Το ογκώδες αυτό αφήγημα, ο τίτλος του οποίου
έχει ληφθεί από την ομώνυμη σύνθεση του Jimmy McHugh (1894-1969),
μεταφράστηκε προσφάτως στα ελληνικά, χάρις στην κοπιώδη μεταφραστική
εργασία της Ελένης Κατσιώλη.
Αν και η Ρούμπινα δηλώνει εξαρχής ότι «δεν θα
είναι στο προσκήνιο» (σ. 17) της αναφοράς, εντούτοις το αφήγημα αυτό
έχει σαφώς αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Όσον αφορά τον χώρο και τον χρόνο
του αφηγήματος, ο αναγνώστης θα μεταφερθεί στη «μεταπολεμική Τασκένδη»
(σ. 63, σ. 173, σ. 301), στην οποία έζησαν επί μακρόν και Έλληνες (σσ.
495-496), αλλά και πλήθος Εβραίων, Γεωργιανών, Ουκρανών, Γερμανών και,
αν ενδιαφέρουν οι αριθμοί, «σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του
πληθυσμού, στην Τασκένδη κατοικούσαν ενενήντα οκτώ έθνη και λαοί» (σ.
244).
Οι κεντρικοί ήρωες της αφήγησης είναι δύο, η
Κάτια, ένας ασταθής χαρακτήρας, που ανήκει στον χώρο του εγκλήματος (σσ.
149-150, σ. 159, σ. 209, σ. 425), και η κόρη της, η Βέρα, ένα πλάσμα
εσωστρεφές (σ. 489: «δεν υπάρχει τίποτε γι’ αυτήν εκτός από τη δουλειά,
είναι βυθισμένη στις σκέψεις της συνέχεια, δεν βλέπει κανένα γύρω της»),
που έχει αφιερωθεί στην τέχνη. Από τα χαρακτηριστικά χωρία του βιβλίου
που δείχνουν τη σχέση μητέρας και κόρης είναι, νομίζω, το εξής: «Η
μητέρα ήταν δεδομένη, σαν το κάτεργο που ο δούλος είναι δεμένος μέχρι το
τέλος της ζωής του. Σαν το καθεστώς δουλοπαροικίας, με το οποίο
γεννιέσαι και πεθαίνεις. Να απελευθερωθεί η Βέρα απ’ αυτήν, να αποδράσει
για κάπου, εκείνον τον καιρό ούτε καν το σκεφτόταν, όπως δεν έρχεται
στο μυαλό του σκλάβου να κάψει το σπίτι του αφεντικού» (σ. 230).
Αναλυτικότερα, η προβληματική σχέση μητέρας
και κόρης που διαγράφεται σε όλο το βιβλίο, έχει αρχίσει από την παιδική
και εφηβική ηλικία (σσ. 15-28, σ. 224, σ. 230, σ. 261, σ. 326, σ. 329)
της Βέρας, συνεχίζεται ακόμη και με τη σταδιακή αναγνώριση του ταλέντου
της (σσ. 472-473) και κορυφώνεται όταν η κόρη, καταξιωμένη πλέον
ζωγράφος, επισκέπτεται (σσ. 558-561) τη μητέρα στα πρόθυρα του θανάτου.
Στην τελευταία και εξομολογητικού χαρακτήρα συζήτηση που έχουν, η Κάτια,
αφού ισχυριστεί ότι «γύρω της υπήρχε μόνο κακό, βρομιά, απάτη και ήταν
ολομόναχη» –πράγμα που σε μία φιλοσοφική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το
κακό βρίσκεται στην κοινωνία, πηγάζει από αυτήν και επηρεάζει την
ελευθερία του ανθρώπου– διατυπώνει την απορία προς τη Βέρα: «Ακόμα και
τότε που ήσουνα μικρή, ήσουνα διαφορετική. Σε σένα δεν κόλλαγε το κακό.
Γιατί; Γιατί έγινες κάτι άλλο; Από πού είχες τόσες δυνάμεις;» για να
λάβει την απάντηση: «Μα είμαι ζωγράφος, μαμά» (σσ. 560-561). Πάντως, σε
μία συζήτηση με τον αγαπημένο της Λιόνα, είναι χαρακτηριστικό ότι η Βέρα
ομολογεί ότι «δεν είναι ικανή να αγαπήσει» (σ. 453), ένα γνώρισμα που
μερικές σελίδες παραπάνω έχει αποδοθεί και στην Κάτια (σ. 429).
Πρόκειται για εικόνες και πρόσωπα μιας πόλης, που διατηρούνται μόνο στη μνήμη. Αλλά η λειτουργία της μνήμης στον άνθρωπο είναι η επιβεβαίωση της ταυτότητάς του.
Ένα πρόσωπο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη
ζωή της Βέρας ήταν ο «θείος» Μίσα, χημικός, πρώην έγκλειστος σε
γκουλάγκ, νυν αλκοολικός και καλός σκακιστής: «Η Βέρα δεν γνώρισε ποτέ
πατέρα και ο θείος Μίσα δεν γνώρισε ποτέ πατρότητα» (σ. 358). Στο
πρόσωπο του Μίσα η Βέρα βρήκε την αγάπη και καλοσύνη που δεν είχε
γνωρίσει ποτέ από τη μητέρα της.
Ασφαλώς, το βιβλίο αυτό πλαισιώνεται από
ορισμένες, αν και όχι ιδιαίτερα εκτεταμένες, ιστορικές αναφορές, κυρίως
στο καθεστώς, στα γκουλάγκ και εν γένει στη σοβιετική ιδεολογία (σ. 91,
σ. 171, σ. 177, σ. 294, σ. 307, σ. 465, σ. 473), ακόμη και στον σεισμό
της Τασκένδης (σ. 294 κ.ε.).
Μέσα από τις σκηνές της ζωής των δύο γυναικών,
καθώς και από άλλα, δευτερεύοντα περιστατικά του αφηγήματος, η Ρούμπινα
προβάλλει και θέλει να διατηρηθεί η μνήμη της δικής της παιδικής
ηλικίας (σ. 300: «Τα πρόσωπα της παιδικής μου ηλικίας στριμώχνονται στα
παρασκήνια της μνήμης, απαιτώντας να βγουν στη σκηνή. Ακόμα δεν ξέρω
ποιο να παρουσιάσω πρώτο»), της δικής της Τασκένδης, παρά την επιφύλαξη
της αφηγήτριας-συγγραφέως ότι «είναι άσχημο όταν η ανθρώπινη μνήμη ζει
περισσότερο από την πόλη» (σ. 253). Σε κάθε περίπτωση, είναι
χαρακτηριστική η διαρκής και υπερβολική χρήση του ρήματος «θυμάμαι» (ή
και του «δεν θυμάμαι») σε όλη την αφήγηση.
Σε
μία γενικότερη αποτίμηση, θα έλεγα ότι παρά τα πολλά, βασικά και
δευτερεύοντα πρόσωπα, και τις συνεχείς παρεκβάσεις στην κύρια αφήγηση,
το βιβλίο της Ρούμπινα έχει ένα συναρπαστικό περιεχόμενο και μία
δραματική ένταση που θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού
κοινού. Πρόκειται για εικόνες και πρόσωπα μιας πόλης, που διατηρούνται
μόνο στη μνήμη. Αλλά η λειτουργία της μνήμης στον άνθρωπο είναι η
επιβεβαίωση της ταυτότητάς του.
Ντίνα Ρούμπινα
μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Λέμβος
584 σελ.
ISBN 978-618-83410-4-3
Τιμή €18,00
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11161-fwteinh-pleura-dromou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου