22.12.20

Φαρσοκωμωδία της παρακμής (του Γιάννη Στρούμπα)


Η στροφή στα ενδότερα συχνά αποτελεί το ανθρώπινο εκείνο καταφύγιο όπου η ενδοσκόπηση επιφέρει την ισορροπία και την ψυχική γαλήνη. Στο πεζογράφημα του Μισέλ Φάις Όπως ποτέ ωστόσο, η καταφυγή στον έσω αλλά όχι μόνο κόσμο είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, λόγω μιας προϊούσας εσωτερικής μα και γενικότερης κατάρρευσης. Η «ταραγμένη ιστορία» του αφηγητή είναι ένα χρονικό της ανθρώπινης αλλοτρίωσης, όπου το λίκνο και το κιβούρι ταυτίζονται, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες: η ζωή παρακμάζει και συμπίπτει με τον θάνατο, καθιστώντας μάταιη κάθε πορεία και καταδικάζοντάς την σε μια ατελεύτητη κούραση, που μοιάζει κωμική αλλά είναι μάλλον τραγική. Διερευνώντας τον εσωτερικό κλυδωνισμό, ο Φάις θέτει μια σειρά ερωτήματα αναφορικά με την έσω κατάσταση, στα οποία διατηρούνται οι ίδιες λέξεις σε κοινή δομή, με μόνη διαφοροποίηση εκείνη των αντωνυμιών: «Μέσα της πώς είναι;»· «Μέσα τους πώς είναι;»· «Μέσα σου πώς είναι;». Το ερώτημα του αφηγητή, μεταλλασσόμενο, συνέχει την ιστορία που εκτυλίσσεται, καθώς δεν εξετάζει μόνο τον ανθρώπινο ψυχισμό αλλά γενικεύει για όλα τα πρόσωπα τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις απαντήσεις. Πρόκειται για όψεις με χαμόγελο ψεύτικο, «με σκουριασμένο πρόσωπο», με «σταχτί μάτια», γκρίζες, μουντές, οξειδωμένες, καμένες. Ομοιώματα του συρμού, της μόδας, των συνηθειών, οι ήρωες του Φάις συνιστούν έναν εσμό κωμικοτραγικό, που πηγαινοέρχεται και κινείται άκριτα, χωρίς δική του προσωπικότητα και ταυτότητα. Όλες οι απαντήσεις που προκύπτουν για το «μέσα» υποδεικνύουν χώρους και ψυχολογίες υπό κατάρρευση. Ο Φάις πραγματεύεται τις εκδοχές τού «μέσα» σε διακριτά κεφάλαια του αφηγήματός του. Ο θρήνος «μέσα της» για κάτι προδιαγεγραμμένο κι αμετάκλητο, με τα έπιπλα και τα αντικείμενα που «Σε μιμούνται στο πίπτειν», ανακαλεί την κατάρρευση της ηρωίδας στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου. Η πτώση παραχωρεί εξελικτικά τη θέση της στην εισβολή ξένων στην προσωπική ζωή και στον εσωτερικό κόσμο, ακόμη και στην αντικατάσταση του εαυτού από εξωτερική οντότητα. Ακόμη όμως κι όταν το «μέσα» καταλήγει να αντιμετωπίζεται σαν καταφύγιο απέναντι σε καιρικά φαινόμενα, πανδημίες ή διαπλανητικούς πολέμους που μαίνονται εκτός, δεν παύει να ’ναι ένα καταφύγιο περικυκλωμένο από το εχθρικό, απειλητικό, τοξικό έξω. Η αρνητική αλληλεπίδραση του έσω και του έξω επιβεβαιώνεται τόσο από τη συμπόρευση του ψυχικού κενού με τον εσωτερικό χώρο όσο κι από την εκβολή του προβληματικού «έσω» σε γελοίες εξωτερικές συμπεριφορές. Ο περίκλειστος χώρος κρατά τους ήρωες δέσμιους μιας «παρατεταμένης, ακύμαντης φρίκης», ταυτίζεται δε «μ’ έναν μηχανισμό, μ’ ένα οργανωμένο δίκτυο καταστολής, που ψυχρά και μεθοδικά στοχοποιεί και αποδιοργανώνει χαρακτήρες, διαλύει και αποσυνθέτει ζωές», γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως «σκατοδωμάτιο» ή «γαμωδωμάτιο». Τα οργανικά απόβλητα που χαρακτηρίζουν τον χώρο («σκατοδωμάτιο») τροφοδοτούν κυριολεκτικά τις θλιβερές ανθρώπινες «μαριονέτες»-«αντίγραφα» που κινούνται στον χώρο αυτό, οι οποίες αντιμετωπίζονται άκρως υποτιμητικά, εφόσον δρουν μιμητικά, δίχως δική τους προσωπικότητα κι αξία, υποταγμένες σε «ινδάλματα» τιποτένια: «Ούτε ένα αντίγραφο δεν μπορεί να δεχτεί ότι του σέρβιραν, ότι έφαγε, τούρτα φτιαγμένη από τα σκατά των ινδαλμάτων τους, από τα σκατά όλων αυτών που τόσα χρόνια πασχίζουν να τους μοιάσουν, να γίνουν πιο ίδιοι απ’ τους ίδιους». Παράλληλα, οι μαριονέτες αυτές, που καταναλώνουν την αηδιαστική τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά σοκολατόπιτα –«καλυμμένη με φύλλα χρυσού» αποθεώνει το κιτς, την αρχοντοχωριατιά– κατευθύνονται από έναν τελετάρχη ντυμένο «στα φαιά, με μουστακάκι και λαδωμένη φράντζα», που «τεντώνει το χέρι του ψηλά», «Το κρατάει σ’ επικλινή θέση», «Σαν αγκυλωμένο», και υποδηλώνει τον Χίτλερ, τον αγκυλωτό σταυρό του ναζισμού και κάθε ολοκληρωτισμό. Η νοσηρότητα του σκηνικού επιτείνεται από τη δομή που επιλέγει ο Φάις για το έργο του. Ο συγγραφέας επαναφέρει στα κεφάλαια του πεζογραφήματος εμφαντικά τον τίτλο «Η αρρώστια του χρόνου», σε μια επαναφορά η οποία παγιώνει την αρρωστιάρικη, «εξουθενωτική χρονοτριβή». Ο Φάις εγκαθιδρύει και δομικά μια άχρονη νοσηρότητα, ριζωμένη στον χώρο και στα πρόσωπα, και ακλόνητη. Ταυτόχρονα ωστόσο, διερωτώμενος τάχα μήπως το σκηνικό του συνιστά «μια σκηνοθεσία υποβολής» και σχολιάζοντάς την ως «Τα γνωστά», ακυρώνει με το ισοπεδωτικό του σχόλιο τον ίδιο τον προσδιορισμό του νοσήματος, το οποίο αντιμετωπίζεται εντέλει ως αδιάφορο. Έτσι, δομικά κι αφηγηματικά ο αδιέξοδος κόσμος του μυθιστορήματος θεμελιώνεται, εφόσον μάλιστα «Τίποτα δεν διαταράσσει τη συνθήκη, το πλαίσιο, τη συνομολόγηση», καθώς και «Η Κατάσταση όμως είναι Κατάσταση. Αξίωμα. Τελεία και παύλα. Υπήρχε από πάντα, θα υπάρχει για πάντα». Στο αδιέξοδο αυτό, οι ήρωες του έργου είναι οι χαρακτηριστικότεροι μοιραίοι, αδύναμοι να εμφανιστούν έστω σαν σκιές του εαυτού τους: «το πιο απρόσμενο που μπορείς να αναμένεις από μεριάς τους» είναι «να φτύσουν το είδωλό τους, να αυτοχαστουκιστούν ή να χώσουν το κεφάλι κάτω από παγωμένο νερό. […] Ως προϊδεασμό ασφυξίας, ως προσομοίωση εκούσιας φυγής απ’ τα επίγεια. Κι αμέσως μετά θα πάρουν στο κατόπι τη σκιά της σκιάς τους». Σ’ αυτό το βαλτωμένο χρονικά τοπίο, ο χωρικός εντοπισμός είναι επίσης άσκοπος. Η χώρα του μυθιστορηματικού ήρωα είναι αγνοημένη κι άγνωστη, «Όπως μια χώρα που δεν έχει επισκεφτεί. Ποτέ». Το μυστηριώδες «Όπως ποτέ» στον τίτλο του μυθιστορήματος ξεκλειδώνεται. Η αλλοτρίωση κυριεύει όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά σύνολο το μυθοπλαστικό σύμπαν του Φάις. Η απόλυτη αυτή κυριαρχία επιφέρει την κόπωση. Αργόσυρτοι ρυθμοί κουράζουν με το νυσταλέο, πεθαμένο τέμπο τους: «Κάποιες φορές το αργά και αθόρυβα σε ωθεί μαλακά, χωρίς να το αντιληφθείς, σ’ ένα αργόσυρτο πουθενά, στο αθόρυβο ποτέ. Βρίσκεσαι, χωρίς να ξέρεις πώς, στο κέντρο της κόπωσης». Τούτη η κούραση δεν έχει αντίδοτο και καταδικάζει σε νέκρωση: «Ζούμε όταν υπερπηδούμε την κούρασή μας. Πεθαίνουμε όταν αφήνουμε το κύμα της κούρασης να μας σκεπάσει». Στο περιθώριο της κόπωσης, οι ήρωες καταντούν μια ανούσια υποσημείωση στο μυθιστόρημα του βίου τους, ακρωτηριασμένοι από πρωτοβουλίες, εξορισμένοι από την ίδια τη ζωή, καταδυναστευμένοι από την εσωτερική τους και την εξωτερική νοσηρότητα: «κοιμόσαστε και νιώθετε μια υποσημείωση στη Θεωρία της Κούρασης, αυτό το φοβερά αστείο παιχνίδι, το παιχνίδι των παιχνιδιών, που παίζοντας ενορχηστρώνει και εμψυχώνει το παιχνίδι της ανίας, το παιχνίδι της λήθης, το παιχνίδι του προσωρινού, το παιχνίδι της ασυνέχειας, το παιχνίδι του ακρωτηριασμού, το παιχνίδι της εξορίας». Η αδυσώπητη κριτική και η ειρωνεία του Φάις διέρχονται από ένα ευρύ φάσμα στοιχείων στην καθημερινότητα των αλλοτριωμένων του ηρώων. Η οξεία ματιά του αφηγητή καρφώνεται στις συνήθειες της υγιούς διατροφής και διαβίωσης, οι οποίες όμως ακυρώνονται από το ίδιο, κοινό τέλος για όλους, τον θάνατο. Ο κομμουνιστικός «πατερούλης» και η «μητερούλα» συντρίβονται ειρωνικά στο γιάπικο περιβάλλον του επικρατούντος ανελέητου νεοφιλελευθερισμού. Οι «πολύτιμες» καταναλωτικές πολυτέλειες ακυρώνονται κατακαλυπτόμενες από σκόνη: «Τίποτα άλλο δεν θεωρούν τόσο δικό τους, τόσο δικό του. Όσο τη σκόνη στα ρόδια από νεφρίτη, στον κύκνο από αχάτη, στην αλκυόνη από σανταλόξυλο, στην κασετίνα από κοράλλι, στα σουβέρ από πορσελάνη». Η γραφή του Φάις μεταχειρίζεται συχνά κοφτές, σύντομες προτάσεις, για να αποδώσει μια ροή λαχανιασμένη, ασθματική. Το λαχάνιασμα αυτό εναλλάσσεται με μια χειμαρρώδη ροή, η οποία δεν επιτυγχάνεται με μακροπερίοδο λόγο αλλά με την κομμένη ανάσα του ασύνδετου σχήματος: «Μια μετανάστρια, μια σαλή, μια ξένη, μια νεκρή. […] Η πιο μεταναστευμένη μετανάστρια. Η πιο σαλεμένη σαλή. Η πιο αποξενωμένη ξένη. Η πιο απονεκρωμένη νεκρή». Στην ορμητική ροή της αφήγησης συμβάλλει η εσκεμμένη σύγχυση των προσώπων στους διαλόγους, τα λόγια των οποίων ενοποιούνται χωρίς καμία εξωτερική διάκριση: «Όχι, δεν θα με τρελάνεις. Να σε τρελάνω… Όσο κι αν αυτό θέλεις. Θέλω; Αυτό επιδιώκεις… Επιδιώκω;». Την ίδια στόχευση υπηρετούν οι ποικίλες εκδοχές του ελεύθερου πλάγιου λόγου τις οποίες αξιοποιεί ο συγγραφέας: «Του λέει, μόνο ματαιωμένη, ακυρωμένη, άχρηστη, περιττή νιώθω ζωντανή». Η επιλογή του Φάις ενισχύει, διά της ασάφειας της ταυτότητας, το αφηγηματικό σχόλιο των ισοπεδωμένων, αλλοτριωμένων χαρακτήρων. Στην εξελικτική της πορεία, η γλώσσα του Φάις φτάνει στην κορύφωσή της όταν σκληραίνει και μαστιγώνει απορρίπτοντας κάθε προσχηματικό τύπο ευγένειας: «[…] πλένετε τα αχαμνά σας σαν ζωγράφος, χωρίς να είστε, χύνετε σαν θεολόγος, χωρίς να είστε, κλάνετε σαν πολιτικός, χωρίς να είστε, κατουράτε σαν δημοσιογράφος, χωρίς να είστε, χέζεστε πάνω σας σαν εργολάβος δημοσίων έργων, χωρίς να είστε […]». Η κατάργηση κάθε ιδιαίτερης προσωπικότητας αντανακλάται επίσης σε λεκτικές συνθέσεις του Φάις, οι οποίες αποτυπώνουν την τελματωμένη στασιμότητα, όπως ο «παρωναπών» χρόνος ή η «ανηλικίωση»: «έχουν όλοι ανηλικιωθεί, έχουν επιστρέψει στην παιδική ηλικία». Ο θίασος από μαριονέτες, ο οποίος καθοδηγείται σκηνοθετικά από τον Φάις, είναι καταδικασμένος σ’ έναν ατελεύτητο κύκλο παραστάσεων κι εγκλωβισμένος σε παντοτινό αδιέξοδο αδιακρισίας κι αγένειας, καταδυναστεύοντας κάθε ζωή, παρότι συνάμα προσποιείται πως ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. «Και για πόσο θα συνεχιστεί αυτό; Μπορεί και για πάντα. Είναι ανυπόφορο. Ειλικρινά. Αυτό είναι ανυπόφορο. Όλα συνηθίζονται. Ειλικρινά. Πίστεψέ με». Η ξέφρενη κούρσα απόρριψης των ταυτοτήτων και θριαμβικής εγκαθίδρυσης των προσωπείων παγιώνει την αοριστία, την ασάφεια, την ανυπαρξία. Η παγίδευση των ηρώων του Φάις στην ίδια ανώφελη, ανυποψίαστη, παραιτημένη, μοιραία κι εντέλει κωμικοτραγική δίνη ερμηνεύει τον υπότιτλο του έργου «Κωμωδία της κούρασης»· ή, ίσως, λιγότερο κρυπτικά, τραγική φαρσοκωμωδία της παρακμής. 
 info: Μισέλ Φάις, Όπως ποτέ. Κωμωδία της κούρασης, Πατάκης, Αθήνα 2019, σελ. 160

Δεν υπάρχουν σχόλια: