Διώνη Δημητριάδου
Μιχάλης Μοδινός: “Παραγουάη” μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη
Η ποικιλία σε εκφραστικούς τρόπους, οι διαφορετικές επιλογές ανάπτυξης της θεματικής, η πολυμορφία στο τελικό αποτέλεσμα, ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την προτίμηση του αναγνωστικού κοινού στο διακριτό αυτό είδος της λογοτεχνικής γραφής. Η μεγάλη αφήγηση προσφέρεται για την ενσωμάτωση επιμέρους θεματικών κύκλων στον βασικό θεματικό της πυρήνα, επιλέγοντας ταυτόχρονα και τις αφηγηματικές φωνές που θα εξυπηρετήσουν την πολυπλοκότητα της γραφής, συχνά μάλιστα ξαφνιάζοντας με την τόλμη των προτάσεών της. Οι εναλλασσόμενες τεχνικές της αφήγησης, το μοίρασμα της αφηγηματικής φωνής σε περισσότερα του ενός πρόσωπα, οι εγκιβωτισμοί επιμέρους ιστοριών, όλα θεωρούνται δόκιμες μορφές της μυθοπλασίας, με τη συγγραφική δεινότητα του δημιουργού όλο και πιο πολύ να εκτείνει τα όρια της φαντασίας και της επινοητικότητας.
Η περίπτωση του Μιχάλη Μοδινού κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ενδιαφέρουσα περιπέτεια της σύγχρονης μυθοπλασίας. Ξεκινώντας από την ξεκάθαρη γραφή επιστημονικών μελετών και δοκιμιακών κειμένων, πέρασε στη λογοτεχνία καταθέτοντας εξ αρχής μυθιστορήματα άξια μνείας και προσοχής. Θέλοντας να συνδυάσει την επιστημονική του σκευή με την επινοητική φαντασία, έδωσε μυθιστορήματα που από μόνα τους είναι ικανά να συγκροτήσουν ένα ξεχωριστό είδος ως προς τον συγγραφικό στόχο. Γεωγραφία, Οικολογία, Ιστορία συμπλέκονται στις αφηγήσεις του Μοδινού με πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων προσφέροντας την πρόσβαση σε έναν ευρύ γνωστικό κόσμο παράλληλα με την αυτονόητη τέρψη της ανάγνωσης. Η σύγχρονη πραγματικότητα συχνά εισχωρεί με λειτουργικό τρόπο στην επινοημένη πλοκή και συμπορεύεται με τις παραπάνω παραμέτρους της αφήγησης, συνδυάζοντας τις διαφορετικές χρονικές περιόδους και μετατρέποντας έτσι το τοπίο σε πολυεπίπεδο καθιστώντας τη γραφή πολυπρισματική.
Η «Παραγουάη», το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μοδινού, έρχεται ως φυσική συνέχεια του «Μεγάλου Αμπάι» και της «Εκουατόρια», ως προς την αναδίφηση του ιστορικού παρελθόντος, την παράθεση πληροφοριών για τους γεωγραφικούς τόπους αλλά και την οικολογική ευαισθησία από την οποία διακατέχεται ο συγγραφέας. Ωστόσο εδώ, η σημερινή ελληνική πραγματικότητα διεκδικεί μια μεγάλη μερίδα του αφηγηματικού πεδίου, καθόσον αποτελεί από μόνη της τη μία από τις δυο συνιστώσες που το συγκροτούν ως ενιαίο βιβλίο. Ο ένας από τους δύο ήρωες της ιστορίας, ο γεωπόνος Γαβριήλ, είναι αυτός που θα ξεκινήσει από την τοξική ατμόσφαιρα της χώρας του (κατάσταση που δηλώνεται μεν αλλά ευτυχώς χωρίς ιδιαίτερη επιμονή, που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα άλλο ένα βιβλίο για την κρίση) και τη διαλυμένη του προσωπική ζωή για να κάνει μια νέα αρχή στη μακρινή Παραγουάη, στην οποία μόλις απέκτησε μια φάρμα. Ο εξωτικός προορισμός δεν του είναι εντελώς ανοίκειος, αν λάβουμε υπόψη τον μακρινό του πρόγονο Χόρχε Σούρλα Μπάστος, που τον 18ο αιώνα βρέθηκε από τα βοσκοτόπια της Πίνδου (τότε ως Γιωργής Σούρλας) στην ίδια χώρα: Ο Χόρχε Σούρλα Μπάστος, όπως τον καταγράφουν τα κατάστιχα των Ιησουιτών σε μια απόρρητη έκθεσή τους προς τον Πάπα της Ρώμης σχετικά με την κατάσταση στις ιεραποστολές της Παραγουάης (μπορείς, φίλε μου, με κάποιο ψάξιμο, να την βρεις στο διαδίκτυο), υπήρξε μακρινός πρόγονός μου και το ύστατο κίνητρο για την αναχώρηση. (σ. 28). Στα δύο αφηγηματικά επίπεδα του βιβλίου, όπως θα συγκρίνονται, θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα διαφοροποιούνται οι δύο ζωές και η διπλή αναζήτηση της ουτοπίας, θα παρεμβληθεί και ένα τρίτο επίπεδο, δοκιμιακό περισσότερο αυτό, στο οποίο, οργανικά και χωρίς να διασπούν δραστικά τη ροή της ιστορίας και την πλοκή, θα δοθούν πλείστα πραγματολογικά στοιχεία για τον τόπο, τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της Παραγουάης ως αποικιακού κέντρου, τις οικιστικές παραγωγικές μονάδες ρεντουσιόνες που καταξίωσαν τη συλλογικότητα και τη δικαιοσύνη στην κατανομή του πλούτου, έργο κυρίως των Ιησουιτών, μέσω του οποίου υποβοηθούσαν το έργο προσηλυτισμού.
Μιχάλης Μοδινός
Το βιβλίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ιστορικό όσο και ανθρωπογεωγραφικό –ελάχιστα ταξιδιωτικό, καθόσον απέχει πολύ του είδους, αν και ξεγελά με τις πολλές πληροφορίες– αλλά και στοχαστικό, καθώς εγείρει τον προβληματισμό γύρω από την τάση για ολοκληρωτική αναθεώρηση της ζωής, γύρω από το φαινόμενο της φυγής και κυρίως τις αιτίες της, τη σκληρή όσο και ενδιαφέρουσα πραγματικότητα των δεδομένων της και την εξέλιξή της. Η φυγή, προς μια ουτοπία ίσως, δένει με την προσέγγιση της ετερότητας του αρχικά ανοίκειου ξένου δημιουργώντας κάτω από αυτή την προσέγγιση άλλο ένα επίπεδο ανάγνωσης. Σ’ αυτό τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της γραφής του ο Μοδινός καταξιώνεται ως ένας από τους καλύτερους αφηγητές μυθιστοριογράφους καλλιεργώντας ένα νέο τύπο μεγάλης αφήγησης, με ανοιχτό τον ορίζοντα στην πολυπρισματικότητα. Μια μείξη των ειδών, με τη δεινότητα του συγγραφέα να συνταιριάζει πρόσωπα, εποχές και διαφορετικές οπτικές προσέγγισης του θέματός του.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη τεχνική της επαφής του αφηγητή με τον αναγνώστη του, καθώς σε σημεία της ιστορίας καταργεί τον μονόλογο του πρώτου προσώπου ή το τρίτο πρόσωπο του παντογνώστη αφηγητή, προκειμένου να απευθυνθεί στον αποδέκτη της γραφής σε δεύτερο πρόσωπο, προσκαλώντας τον έτσι μέσα στην αφηγημένη ιστορία και προκαλώντας τον να πάρει θέση σε όσα διαβάζει. Αφηγηματικοί τρόποι ποικίλοι, αφηγηματικές τεχνικές που συμπλέκονται, φωνές που διασταυρώνονται. Ένα μυθιστόρημα ή ίσως ένα μετα-μυθιστόρημα, κατά κάποιον τρόπο; Σε κάθε περίπτωση, ένα πολυδιάστατο ταξίδι στην Παραγουάη με τον ιδιαίτερο τρόπο του Μοδινού.
Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:
[…] ως τότε είχα ταξιδέψει ελάχιστα εκτός Ελλάδος. Πήρα ωστόσο το θάρρος να διαβώ το κατώφλι του ταξιδιωτικού γραφείου, καθώς με μαγνήτισε το βλέμμα ενός τζάγκουαρ –φωτογραφημένου στον Ρίο Παραγουάη, όπως έγραφε η λεζάντα– που τρυπούσε το νοητό πλαίσιο της αφίσας. Η διεισδυτικότητα της ματιάς του με είχε αφήσει άναυδο, σχεδόν ανατριχιασμένο: ό,τι ωραιότερο είχε δει σε ζώο, αύταρκες, νευρώδες, με τους καφετιούς ή μαύρους ρόμβους της χρυσαφιάς γούνας του να διαθλώνται στο μολυβένιο νερό μιας ακροποταμιάς (βούρλα, γαλαζωπά ανθάκια απρόσμενης αθωότητας, ασημένιες ανταύγειες), το βλέμμα του ζώου ερευνητικό αλλά χωρίς κανένα φόβο για τον τηλεφακό που το στόχευε, με επίγνωση της αισθητικής του πληρότητας, αυτεξούσιο, ίσως ελαφρά ενοχλημένο που το είχαν διακόψει από το κυνήγι του. (σ.16)
Το απόσπασμα που τον αναζήτησε τις επόμενες μέρες γύρισε απρόθυμα πίσω. Ενάμιση μήνα αργότερα, και αφού ο Χόρχε Σούρλα Μπάστος γρατσουνίστηκε από αγκάθια, τσιμπήθηκε από την επίφοβη μύγα της άμμου και δαγκώθηκε δυο φορές από νερόφιδο, αποφεύγοντας τα πολυσύχναστα μέρη όπου σίγουρα τον αναζητούσαν και έχοντας διασχίσει ζούγκλες και σαβάνες με τη συντροφιά ενός άλλου Γκουαρανί, βρισκόταν σε ένα χάνι στις παρυφές της Ρεντουσσιόν του Σαν Ιγνάσιο. Από εκεί έστειλε με ένα παιδί μήνυμα στον πατέρα Πεντράου Αϊμάρ. Σύντομα θα μετέτρεπε τη νέα και τελευταία του ζωή στο όποιο είδος παραδείσου είναι δυνατόν να εγκαθιδρυθεί σ’ αυτή τη γη. Μέχρι να τον σφραγίσει κι αυτόν η φορά των πραγμάτων – άλλοι την λένε ανθρώπινη μοίρα κι άλλοι ιστορία. (σ. 332-333)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου