«Δύο πράγματα οδηγούν σε παραφροσύνη, η αγάπη και η έλλειψή της»
Η ιταλίδα ποιήτρια Άλντα Μερίνι (1931-2009), με τα πράσινα και διαπεραστικά μάτια, «η πιτσιρίκα από το Μιλάνο», όπως την είχε αποκαλέσει ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ήταν μια εμπνευσμένη και γνήσια φωνή. Καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ψυχίατροι ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και το έργο της, ιδιαιτέρως με τη σύλληψη του ποιητικού λόγου της εξαιρετικής αυτής φυσιογνωμίας.
Ανάμεσα στο πλήθος των προσεγγίσεων της ιταλίδας ποιήτριας εντάσσεται και το βιβλίο Θεϊκή μανία, εκδ. Ρώμη, 2020, ανθολόγηση, μετάφραση και επιμέλεια από την ελληνίδα ποιήτρια Έλσα Κορνέτη.
Δύο αξιόλογες ποιήτριες που τραμπαλίζονται από τα ξέφτια μιας γιρλάντας.
Η Άλντα Μερίνι:
Το όνομα που γλιστράει γλυκόπικρα πάνω από τα κανάλια του Μιλάνου (I Navigli) που ταυτίζεται με τους κοινωνικά ευάλωτους συμπολίτες της. Είναι η γυναίκα που έζησε σε «μακριά εκδρομή στους πρόποδες του πολιτισμού», όπως έγραψε η λογοτέχνιδα Maria Corti.
Η Έλσα Κορνέτη:
Το όνομα που πετάει με τα πουλιά, πιάνεται από τα αγγελόπτερα, σωρεύει ενθουσιασμό γύρω από λέξεις, πράξεις, χαμόγελα, γέλια, ματιές, που φέρνει μαζί της την εκρηκτική ποιητική της ένταση και πάει ν’ ανταμώσει την ποιητική της ιταλίδας ποιήτριας. Ιχνογραφεί το πορτρέτο της Άλντας Μερίνι που ήταν απεγνωσμένα ερωτευμένη με τη ζωή και στην οποία η εναλλαγή της διαύγειας και της τρέλας, ο εγκλεισμός σε ένα άσυλο, υπάρχουν συνεχώς στην ποιητική της.
Η Άλντα Μερίνι σε συνέντευξη ομολογεί: «Δύο πράγματα οδηγούν σε παραφροσύνη η αγάπη και η έλλειψή της» και σε ποίημα ομολογεί:
Αγαπούσα τρυφερά τους πιο γλυκούς εραστές / χωρίς αυτοί να γνωρίζουν τίποτα. /
Και πάνω στον δολερό ιστό της αράχνης / έγινα λεία του ίδιου μου του υλικού./
Η ψυχή μου μέσα μου / ήταν μια παλιοβρόμα, μια του δρόμου / μια αγία, μια αιμοβόρα και μια υποκρίτρια // Πολλοί έδιναν στον τρόπο της ζωής μου ένα όνομα / μα εγώ υπήρξα μονάχα μια υστερική.
Η Άλντα γράφει στην καθομιλουμένη σε προφορική διάσταση, διότι ο χρόνος της προφορικής ιστορίας είναι ο χρόνος της μνήμης, είναι μια ζωντανή λογοτεχνική δημιουργία σε πρώτο πρόσωπο και η Έλσα με τη μετάφρασή της μπαίνει μέσα στο ιερατείο του προφορικού λόγου. Γράφει η Άλντα και μεταφράζει η Έλσα:
Φιλί που σηκώνεις το βάρος / της σύντομης ζωής μου / μέσα σου ο κόσμος του λόγου μου / γίνεται ήχος και λαχτάρα.
Κοσμολογικός, μυθολογικός εορτασμός η ποίηση της Άλντας, εμπειρία στοχασμού και κάθαρσης για την Έλσα. Με αυτόν τον τρόπο νομίζω αρχίζει η περιπέτεια της μετάφρασης των ποιημάτων της Ιταλίδας ποιήτριας που δεν είναι μια απλή μεταφραστική μεσολάβηση. Η πρόσληψη μπαίνει σε ηθικές πτυχές της διαμεσολάβησης για την εξέταση του όλου κειμένου μα και για τα επίπεδα μικροδομής. Γράφει η Άλντα:
«Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ν’ αγαπηθώ / για τη γυναίκα που είμαι / κι όχι για το γεγονός ότι γράφω.»
Σε αυτόν τον διάτοπο μπαίνει με γυμνά πόδια η Έλσα Κορνέτη. Φέρνει μαζί της από τη μια μασχάλη τον Δον Κιχώτη με τους γίγαντες ανεμόμυλους στον αέρα και από την άλλη τις ποιητικές της συλλογές. Εξέχει η συλλογή της Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά και πλησιάζει την Ιταλίδα ποιήτρια η οποία γράφει ποιήματα γραμμένα σε χαρτάκια, που μεταφέρονται από χέρι σε χέρι μέχρι τον σπουδαίο ιταλό κριτικό Τζιακίντο Σπανιολέττι, ο οποίος συμπεριλαμβάνει δύο ποιήματα της δεκαπεντάχρονης Άλντα Μερίνι στην Ανθολογία σύγχρονης ιταλικής ποίησης (1951): «Ο καμπούρης» (Il gobbo) και το «Φως» (Luce), με τα οποία η μεταφράστρια ανοίγει την Θεϊκή μανία. Η νεαρή ποιήτρια τράβηξε απάνω της τους φάρους της διασημότητας.
Το 1955 είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Άλντα: πεθαίνει ο πατέρας της και γεννιέται η πρώτη της κόρη, έχει ερωτικές ανησυχίες με έναν γιατρό, μια δυστυχισμένη αγάπη. Ακολουθούν άλλες απώλειες, γεννιέται η δεύτερη κόρη της και πέφτει σε επιλόχεια κατάθλιψη που αρχίζει με την έναρξη είκοσι ετών δημιουργικής σιωπής. Γίνεται μια τεντωμένη χορδή βιολιού, αισθάνεται ότι προδίδεται από τον λογοτεχνικό κόσμο που την είχε ανεβάσει στον ρόλο της πρωταγωνίστριας. Ήταν τότε που άρχιζε να δίνει τα εξωτερικά της σημάδια η φοβερή έκταση της αβύσσου της τρέλας. Η Άλντα Μερίνι είναι η τρελή της διπλανής πόρτας με σοβαρή διπολική διαταραχή.
Η Εναλλακτική Ψυχιατρική του Φράνκο Μπαζάλια, η ψυχιατρική σαν εργαλείο απελευθέρωσης και όχι καταπίεσης του ανθρώπου, βρίσκει την Άλντα Μερίνι έγκλειστη επί δέκα χρόνια σε ψυχιατρείο. Ξαναπαίρνει τη πένα στο χέρι μετά το 1979, εναντιώνεται στην αποπροσωποποίηση:
Όχι, όχι, μη γυρίσεις πίσω, / θα ήταν απάνθρωπος ο τρόμος, / θα μ’ έβγαζες από αυτά τα γλυκά όνειρα / ή ίσως θα έβρισκες πως αυτή η πανωλεθρία /είναι η σάρκα μου κι ο ζωντανός σταυρός μου, / μη γυρίσεις να με δεις, κείμαι εν ειρήνη / στις απόλυτες σφαίρες του έρωτα / και είμαι κιόλας γυμνή και μόνη /σαν ένα μαραμένο ρόδο στο νυχτερινό αεράκι.
Η Έλσα Κορνέτη ανατέμνει προσεχτικά την ανθρώπινη ψυχή κρατάει σθεναρά την μερινιάνα ποίηση. Συμμερίζονται οι δυό τους την πραγματικότητα, τα ποιήματα και των δύο είναι στημένα σε συνοριακή περιοχή.
Πολυγραφότατη η Μερίνι, σημειώνεται ότι πάρα πολλά ποιήματά της έμειναν σκορπισμένα σε τραπεζάκια καφενείων, σε σχολικές τσάντες παιδιών, στις τσέπες γνωστών, μέσα στις τσάντες της μαζί με τα τσιγάρα, τα μολύβια και τα τσακμάκια της. Χάριζε τα ποιήματά της σε φίλους και γνωστούς είτε και σε άγνωστους που βρίσκονταν τυχαία δίπλα της. Έγραφε σε ό,τι είδους χαρτί είχε στη διάθεσή της, ανέβαινε με το μολύβι στους τοίχους της κρεβατοκάμαράς της και τους έντυνε με ονόματα και αριθμούς τηλεφώνου, λέξεις ασύνδετες, ποιήματα. Εντούτοις, συνολικά δημοσιεύθηκαν πενήντα συλλογές:
Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα / όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός,/
όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους / και τελειώνει το λυντσάρισμα των ωρών./
Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά / όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια /
που με το πιο γλυκό τραγούδι / φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό. (…)
Στο πλαίσιο του μυθικού-αρχέτυπου, η παράδοση του ανθρώπου στα χέρια του κακού και της δικής του κατωτερότητας σηματοδοτεί επανειλημμένα, όπως σε ένα σκανδαλώδες και τραγικό μυστήριο, το ξετύλιγμα της ατομικής ύπαρξης μαζί με οποιαδήποτε γραμμική σειρά πραγμάτων. Η Άλντα το αισθάνεται δυνατά, τραντάζεται, η ποίησή της είναι μια εκπυρσοκρότηση του πυροβόλου όπλου που κατέχει βαθιά στα σωθικά. Ζητάει από τον έρωτα να συναρμολογήσει τα σπασμένα σωθικά της. Αυτά τα κομμάτια ενσωματώνονται στα ποιήματά της, δένουν και δίνουν έκφραση διαμέσου των ψυχολογικών και διανοητικών εξάρσεών της:
Το παρελθόν είναι καπνός μονάχα / εκείνων που δεν έζησα. / Αυτό που ήδη έζησα. / Αυτό που ήδη είδα / δεν έχει πια σημασία.
Κανένα χαμόγελο υπεροψίας, γράφει διότι χρειάζεται αγάπη, Προσπαθεί να προσελκύσει τους άλλους για να την αγαπήσουν γι αυτό που είναι, κυνηγάει την έκσταση του έρωτα, και γράφει ποιήματα διότι όπως έλεγε ο Ιταλός λογοτέχνης Τσέζαρε Παβέζε «Το να γράφεις ποιήματα είναι σαν να κάνεις έρωτα, ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν την ευχαρίστησή σου τη συμμερίζεται πραγματικά ο άλλος».
Η Άλντα ζει τη συμβίωση του ερωτικού και του μυστικιστικού. Όταν γράφει, όλα γύρω της πλέουν σε λυρική ηρεμία, μια πραγματικά θαυμάσια υποδειγματική στυλιστική συγκέντρωση. Μοιάζει να συμφωνεί με μιαν άλλη ποιήτρια, την Καναδή Άνν Κάρσον, η οποία γράφει στο «Θεϊκός παροξυσμός»: Ενίοτε ο Θεός σου στέλνει έναν παροξυσμό. / Σε αφήνει στο κρεβάτι να ουρλιάζεις. / Μην το πάρεις κατάκαρδα.
Καταφέρνει με τα ποιήματά της να βρει συναισθηματικό στόχο, χωρίς να διαπραγματεύεται το βάθος των νοημάτων, χωρίς άστοχους βερμπαλισμούς.
Η Άλντα συνεχίζει ασταμάτητα το γράψιμο και το κάπνισμα. Μεταξύ μιας ρουφηξιάς του τσιγάρου και της επόμενης, η Άλντα ζυγίζει τη ζωή βέβαιη ότι είναι havèl havalim «καπνός από αναθυμιάσεις», δεν έχει συνέπεια, ούτε βάρος, ούτε όγκο, ούτε νόημα. Όλα είναι εξωπραγματικά και μάταια, όπως η ομίχλη, ο ατμός ή το φάντασμα.
(…) είμαι ο ποιητής που τραγουδά και δεν βρίσκει λόγια, / είμαι το ξερό άχυρο που πάνω του χτυπάει ο ήχος, / είμαι το νανούρισμα που κάνει τα παιδιά να κλαίνε, / είμαι η ματαιοδοξία που συντρίβεται, / ο μεταλλικός μανδύας μιας μακράς προσευχής / πένθους περασμένου που το φως πια δεν βλέπει».
Η ποίηση της Άλντας προκύπτει από την υπαρξιακή καταστροφή, είναι η προσπάθεια έκφρασης του μυστηρίου, με τη ροή της καθομιλουμένης γλώσσας, του ακατανόητου της ζωής. Η Έλσα Κορνέτη γνωρίζει από χρόνια την ψυχική διάσταση του Δον Κιχώτη και μαζί του, της Άλντας Μερίνι όπως και άλλων Κανονικών ανθρώπων με λοφίο και παρδαλή ουρά!
Τα ποιήματα των δύο ποιητριών είναι στημένα σε συνοριακή περιοχή. Η καλπάζουσα φαντασία της Έλσας την κάνει να γράψει: O Δον Κιχώτης / το αποφάσισε / σήμερα θα γίνει ελαφρύς /θα βγάλει το σιδερένιο κοστούμι και τη χαλύβδινη γραβάτα/θα πετάξει το γραφείο στο κενό απ΄το παράθυρο του ορόφου / θα φορέσει μόνο καθαρό φίνο κρύσταλλο Βοημίας. (…)
Συνεχίζοντας με ένα απόσπασμα από το ποίημα της Άλντας, η παρθένα:
(…) Δεν έχει σχήμα το φόρεμα που φορά, / το φως διεισδύοντας μέσα του / διαχέει τα περιγράμματά του. Η όμορφη όψη της /κανείς δεν ξέρει πού αρχίζει, το χαμόγελό της /έχει τη δύναμη μιας απέραντης αγκαλιάς.
Και από το βιβλίο Η τρελή της διπλανής πόρτας μας υπενθυμίζει η Άλντα:
«Έχω την αίσθηση ότι διαρκώ πάρα πολύ, δεν μπορώ να σβήσω (…) Αλλά έπειτα λέω ότι ο σταυρός μου που ήταν το ψυχιατρείο χωρίς δικαιοσύνη, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μου αποκαλύψει τη μεγάλη δύναμη της ζωής».
Παράξενα άπιαστη ψυχή, στο χέλι της ύπαρξης, η ποιήτρια Άλντα Μερίνι με την απεριόριστη δύναμη της μεταφοράς και του έρωτα απεικονίζει τον βιταλιστικό κόσμο της, ενώ η Έλσα γράφει στη δική της ποίηση :
Κανονικέ άνθρωπε / πες μου / πώς μπορείς να ζεις / χωρίς λοφίο /χωρίς παρδαλή ουρά / χωρίς μια γαλάζια ανταύγεια / στα φτερά;
Τέλος πάντων τι είναι η ζωή, αν όχι η μεγαλύτερη έκσταση των τεχνών; Ας μείνουμε λοιπόν με τα λόγια της Άλντας: Αγκαλιαζόμαστε για να βρούμε το ολόκληρο!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Bill Traylor. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=29674&fbclid=IwAR3fkKyrZIORwfdZaJNtSR6YSm4fseRew6lMBvUr9LzrwRw0IJaXXU8ZqIk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου