31.12.20

Παύλος Σιδηρόπουλος, «Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα», εκδ. Opportuna, 2019



123 ποιήματα ολοκληρωμένα και ημιτελή, τιτλοφορημένα ή άτιτλα, γραμμένα σε έμμετρο και ελεύθερο στίχο, 13 από τα οποία δημοσιεύονται μαζί με το αναγνώσιμο χειρόγραφό τους. Η συλλογή περιλαμβάνει ακόμη 2 αποσπάσματα διηγημάτων, 2 διαλογικές ποιητικές πρόζες και μια ημιτελή ποιητική σύνθεση.

 `

Η τέχνη κύριοι έχει τάξεις
είτε το θέλετε, είτε όχι.
Ένας ανθρακωρύχος της Αγγλίας ξέρει τον Σαίξπηρ
όσο ο Αρβανίτης ξέρει τον Σοφοκλή
που εσείς με το ζόρι θέλετε να του σφηνώσετε.


Ανάθεμά σας απίθανοι.
αφήστε το χρόνο να δουλέψει

αυτή την τέταρτη ανθρώπινη διάσταση που μόνιμα βιάζετε.

`

*

Πίσω από τα δυνατά φώτα
τα φτερά της ελπίδας χαϊδεύουν τα γυμνά στήθεια
της εγκατάλειψης
κι εκεί περιμένει τη σειρά του ο κολασμένος
φτύνοντας σάλια και ξερατά
στα πρόσωπα του θανάτου
χύνει μονάχα για ένα ακόμα ανάσασμα ζωής.
Στο μπαρ την ώρα που έκαιγες τη σάρκα σου
φώναζες: «Θε μου πονάω ακόμα»…και ξέσπασες
σ’ επιφωνήματα χαράς

`

*

Στην άκρη κάποιου ποταμού

την ώρα των λευκών φορεμάτων

συναντάς το παρελθόν

να χορεύει εκείνο το μακρινό χορό που κρατάει στη ζωή

αυτό το πέτρινο πρόσωπο

που πάνω του σκαλίστηκε η μάσκα των αναμνήσεων.

Μια γλυκιά δύναμη στο χρόνο είναι αυτή η ζωή

και την κρατάνε οι μουσικές μεσ’ απ’ τις χαράδρες

αλλοτινών εποχών

γέλια κοριτσιών που αγαπήθηκαν

κι αγάπησαν το νοτισμένο χώμα για έναν έρωτα.

`

*

 

Θα’ ρθεί. Την ώρα που μεσ’ απ’ τη σκοτεινή

πάχνη του δρόμου θα διακρίνεται

την ώρα που εσύ δε θα μπορείς

να διακρίνεις την εποχή.

Θα’ ρθεί. Για να ξαπλώσει δίπλα σου

Με κείνο το βλέμμα που κρατάει

μια στιγμή, βυθίζοντάς σε

στην αναζήτηση των τοπίων

που τόσο πόθησες στα όνειρα σου

θα’ρθεί. Κάτω από τη γέφυρα

μεταξύ σου και της απέναντι όχθης

Να σ’ εμποδίσει στο μάταιο σκαρφάλωμα

και να σου επιτρέψει ν’ αγγίξεις το νερό

ακριβώς την ώρα που θα ’κοβες

τις κορφές των αγκαθιών

αιμοστάζοντας

πάνω στο δρόμο της περιπλάνησής  σου

Θα’ ρθεί.

Περιδιαβάζοντας το ταξίδι σου

Σ’ έναν οδοιπόρο αγάπης

Για να φύγει.

 

`

Ο φράχτης ήτανε ανοιχτός
και το παιδί φευγάτο
Ο κήπος έμεινε αδειανός
κι ένας καινούργιος ποταμός
μας φέρνει το μαντάτο.

Μου ψιθυρίζουν τα νερά
πως το παιδί μιλάει
Σκότωσε τον πατέρα του
κι η εφηβική παντιέρα του
προς τ΄ανοιχτά τραβάει.

-«Ε, Ψηλορείτη, μάνα του
και Καύκασε, πατέρα
στείλτε φωτιά στο διάβα του
μην πέσει και χτυπήσει».

`

Ο εραστής μετράει τους ήχους που λιγοστεύουν
και σ’ αυτούς που απόμειναν
γυρεύει το φθόγγο της φωνής του
για να γευτεί το ξύπνημα των δρόμων
τα πρωινά που απλώνονται μπουγάδα τα όνειρα
να φορεθούν τ’ απόγευμα στεγνά και καθαρά
Ο εραστής αποκοιμήθηκε
Βρεμένος
από ιδρώτα ξενύχτι αδρεναλίνη και φιλιά
αποκοιμήθηκε.
Δάσκαλε των ιδεών
συνάντησες στο δρόμο σου
το αθάνατο πουλί της χώρας μου;
Πεθαίνω με μια διαύγεια τόσο ζωντανή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: