10.12.20

Για το βιβλίο του Γιώργου Ανδρειωμένου «Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση» – γράφει ο Μάριος Π. Αθανασόπουλος


Γιώργος Ανδρειωμένος, Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση. Λόγοι και Αντίλογοι στην Επιθεώρηση Τέχνης, εκδ. Ι. Σίδερης, Αθήνα 2020, σελ. 366.

Εν μέσω πανδημίας και υποχρεωτικού εγκλεισμού κατ’ οίκον, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σιδέρη το έργο του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Γιώργου Ανδρειωμένου με τίτλο: Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση. Λόγοι και Αντίλογοι στην Επιθεώρηση Τέχνης.

Ο Γιώργος Ανδρειωμένος είναι διαπρεπής νεοελληνιστής, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και αντιπρύτανης διοικητικών θεμάτων του

ίδιου Ιδρύματος. Έχει διατελέσει ερευνητικός εταίρος του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (1991-1992) και επιστημονικός συνεργάτης της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (1993-1994), ενώ έχει διδάξει μαθήματα της ειδικότητάς του στο Πανεπιστήμιο Πατρών (1995-1997), στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (1997-2008), καθώς και σε άλλα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Έχει λάβει σειρά υποτροφιών, είναι μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών και επιτροπών αξιολόγησης και έχει εποπτεύσει οκτώ διδακτορικές διατριβές, ενώ έχει συντονίσει το επιστημονικό πρόγραμμα «Ηράκλειτος», στο πλαίσιο του οποίου εκπονήθηκαν οκτώ διδακτορικές διατριβές στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Υπήρξε αναπληρωτής πρύτανη για θέματα διοίκησης και προσωπικού και διευθυντής του Διακρατικού ΠΜΣ για την Ειδική Αγωγή (σύμπραξη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του ιταλικού Πανεπιστημίου του Τορίνο). Ακόμη, έχει διατελέσει διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού (ΙΝΕΒΥΠ) και του οικείου ΠΜΣ στον Μυστρά και προΐσταται του Εργαστηρίου Διαχρονικής Μελέτης της Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας «Νίκος Καρούζος» στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Πολλές ερευνητικές εργασίες του έχουν κυκλοφορήσει αυτοτελώς ή έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις του σε μεγάλο αριθμό επιστημονικών συνεδρίων και έχει δώσει πολυάριθμες διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το εν λόγω έργο, το οποίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα στους τρεις «πρωτοπόρους» της Επιθεώρησης Τέχνης, τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Τίτο Πατρίκιο και τον Μίμη Ραυτόπουλο, είναι ένα βιβλίο 366 σελίδων, με ένα εξαιρετικά καλαίσθητο και νοσταλγικό εξώφυλλο και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, μια ιδιαίτερα κατατοπιστική ανάλυση για την ιστορική συγκυρία της έκδοσής του, τη διαδρομή του εν λόγω περιοδικού, τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στις σελίδες του, καθώς και τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια συνολική κρίση του συγγραφέα για το όλο εγχείρημα, καθώς και με μια πολυσέλιδη βιβλιογραφία και ένα πολύ σημαντικό υπόμνημα που αφορά την επιγραμματική αναφορά στα βασικά στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στο έργο.

Το περιοδικό στο οποίο αναφέρεται ο Γ. Ανδρειωμένος, η Επιθεώρηση Τέχνης, υπήρξε –όπως επισημαίνει από τις πρώτες σελίδες του προλόγου του– «ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα για τα μεταπολεμικά ελληνικά πνευματικά δρώμενα του 20ού αιώνα», διότι μέσα από τις στήλες του «φιλοξενήθηκαν ετερόκλητες (και πολύ συχνά αντικρουόμενες) απόψεις για ποικίλα ζητήματα που άπτονταν πολλών διαφορετικών περιοχών της καλλιτεχνικής δημιουργίας». Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1954, μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα εχθρικό προς τις ιδέες που πρέσβευε το περιοδικό και οι συντάκτες του, και συνέχισε τη λειτουργία του, παρά τις διάφορες δυσκολίες που συνάντησε, κάθε μήνα, ως τον Φεβρουάριο του 1967 (εκδόθηκαν συνολικά 147 τεύχη). Ως εκδότης-διευθυντής του, εμφανιζόταν ο «αφακέλωτος» αρχιτέκτονας Νίκος Σιαπκίδης, αν και «ψυχές» του εγχειρήματος αυτού υπήρξαν οι τρεις νεαροί διανοούμενοι της αριστεράς στους οποίους είναι αφιερωμένο το βιβλίο, αλλά και μια σειρά άλλοι, όπως ο Τ. Βουρνάς, ο Τ. Λειβαδίτης, ο Φ. Ανωγειανάκης, ο Άγις Θέρος κ.ά.

Ο συγγραφέας ξεκινά αναλύοντας το κλίμα της εποχής έκδοσης της Επιθεώρησης Τέχνης τόσο σε διεθνές, όσο και σε εθνικό επίπεδο, επιθυμώντας προφανώς να καταδείξει το μέγεθος του εγχειρήματος. Όπως σημειώνει εύστοχα, οι διεθνείς εξελίξεις κατά τη μεταπολεμική περίοδο ενίσχυαν την πόλωση ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα» που είχαν δημιουργηθεί εκατέρωθεν, με αποτέλεσμα όποιες μετριοπαθείς φωνές ακούγονταν, να πνίγονται στον ορυμαγδό της πολιτικής (αλλά και στρατιωτικής ενίοτε) πίεσης. Παρόμοιο (και ίσως ακόμη πιο έντονο) ήταν το κλίμα στην Ελλάδα, όπου οι πληγές του πολέμου, της κατοχής και, κυρίως, του αιματηρότατου εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, έχαιναν ακόμη, ενώ ο χώρος της αριστεράς δεν είχε ακόμη συνέλθει από την ήττα που υπέστη στο στρατιωτικό πεδίο και προσπαθούσε να ανασυνταχθεί πολιτικά. Ωστόσο οι διώξεις, οι εξορίες και οι φυλακίσεις πολλών ανθρώπων, με μόνη την κατηγορία της ιδεολογικής τοποθέτησης ή και της απλής συμπόρευσης με τον χώρο της αριστεράς, αλλά και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που κυριαρχούσαν στον ευρύτερο χώρο που εξέφραζε η αριστερά, καθιστούσαν την έκδοση ενός περιοδικού που θα εξέφραζε τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, μάλλον απαγορευτική.

Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, η κυκλοφόρηση της Επιθεώρησης Τέχνης αποτέλεσε έναν σταθμό στον χώρο των γραμμάτων και της τέχνης. Ο Γ. Ανδρειωμένος περιγράφει αυτή τη διαδρομή μέσα από τις ζυμώσεις που οδήγησαν στην απόφαση για την έκδοσή της, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε το περιοδικό πριν καν εκδοθεί (την άρνηση για παράδειγμα παλαιότερων και καταξιωμένων δημιουργών να αναλάβουν τη διεύθυνση του περιοδικού, όπως ο Δημήτρης Φωτιάδης και ο Γιάννης Ρίτσος) αλλά και τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισε στα πρώτα βήματά του (οικονομικά, κομματικές παρεμβάσεις της ΕΔΑ για «πολιτικώς ορθά» δημοσιεύματα που να μην αποκλίνουν από την κομματική «γραμμή» κ.ά.). Από τη δεύτερη περίοδο έκδοσης του περιοδικού (τεύχος 73-74, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1961) ο συγγραφέας σημειώνει την καταξίωση πλέον του περιοδικού στη «δημοκρατία» των γραμμάτων με την αύξηση των πωλήσεών του, τον εμπλουτισμό του σε κείμενα και εικονογράφηση και την αίσθηση που προκαλούσε κάθε φορά η κυκλοφορία του. Παράλληλα αυτή την περίοδο ξεκινά και μια σειρά εκδόσεων της Επιθεώρησης Τέχνης, με βιβλία σημαντικών προσωπικοτήτων του χώρου, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, του Γιάννη Ρίτσου κ.ά. αλλά και οι κομματικές παρεμβάσεις γίνονται ολοένα και πιο συχνές, με αποτέλεσμα τη διακριτική αποχώρηση του Κ. Κουλουφάκου. Από τον Ιούλιο του 1965 ξεκινά η τρίτη και τελευταία φάση έκδοσης του περιοδικού, με την επάνοδο Κουλουφάκου και μια σειρά από τολμηρά για την εποχή ανοίγματα του περιοδικού όσον αφορά την κριτική στον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκε.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας παρουσιάζει με ενάργεια τις σημαντικότερες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις που προέκυψαν από τη λειτουργία του περιοδικού, κυρίως με ιδεολογικό πρόσημο, όπως ο γόνιμος διάλογος αναφορικά με τον Πωλ Ελυάρ ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο, τον Δημήτρη Δούκαρη και τον Κώστα Κουλουφάκο, τα ζητήματα της «παρακμής» και της «αντικειμενικότητας» που αφορούσαν κυρίως την ποίηση του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη, τα θέματα της σύγχρονης ποίησης, της αφηρημένης τέχνης, του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και μια σειρά από επιμέρους συζητήσεις και αντιθέσεις που προέκυψαν για διάφορα ζητήματα που απασχολούσαν τον τότε πνευματικό κόσμο.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει ο Γ. Ανδρειωμένος στο κομμάτι της ένταξης της Επιθεώρησης Τέχνης στον χώρο της αριστεράς και στο γενικότερο προοδευτικό κίνημα, και στο κατά πόσο αυτή η ένταξη επηρέασε την πορεία και την ανάπτυξη του διαλόγου στο εν λόγω περιοδικό. Σε αυτό το κεφάλαιο θεωρώ ότι βρίσκεται και το «κλειδί» για την κατανόηση του εγχειρήματος της Επιθεώρησης Τέχνης, κάτι που ο ίδιος ο τίτλος του έργου μαρτυρά («Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση»). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το περιοδικό ξεκίνησε δυναμικά, ως ένα έντυπο στρατευμένο στον χώρο της αριστεράς, νιώθοντας μάλιστα την ασφυκτική πολλές φορές παρέμβαση των κομματικών οργάνων της ΕΔΑ (αλλά και τις έξωθεν πιέσεις του «εθνικόφρονος» κρατικού μηχανισμού). Ωστόσο κατόρθωσε μέσα από την αμφισβήτηση των καθιερωμένων κομματικών γραμμών και τη δημοσίευση κειμένων που ασκούσαν αυστηρή κριτική, ακόμη και στην πνευματική μονομέρεια του κομμουνιστικού κόσμου, να διατηρήσει την πνευματική του αυτοτέλεια, κάτι που είναι εμφανές μέσα από τις κατά καιρούς δημοσιεύσεις και συνεργασίες του περιοδικού. Με τον τρόπο του έτσι το πόνημα του Γ. Ανδρειωμένου, συντελεί στον διαρκή διάλογο περί της στράτευσης ή μη της τέχνης, ένα ζήτημα που επανέρχεται στη δημοσιότητα κατά καιρούς, άλλοτε με ένταση και άλλοτε με πιο ήπιο τρόπο [1].

Η πλούσια βιβλιογραφία του, η παρουσία στο τέλος υπομνήματος που περιλαμβάνει βασικές πληροφορίες για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά και το ευρετήριο, αποτελούν τέλος σαφή δείγματα σεβασμού προς τον αναγνώστη του.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο αυτό του Γ. Ανδρειωμένου, που έρχεται να προστεθεί στην ήδη πλούσια εργογραφία του, αποτελεί πιστεύω κάτι ευρύτερο από μια παρουσίαση ενός εμβληματικού εντύπου της Αριστεράς στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Μέσα από μια ιδιότυπη σύζευξη λογοτεχνίας, πολιτικής και ιστορίας, ο συγγραφέας κατορθώνει να μας ταξιδέψει σε μια ταραγμένη, αλλά και ιδιαίτερα γοητευτική εποχή∙ μια εποχή που μέσα από γόνιμες αντιπαραθέσεις άνοιξε νέους δρόμους στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία. Επιπλέον θεωρώ πως το βιβλίο αυτό έρχεται να προσφέρει πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της πορείας της Αριστεράς στην Ελλάδα και να αμφισβητήσει απόψεις που σήμερα έχουν λάβει «τοτεμικό» χαρακτήρα στον ίδιο χώρο σχετικά με την ελληνικότητα ή τη διαχρονική ισχύ ορισμένων πολιτιστικών αξιών (βλ. αντιπαράθεση Δούκαρη – Ρίτσου).

Η ανάγνωση του βιβλίου, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία όπως αυτή που ζούμε το τελευταίο διάστημα, είμαι βέβαιος ότι θα βοηθήσει τον αναγνώστη ώστε η πανδημία του σώματος που αντιμετωπίζουμε, να μην εξελιχθεί και σε πανδημία του πνεύματος. Έτσι θα μπορέσει ο καθένας μας να ελαφρύνει το «δεινόν» του αναγκαστικού κατ’ οίκον εγκλεισμού και να αναφωνήσει, όπως η χελώνα στον γνωστό μύθο του Αισώπου «Οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος». Αλλά με την καλύτερη συντροφιά: ένα καλό βιβλίο.

Σημείωση

1. Είναι χαρακτηριστικές οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις δύο κορυφαίων διανοητών του 20ού αι., του Κ. Βάρναλη στα Φιλολογικά απομνημονεύματά του («Μπορεί, επιτρέπεται η υψηλή τέχνη… είναι δυνατό να “πολιτεύεται;”. Δεν είναι δυνατό να… μην “πολιτεύεται”… Γιατί όλες οι Τέχνες πολιτεύονται. Ολονώνε και το περιεχόμενο και η τεχνική είναι κοινωνιολογικά καθορισμένα στοιχεία. Όλες στηρίζονται απάνου στις κυρίαρχες αξίες του καιρού τους κι όλες γίνονται στηρίγματα αυτωνών των αξιών. Τέχνη ουδέτερη, ηθική ουδέτερη, επιστήμη ουδέτερη δεν υπάρχουνε») και Κ. Τσάτσου στους Αφορισμούς και διαλογισμούς του («δεν είναι πραγματική τέχνη η πολιτικολογούσα, η στρατευμένη τέχνη, αυτή που επιδιώκει να υποδαυλίσει τα εθνικιστικά ή τα σοσιαλιστικά ιδανικά, που αυτά καθεαυτά μπορεί να είναι πολιτικώς ορθά και άξια, μα που δεν μπορεί να γίνουν σκοπός ενός έργου τέχνης») πάνω στο θέμα.

* Ο Μάριος Αθανασόπουλος είναι μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=29516&fbclid=IwAR3QScXLbC_n9VTDMXeU14kS1OxhdN2LWu8PPpi7pW34uBLMalZ2xWm5ccA

Δεν υπάρχουν σχόλια: