21.12.20

Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανή, Η Αρλέτα στα Ταβάνια


-Μα δεσποινίς τo rouge anglais είναι πολύ σκούρο και το χειρότερο δεν ανακατεύεται εύκολα με άλλα χρώματα. Το ίδιο συμβαίνει και με το κίτρινο του καδμίου. Μου έχουν πει πως είναι πολύ δύσκολο να το χρησιμοποιήσεις… Άκουγα τον πατέρα μου να μιλά με απόλυτη σιγουριά για την συμπεριφορά των χρωμάτων και θαύμαζα. Ήξερα πως ήταν δαλτονικός – πάθηση μυστηριώδης που με έκανε να φαντασιώνομαι και να αμφιβάλλω σφόδρα για την ποιότητα της όρασής του. Από το ταμείο που ήμουν σκαρφαλωμένη, παρατηρούσα τη νόστιμη νεαρή κοπέλα στην οποία απευθυνόταν. Τον κοίταζε στα μάτια γεμάτη εμπιστοσύνη. Ο κύριος Μιλσανής δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Αν το έλεγε αυτός θα πει πως ήταν σωστό. Πως αλλιώς θα κατάφερνε να ολοκληρώσει τους πίνακές που ζωγράφιζε με τόσο μεράκι; ΄ Δεν ήταν βέβαια η μοναδική της ασχολία. Έστω κι αν της χρειάστηκε πολύς καιρός για να πάρει μια απόφαση, να διαλέξει. Σήμερα περισσότερο κι από ζωγράφος ήταν τραγουδίστρια. Όχι τόσο γνωστή ακόμη, αλλά υποσχόμενη. Είχε μάλιστα καλέσει επανειλημμένως τον πατέρα μου να πάει να την ακούσει στα Ταβάνια μια «μπουάτ» της μόδας στην Πλάκα. Ο Μήτσος σκέφτηκε πως θα μου άρεσε να την γνωρίσω, γι αυτό κι ένα σαββατόβραδο μου πρότεινε να πάμε στα Ταβάνια για να την ακούσουμε. Η Πλάκα ήταν τότε στο φόρτε της. Λιγότερο τουριστική από σήμερα, τραβούσε πολύ τη νεολαία. Τα Ταβάνια δεν ήταν καθόλου το στυλ μας. Του πατέρα μου τότε του άρεσαν οι ταβέρνες με πρόγραμμα όπως η Φλορίντα του Μελιτά, εκεί που μεγαλουργούσε η ακατανίκητη Ζωζώ. Το αστικό ξενυχτάδικο του θύμιζε τα προπολεμικά καμπαρέ για τα οποία έτρεφε τρομερή νοσταλγία. Όταν έκλεισε και το Chez Nous δεν είχε που να πάει. Η Φλορίντα ήταν μια λύση. Όσο για μένα, είχα κι εγώ τα προσωπικά μου γούστα. Όπως όλη η νεολαία σύχναζα στα χορευτικά κλαμπ της Αθήνας και των ακτών της Γλυφάδας. Μου άρεσε ο χορός, η κίνηση, δεν μπορούσα να καθηλωθώ σ’ ένα τραπέζι. Η Αρλέτα όμως εκείνο το βράδυ- ίσως και κάθε βράδυ- ήταν εξαιρετική και με καταγοήτευσε. Τα τραγούδια που διάλεξε να τραγουδήσει είχαν απλότητα και ελαφρότητα. Ήταν πραγματικά μοντέρνα. Αλλά κυρίως η φωνή. Μια φωνή τυπικά ελληνική, αλλά ιδιαίτερη, χαϊδευτική, απ’ αυτές που δουλεύονται στον ουρανίσκο και ρέουν με απίστευτη γλυκύτητα. Αγάπησα αμέσως αυτή τη φωνή και της έμεινα πιστή για δεκαετίες. Κι η Αρλέτα δεν πρόδωσε ποτέ την αναμονή μου. Ότι κι αν τραγούδησε- Χατζηδάκη, παλιά κλασσικά, καινούργια του νέου κύματος, δικά της η και άλλων, ήταν όλα τέλεια. Με μικρές εναλλαγές κράτησε το μοναδικό ύφος της γλιστρώντας ανάμεσα στις μόδες και παραμένοντας ακατανίκητη. Δεν είδα ποτέ τι ζωγράφισε με τα χρώματα που αγόραζε με τόση σύνεση απ’ το μαγαζί μας. Ακόμη κι αργότερα, όταν έγινα τεχνοκριτικός και με την παρισινή μου αίγλη έγραφα για τόσους καλλιτέχνες, δεν έτυχε να την συναντήσω… Η ζωγραφική, το κρυφό περιβόλι της, έμεινε μια υπόθεση ανάμεσα σε εκείνη και τον πατέρα μου. Ο Μήτσος για καιρό εξακολούθησε να της πουλάει υλικά και να την συμβουλεύει. Άραγε συνέχισε αυτό το καλλιτεχνικό πάρεργο κι όταν πια έγινε διάσημη; Είναι ανακουφιστικό να έχεις δίπλα σ’ αυτό που πάνω απ’ όλα αγαπάς και στο οποίο βασίζεις όλες τις ελπίδες σου, μια δεύτερη αγάπη που να σε παρηγορεί στις αναδουλειές, τις τυχόν αποτυχίες. Το παν είναι αυτό το κάτι το πιο λίγο, να παραμένει σε σουρντίνα, να μη σε εμποδίζει να διαλέξεις. Αλίμονο σ’ εκείνους που βρίσκονται αιωνίως ανάμεσα σε δύο… 
 * ©Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανή (κεφάλαιο από το ανέκδοτο αφήγημα «Πατησίων 41»)

Δεν υπάρχουν σχόλια: