την Ιστορία, την ψυχολογική κατάσταση μιας Αριστεράς σε πλήρη ηθική σύγχυση» (σ. 358), στηριγμένη σε βιβλίο του Πολωνού Ταντέους Κονβίτσκι. Το 1997 επιστρέφει στο Χόλλυγουντ για να καθοδηγήσει τον Ντάστιν Χόφμαν και τον Τζων Τραβόλτα στο Mad City, ένα αιχμηρό σχόλιο για την παντοδυναμία που χαρακτηρίζει τα μίντια, «αυτή την τέταρτη εξουσία που πάει να γίνει δεύτερη, αν όχι πρώτη, μέσα από τον πολλαπλασιασμό αλλά και τον ναρκισσισμό και την επιδειξιομανία των συμπολιτών μας» (σ. 378).
Με τον ίδιο ενθουσιασμό ο Γαβράς υποδέχεται τη νέα χιλιετία, εξακολουθώντας να είναι παραγωγικός: Αμήν (2002), βασισμένο σε θεατρικό έργο του Ρολφ Χόχουτ, με θέμα τη σιωπή του Πάπα Πίου του 12ου μπροστά στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και την αντίδραση ενός νεαρού ιησουίτη και ενός προτεστάντη Γερμανού αξιωματικού («Για μένα, το σημαντικότερο στο έργο του Χόχουτ, απέναντι στη σιωπή του Πάπα και σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της Χριστιανοσύνης, ήταν αυτοί που αντιστέκονταν και διαμαρτύρονταν διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή», σ. 395), Το τσεκούρι (2004), προφητικό κοινωνικό θρίλερ με ήρωα έναν μηχανικό, που για να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο της ανεργίας, δολοφονεί τους ανταγωνιστές του, το Δυτικά της Εδέμ / Παράδεισος στη Δύση (2008), μια ταινία δρόμου με ήρωα τον Ελιάς, έναν νεαρό λαθρομετανάστη που ξεκινάει από ένα απροσδιόριστο σημείο στην Ανατολή με στόχο το Παρίσι, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν τη Γη της Επαγγελίας και «όπου δεν τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες όπως ονειρευόταν» (σ. 444), το Κεφάλαιο (2012), με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή στη Γαλλία Γκαντ Ελμαλέχ, στον ρόλο ενός αδίστακτου νεαρού χρηματιστή, που αναλαμβάνει την προεδρία μιας κολοσσιαίας ευρωπαϊκής τράπεζας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτενής αναφορά του Γαβρά στα ανεκπλήρωτα κινηματογραφικά σχέδιά του ή σε προτάσεις που αρνήθηκε, όπως η κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου του Αντρέ Μαλρώ Η ανθρώπινη μοίρα, ο Νονός (που σκηνοθέτησε τελικά ο Φράνσις Φορντ Κόπολα), ο Κύριος Κλάιν με τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό (που γυρίστηκε τελικά από τον Τζόζεφ Λόουζυ, με πρωταγωνιστή τον Αλαίν Ντελόν), ο Κορμοράνος, που τράβηξε το ενδιαφέρον του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, μια ταινία με θέμα τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ στην Αθήνα του Εμφυλίου, με πιθανό πρωταγωνιστή τον Μελ Γκίμπσον, αλλά και μια ταινία για τη ζωή του Αλέξανδρου Παναγούλη, βασισμένη στο βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι.
Το βιβλίο είναι πρωτίστως ένας φόρος τιμής του Κώστα Γαβρά στον κινηματογράφο, με αναλυτικά κεφάλαια για τη συγγραφή του σεναρίου, την επιλογή των ηθοποιών, τις συνθήκες παραγωγής και την υποδοχή κάθε ταινίας του, αλλά όχι μόνο αυτό: μέσα από την αφήγησή του περνούν η Μικρασιατική Καταστροφή, η Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα και στη Γαλλία, η εξορία των Ελλήνων κομμουνιστών μετά τον Εμφύλιο, οι σταλινικές δίκες της Πράγας, ο πόλεμος της Αλγερίας, τα γεγονότα του Μάη του 1968, η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, οι Μαύροι Πάνθηρες στην Αμερική, ο ρόλος της CIA στην ελληνική χούντα, το πολιτικό δράμα της Χιλής, η περεστρόικα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Ντε Γκωλ, ο Πομπιντού, ο Αλλιέντε, ο Πινοτσέτ, ο Σολζενίτσιν, ο Μιττεράν, ο Γκορμπατσώφ, ο Τσαουσέσκου, ο Τραμπ και ένα σωρό άλλα πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν τα τελευταία εκατό χρόνια. Επιπλέον, υπάρχουν αναφορές στην οικογένειά του (στη σύζυγό του Μισέλ Ραι, στην οποία και αφιερώνει το βιβλίο, στον πατέρα του, στη μητέρα του, στα παιδιά του, Ρομαίν και Ζυλί, επίσης σκηνοθέτες, και στα εγγόνια του), στους φίλους μιας ζωής (όπως ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Χόρχε Σεμπρούν, ο Κρις Μαρκέρ), σε συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους με τους οποίους τελικά δεν συνεργάστηκε (όπως ο Μάρλον Μπράντο, η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ ή ο Γουώλτερ Ματάου), στις δύο θητείες του ως προέδρου της Σινεματέκ, στην πρόθεσή του να πραγματοποιήσει μια νέα κινηματογραφική ταινία βασισμένη στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη Adults in the Room, όπου ο πρώην Υπουργός Οικονομικών περιγράφει την εμπειρία του από τη διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους με τους δανειστές.
Χειμαρρώδης ο αυτοβιογραφικός λόγος του Γαβρά, χωρίς ανάσες, όχι πάντα με γραμμική αφήγηση, γεμάτος από γρήγορες εναλλαγές και μεταπτώσεις, πλούσιος σε πληροφορίες, αποτυπώνει όλη την ιδεολογική περιπέτεια ενός αληθινά σπουδαίου δημιουργού, που, με σημείο αναφοράς πάντα την Ελλάδα, γίνεται συνειδητός πολίτης της Ευρώπης και εκφράζει με τον πλέον εύγλωττο και άμεσο τρόπο, την αγωνία του για το μέλλον της τελευταίας: «Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, Μάρτης του 2016, το Εθνικό Μέτωπο κερδίζει μεγάλα ποσοστά στη Γαλλία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε πλήρες βάλτωμα, αν όχι στην κόψη του ξυραφιού, και είμαστε μάρτυρες μιας τρομερής ανόδου του ρατσισμού, του κοινοτισμού και των εθνικισμών. Οι αιτίες είναι τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές ως προς την Ένωση, που οι μεν βοηθούν τις δε. Η έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας, η δικομματική οπτική και η συμπεριφορά των πολιτικών, η απουσία κοινωνικού, πολιτιστικού και ηθικού σχεδίου, η έλλειψη κοινού οράματος, όλα μαζί εντείνουν την αίσθηση της ήττας. Σ’ αυτά ήρθε να προστεθεί η τζιχαντιστική τρομοκρατία, ενάντια στην οποία ήταν κραυγαλέα ανεπαρκής η κοινή προετοιμασία. Έρχεται να προστεθεί επίσης το κύμα της μετανάστευσης, που έφερε στο φως την πλήρη απουσία της οργανωμένης αντίδρασης της Ένωσης απέναντι σ’ αυτό το ανθρώπινο δράμα. Είναι ο καθένας για τον εαυτό του. Στους πολιτικούς, είναι μάλλον ο καθένας για την εκλογική του πελατεία, η οποία τον παρασύρει χωρίς τύψεις, χωρίς ανθρωπιστικά διλήμματα» (σ. 390-391). Νομίζω ότι είναι δύσκολο να βρεθεί διαυγέστερη και πιο θαρραλέα περιγραφή της κρίσης που βιώνει τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Info: Κώστας Γαβράς, Αυτοβιογραφία. Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας, μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2018.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
https://www.oanagnostis.gr/%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%ce%b3%ce%ac%ce%bb%ce%b7-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%80%ce%ad%cf%84%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b6%cf%89%ce%ae%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b1/?fbclid=IwAR0YyZyUis3a--8wQIP4i4omPCEbgAzYXIfncl7ifDIMWJPIgEllx5MqCbM
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου κυλάει σαν μυθιστόρημα –ή, προτιμότερα, σαν κινηματογραφική ταινία– όλη η συναρπαστική περιπέτεια του βίου και του έργου του Κώστα Γαβρά, ο οποίος γεννιέται το 1933 στα Λουτρά Ηραίας, ένα χωριό της Αρκαδίας, μεταναστεύει στο Παρίσι το 1955 και μέσα σε μερικά χρόνια κατορθώνει να γίνει σημείο αναφοράς στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, ο Γαβράς περιγράφει τα δύσκολα πρώτα χρόνια του στην Πόλη του Φωτός, όταν, παράλληλα με τις σπουδές του στην IDHEC
(Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών), τη διαμονή στο «Ελληνικό Σπίτι» και τη σκληρή δουλειά στο φόρτωμα καφασιών για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, ανακαλύπτει τις προβολές της «Σινεματέκ» με τις θρυλικές εισηγήσεις του Ανρί Λαγκλουά, τα μαθήματα του Ζιλ Ντελέζ, του Ζαν Μιτρύ και του Ζωρζ Σαντούλ στη Σορβόννη. Θυμίζοντας τον νεαρό Καζαντζάκη των αρχών του εικοστού αιώνα που παρακολουθεί με δέος τις διαλέξεις του Ανρί Μπερξόν και περνά ώρες μπροστά στα αριστουργήματα των παρισινών μουσείων, ο νεαρός Γαβράς της δεκαετίας του 1950 μυείται στα μυστήρια της γαλλικής γλώσσας («Το να διαβάζεις και να διαβάζεις κι άλλο, να μαθαίνεις μια γλώσσα, να μπαίνεις στους μαιάνδρους της, στα μυστικά της, στα εκκωφαντικά σοκάκια της, δημιουργούσε τόσο μια μεταφυσική ανησυχία όσο και μια διαρκώς ανανεούμενη ικανοποίηση», σ. 42), μελετά Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μένανδρο στη Βιβλιοθήκη της Σορβόννης, γοητεύεται από τον Νταίηβιντ Γ. Γκρίφιθ, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον Ζαν Ρενουάρ, μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες για τις κινηματογραφικές μηχανές, τους φακούς, τα είδη των πλάνων και τη διεύθυνση των ηθοποιών και λαμβάνει το δίπλωμά του το 1959, πραγματοποιώντας, ως διπλωματική εργασία, την ταινία Οι αποτυχημένοι.
Αμέσως μετά, ο 26χρονος Έλληνας διαβαίνει τη μεγάλη πύλη του κινηματογράφου, πρώτα ως μαθητευόμενος (για την ακρίβεια, ως βοηθός του βοηθού σκηνοθέτη Κλωντ Πινοτώ, με τον οποίο θα συνδεθεί με μακρά φιλία) στην ταινία του Υβ Αλλεγκρέ Η φιλόδοξη, και ύστερα ως βοηθός σκηνοθέτη στη λαϊκή κωμωδία Ο Ρομπενσόν και το τρίκυκλο, στο αστυνομικό φιλμ του Ζακ Ναούμ Ο Άγιος σέρνει τον χορό, στην ταινία του Ζαν Ζιονό Ο Κροίσος (με πρωταγωνιστή τον πανίσχυρο Φερναντέλ), στην ταινία του εμβληματικού Ρενέ Κλαιρ Όλο το χρυσάφι του κόσμου, με πρωταγωνιστή τον Μπουρβίλ, στο γκαγκστερικό δράμα του Ανρί Βερνέιγ Ένας πίθηκος τον χειμώνα με τον Ζαν Γκαμπέν και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό. Όλες αυτές οι ταινίες είναι «παραδοσιακές», «ακαδημαϊκές» παραγωγές υψηλού κόστους και εμπορικών προδιαγραφών, που κινούνται στον αντίποδα της «Νουβέλ Βαγκ», του Νέου Κύματος, που αρχίζει να επιβάλλεται με σκηνοθέτες περίπου συνομήλικους του Γαβρά, όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Φρανσουά Τρυφφώ, ο Κλωντ Σαμπρόλ, ο Αλαίν Ρεναί, ο Λουί Μαλ: «Αυτές οι ιεραρχικές σχέσεις, αυτή η οργάνωση των εργασιών και των οικονομικών της ταινίας, η καλύβα-γραφείο, τα γυρίσματα στο στούντιο, τα θέματα χωρίς υποκειμενισμό, μ’ άλλα λόγια ο ακαδημαϊσμός, ήταν όλα αυτά που το Νέο Κύμα έβριζε και απέρριπτε χωρίς αντίρρηση» (σ. 81). Ωστόσο, ο Γαβράς αναγνωρίζει ότι ο «ακαδημαϊσμός» των παλαιότερων παρήγαγε και σημαντικές ταινίες (σ. 81), ενώ από την ορμή της νέας γενιάς κρατά όχι τόσο το θεματικό της επίκεντρο, τον έρωτα, όσο «τον ρεαλισμό που πετύχαιναν να εισαγάγουν στη σκηνοθεσία και το σενάριό τους» (σ. 66).
Για μερικά χρόνια ακόμη ως βοηθός, ο Γαβράς θα κάνει μια σειρά από συναντήσεις που θα καθορίσουν την πορεία του: ο μεγάλος σκηνοθέτης Ρενέ Κλεμάν τον χρησιμοποιεί για το πολεμικό δράμα Η ημέρα και η ώρα (1962), όπου θα γνωρίσει τη Σιμόν Σινιορέ, η οποία θα τον εκπλήξει με την απλότητά της και θα εξελιχθεί σε επιστήθια φίλη του («Το ότι είπα με το μικρό της όνομα αυτή τη μεγάλη ηθοποιό, που είχε κερδίσει ένα Όσκαρ, ήταν το σοκ της ζωής μου. Αισθάνθηκα λίγο βλαχαδερό, αλλά ειλικρινές», σ. 91), ο σκηνοθέτης του «Νέου Κύματος» Ζακ Ντεμύ τον αγκαζάρει για το ερωτικό μελόδραμα Το λιμάνι των αγγέλων, με πρωταγωνίστρια τη Ζαν Μορώ, ο Μαρσέλ Οφύλς τον προσλαμβάνει ως βοηθό του στην αστυνομική κωμωδία Καυτό πεζοδρόμιο με τη Ζαν Μορώ και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, ο Ρενέ Κλεμάν τον θέλει ξανά για συνεργάτη του στην ταινία Τα αιλουροειδή, με τον Αλαίν Ντελόν και την Τζαίην Φόντα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει τη γυναίκα που θα πρωταγωνιστήσει στη ζωή του, ένα μανεκέν της Σανέλ που ακούει στο όνομα Μισέλ Ραι («Όσο για μένα, βλέποντάς την να πλησιάζει, έκανα την πρώτη στιγμιαία εκτίμηση, σαν, λόγω συνήθειας, να έκανα κάστινγκ. Γενική εικόνα: τέλεια κομψότητα, στο ντύσιμο καμία απ’ αυτές τις μοντερνιές που διαρκούν μόνο μια σεζόν, πρόσωπο ενός κλασικού οβάλ, ωραία μάτια», σ. 107).
Ακριβώς τη στιγμή που ο πολύς Ανρί-Ζωρζ Κλουζό τον ζητά για τη φιλόδοξη ταινία του Η κόλαση (που δεν ολοκληρώνεται ποτέ), ο Γαβράς θα αποτολμήσει να γυρίσει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, το αστυνομικό Διαμέρισμα δολοφόνων, με όλο το άγχος και την ανασφάλεια που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή («Αν έκανα ταινία και αποτύγχανε, σε τι κατάσταση θα βρισκόμουνα μετά; Είχα γνωρίσει σκηνοθέτες που η πρώτη τους ταινία δεν σημείωσε επιτυχία και εξαφανίστηκαν. Να επιστρέψω ως βοηθός, ούτε συζήτηση! Ποιος θα ήθελε έναν συνάδελφο για βοηθό; Και τι ξεφτίλα;»). Με την ενθάρρυνση της Σιμόν Σινιορέ και του Υβ Μοντάν, που δέχονται να παίξουν στην ταινία, ο Έλληνας σκηνοθέτης ξεκινά γυρίσματα, παρακολουθώντας καθημερινά το μοντάζ, το οποίο θεωρεί «ως την τελική γραφή μιας ταινίας» (σ. 131) και επινοώντας ένα θεαματικό φινάλε, με καταδιώξεις αυτοκινήτων. Στο σχετικό κεφάλαιο εντοπίζεται μια από τις πιο γλαφυρές και ειλικρινείς περιγραφές αναφορικά με τη δημιουργία μιας ταινίας (σ. 132). Το φιλμ θα αρέσει σε κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα ο Γαβράς να περάσει στη δεύτερη σκηνοθετική εργασία του, το Μακί, τα λιοντάρια της κολάσεως, ένα αντιστασιακό δράμα με αμερικανική χρηματοδότηση και συμμετοχή βετεράνων και νεότερων Γάλλων ηθοποιών (Σαρλ Βανέλ, Ζαν-Κλωντ Μπριαλύ, Μισέλ Πικολί, Ζακ Περέν, Κλωντ Μπρασέρ), που δεν θα σημειώσει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία, αλλά θα δώσει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να εντρυφήσει στις ηρωικές πράξεις των Γάλλων κομμουνιστών αντιστασιακών και να ανακαλέσει προσωπικές μνήμες από τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής στην Πελοπόννησο.
Η ταινία που θα βάλει θριαμβευτικά τον Κώστα Γαβρά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη είναι, βεβαίως, το θρυλικό Ζ. Ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Αθήνα (την οποία επισκέπτεται τον Απρίλιο 1967 για λίγες μέρες) στο Παρίσι και την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση («Ένας χαζός τίτλος», σ. 148) διαδέχεται η αναστάτωση («Αναδύομαι από έναν κόσμο που δεν υποψιάζεσαι, έναν πιο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, λόγω της ανισότητας στη Δικαιοσύνη του κρατικού του μηχανισμού και της προδοσίας κάθε ηθικής», σ. 149). Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης συμπίπτει με το ξέσπασμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και ο Γαβράς αποφασίζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο· παίρνει τα δικαιώματα από τον Βασίλη Βασιλικό, ο οποίος βρίσκεται στη Ρώμη («Βρίσκω τον Βασίλη, που τα χάνει με την πρότασή μου. Χωρίς δισταγμό, μου δίνει την άδεια. Μια φιλία, που παραμένει πάντα ζωντανή και βαθιά, γεννήθηκε εκεί», σ. 153), εξασφαλίζει τη συνεργασία του σεναριογράφου Χόρχε Σεμπρούν (ο οποίος επιμελείται κυρίως τους διαλόγους του σεναρίου, ενώ ο Γαβράς επιμένει στην ψυχολογία των χαρακτήρων, τις τεχνικές λεπτομέρειες και τη σκηνοθεσία) και του (τότε εκτοπισμένου στη Ζάτουνα) Μίκη Θεοδωράκη, συγκροτεί μια θαυμαστή διανομή (Υβ Μοντάν, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Ειρήνη Παπά, Σαρλ Ντενέρ, Ρενάτο Σαλβατόρε, Φρανσουά Περριέ και πολλοί άλλοι) και αρχίζει να αναζητεί απεγνωσμένα παραγωγό, για να καταλήξει στον γνωστό ηθοποιό Ζακ Περρέν, που κατορθώνει να γυρίσει την ταινία στην Αλγερία. Η συνέχεια είναι γνωστή: η ταινία σημειώνει παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, βραβεύεται στο Φεστιβάλ Καννών του 1969 και στα Όσκαρ του 1970 και χρησιμοποιείται, μαζί με το βιβλίο του Βασιλικού, ως αναφορά στις ομιλίες και στις εκδηλώσεις των ελληνικών αντιδικτατορικών κινημάτων.
Μετά το Ζ όλες σχεδόν οι επιλογές του Γαβρά έχουν έντονη πολιτική απόχρωση. Το 1970, με χρήματα της Παραμάουντ, γυρίζει την πολύκροτη Ομολογία, με βάση το ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αρτύρ Λόντον, ενός από τους επιζώντες των σταλινικών εκκαθαρίσεων που έλαβαν χώρα στην Πράγα το 1951· βλέπει την ταινία ως «καταδίκη ενός πολιτικού συστήματος, που ενώ διακήρυσσε τις ανθρωπιστικές αξίες του, είχε τελειοποιήσει τις μεθόδους βασανιστηρίων, ώστε να κάνει τους κατηγορούμενους να ομολογούν αυτό που ήταν προς το συμφέρον του Κόμματος» (σ. 182), χρησιμοποιεί το ζεύγος Μοντάν-Σινιορέ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και, όταν η ταινία προβάλλεται, ο δημιουργός της εισπράττει τη συγκίνηση του Λόντον και την αποδοκιμασία της ηγεσίας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ακολουθούν: η Κατάσταση πολιορκίας (1973) με σεναριογράφο τον Φράνκο Σολίνας και πρωταγωνιστή και πάλι τον Υβ Μοντάν, ταινία εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία της εκτέλεσης από τους Τουπαμάρος του Ντον Μιτριόνε, δήθεν διπλωμάτη αλλά στην πραγματικότητα εκπαιδευτή των αστυνομιών των κρατών της Λατινικής Αμερικής στις σύγχρονες τεχνικές ανάκρισης και βασανισμού της CIA («Ο Μιτριόνε, οι Τουπαμάρος, κάθε στρατόπεδο ήταν φορέας και αγγελιαφόρος ιδεολογικών πεποιθήσεων που τους καθόριζαν τη ζωή και τη δράση. Είχαμε αποφασίσει να διαχειριστούμε τις σκηνές των συγκρούσεών τους χωρίς αντικειμενικότητα, στην οποία δεν πιστεύω», σ. 138)· το Ειδικό Δικαστήριο (1975), με θέμα τον αγώνα δρόμου της κατοχικής κυβέρνησης του Βισύ να συγκροτήσει ένα ειδικό δικαστήριο για να εκτελέσει παραδειγματικά έξι Γάλλους, σε αντίποινα για την εκτέλεση ενός Γερμανού αξιωματικού από νεαρούς κομμουνιστές· η Λάμψη μιας γυναίκας (1979), με τον Μοντάν και τη Ρόμυ Σνάιντερ, μια ερωτική ιστορία βασισμένη σε βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ, με σενάριο που για πρώτη φορά γράφει ο Γαβράς μόνος του («Ήθελα να γράψω το σενάριο ολομόναχος για να ‘ζήσω’ τη ζωή κάθε χαρακτήρα, να τους ακολουθήσω στις απελπισίες, τις γεμάτες φαντάσματα μοναξιές, τον έρωτά τους που γεννιέται, χωρίς την επέμβαση, τη σκέψη και την παρουσία κανενός άλλου», σ. 272-273).
Τη δεκαετία 1980-1990 ο Γαβράς κατακτά το Χόλυγουντ. Πρώτη αμερικάνική ταινία του ο Αγνοούμενος (1982), ιστορία της εξαφάνισης ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στη Χιλή, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, με τον Τζακ Λέμον («Ο πατέρας στον Αγνοούμενο είναι ένας Νεοϋορκέζος αστός. Πιστεύει στον Θεό και την Αμερική, εμπιστεύεται τη χώρα του, τις αρχές της, ειδικά όταν αυτές είναι ρεπουμπλικανικές. Δεν αγαπά τον γιο του διότι είναι κάτι τελείως αντίθετο απ’ αυτόν…», σ. 293) και τη Σίσυ Σπέησεκ, έργο που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 1982, εξ ημισείας με τον Δρόμο του Γιλμάζ Γκιουνέυ. Ακολουθεί η Χάννα Κ. (1983), με την Τζιλ Κλαίημπουργκ στον ρόλο μιας Αμερικανής Εβραίας που εγκαταλείπει τον Γάλλο σύζυγό της και φεύγει για το Ισραήλ, αναζητώντας μια καινούρια ζωή («Η ταινία είχε επίσης ‘λυπήσει’ κάποιους Παλαιστίνιους που ήλπιζαν να δουν μια αποφασιστική καταδίκη του Ισραήλ και κάποιους Ισραηλινούς που δεν βρήκαν τον συνηθισμένο πανηγυρισμό της δημοκρατίας τους», σ. 322). Επιστρέφει στα γαλλικά στούντιο με το Οικογενειακό συμβούλιο (1986), αστικό δράμα με τον Τζώννυ Χαλλυνταίη και τη Φαννύ Αρντάν. Στις ΗΠΑ γυρίζει δύο ακόμη πολιτικά θρίλερ: το Στίγμα της προδοσίας (1988), με πρωταγωνίστρια την Ντέμπρα Γουίνγκερ στον ρόλο μιας πράκτορος του FBI που διεισδύει στους κύκλους των αμερικανικών φασιστικών οργανώσεων, ταινία με σενάριο του Τζό Εστερχάζ, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται πρόσβαση «σε γραπτά ντοκουμέντα, σε φωτογραφίες και φιλμ τραβηγμένα από πράκτορες που είχαν εισχωρήσει σε εξτρεμιστικό περιβάλλον, στην Κου-Κλουξ-Κλαν, στους εσχατολόγους σε ώρα ασκήσεων, συχνά μαζί με τα παιδιά τους, να πυροβολούν σε στόχους: Μαύρους, Εβραίους ή ακόμη και γερουσιαστές» (σ. 325)· και το Μουσικό κουτί (1989), όπου η Τζέσικα Λανγκ υποδύεται μια Αμερικανίδα δικηγόρο που αναλαμβάνει την υπεράσπιση του πατέρα της, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου που διέπραξε στην Ουγγαρία, ως μέλος του ναζιστικού κόμματος της χώρας (λίγο αργότερα ο Γαβράς θα μάθει από την αυτοβιογραφία του σεναριογράφου Τζο Εστερχάζ ότι για τον χαρακτήρα του πατέρα πηγή έμπνευσης ήταν ο δικός του πατέρας, που ήταν εγκληματίας πολέμου).
Η δεκαετία του ’90 ανοίγει για τον Γαβρά με μια γαλλική παραγωγή, τη Μικρή Αποκάλυψη (1992), «μια κάπως ειρωνική ταινία για την Ιστορία, την ψυχολογική κατάσταση μιας Αριστεράς σε πλήρη ηθική σύγχυση» (σ. 358), στηριγμένη σε βιβλίο του Πολωνού Ταντέους Κονβίτσκι. Το 1997 επιστρέφει στο Χόλλυγουντ για να καθοδηγήσει τον Ντάστιν Χόφμαν και τον Τζων Τραβόλτα στο Mad City, ένα αιχμηρό σχόλιο για την παντοδυναμία που χαρακτηρίζει τα μίντια, «αυτή την τέταρτη εξουσία που πάει να γίνει δεύτερη, αν όχι πρώτη, μέσα από τον πολλαπλασιασμό αλλά και τον ναρκισσισμό και την επιδειξιομανία των συμπολιτών μας» (σ. 378).
Με τον ίδιο ενθουσιασμό ο Γαβράς υποδέχεται τη νέα χιλιετία, εξακολουθώντας να είναι παραγωγικός: Αμήν (2002), βασισμένο σε θεατρικό έργο του Ρολφ Χόχουτ, με θέμα τη σιωπή του Πάπα Πίου του 12ου μπροστά στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και την αντίδραση ενός νεαρού ιησουίτη και ενός προτεστάντη Γερμανού αξιωματικού («Για μένα, το σημαντικότερο στο έργο του Χόχουτ, απέναντι στη σιωπή του Πάπα και σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της Χριστιανοσύνης, ήταν αυτοί που αντιστέκονταν και διαμαρτύρονταν διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή», σ. 395), Το τσεκούρι (2004), προφητικό κοινωνικό θρίλερ με ήρωα έναν μηχανικό, που για να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο της ανεργίας, δολοφονεί τους ανταγωνιστές του, το Δυτικά της Εδέμ / Παράδεισος στη Δύση (2008), μια ταινία δρόμου με ήρωα τον Ελιάς, έναν νεαρό λαθρομετανάστη που ξεκινάει από ένα απροσδιόριστο σημείο στην Ανατολή με στόχο το Παρίσι, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν τη Γη της Επαγγελίας και «όπου δεν τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες όπως ονειρευόταν» (σ. 444), το Κεφάλαιο (2012), με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή στη Γαλλία Γκαντ Ελμαλέχ, στον ρόλο ενός αδίστακτου νεαρού χρηματιστή, που αναλαμβάνει την προεδρία μιας κολοσσιαίας ευρωπαϊκής τράπεζας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτενής αναφορά του Γαβρά στα ανεκπλήρωτα κινηματογραφικά σχέδιά του ή σε προτάσεις που αρνήθηκε, όπως η κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου του Αντρέ Μαλρώ Η ανθρώπινη μοίρα, ο Νονός (που σκηνοθέτησε τελικά ο Φράνσις Φορντ Κόπολα), ο Κύριος Κλάιν με τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό (που γυρίστηκε τελικά από τον Τζόζεφ Λόουζυ, με πρωταγωνιστή τον Αλαίν Ντελόν), ο Κορμοράνος, που τράβηξε το ενδιαφέρον του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, μια ταινία με θέμα τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ στην Αθήνα του Εμφυλίου, με πιθανό πρωταγωνιστή τον Μελ Γκίμπσον, αλλά και μια ταινία για τη ζωή του Αλέξανδρου Παναγούλη, βασισμένη στο βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι.
Το βιβλίο είναι πρωτίστως ένας φόρος τιμής του Κώστα Γαβρά στον κινηματογράφο, με αναλυτικά κεφάλαια για τη συγγραφή του σεναρίου, την επιλογή των ηθοποιών, τις συνθήκες παραγωγής και την υποδοχή κάθε ταινίας του, αλλά όχι μόνο αυτό: μέσα από την αφήγησή του περνούν η Μικρασιατική Καταστροφή, η Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα και στη Γαλλία, η εξορία των Ελλήνων κομμουνιστών μετά τον Εμφύλιο, οι σταλινικές δίκες της Πράγας, ο πόλεμος της Αλγερίας, τα γεγονότα του Μάη του 1968, η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, οι Μαύροι Πάνθηρες στην Αμερική, ο ρόλος της CIA στην ελληνική χούντα, το πολιτικό δράμα της Χιλής, η περεστρόικα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Ντε Γκωλ, ο Πομπιντού, ο Αλλιέντε, ο Πινοτσέτ, ο Σολζενίτσιν, ο Μιττεράν, ο Γκορμπατσώφ, ο Τσαουσέσκου, ο Τραμπ και ένα σωρό άλλα πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν τα τελευταία εκατό χρόνια. Επιπλέον, υπάρχουν αναφορές στην οικογένειά του (στη σύζυγό του Μισέλ Ραι, στην οποία και αφιερώνει το βιβλίο, στον πατέρα του, στη μητέρα του, στα παιδιά του, Ρομαίν και Ζυλί, επίσης σκηνοθέτες, και στα εγγόνια του), στους φίλους μιας ζωής (όπως ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Χόρχε Σεμπρούν, ο Κρις Μαρκέρ), σε συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους με τους οποίους τελικά δεν συνεργάστηκε (όπως ο Μάρλον Μπράντο, η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ ή ο Γουώλτερ Ματάου), στις δύο θητείες του ως προέδρου της Σινεματέκ, στην πρόθεσή του να πραγματοποιήσει μια νέα κινηματογραφική ταινία βασισμένη στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη Adults in the Room, όπου ο πρώην Υπουργός Οικονομικών περιγράφει την εμπειρία του από τη διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους με τους δανειστές.
Χειμαρρώδης ο αυτοβιογραφικός λόγος του Γαβρά, χωρίς ανάσες, όχι πάντα με γραμμική αφήγηση, γεμάτος από γρήγορες εναλλαγές και μεταπτώσεις, πλούσιος σε πληροφορίες, αποτυπώνει όλη την ιδεολογική περιπέτεια ενός αληθινά σπουδαίου δημιουργού, που, με σημείο αναφοράς πάντα την Ελλάδα, γίνεται συνειδητός πολίτης της Ευρώπης και εκφράζει με τον πλέον εύγλωττο και άμεσο τρόπο, την αγωνία του για το μέλλον της τελευταίας: «Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, Μάρτης του 2016, το Εθνικό Μέτωπο κερδίζει μεγάλα ποσοστά στη Γαλλία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε πλήρες βάλτωμα, αν όχι στην κόψη του ξυραφιού, και είμαστε μάρτυρες μιας τρομερής ανόδου του ρατσισμού, του κοινοτισμού και των εθνικισμών. Οι αιτίες είναι τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές ως προς την Ένωση, που οι μεν βοηθούν τις δε. Η έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας, η δικομματική οπτική και η συμπεριφορά των πολιτικών, η απουσία κοινωνικού, πολιτιστικού και ηθικού σχεδίου, η έλλειψη κοινού οράματος, όλα μαζί εντείνουν την αίσθηση της ήττας. Σ’ αυτά ήρθε να προστεθεί η τζιχαντιστική τρομοκρατία, ενάντια στην οποία ήταν κραυγαλέα ανεπαρκής η κοινή προετοιμασία. Έρχεται να προστεθεί επίσης το κύμα της μετανάστευσης, που έφερε στο φως την πλήρη απουσία της οργανωμένης αντίδρασης της Ένωσης απέναντι σ’ αυτό το ανθρώπινο δράμα. Είναι ο καθένας για τον εαυτό του. Στους πολιτικούς, είναι μάλλον ο καθένας για την εκλογική του πελατεία, η οποία τον παρασύρει χωρίς τύψεις, χωρίς ανθρωπιστικά διλήμματα» (σ. 390-391). Νομίζω ότι είναι δύσκολο να βρεθεί διαυγέστερη και πιο θαρραλέα περιγραφή της κρίσης που βιώνει τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Info: Κώστας Γαβράς, Αυτοβιογραφία. Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας, μετάφραση Ωρίων Αρκομάνης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2018.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
https://www.oanagnostis.gr/%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%ce%b3%ce%ac%ce%bb%ce%b7-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%80%ce%ad%cf%84%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b6%cf%89%ce%ae%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b1/?fbclid=IwAR0YyZyUis3a--8wQIP4i4omPCEbgAzYXIfncl7ifDIMWJPIgEllx5MqCbM
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου