Γράφει η Κωστούλα Μάκη *
Γιάννης Πάσχος: «Φοβού τα βρέφη», 2020, Αθήνα: Περισπωμένη
«Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν την αρχαιοκαπηλία της ζωής» (σ. 55). Σε αυτόν τον αφορισμό-διαπίστωση καταφεύγει στο νέο του βιβλίο ο Γιάννης Πάσχος, καταγράφοντας τη ζωή, στον αυτόματο πιλότο, τον θάνατο ενδεδυμένο, με τον μανδύα μιας πραγματικότητας, διεκπεραιωτικής και ακυρωμένης. Ο συγγραφέας αποδίδει με εξαντλητική λεπτομέρεια τους εγκλωβιστικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης, σε όλα τα θεσμικά πεδία. Κάθε κεφάλαιο περιγράφει μια ξεχωριστή διαδικασία φρικίασης και φίμωσης που ενδημεί στην οικογένεια, το σχολείο, τον στρατό, την τοπική αυτοδιοίκηση, το πανεπιστήμιο, το νοσοκομείο.
Όπως αναφέρει στο επίμετρο ο Κώστας Καραβίδας ο Πάσχος επιτυγχάνει να μετατρέψει σε λογοτεχνία την πολύμορφη δυστοπία, η οποία εντείνεται πια, ολοένα και περισσότερο, σε όλα τα θεσμικά επίπεδα, δημιουργώντας ανθρώπους ζόμπι. Σε μια εν εξελίξει εφιαλτική διασάλευση των πρακτικών αντίστασης, όπου η επιβίωση μπορεί να θεωρηθεί χαμένο παιχνίδι, οι άνθρωποι γίνονται κανιβαλικά βρέφη. Τα βρέφη εδώ δε διατηρούν τίποτε από τις συνήθεις ιδεαλιστικές τους κατασκευές. Δεν είναι αθώα, τρυφερά πλάσματα που συμβολίζουν τις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε μια καινούρια ζωή. Αντίθετα, κάθε ανθρώπινη παρουσία αποποιείται οποιαδήποτε ευθύνη, συμμετέχοντας σε έναν φαύλο κύκλο αμοιβαίας εξόντωσης μέχρι τελικής πτώσης, έτσι ώστε η ζωή να βιώνεται ως κρεατομηχανή και σφαγείο. «Τα πιο κομπλεξικά μωρά» είναι «ξαπλωμένα στον ίσκιο μιας μεγάλης παρανόησης» (σ.26), αναφέρει ο συγγραφέας αφηγητής. Όλα «πολτοποιούνται σε κάποιο γιγάντιο στομάχι, μείγμα σάρκας, σκέψεων, οστών, φόβων, συναισθημάτων, επιθυμιών» (σ. 17).
Στο κείμενο του Πάσχου εκτυλίσσεται «ο μαγικός ρεαλισμός ενός κόσμου σε απομάγευση ». Ο συγγραφέας δε χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό για να μετασχηματίσει αυτό που δεν αντέχεται, αλλά για να το περιγράψει στο ακέραιο. Οι φωνές των Μπόρχες, Πόου, Γονατά, Σαχτούρη, Λάβκραφτ, αλλά και του Μπέρνχαρντ αναμειγνύονται εκ νέου για να κάνουν τη θεωρία του Φουκώ λογοτεχνία, με όρους απόλυτα υλικούς. Με οδυνηρή, κοπιώδη και περιγραφική ένταση, καταγράφονται οι συνέπειες της ιστορικής πραγματικότητας των νέων συνθηκών στα ανθρώπινα σώματα. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να αποδώσει τη χαμένη υλικότητα των λέξεων στα διαστρεβλωμένα σύμπαντα που καταγράφει.
«Οι εκπαιδευτές περιφέρουν ολόγυμνες γυναίκες στους διαδρόμους της σχολής, αλυσοδεμένες στα νυφικά τους κρεβάτια• από μια μικρή οπή, οι μαθητές παρακολουθούν πώς χτυπιούνται λάγνα τα νεαρά κορίτσια περιμένοντας τον εραστή τους, πώς αλύπητα τιμωρείται το σώμα» (σ. 40).
Ακόμα και η ιατρική πράξη γίνεται έρμαιο της αλαζονικής κατάχρησης εξουσίας με την κινητοποίηση ανοιχτών διλημμάτων για το περιεχόμενο της έννοιας ζωής και θανάτου, αρρώστιας και υγείας στο πάσχον σώμα, σε συνθήκες συναισθηματικής αποστείρωσης και σε ένα πνεύμα άκρατου υγιεινισμού. Απευθυνόμενος στον ζωντανό-νεκρό ασθενή του ο γιατρός τού λέει:
«Καλώς όρισες, είσαι ένας νέος πεθαμένος κι εγώ θα σε σώσω. Αυτό μην το ξεχνάς, δεν θα επιτρέψω στον Χάρο να σε πάρει μαζί του, μου οφείλεις τη ζωή σου, τη μονάκριβη ζωή σου». (σ. 50)
Ως περιφερόμενος αρνητής αυτών των συνθηκών, και επομένως παρίας αυτού του σύμπαντος, ο συγγραφέας δε διστάζει να αντιστρέψει κάθε διαθέσιμη τελετουργία που εντάσσεται στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ανασκευάζοντας το ελληνικό Πάσχα ή την εξιδανικευμένη φιγούρα της γιαγιάς που συνήθως κατοικεί στο συλλογικό φαντασιακό. Είναι όμως η πεθαμένη γιαγιά που αντιστέκεται καθώς:
«μόνο το Πάσχα ανασταίνεται για λίγο, για να μας σπάσει τα νεύρα καθώς προκλητικά αλείφεται με τη λιπαρή πέτσα του ψημένου αρνιού, ουρλιάζει και βελάζει και μετά, αφού μας χαλάσει τη διάθεση, ξαναπέφτει νεκρή, τάχατες, κάτω και πλέει» (σ. 23).
Εδώ, η καταγραφή της φρίκης μεταστρέφεται σε άρνηση συμμόρφωσης και ο αφηγητής τη θυμάται με αγάπη, σαν εκείνη που του έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Αποϊεροποιώντας αυτό το δυστοπικό σύμπαν από την ανέξοδη εξιδανικευμένη ελπίδα, ο αφηγητής γίνεται το ιστορικό πρόσωπο που αναλαμβάνει την ευθύνη να συνυφάνει τις προσωπικές και συλλογικές δυστοπίες. Η φωνή και ο σχολιασμός του είναι διακριτικοί, αλλά δεν χαρακτηρίζονται από ηττοπάθεια.
Απέναντι σε κάθε «θηρευτή», ο συγγραφέας κινητοποιεί ποικιλοτρόπως, ποιητικά και υπερρεαλιστικά, άλλα είδη ζωής, το φυσικό τοπίο, αλλά και τη διατήρηση στη μνήμη μιας άλλης πόλης, κατασκευάζοντας σταδιακά και επίμονα την εκδίκηση για όσους αφανισμούς καταγράφει. Έτσι, τα ψαράκια, οι μέδουσες κα οι αχινοί προβλέπεται στο μέλλον να κατασπαράξουν κάθε σφαγέα:
«για έλεος θα παρακαλάς τα μικρά ψαράκια που θα σε τσιμπολογούν, αυτά που κάποτε περιγελούσες ως αποστάτης της φύσης» (σ. 56).
Αν, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «μια δόση απώλειας πάντα γεννά προσδοκίες», τότε η καταγραφή των αφανισμών και των συμβάντων είναι ένα είδος εκδίκησης του καλού. Ο Καραβίδας περιγράφει τον συγγραφέα ως αυτόν που «γράφει με την ταραχή κάποιου που ξύπνησε με διαύγεια από ένα εφιαλτικό όνειρο» (σ. 66). Τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού μπερδεύονται στους κόσμους του βιβλίου, αλλά οι αφηγήσεις που φτιάχνονται διατηρούν τις δυνατότητες για αλλαγή, εφικτές. Στο τέλος, η συνάντηση με την αγαπημένη, σε μια παραμυθένια διάσταση, όπου ο Δον Ντομίνγκο περιφρουρεί και συμμετέχει σε μια τελετουργική γιορτή πυροτέχνημα, στην οποία «όλα γίνονται ξανά πιθανά», επιβεβαιώνουν την τρυφερότητα του συγγραφέα για όσους και όσες, χωρίς να αρνούνται τις ματαιώσεις, μπορούν να μετασχηματίζουν τον κόσμο, μέσα από μια σύζευξη θεωρίας και πράξης.
[1] Από το επίμετρο του Κ. Καραβίδα, σ. 66
* Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος. Ζει στο Αγρίνιο και είναι από τα Γιάννενα. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (εκδόσεις Μετρονόμος-Ποιείν). Συνεργάζεται με το Ποιείν, τον “Μετάλογο”, το Νέο Πλανόδιον και τις “Αναγνώσεις” της Αυγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου