1.12.20

Ανεπούλωτα τραύματα


Γράφει η Κατερίνα Παππά
Πέτερ Χάντκε: “Ανέμελη δυστυχία”, Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
 Πώς μπορεί η δυστυχία να είναι ανέμελη; Ποια σχέση μπορεί να έχει η δυστυχία με την αμεριμνησία και την ανεμελιά; Αυτά τα ερωτήματα προκαλεί στον αναγνώστη ο τίτλος που παρά τη σχετικά έγκαιρη αντιμετώπισή τους από τον αφηγητή δεν παύουν να τον βασανίζουν ως ένα σημείο τουλάχιστον της αφήγησης. …Πολλή βροχή’ από τις αρχές του Σεπτεμβρίου κιόλας, συχνά επί μέρες ολόκληρες, υγρή ομίχλη μπροστά στα μικροσκοπικά παράθυρα, που ακόμα και σήμερα φτιάχνονται στο ίδιο σχεδόν μέγεθος’ σταγόνες νερού στα σκοινιά της μπουγάδας, βατράχια που πετιόντουσαν ξαφνικά μπροστά σου καθώς περπατούσες μέσα στο σκοτάδι, κουνούπια, έντομα, πεταλούδες της νύχτας ακόμα και τη μέρα, κάτω από κάθε κούτσουρο στην καλύβα σκουλήκια και ξυλόψειρες: αναγκαζόταν κανείς να δημιουργήσει εξαρτήσεις απ’ όλα αυτά, κάτι άλλο δεν υπήρχε. Σπάνια ανέμελος και κατά κάποιον τρόπο ευτυχισμένος, συνήθως ανέμελος και λίγο δυστυχισμένος. (σελ. 18 – 19). Σ’ αυτόν τον τόπο, όπου η φύση κυριαρχούσε με την ομορφιά της αλλά περισσότερο με τη μιζέρια της, στο Γκρίφεν, ένα χωριό της νότιας Αυστρίας, γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της η μητέρα του Πέτερ Χάντκε, η Μαρία, και εκεί αποφάσισε σε ηλικία πενήντα ενός ετών να πεθάνει. Από τη βιογραφία του συγγραφέα πληροφορούμαστε ότι: «Τη νύχτα της 19ης Νοεμβρίου του 1971 αυτοκτονεί η μητέρα του Μαρία Χάντκε που υπέφερε για μεγάλο διάστημα από κατάθλιψη. Ο Πέτερ την είχε επισκεφθεί για τελευταία φορά τον Ιούλιο με τη σύζυγο και την κόρη του. Εκδίδονται: Καλπασμός πάνω στη λίμνη Μπόντενζεε, Σύντομο γράμμα για τον μακρύ αποχαιρετισμό, Η αμέριμνη δυστυχία (όπου περιγράφεται η αυτοκτονία της μητέρας του).»[1] Η νουβέλα αρχίζει με τη δημοσίευση στην Κυριακάτικη εφημερίδα της αυτοκτονίας της μητέρας του αφηγητή και την απόφαση του ίδιου επτά εβδομάδες μετά από το συμβάν να γράψει «κάτι», όπως αναφέρει, γι’ αυτήν. Ο πατέρας της, μικροκαλλιεργητής ζει με την οικογένειά του σε συνθήκες άγριας φτώχειας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η Μαρία, το προτελευταίο από τα πέντε παιδιά, ένα ζωηρό κορίτσι δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το σχολείο και τη μάθηση, αλλά αναγκάζεται να το εγκαταλείψει γιατί απλούστατα οι συνθήκες της εποχής δεν επιτρέπουν στις κόρες των αγροτικών οικογενειών τίποτε περισσότερο από τη βασική εκπαίδευση. Μάταια παρακαλεί τον πατέρα της γονατιστή να την αφήσει να συνεχίσει το σχολείο. Η μοίρα της είναι προδιαγεγραμμένη. Δεν είναι δυνατό να ασχοληθεί παρά με τα οικοκυρικά και τα αγροτικά και οφείλει να μην έχει επιθυμίες ή τουλάχιστον να μην τις εκδηλώνει. Ο δυναμικός της χαρακτήρας την ωθεί στην πόλη, όπου προσπαθεί με την εργασία και τη διασκέδαση να διώξει τη μελαγχολία που ενίοτε αισθάνεται. Όταν στις 10 Απριλίου του 1938 εισβάλλει ο Χίτλερ στο Κλάγκενφουρτ η νεαρή Μαρία βρίσκεται ήδη εκεί και τον υποδέχεται με ενθουσιασμό όπως και πλήθος άλλων ανθρώπων. Σύμφωνα με τις διηγήσεις της για πρώτη φορά νιώθει μέλος μιας κοινότητας, η εργασία της αποκτά αξία και ο πόλεμος νοηματοδοτεί τις σχέσεις με τα αδέλφια της που βρίσκονται στο μέτωπο. Πολύ αργότερα η ίδια γυναίκα ψηφίζει τους σοσιαλιστές, γιατί πιστεύει ότι Οι σοσιαλιστές νοιάζονται περισσότερο για τους εργάτες – όμως η ίδια δεν ένιωθε σαν εργάτρια (σελ. 59). Ο αφηγητής αναφέρει περισσότερες από μία φορές ότι η μητέρα του δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική. Ο Γερμανός στρατιώτης, πατέρας του αφηγητή, τον οποίο ερωτεύεται με πάθος η κοπέλα την εγκαταλείπει, και λίγο αργότερα ένας υπαξιωματικός της Γερμανικής Βέρμαχτ την παντρεύεται αποκαθιστώντας την υπόληψή της. Οι ταλαιπωρίες της συνεχίζονται στη μεταπολεμική περίοδο καθώς προσπαθεί να αντιπαλέψει τη φτώχεια, το πάθος για το ποτό του συζύγου και τους διάφορους εξευτελισμούς από τον σύζυγο και τους αδελφούς της. Καταλήγοντας στο χωριό, όπου γεννήθηκε, οχυρώνεται πίσω από ένα πρόσωπο δυναμικό και άτρωτο, υιοθετώντας συμπεριφορές αστής σε ένα επαρχιακό περιβάλλον και βιώνοντας μια ουσιαστική μοναξιά την οποία δεν είναι διατεθειμένη να μοιραστεί με κανέναν. Στηριγμένη στη φιλομάθειά της και στις παροτρύνσεις του αφηγητή διαβάζει γνωστούς συγγραφείς ακόμη και Φώκνερ και μέσω της ανάγνωσης βλέπει τον εαυτό της από απόσταση, συλλογίζεται το παρελθόν της, προσπαθεί ίσως να ερμηνεύσει πράξεις και επιλογές, αδυνατεί όμως να σκεφτεί το μέλλον. Νιώθει πια ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή. Μοιάζει να συμφιλιώνεται με τον εαυτό της, να αποδέχεται την κατάστασή της και να συμπονά τον σύζυγο. Διάβαζε το κάθε βιβλίο σαν περιγραφή της δικής της ζωής κι έτσι ξανάνιωνε’ με το διάβασμα έβγαινε για πρώτη φορά από τον εαυτό της, μάθαινε να μιλά γι’ αυτήν’ και με κάθε βιβλίο τής ερχόταν όλο και κάτι καινούργιο για την ίδια. Έτσι έμαθα κι εγώ σιγά – σιγά μερικά πράγματα γι’ αυτήν. (σελ. 56) Και ενώ η ζωή γίνεται από πρακτική πλευρά τουλάχιστον ευκολότερη και η ίδια επιτρέπει μικρές ανέσεις στον εαυτό της φοβεροί πονοκέφαλοι αναστατώνουν την καθημερινότητά της. Η κατάστασή της γρήγορα γίνεται αφόρητη. Παρά τα φάρμακα των γιατρών παρά τις δικές της προσπάθειες δεν κατορθώνει να νικήσει την αρρώστια. Η παρουσία του συζύγου τής είναι ενοχλητική, και στην προσπάθειά της να αντιδράσει, εγκαταλείπει τη φροντίδα του σπιτιού, καταφεύγει σε μακρινούς περιπάτους στο δάσος, οργανώνει συναντήσεις με ανθρώπους με τους οποίους όμως δεν ανταλλάσσει λέξη και, όπως γράφει στον αφηγητή: Μόλις κάνω μια ευχάριστη σκέψη, πέφτει η καταπακτή και μένω πάλι μόνη με τις ιδέες που με παραλύουν. (σελ. 70). Η επιδείνωση είναι ραγδαία, γεγονός που την ωθεί να θέσει τέλος στον βίο της που έχει καταντήσει πλέον εφιαλτικός. Φυσικό να αναρωτηθεί ο αναγνώστης ποιες σκέψεις βασάνιζαν τη Μαρία, όταν δραπετεύοντας από το σπίτι της βυθιζόταν στο κοντινό δάσος απ’ όπου δυσκολευόταν να βρει τον δρόμο του γυρισμού. Ήταν οι ματαιώσεις μιας ολόκληρης ζωής από τις οποίες δεν μπορούσε να ξεφύγει; Ήταν οι πλάνες και τα λάθη που τη στιγμάτισαν; Αναγνώριζε τον καταστροφικό ρόλο του πατέρα της στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της; Υποπτευόταν ότι οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής, η ανέχεια, η υποκρισία, ο συντηρητισμός, η αποξένωση την εγκλώβισαν σ’ ένα βίο αβίωτο; Άπέδιδε, άραγε, στον εαυτό της μερίδιο ευθύνης για μια ζωή σπαταλημένη στις επιταγές μιας αυστηρής και στενόμυαλης κοινωνίας; Ή μήπως η μόνη έγνοια της ήταν να κατασιγάσει το βουητό στο κεφάλι που δεν την άφηνε να ηρεμήσει;  Ο Πέτερ Χάντκε ακολουθώντας άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη αφήγηση γράφει για μια προσωπική του υπόθεση. Προσπαθεί να ανασυστήσει τη ζωή της μητέρας του και την πορεία της προς την αυτοκτονία υιοθετώντας εντυπωσιακή απόσταση από το πρόσωπο και τα γεγονότα. Ο ίδιος ο αφηγητής αρνείται την αποστασιοποίηση, η αίσθηση όμως που δημιουργείται στον αναγνώστη είναι διαφορετική. Με μικροπερίοδο συνήθως λόγο εξιστορεί τον βίο της χωρίς κανένα συναισθηματισμό, με μέθοδο φυσιοδίφη. Με διεισδυτική ματιά και καίριο σχόλιο ρίχνει φως στην ιστορία της ταλαιπωρημένης γυναίκας: στους περιορισμούς από την πατρική της οικογένεια, στην καταπίεση του συζύγου, στην έλλειψη αγάπης, στην κοινωνική ψυχρότητα, σε όλους τους παράγοντες που την ωθούν στην απομάκρυνση από τον εαυτό της, από τη ζωντάνια των συναισθημάτων της και τελικά στην εσωτερική ερήμωση . Με ύφος κοφτό, με λέξεις που «καρφώνονται σαν πρόκες», παρουσιάζει τη συντριβή μιας ζωντανής ψυχής από τις μυλόπετρες ενός ασφυκτικού μικρόκοσμου. Κάποιες σελίδες του κειμένου, «μια αφήγηση» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ο αφηγητής δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε έναν ανθρώπινο τύπο, επιλογή που στοχεύει ίσως να καταδείξει μέσω της ιστορίας της μητέρας του τη μοίρα όλων των γυναικών της εργατικής τάξης που έζησαν από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μετά σ’ ένα χωριό ή μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αυστρίας. Αποκομμένες από τη γνώση, από την κοινωνική και πολιτική δράση, έρμαια του πατέρα στην αρχή και του συζύγου αργότερα, εξαντλημένες από τη χειρωνακτική δουλειά, υπήρξαν εύκολα θύματα μιας ιδεολογίας επικίνδυνης και απάνθρωπης, όπως ο ναζισμός. Πώς είδαν τον ναζισμό αυτές οι γυναίκες ή κάποιες απ’ αυτές τουλάχιστον; Πρόβαλαν μήπως στις διακηρύξεις του την απελευθέρωση που τόσο είχαν ανάγκη; Συνειδητοποίησαν, άραγε, κάποια στιγμή τη θηριωδία του; Πώς τοποθετήθηκαν όταν αποκαλύφθηκαν τα εγκλήματά του; Πιθανόν κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα να μη βρέθηκε στο στόχαστρο του συγγραφέα και το μέλημά του να ήταν η διαχείριση του πένθους του για την απώλεια της μητέρας. Τα σημαντικά κείμενα όμως ακολουθούν τη δική τους πορεία και επιτρέπουν στους αναγνώστες να κάνουν τις δικές τους διαδρομές. Ο Σπύρος Μοσκόβου αποδίδει με τη μετάφρασή του το στεγνό ύφος του Αυστριακού συγγραφέα. Το έργο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1983 σε μετάφραση Νίκης Αντενάιερ με τον τίτλο «Αμέριμνη δυστυχία». 
 Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1942 στο Γκρίφεν, μια μικρή ιστορική πόλη στο ομόσπονδο κρατίδιο Κέρντεν της Αυστρίας, στα σύνορα με τη Σλοβενία. Το 1963 άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, τις Σφήκες και έκτοτε ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Στο δοκίμιό του Η λογοτεχνία είναι ρομαντική παρουσίασε έναν νέο ορισμό της πολιτικοποιημένης γραφής, που εγκατέλειπε τις προτεραιότητες του παραδοσιακού στρατευμένου θεάτρου για χάρη μιας λογοτεχνίας της άμεσης παρέμβασης, η οποία θα χρησιμοποιούσε τους δρόμους, τα εργοστάσια και τα γραφεία ως σκηνές για παραστάσεις. Τα έργα του Π. Χ. έχουν διδακτικό χαρακτήρα, αλλά δεν περιέχουν ένα σαφές μήνυμα. Στόχος του δεν είναι «να κάνει το κοινό να εξεγερθεί, αλλά να το αφυπνίσει».
 [i] Γνωστά θεατρικά του έργα στην Ελλάδα: Βρίζοντας το κοινό, Κάσπαρ. Έχει λάβει διάφορα βραβεία και το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. 
 * Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος επί τριάντα δύο χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία. ________________ 
 [1] PETER HANDKE , Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ ΠΡΙΝ ΑΠO ΤΟ ΠΕΝΑΛΤΙ, Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης, GUTENBERG, Αθήνα, 2017, σ. 172. 
 [i] Martin Travers, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005, σ. 378

Δεν υπάρχουν σχόλια: