✼ Τέταρτη στη λίστα των εξεταστέων κι είχε ‘ρθει η σειρά της. Ο δάσκαλος της άνοιξε ευγενικά την πόρτα του οδηγού, χειρονομία εξόχως ενθαρρυντική, της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι και πήγε στη θέση του συνοδηγού. Έβαλαν κι οι δυο τη ζώνη ασφαλείας και καλημέρισαν την τριάδα των εξεταστών που είχαν ήδη πάρει θέσεις στα πίσω καθίσματα με τα μπλοκάκια στα χέρια τους. Είδε τα πρόσωπα τους με ταχύτητα αστραπής στον μεσαίο καθρέφτη και της φάνηκαν σαν πολεμικοί ανταποκριτές ή μάλλον σαν στρατιώτες στην πρώτη γραμμή με τ’ όπλο απασφαλισμένο να προλάβουν την πρώτη εχθρική κίνηση. Ο ήχος από το κούμπωμα της ζώνης κάλυψε προς στιγμήν το χτυποκάρδι της που άρχιζε τον δικό του ανήφορο. Αυτό πάθαινε κάθε φορά που πήγαινε σε εξετάσεις. Ένα πολεμικό πεδίο απλώνονταν μπροστά στα πόδια της. Οι σφυγμοί ανέβαιναν με τρελό ρυθμό, οι παλάμες της ίδρωναν, τα φρύδια έσταζαν ακόμα κι αν το θερμόμετρο σταματούσε κάτω από το μηδέν, το πρόσωπό της χλώμιαζε σαν αγιογραφία ασκητή. Της το έλεγαν κι οι δάσκαλοι σ’ όλα τα χρόνια των σπουδών « Μην κάνεις έτσι παιδάκι μου, μια δοκιμασία είναι, θα περάσει». Φοβόταν όλοι τους μη τυχόν και καταρρεύσει εκεί μπροστά τους και διαλυθεί σαν τα φτερά αιχμάλωτης πεταλούδας, καθώς εκτός των άλλων, ήταν φτιαγμένη λεπτεπίλεπτη από κούνια. Οι γονείς της δικαιολογούνταν πως έτσι γεννήθηκε, αγχώδης και τελειομανής από το πρώτο κλάμα. Μια φορά, στο πανεπιστήμιο, σε προφορική εξέταση απαιτητικού μαθήματος, ο καθηγητής είχε τρομάξει με το θέαμα της. Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να φύγει από το γραφείο του, να τελειώσει το μαρτύριο της. Η δερμάτινη πολυθρόνα που κάθονταν, όση ώρα εκείνος υπέβαλε τις ερωτήσεις, είχε γίνει μια μικρή λίμνη απ’ όπου έσταζε στο δρύινο πάτωμα ο ιδρώτας της. Για μια στιγμή φαντάσθηκε πως ένας προϊστορικός κατακλυσμός θα σκέπαζε τα πάντα εκεί μέσα, έπιπλα, βιβλία, σημειώσεις, πίνακες και γραπτά. Εκείνη βέβαια απαντούσε σε όλα τα θέματα σωστά κι ας κόμπιαζε λίγο στην αρχή. Δεν σήκωνε όμως ποτέ τα μάτια της να δει το πρόσωπο του εξεταστή. ’Έσφιγγε μόνο με τα διάφανα δάχτυλα της ένα χαρτομάνδηλο, συμβουλή της μάνας της για να διοχετεύει στο χαρτί την ένταση που απειλούσε να σπάσει τις γαλάζιες φλέβες. Στις γραπτές εξετάσεις τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα αλλά και κει η αίσθηση πως κάποιος θα κρίνει τα γραπτά της, της δημιουργούσε ένα αίσθημα πνιγμού και φρόντιζε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα γινόταν, να βγει στον καθαρό αέρα. Ήταν βέβαια ευφυέστατη και μεθοδική γι΄ αυτό και πήρε στην ώρα του το πτυχίο Ιατρικής, μετά από έξι βασανιστικά χρόνια προσπάθειας να τιθασεύσει το παλιό της άγχος. Με το αγροτικό ιατρείο υποχρεωτικό έπρεπε πια να πάρει και το δίπλωμα οδήγησης, χωρίς αυτό ήταν αδύνατες οι μετακινήσεις. Νέες εξετάσεις, νέος βραχνάς. Τα μαθήματα τα έκανε με όρεξη, ο δάσκαλος καλός αν και είρων στις αδέξιες κινήσεις. Για παράδειγμα, όταν ξεχνούσε να βγάλει φλας σε στροφή ή προσπέρασμα, αυτός άνοιγε το παράθυρο και φώναζε στους άλλους οδηγούς « Ει, εμείς στρίβουμε τώρα, μ’ ακούσατε, στρίβουμε αν δεν πήρατε χαμπάρι». Αν πάλι τύχαινε να μην κοιτάξει ευκρινώς τον καθρέφτη, εκείνος έλεγε τραγουδώντας « Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη; Γιατί αυτή που έχω εδώ μέσα ούτε που νοιάζεται για ομορφιά». Έμελλε αυτός ο καθρέφτης να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης της. Ξεκίνησε άριστα, έβαλε τη ζώνη, κατέβασε το χειρόφρενο, άλλαζε σωστά ταχύτητες, άψογη η οπισθοπορεία, ευθυγραμμισμένο το παρκάρισμα. Όλα κυλούσαν ομαλά κι ας έσταζε ολόκληρη. Είχε μείνει τελευταίο το ξεκίνημα στην ανηφόρα. Κοίταξε για κλάσμα δευτερολέπτου τον αριστερό καθρέφτη χωρίς την απαιτούμενη κλίση κεφαλής. Ο χρόνος πάγωσε. Να κοιτάς χαμηλά τη συμβούλεψε ο πατέρας της την πρώτη μέρα, καθ’ οδόν προς το Δημοτικό. Να χαμηλώνεις το βλέμμα σου στο δάσκαλο. Να μην γυρίζει το μάτι σου δεξιά κι αριστερά, η πρώτη του εντολή όταν πήγε στο Γυμνάσιο. Από το φροντιστήριο και στο σπίτι, να μετράς τα βήματά σου. Να μην κοιτάς τους ξένους, ήταν το ξεπροβόδισμα όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Να κοιτάς τα βιβλία σου. Το κεφάλι σου κάτω και σταθερό, όχι πέρα δώθε. Να σκύβεις στην εκκλησία. Να μην υψώνεις το βλέμμα στους μεγαλύτερους. Να κοιτάς το χώμα, να μην σκοντάφτεις. Μην κοιτάς τον ήλιο, θα τυφλωθείς. Προς θεού, ούτε την πανσέληνο, όσοι το τόλμησαν σεληνιάστηκαν, τρελάθηκαν. Και προπάντων, όχι πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη, θα χάσεις το πρόσωπο και τη λαλιά σου. Τη συνέφερε η φωνή της μιας από τους τρεις εξεταστές. «Κρίμα δεσποινίς μου, κόβεστε κι αυτή τη φορά. Δεν στραφήκατε ευκρινώς στον καθρέφτη, δεν κοιτάξατε όσο έπρεπε. Λυπούμαστε, την άλλη φορά καλύτερα» Όταν βγήκαν από το αμάξι, ο δάσκαλος, κατακόκκινος από θυμό, είπε στον πατέρα της που ακολουθούσε «Τι να σου πω χριστιανέ μου και σένα, καθρέφτη δεν είχατε στο σπίτι σας; Κρίμα στα πτυχία της, το αυτοκίνητο θέλει μάτια πουτάνας κι η κόρη σου είναι καλόγρια».
*
Η ©Αθηνά Παπανικολάου γεννήθηκε το 1962 στην Κοζάνη. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση απ’ όπου αφυπηρέτησε τον Αύγουστο του 2020. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου