15.12.20

«Κάποιοι άλλοι». Ένα βιβλίο για μας και για εκείνους που ελπίζαμε κάποτε να γίνουμε

Γράφει η Κωνσταντία Σωτηρίου // *

 

Ιάκωβος Ανυφαντάκης «Κάποιοι άλλοι», εκδ. Πατάκη 2019

 «Ναι, μεγάλωσες λίγο σήμερα», αναφέρει στην προμετωπίδα του βιβλίου του ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης, παραθέτοντας μια φράση από μια  ταινία του Κριστόφ Κισλόφκι, και προϊδεάζοντας ή μάλλον συνοψίζοντας την υπόθεση και το νόημα όλου του βιβλίου: Μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε πάντα, κερδίζουμε κάτι, έστω κι αν αυτό γίνεται με τον πιο σκληρό τρόπο, έστω κι αν μαθαίνουμε μέσω της αποτυχίας μας, έστω κι αν στην πορεία χάσουμε κομμάτια από τον εαυτό μας και από όλους τους άλλους. Το βιβλίο άλλωστε μιλά ακριβώς για τις αποτυχίες, για το πόσο εύκολα μπορεί να συντριβεί ο κόσμος σου, για το πως μπορεί να ξυπνήσεις μια μέρα και να είσαι κι εσύ «κάποιος άλλος», ένας looser ή να φτάσεις να ζεις τη ζωή σου όπως «κάποιοι άλλοι» και μέσω «κάποιων άλλων». Κυρίως αναφέρεται στις ματαιωμένες

προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς, της περιβόητης γενιάς της κρίσης και την διάψευση των προσδοκιών και των ονείρων της.  Όπως και στο γεγονός ότι ο ίδιος ο ήρωας ζει μια διάψευση της προσωπικής του ταυτότητας ως άντρας, αφού ο τρόπος που «ανδρώθηκε» δεν μπορεί να τον βοηθήσει να τα βγάλει πέρα στις νέες συνθήκες που αντιμετωπίζει και αναζητεί άλλους ανθρώπους και πορείες να για να χαράξει τον νέο του εαυτό.

Ο Βαγγέλης λοιπόν, πρώην επιτυχημένος δημοσιογράφος στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, πρώην κάτοικος Αθήνας, πρώην κοινωνικό όν με φίλους, σύζυγο, μια πρώην ωραία στρωμένη ζωή που θα ζήλευαν πολλοί, ένας άνθρωπος με πολλά πρώην που προσδιορίζουν την χαρούμενη, «κανονική», παλιά του ζωή, ζει πλέον στο Γκντασνκ της Πολωνίας, άνεργος, γλωσσικά και κοινωνικά παροπλισμένος, να εξαρτάται από τη γυναίκα του η οποία αντίθετα από τον ίδιο δείχνει να έχει τα φόντα να ανταπεξέλθει στα δεδομένα της νέας ζωής. Η Μάρω, η σύζυγος του, έκανε πιο συμβατικές σπουδές, έγινε γιατρός, σπούδασε στην Πολωνία, μιλά Πολωνικά, μπορεί να επιβιώσει σε αυτό το καινούργιο κόσμο που ζουν ενώ ο Βαγγέλης, αδυνατεί να προσαρμοστεί στη νέα ζωή που ανοίγεται μπροστά του. Το γεγονός αυτό τον κάνει να αμφισβητεί τον εαυτό του, τις επιλογές που έχει κάνει, την προηγούμενη του ταυτότητα. «Νομίζαμε», λέει στο βιβλίο, «ότι θα ήμασταν ήρωες του Γούντυ Άλεν ή της Σούζαν Μπίερ, ποτέ του Κεν Λόουτς»[i] . Ωστόσο, η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδας, καθόλου τυχαία που το βιβλίο τοποθετείται στο κρίσιμο 2008, οδηγεί τον Βαγγέλη να είναι ήρωας όχι σε μια ανάλαφρη κωμωδία, αλλά σε ένα έργο σκληρού ρεαλισμού και αφάνειας, με αναφορές σε βασικές   ανάγκες που αφορούν στον βιοπορισμό του, στην κοινωνική του ένταξη και τάξη, την συνέχεια της ζωής του. Ο Βαγγέλης είναι ένα δείγμα του σύγχρονου 35αρη που  ξεκίνησε τη ζωή του κάνοντας το όλα σωστά, αλλά στην πορεία, χωρίς να ξέρει γιατί, όλα πήγαν λάθος κι έχει χάσει όλες τις σταθερές της ζωής του. «Η απορία είναι αν πήραμε τελικά λάθος τη ζωή μας, ή αν άλλαξαν τόσο πολύ τα πράγματα που όποια απόφαση κι αν είχαμε πάρει, δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να μας σώσει», αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξη του στην ATHENS VOICE[ii].  Ο Βαγγέλης σκοντάφτει συνεχώς στην απουσία επιλογών, στις ευκαιρίες που δεν υπάρχουν , στις ελπίδες που διαψεύδονται. Και αυτό χωρίς να μπορεί να κάνει οτιδήποτε για να βγει από το αδιέξοδο αφού στην ουσία προσπαθεί να ανακαλύψει το περιβόητο λάθος που τον έφερε σε αυτή την κατάσταση. Και εννοείται πως όλα αυτά δεν αποτελούν μόνο δικό του λάθος, αλλά είναι κομμάτι της εποχής που οδήγησε στην κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση που έκανε τον κόσμο να ανοίξει κάτω από τα πόδια του Βαγγέλη και του κάθε Βαγγέλη.

Ο τρόπος του για να βγει από αυτό το αδιέξοδο είναι να αφοσιωθεί στην αποκάλυψη ενός μυστηρίου όταν ένας νεαρός Αφρικανός άντρας βρίσκεται νεκρός στην ταράτσα του σπιτιού του. Ο άντρας αποτελεί κομμάτι μιας ευρύτερης αλυσίδας γεγονότων, οδηγεί τον Βαγγέλη σε έναν Αμερικανό μεσήλικα φωτογράφο του οποίου σκαλίζει με μανία τη ζωή του, σε ένα Κροάτη πρώην ποδοσφαιριστή και νυν μεγαλομαφιόζο στα ποδοσφαιρικά τραπέζια της Ευρώπης και σε έναν Έλληνα καταχραστή των οικονομιών του με την Μάρω. Παράλληλα συνεχίζει να τρέχει, με μια ενδιαφέρουσα νεαρή Πολωνέζα, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να στέλνει (μάταια) δεκάδες αιτήσεις για δουλειά κάθε μέρα. Ο τρόπος που ο Βαγγέλης εμπλέκεται σε αυτή την παράδοξη ιστορία , μια ενδιαφέρουσα εμβολή αστυνομικού νουάρ στην πλοκή του βιβλίου, αντικατοπτρίζει τη δική του χαοτική ζωή, τα δικά του προσωπικά και ερωτικά αδιέξοδα,  τη δική του ανάγκη να βρει «το νόημα» και να δώσει απαντήσεις στα δικά του ερωτηματικά. Όσο εντείνεται η έρευνα του, τόσο βαθαίνει η κρίση στην προσωπική του ζωή και στο τέλος όλα αυτά συγκλίνουν για να δείξουν το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που δεν μπορεί τελικά να πάρει απαντήσεις, ή μάλλον ότι οι απαντήσεις που θα πάρει δεν μπορούν να δώσουν το happy end  που επιθυμούσε στο (γενικότερο) αφήγημα που διηγείται. Ή και πάλι ότι πλέον δεν μπορεί να υπάρξει χαρούμενο τέλος. Κι εδώ τα πολλά φλας μπακ και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες δίνουν την εικόνα «κάποιων άλλου» και αυτού το «κάποιου άλλου» που υπήρξε κάποτε ο Βαγγέλης και δεν μπορεί να είναι πια.

 

Ιάκωβος Ανυφαντάκης

 

Την ίδια στιγμή, όλη αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση του Βαγγέλη και η ανάγκη του να διαλευκάνει το μυστήριο που απλώνεται μπροστά του, ρίχνει φως και σε μια άλλη αγωνία που σε ένα δεύτερο επίπεδο δείχνει να βιώνει ο ήρωας και που αφορά στο θέμα της δικής «άνδρωσης». Τι άντρας υπήρξε και τί άντρας χρειάζεται να γίνει για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ο Βαγγέλης ήταν και είναι ένας άντρας της εποχής του, μορφωμένος, διαλεκτικός. Αθλητικός, αντίθετος στην βία. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή του αρχέγονου αρσενικού που είναι ο πατέρας της Μάρως που τόσο παραστατικά περιγράφει στην ιστορία.  Ωστόσο, αυτός ο άντρας που υπήρξε τότε, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με αυτά που αντιμετωπίζει τώρα, δεν είναι πλέον αρκετός, δεν μπορεί να βρει δουλειά, να ζήσει την οικογένεια του, οι καταστάσεις των εμποδίζουν να γίνει πατέρας. Ζητήματα αρχέγονα που φαίνονται να βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού και να κατευθύνουν τις κινήσεις του με την ίδια ορμή που την καθοδηγεί το γενικότερο προσωπικό του αδιέξοδο. Τον Ανυφαντάκη δείχνει να το απασχολεί πως ο ήρωας του δεν είναι μόνο κομμάτι μιας χαμένης γενιάς, αλλά κι ένας χαμένος άντρας ή ένα είδος άντρα που δεν μπορεί να ορθοποδήσει. Δεν είναι απλώς ένας looser. Είναι ένας άντρας looser  κι αυτό φαίνεται να τον βαραίνει εξίσου με όλα τα υπόλοιπα. Για αυτό και στην γεμάτη αγωνία αναζήτηση να δώσει φως στο μυστήριο που τον απασχολεί, προσπαθεί παράλληλα να γίνει «κάποιος άλλος». Ένας άντρας που παίζει ξύλο, καταφεύγει στη βία, απατά τη γυναίκα του. Σε αυτή την έκρηξη της βίας και της ωμής πολλές φορές σεξουαλικότητας που περιγράφει το βιβλίο, εμφανίζονται και οι άλλοι άνδρες ήρωες του Ανυφαντάκη σε αυτό το βιβλίο, κάνοντας σε να αναρωτιέσαι αν η κρίση υπήρξε ιδιαίτερα πιο δύσκολη για τους άντρες, αν έφερε στην επιφάνεια κρυμμένα αρχέγονα και  διαλυμένα ιδανικά. Αν τελικά όλο αυτό που έζησε και ζει ο Βαγγέλης και ξανά ο κάθε Βαγγέλης της κρίσης, θα τον κάνει τελικά να σκοτώσει το αγριογούρουνο που είχε αρνηθεί να πυροβολήσει στην σκηνή με το κυνήγι, παρέα με τον πατέρα της Μάρως. Αντίθετα, οι γυναίκες του Ανυφαντάκη, στο βιβλίο πάντα, δείχνουν να τα πηγαίνουν καλύτερα. Από την προσαρμοστική Μάρω, μέχρι την ρεαλίστρια Ανκγάτα, και την πραγματίστρια Πολωνέζα μητριά της Μάρως, οι γυναίκες του βιβλίου δείχνουν πως ξέρουν καλύτερα από τους άντρες να επιβιώνουν ή ότι ακόμα κι αν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, βγαίνουν από τα βάσανα της ζωής αλώβητες-ή τουλάχιστον λιγότερο πληγωμένες.

Το βιβλίο τελειώνει με τον ήρωα να παίζει με τα δάχτυλα του στην άμμο, προσπαθώντας να αποφασίσει ποια απάντηση θα δώσει στο ηθικό δίλημμα που αποφασίζει. Περνώντας μέσα από χίλια μύρια  κυριολεκτικά και μεταφορικά κύματα, ο Βαγγέλης καταλήγει στην θάλασσα να ζυγιάζει με την άμμο στα δάχτυλα αν πρέπει να πάρει ίσως την πιο κρίσιμη απόφαση της νέας ζωής του. Ένα παράδοξα συγκινητικό τέλος, σχεδόν ενός (πρώην) αγοριού που (ακόμα) παίζει στα κύματα και που σου δίνει την εντύπωση πως στο τέλος ο Βαγγέλης τελικά ανδρώθηκε. Ίσως δεν είναι ο άντρας που υπήρξε ή ο άνδρας που πίστεψε πως έπρεπε να γίνει, αλλά σίγουρα άλλαξε. «Μεγάλωσε λίγο  σήμερα», και τελικά ίσως αυτή να ήταν η απάντηση που γύρευε από πάντα.

 

 

_________________

[i] Ι. Ανυφαντάκης, Κάποιοι άλλοι, Αθήνα, Πατάκης 2019, 11.

[ii] Συνέντευξη του συγγραφέα στην Athens Voice, 21 Ιουλίου 2020, www.athensvoice.gr

 

 https://www.fractalart.gr/kapoioi-alloi-iakovos-anyfantakis/

* Η Κωνσταντία Σωτηρίου είναι συγγραφέας.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: