20.12.20

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, Ο ξακουστός οργανοπαίχτης Ρίκο


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70/4/β/(i)

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70[1]

  1. Ο Παπά-Σταύρος Φιλίππου Καλογερής παρέμεινε στη ρίζα του, παντρεύτηκε τη Γιαννούλα Ζωγράφου από το Δώρι, κι απέκτησαν πέντε παιδιά

α. τον Φίλιππο Σταύρου Καλογερή

β. τη Μυρσίνη Σταύρου Καλογερή που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Παπαδημητρίου στην Πεζούλα Παρνασσίδος και απέκτησαν έξι παιδιά.

(i)τον Ευτύχη – Ο ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΗΣ ΡΙΚΟ
(ii)τον Ιερόθεο – Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΩΝ
(iii)την Παρασκευή – ΜΥΡΟΒΛΗΤΙΣΣΑ
(iv)την Αναστασία
(v)την Αγγελική
(vi)και την Κώστια

γ. την Ζαχαρούλα Σταύρου Καλογερή που παντρεύτηκε το Γιώργο Ιωάννου Αθανασάκη και πήγε στην οικογενειακή ρίζα 9

δ. την Ανθούλα Σταύρου Καλογερή που παντρεύτηκε τον Γεράσιμο Μπαρτσά στη Φαρκαδώνα Εστιαιωτίδας και απέκτησαν τέσσερα παιδιά – ΘΕΡΙΖΟΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ

(i) την Τρισεύγενη
(ii) τη Σοφία
(iii) τον Θεόδωρο
(iv) την Καλλιόπη
ε. τον Κωνσταντίνο Σταύρου Καλογερή, που παντρεύτηκε την Αγγελική Πίττα από την Ανδρινή και απέκτησαν δυο παιδιά:

(i) την Ιωάννα Κωνσταντίνου Καλογερή που παντρεύτηκε τον Γιάννο Λεμπεσόπουλο κι απέκτησαν δυο παιδιά στην Αμερική, όπου μετανάστευσαν, τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο  – 5η ΛΕΩΦΟΡΟΣ

(ii) τον Σταύρο Κωνσταντίνου – κατ’ όνομα- Καλογερή που, παρέμεινε στη ρίζα του, παντρεύτηκε τη Βικτωρία Λαμπροπούλου από την Καλαμάτα και απέκτησαν δύο παιδιά τον Κωνσταντίνο και τον Παύλο  – ΤΑ ΡΕΤΣΙΝΙΑ

*

______Ο ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΗΣ ΡΙΚΟ________

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 70/4/β/(i)

(i). Ο Ευτύχης Ιωάννου Παπαδημητρίου, πρωτότοκος της Μυρσίνης Σταύρου Καλογερή, έγινε γνωστός περισσότερο ως «Ρίκο» καθώς υπήρξε, ως την εφηβεία του, ένα εύσωμο αγόρι, σαν αναγεννησιακό αγγελάκι, με δίπλες και μπουτάκια και μάγουλα ερυθρά που ομοίαζαν με όψιμα βερίκοκα, τόσο που, συχνότερα, του απευθύνονταν τα χωριατόπουλα άδοντας το ρεφρέν του πασίγνωστου άσματος (Ρίκο Ρίκο Ρικοκό), παρά με το όνομά του. Μια Μεγάλη Δευτέρα, στα δεκατέσσερά του κι  έχοντας ήδη θητεύσει πάνω από μιαν οκταετία στο πλάι του παπά Σταύρου ως παπαδάκι, ενώ εξελισσόταν η ακολουθία του Νυμφίου στον Άγιο Νικόλαο, παράτησε άξαφνα το λιβανιστήρι στο ιερό, πλησίασε τους δεξιούς ψαλτάδες κι άρχισε να ψέλνει σε συγκερασμό αψεγάδιαστα το Μέγα Αλληλουλάριον στο αρχαίο μέλος, με τον παραδοσιακό αυθεντικό τρόπο της ρωμαίικης εκκλησίας. Ταυτόχρονα, ακριβώς πάνω από την κεφαλή του και ακριβώς κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο, άνοιξε, στην πυκνή ατμόσφαιρα της εκκλησιάς, μια αόρατη εγκάρσια τομή σαν δροσερό σύκο, από όπου άρχισε να διαχέεται ολούθε μια ευωδιά σαν ώριμη μαστίχα – αλμυρή και κάπως ξινή – που έδεσε με τα μοσχοκέρια και τα καρβουνάκια από τα θυμιατήρια κι έφτιαξε μια πάστα οσμών σαν της Αγια Σοφιάς (όπως συμπέρανε ένας από το εκκλησίασμα, γεννημένος στην Εντίρνε, που είχε κάνει για χρόνια αγωγιάτης στην Τουρκιά) Ταυτόχρονα, από την ίδια εγκοπή, πάσχισαν να εισέλθουν ένα αλογάκι της Παναγιάς που είχε θεριέψει σε έναν αγρό με καλαμπόκια δυο χιλιάδες χρόνια πριν στην Κανά της Γαλιλαίας, ένα αραβικό κυνηγετικό γεράκι που ’χε δεμένα και τα δυο του μάτια με πετσί, κι ένας ψαλμός, ο 139ος, αποδιδόμενος στον Δαυίδ (αν και μετ’ αμφιβολίας κατά πως περιείχε σωρεία αραμαϊσμών που τον κατέτασσαν σε προγενέστερους χρόνους.) Εκείνο πάντως που είχε σημασία ήταν πως επαναλάμβανε πολλές φορές τη λέξη Σιεόλ, που είναι η εβραίικη λέξη για να πούμε τον Κάτω Κόσμο.

Από όλα αυτά μόνον ο ψαλμός κατάφερε να διέλθει ακέραιος μαζί με τη μυρουδιά, δίνοντας την εντύπωση για μερικές στιγμές ότι το παιδί ψάλλει με δυο φωνές και σε δυο γλώσσες. Τα πλάσματα δεν άντεξαν το βάρος των είκοσι αιώνων ασταμάτητου χρόνου και θρυμματίστηκαν αυτοστιγμεί πασαλείβοντας την κεφαλή του παιδιού με μια λεπτή στάχτη που δεν διακρινόταν από τη σκόνη που σήκωναν τα γουρουνοπάπουτσα των χωριανών οι οποίοι, δικοί και ξένοι – αφού το Πάσχα μαζεύονταν από τέσσερα χωριά να ακούσουν τον Παπά-Σταύρο – είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Διότι η φωνή του Ευτύχη δεν ήταν του κόσμου τούτου. Αν είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν κάποτε στον βίο τους τον ανδρόγυνο καστράτο Φαρινέλλι ή κάποιον άλλον ανάλογο καστράτο με εύρος φωνής τρεισήμισι οκτάβες, θα ήταν, ίσως, σε θέση να αντιληφθούν τις ομοιότητες στις ανιούσες, στο ηχόχρωμα, στις στακάτο εκτελέσεις των φθόγγων της βυζαντινής μουσικής που έδεναν μια ακολουθία σαν τρίλια από μελίρρυτο αηδόνι. Με δεδομένη την έλλειψη μιας τέτοιας γνώσης, αρκέστηκαν απλά να σωπάσουν. Εμβρόντητοι κι έτσι άφωνοι έβγαλαν όλη τη λειτουργία, ενίοτε κοιτώντας ανυπόμονα τον Παπά-Σταύρο που μπέρδευε συνεχώς τα λόγια του από την έκπληξη και την υπερηφάνεια για την αποκάλυψη της ευλογημένης φωνής του εγγονού. Έπειτα από τρία χρόνια, δυστυχώς, η μαγεία ετούτη εξέλειπε. Καθώς οι αντρικοί χυμοί πύκνωναν στους όρχεις του Ρίκο, θέριευαν ταυτόχρονα κι έστριβαν οι τρίχες σε όλο του το σώμα κι οι φωνητικές χορδές του τράχαιναν προς τη σίγουρη μιάμιση (προς δυο) οκτάβες, εύρος που έχει η φωνή των περισσότερων καλλίφωνων ενηλίκων αντρών. Παρόλα αυτά η μουσική δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Στα 15 του, ο παπά Σταύρος πρόλαβε και τον πήγε να τον ακούσουν η Μέλπω Λογοθέτη (μετέπειτα Μερλιέ) κι ο λαογράφος δημοδιδάσκαλος Δημήτρης Λουκόπουλος που περιόδευαν τα χωριά και χαρτογραφούσαν τη Δημοτική μουσική τους καταγράφοντας τις νότες των τραγουδιών σε απλά πεντάγραμμα. Η Μέλπω Μερλιέ, παρότι συνεπής και λεπτολόγος κι ενώ κρατούσε αναλυτικό ημερολόγιο για κάθε τραγουδιστή που συναντούσε, δεν έγραψε κουβέντα για τη συνάντηση εκείνη. Θυμόταν μόνο πως ένιωσε μια μέθη, και μια ανατριχίλα που της χιόνισε την πλάτη σαν άνοιξε το παιδί το στόμα του· την ίδια τη μελωδία, παρότι την άκουγε έπειτα για μέρες να αστράφτει και να βροντάει στο κεφάλι της νότα νότα, δεν μπορούσε να ανακαλέσει να την ακούει από τον Ευτύχη. Το ίδιο κι ο ΜητροΛούκος που γνώριζε ούτως η άλλως το τραγούδι να το παίζει στο βιολί του.  Όλα σκοτείνιασαν από τη στιγμή που εμφανίστηκε εμπρός τους το παιδί και τούς είπε:

– Θα σας τραγουδήσω της Αναστασιάς:

Τῆς Ἀναστασιᾶς

Τὸ βλέπεις κεῖνο τὸ βουνὸ τὸ κορφανταριασμένο,
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;

Ἐκεῖ κοιμᾶται μία ξανθιὰ μιᾶς χήρας θυγατέρα.
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;

Ξύπνα, καημένη Ἀναστασιά, καὶ μὴν βαριὰ κοιμᾶσαι
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.

Πῶς νὰ σκωθῶ, λεβέντη μου, πὼς νὰ σκωθῶ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.

Ίσως σε εκείνο το περιστατικό να οφείλεται και η άρνηση της Μερλιέ στο δεύτερο ταξίδι της, όπου πλέον ήταν εξοπλισμένη με φωνόγραφο κι άρχισε την κυριολεκτική αποτύπωση της Δημοτικών Τραγουδιών σε πλάκες 78 στροφών, να επισκεφτεί τη Δυτική Ρούμελη, άρνηση που πλήγωσε τον Λουκόπουλο κι έγινε κι η αιτία να ψυχρανθούν αναμεταξύ τους οι δυο συνεργάτες . Μα και να είχε έρθει στην περιοχή στο δεύτερο ταξίδι της, ο Ευτύχης δεν θα ήταν πλέον εκεί για να τής τραγουδήσει.  Είχε ήδη γίνει ο ξακουστός οργανοπαίχτης Ρίκο. Μόλις ένιωσε να τον εγκαταλείπει η φωνή στράφηκε στα όργανα αρχίζοντας με φλογέρες βοσκών και σουραύλια, έπειτα πέρασε στα κλαρίνα, τις τσαμπούνες και στα χάλκινα, κι όταν άρχισε να αλληλοεπιδρά με ανατολίτες Ίωνες που κατέλυαν  σωρηδόν ως πρόσφυγες στις επαρχίες του νομού σπούδασε τα ασυγκέραστα έγχορδα. Κατέληξε στον Πειραιά οργανοπαίζοντας τζουράδες, μπουλγαριά, μπαγλαμάδες και εν τέλει τρίχορδο μπουζούκι με το οποίο έκανε και όνομα συμμετέχοντας σε σχήμα με τη  Μαρίκα Παπαγκίκα. Εκεί σε ένα κουτούκι της συμφοράς τον έσφαξε με τρεις μαχαιριές στα 42 του χρόνια, ένας γύφτος χαλκωματάς κουρδισμένος από τη γυναίκα του – που τού είχε φάει τ’ αυτιά πως δεν άντεχε την απλυσιά του και πως γούσταρε να πηδηχτεί με κείνον τον ξανθό μπουζουξή που έμοιαζε με βερίκοκο. […]

____________
[1] [σημ. Απόσπασμα από την προς έκδοση νουβέλα ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 88. Στην αρχή παρατίθεται δείγμα γενεαλογικού δέντρου που συνοδεύει τα κείμενα που ακολουθούν το κάθε κεφάλαιο. Δίπλα σε κάθε όνομα αναγράφεται ο αντίστοιχος τίτλος του κειμένου. Κ. Χ. Λουκόπουλος]

*

©Κ. Χ. Λουκόπουλος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

https://staxtes2003.com/2020/09/28/28-9-20/?fbclid=IwAR3Ivyr70o31g-RPh5g5O5O8DqQ0OH3m1Fbjp558JA01ol_GJKjD_BVEGN0

Δεν υπάρχουν σχόλια: