27.12.20

1996 μ.Χ. Ποταμώ γάρ ουκ έστιν εμβήναι δίς τώ αυτώ. Ηράκλειτος


«Ε ρε, κακό κι αυτό! Τα δύο τελευταία χρόνια χάθηκαν όλοι οι μεγάλοι. Να κι η Μελίνα, να κι ο Χατζηδάκις, πάει τώρα κι ο Ελύτης. Προχτές έφυγε και ο Μανωλάκης της «Αθανασούλας». Πάνω που μάζευε το παραγάδι του, έμεινε σέκος. Και πού να τον πάρει μυρωδιά κανείς, έτσι που ψάρευε μονάχος του; Ώσπου η «Αθανασούλα» με σβησμένη μηχανή έκανε θαρρείς μόνη της κουμάντο και βγήκε σιγά σιγά στο γιαλό. Σήμερα πάλι τι μαθαίνω; Πάει, ρε συ, εκείνο το καλόπαιδο ο Θόδωρας, τον ξέρεις, εκείνος ο ψηλός ο παιδαράς, που δούλευε στα μύδια του συνεταιρισμού. Ο «μεγάλος» που τον λέγαμε! Το φουκαριάρικο το παιδί πέρσι του κόψαν το ποδάρι μα την πάλευε την πουτάνα την αρρώστια. Και σήμερα μας ήρθαν τα μαντάτα πως παραδόθηκε». Ο Γκόγκος έκοψε για λίγο να μιλάει. Τα μάτια του κοκκίνισαν καθώς κατέβασε μονορούφι την μπύρα του. Και κείνη με δυσκολία κατρακυλούσε στον οισοφάγο. «Την πουτάνα την αρρώστια!» «Πάνε τώρα τρεις μήνες, μπορεί τέσσερις, που φέραμε μαζί και το Θόδωρα να ξεδώσει λιγάκι από τον καημό που έχασε το πόδι του. Το στρώσαμε δω στο μπαλκονάκι που βλέπεις, βγάλαμε μπουζούκια, κιθάρες και να τα τσίπουρα, να τα μύδια στη λαμαρίνα, έγινε το έλα να δεις. Ο Θόδωρας ακολουθούσε κι έμοιαζε χαρούμενος. Κάποια στιγμή ο Βαγγελάκης, ο μπουζουξής, έπιασε ένα σκοπό κι άρχισε να τραγουδάει, "Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει, να ‘χει μάτι που καρδιές να σφάζει, να ‘χει το καμάρι σου κι όλη αυτή τη χάρη σου..." Τσάκωσα με την άκρη του ματιού το Θόδωρα να κατεβάζει δυο απανωτά τσίπουρα και να πετιέται όρθιος. «Θέλω να χορέψω, ρε, γαμώ την καταδίκη μου!», φώναξε κλαίγοντας. Μετά σήκωσε τη μια πατερίτσα κι ενώ πάσχιζε να κρατήσει όρθιο εκείνο το τεράστιο σώμα, άρχισε να σπάει ό,τι έβρισκε μπροστά του και τα ‘κανε λίμπα. Από κείνο το μεσημέρι τα μούντζωσε όλα και τον πήρε η κάτω βόλτα. Απέναντί μας, μπροστά στο νησί της Αφροδίτης, η θάλασσα λαμπίριζε στο μεσημεριάτικο ήλιο. Οι κορμοράνοι πετούν σε πειθαρχημένους σχηματισμούς, ανυποψίαστοι κι αδιάφοροι για τα μικρά και μεγάλα βάσανα των ανθρώπων. Με τον αρχηγό τους μπροστά ένα ολόκληρο κοπάδι ακολουθεί από πίσω σαν αποκριάτικη σερπαντίνα που ξετυλίγεται, σαν ουρά χαρταετού που φτεροκοπάει στον αέρα, κάνει χιλιάδες τσαλίμια, στρίβει, υποκλίνεται, μαζεύει, ανοίγεται, παίζει με τον εαυτό της. Είναι ν’ απορεί κανείς πώς εκτελούν όλα μαζί αυτή την ουράνια επίδειξη σα να ‘ναι ένα. Εμείς καθισμένοι στο καφενεδάκι, που έπιανε σχεδόν όλη την έκταση της μικρής νησίδας, κάπου εκεί στις εκβολές του Αξιού, αφημένοι στη χαύνωση του μαγιάτικου ήλιου και την πλημμύρα των στοχασμών μας, ακούμε τις εξομολογήσεις του Γκόγκου και πετούμε μαζί με το κοπάδι των κορμοράνων. Ανάμεσα στους συλλογισμούς και τις διηγήσεις μια γριά μαυροφόρα φάνηκε να περνάει το γεφυράκι που έδενε το νησί με την απέναντι στεριά. «Είναι η Βιλίκα, η μάνα μου», είπε τονίζοντας το λάμδα της βαριάς ντόπιας προφοράς του. «Πεθαμένη κι αυτή μαζί με τους άλλους. Την κακομοίρα!...» Και ύστερα βλέποντάς μας να απορούμε, «Ξέρετε πώς βρέθηκε εδώ;» ρώτησε πρόθυμος να μας εξηγήσει. Αυτό το νησί, που καθόμαστε τώρα απάνω, ξεκόλλησε κάποτε από πολύ ψηλά, απ’ τις πηγές του Αξιού. Όπως κι όλα τα νησιά που βλέπετε εδώ γύρω στο δέλτα, από κει πάνω είναι κουβαλημένα. Έκανε μια διαδρομή πολλών χρόνων κατεβαίνοντας αργά αργά προς τη θάλασσα, σαν ποταμόπλοιο. Μια ταραγμένη διαδρομή. Στο πέρασμά του συνάντησε ρημάδια από τον πόλεμο, πολιτείες και χωριά. Και κάθε φορά που το ρεύμα του ποταμού το έφερνε κοντά στην όχθη, απελπισμένοι, κυνηγημένοι άνθρωποι πηδούσαν απάνω του, αφήνοντάς τα όλα πίσω τους. Να βγουν στη θάλασσα, να σωθούν. Αφού κόντευε να βουλιάξει απ’ το φορτίο. Μια απ’ αυτούς ήταν κι η μάνα μου... Η γριά Βιλίκα πλησίασε μουρμουρίζοντας κάτι σα λυγμό, σαν αναστέναγμα. Λέλε μάικω!.. - αχ, μανούλα μου! - είπε δυο τρεις φορές και μάλλον έκλαιγε. «Όρμησε και γαντζώθηκε πάνω στο νησί, κρατώντας στη διπλωμένη ποδιά της φούστας της ένα μωρό και έσερνε από το χέρι ένα άλλο μεγαλύτερο αγόρι, κίτρινο, χλωμό και μυξιάρικο. Οι Βούλγαροι είχανε κάψει το χωριό της, ο άντρας της πολεμούσε κάπου - δεν ήξερε πού - κι αυτή έφευγε κυνηγημένη να σώσει τα παιδιά της. Στη διαδρομή, τα ‘φερε ο Θεός, βρέθηκε με τον άντρα της και στήσανε άλλο σπιτικό δίπλα στο ποτάμι. Από λάσπη και ξύλα αλλά με πολλές ελπίδες ότι εκεί θα ζούσαν καλύτερα». Η γριά Βιλίκα άρχισε να σταυροκοπιέται. Γκόσποντ’ ντα τσούβαμ!... - Θεός φυλάξοι! «Αμ δε! Σε λίγο νέος ξεσηκωμός. Έστειλαν τον άντρα της εξορία γιατί ήτανε, λέει, επικίνδυνος σλαβόφωνος και το μεγάλο αδελφό μου τον στείλανε στην πρώτη γραμμή στην Αλβανία να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Άκου πράματα, ο ένας πατριώτης, ο άλλος προδότης, γίνεται; Τρελάθηκε η γριά. Δεν καταλάβαινε πώς συμβαίναν όλα αυτά. Μπιζέρισε να την κυνηγούν και να φεύγει, ήξερε όμως πως έπρεπε πάλι να ξεριζωθεί. Το γιό της δε μπορούσε να τον συναντήσει στην Πίνδο, σκοτώθηκε από τους πρώτους μαχόμενος υπέρ πατρίδος». Εδώ η γριά Βιλίκα άρχισε το θρήνο μ’ ένα μακρόσυρτο παραπονεμένο τραγούδι, ελεγεία βγαλμένη από τα βάθη της ψυχής της εδώ και αιώνες. Ντάλι γκουβίντετε ρούντου γιάγκνε, ντάλι γκουβίντετε;… Έψαχνε το γιό της. «Μην είδατε το σγουρόμαλλο αρνί, μην το ‘δατε;» «Ξανά ξεριζωμός. Δεύτερος. Γαντζώθηκε πάλι πάνω στο νησί η μάνα μου να βγει στη θάλασσα να ψάξει τουλάχιστον για τον πατέρα μου. Αυτή τη φορά στο νησί ήταν στοιβαγμένα καινούργια πρόσωπα. Πρόσφυγες μικρασιάτες, πόντιοι, θρακιώτες, το ίδιο πληγιασμένοι και φοβισμένοι με κείνη. Έψαχναν κι αυτοί για μια πατρίδα, γιατί απ’ τη δικιά τους τους είχανε διώξει. Αναζητούσαν κι αυτοί αγαπημένους, δικούς τους ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στο ανακάτωμα των λαών. Μιλούσαν άλλες γλώσσες, συνεννοούνταν όμως μεταξύ τους με τους θρήνους». Ντάλι γκουβίντετε ρούντου γιάγκνε, ντάλι γκουβίντετε;… «Την κακομοίρα τη γριά! Δεν την έφταναν τα βάσανά της, μια ζωή κυνηγημένο πουλί, ντρεπότανε τους Έλληνες επειδή μιλούσε σλάβικα και φοβότανε τους Σλάβους επειδή ήταν Ελληνίδα. Τέτοιο μπέρδεμα». Ο Γκόγκος μας κοίταξε μ’ ένα παράπονο στα μάτια και πήρε μια βαθειά ανάσα. «Εμείς, τουλάχιστο, ζήσαμε λίγο καλύτερα απ’ αυτήν», συμπλήρωσε, μα έμοιαζε να μην το πολυπιστεύει. Ύστερα τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό μας και κατέβασε άλλη μια μπύρα μονορούφι. Μια βάρκα μας πλησίασε κι ένα παλικάρι θεόρατο πήδηξε έξω. Ήταν ο Θόδωρας και το καταλάβαμε γιατί βαστούσε πατερίτσες. Το μάτι της γριάς Βιλίκας άστραψε, παράτησε το θρήνο κι έτρεξε κοντά του όλο χαρά. «Τον έχει αδυναμία τον Θόδωρα. Νομίζει πως είναι ο γιός που έχασε στην Αλβανία». Το παλικάρι, χωρίς να χάσει καιρό, άφησε τις πατερίτσες και κατέβασε από τη βάρκα κάμποσες κάσες με μπύρες ΦΙΞ. «Α, όλα κι όλα, αλλά τον ανεφοδιασμό μας σε καύσιμα τον φροντίζει ο Θόδωρας», είπε ο Γκόγκος κι έσκασε κάτι τρανταχτά γέλια, έτσι χωρίς λόγο. Φανερό πως το αλκοόλ που προηγήθηκε πλημμύρισε τις φλέβες, απογείωσε το κεφάλι και τις έννοιες και του είχε κιόλας φτιάξει το κέφι. Πουλί κανονικό στο δέλτα ο Γκόγκος, πες το μ’ όποιο όνομα θες. Ο Θόδωρας άφησε μια κάσα δίπλα στο Γκόγκο και του ‘κλεισε το μάτι με κείνο τον ξένοιαστο τρόπο που συνεννοούνται οι γλεντζέδες και οι φευγάτοι. Ύστερα κουβάλησε τις υπόλοιπες και τις έστησε μια ντάνα πίσω από την παράγκα. Ξοπίσω του μόνιμα η γριά Βιλίκα δεν τον άφηνε στιγμή. Ο Γκόγκος σηκώθηκε. Ήτανε πια φτιαγμένος. Πήγε κατά το γεφυράκι κι έλυσε το σχοινί. Τα νεροχελίδονα που είχαν τις φωλιές τους μέσα στους αλμυρόβατους πέταξαν τρομαγμένα και χάθηκαν στις καλαμιές πέρα, μετά το νησί της Αφροδίτης. Μονάχα τα γλαρόνια παρέμειναν να τον παρακολουθούν απαθή. «Θα μείνετε απάνω ή θα φύγετε;» γύρισε και μας ρώτησε. Το νησί άρχισε σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται από τη στεριά διαγράφοντας απαλούς κύκλους πάνω στα νερά του Θερμαϊκού. Φορτωμένο σκιές και μνήμες και φαντάσματα. Ο ναύαρχος Βότσης στο τιμόνι προσπαθούσε να το ρεγουλάρει μην κολλήσει στ’ αβαθή της Παλιομάνας, ο Τσιτσάνης καθισμένος στην ψάθινη καρέκλα του έπαιζε στο μπουζούκι το είσαι το καμάρι της καρδιάς μου, Θεσσαλονίκη όμορφη γλυκειά, ο Θόδωρας το χόρευε μερακλωμένα, χωρίς τις πατερίτσες, πατώντας γερά και με τα δυο του πόδια και η γριά Βιλίκα τον κοίταζε στα μάτια χαμογελώντας επιτέλους και βαρώντας του παλαμάκια. Σχεδόν όπως σε ταινία του Κουστουρίτσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: