Από τον Άγγελο Πετρουλάκη
Μαρία Ευθυμίου: «Ρίζες και θεμέλια», Εκδόσεις Πατάκη
Το 2017 στο στερέωμα των βιβλίων έλαμψε ένα αστέρι ιδιαίτερα φωτεινό. Ήταν το «Μόνο λίγα χιλιόμετρα – Ιστορίες για την Ιστορία» της Μαρίας Ευθυμίου.
Η Μαρία Ευθυμίου είναι Λαρισαία. Ανήκει στους πανεπιστημιακούς που διακρίνονται για την καθαρή φωνή τους. Η προσφορά της δεν περιορίζεται στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, αλλά, εδώ και δεκατρία χρόνια, οργώνει κυριολεκτικά την Ελλάδα δίνοντας, δωρεάν, διαλέξεις πάνω σε θέματα Ιστορίας.
Πριν από χρόνια είχε ταράξει τα νερά τής πανεπιστημιακής κοινότητας με την παραίτησή της από τον Σύλλογο Μελών Δ.Ε.Π. της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που συνοδεύτηκε από μια επιστολή – καταπέλτη για τον ευτελισμό τού συλλόγου και την κατάντια τών πανεπιστημίων μας. Χωρίς να δημιουργήσει θόρυβο, πριν κάποιους μήνες παραιτήθηκε και από την επιτροπή για τον εορτασμό τών 200 χρόνων από την Εθνεγερσία.
Ήδη στα χέρια μου έχω το νέο της βιβλίο, το «Ρίζες και θεμέλια – Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού», που το έγραψε με την συνεργασία τού δημοσιογράφου Μάκη Προβατά, όπως και το προηγούμενο.
Θέλω να σημειώσω πως η σειρά που ξεκίνησαν να δημιουργούν οι εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, με την συμμετοχή του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ξεκίνησε με το βιβλίο-συνομιλία του διάσημου Έλληνα επιστήμονα της διασποράς Δημήτρη Νανόπουλου «Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο», συνεχίστηκε με το βιβλίο της Μαρίας Ευθυμίου «Μόνο λίγα χιλιόμετρα – Ιστορίες για την Ιστορία», ακολούθησε το βιβλίο της Άννας Διαμαντοπούλου «Από το Ντεσεβό στο Drown», για να έρθει το παρόν βιβλίο της Μαρίας Ευθυμίου.
Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε μέσα από μια σειρά διαλέξεών της με τίτλο «Τα ισχυρά σημεία του Ελληνισμού στη διάρκεια των 4.000 χρόνων της καταγεγραμμένης Ιστορίας του».
Το κίνητρο του εγχειρήματος, μας το αποκαλύπτει η ίδια στον πρόλογό της: «Η ιδέα σχετιζόταν με το γεγονός ότι η παρατεταμένη κρίση της τελευταίας δεκαετίας μάς είχε πλήξει βαθιά ως κοινωνία, ψαλιδίζοντας την εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας να ανακάμψουμε από τις δύσκολες διαδρομές στις οποίες είχαμε μπει».
Στέκομαι, όμως, και στον πρόλογο του Μάκη Προβατά, ο οποίος με λίγες λέξεις μάς δίνει την ουσία τού βιβλίου:
«Την ιστορία δεν τη γράφουν οι θεοί, τη γράφουν οι άνθρωποι. Η Μαρία Ευθυμίου διαθέτει αληθινή ενσυναίσθηση και ένα βαθύ νοιάξιμο για τους ανθρώπους, και γι’ αυτό μπορεί να συλλαμβάνει, στην ουσία τους, τα ‘‘πώς’’ και τα ‘‘γιατί’’ της Ιστορίας…
{…}
»Η Μαρία Ευθυμίου εκπροσωπεί και αντιπροσωπεύει την Ελλάδα της φλόγας και όχι την Ελλάδα της στάχτης…»
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη.
Το πρώτο, με τίτλο «Με το καράβι της γλώσσας στους ορίζοντες της Μεσογείου» αναφέρεται στον Ελληνισμό από τις απαρχές έως την ελληνιστική περίοδο.
Το δεύτερο, με τίτλο «Κλέη, αντοχές και θρίαμβοι» αναφέρεται στον Ελληνισμό από την ελληνιστική περίοδο έως το τέλος του Βυζαντίου.
Το τρίτο, με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας ανακατατάξεις και προκλήσεις» αναφέρεται στον Ελληνισμό από το τέλος του Βυζαντίου έως το 1821.
Το τέταρτο, με τίτλο «Η ώρα των μεγάλων τομών» αναφέρεται στον Ελληνισμό από το 1821 έως τα μέσα του 19ου αιώνα.
Το πέμπτο, με τίτλο «Οράματα, κέρδη και απώλειες» αναφέρεται στον Ελληνισμό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως σήμερα.
Ο τίτλος τού πρώτου μέρους, μου θύμισε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα, της ομιλίας της – ιστορική – κατά την τελετή απονομής σ’ αυτήν του «Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού», τον Δεκέμβριο του 2013, σχετικό με την γλώσσα (και όχι μόνο): «Τόσες χιλιάδες ώρες ομιλίας κατά τις διδασκαλίες μου, δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο παρά ενός λεπτού σιγή για την ελληνική γλώσσα, τη σπουδαία γλώσσα μου, που υποβαθμίζεται, τσαλακώνεται και πετιέται, για την ομορφιά των ασβεστωμένων τοίχων με το γιασεμί, που έχουν, πια, μετατραπεί σε χώρους ρύπων και μουτζούρας, για τη μέχρι προ τριακονταετίας κραταιά ελληνική δημόσια εκπαίδευση, που καταρρέει αυτοβυθιζόμενη στη βία και την αυθαιρεσία, οι οποίες έχουν, από πολλού, καταστεί κανονικότητες της καθημερινότητάς της…»
Έτσι, η γλώσσα, η σπουδαιότητά της και ο ρόλος της στην ιστορική συνέχεια της Ελλάδας, απορροφά μεγάλο μέρος τής συζήτησης στην πρώτη ενότητα, με την Μαρία Ευθυμίου να δίνει απλές, ουσιαστικές απαντήσεις στις σχετικές ερωτήσεις τού Μάκη Προβατά.
«…το πιο κομβικό στοιχείο της Ιστορίας του Ελληνισμού είναι η συνέχεια της γλώσσας του. Το σκέλος αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό εάν υπολογίσει κανείς ότι οι Έλληνες έχουν, παγκοσμίως, το ξεχωριστό προνόμιο – μαζί με τους Κινέζους, τους Ινδούς και, με κάποια υστέρηση χρόνου, τους Εβραίους – να μπορούν να παρακολουθήσουν, σε αδιάκοπη συνέχεια μέσα στον χρόνο, την πάντα ζώσα γλώσσα τους, γραπτά, επί τουλάχιστον 3.500 χρόνια. Μάλιστα, για την ελληνική γλώσσα η συνέχεια αυτή είναι, από πολλές πλευρές, πιο καθαρή από τις τρεις άλλες».
Στην συνέχεια επισημαίνει το μεγαλείο τής ομηρικής γλώσσας, ανοίγοντάς μας ένα παράθυρο για να δούμε την ιδιαίτερη φωτεινότητα των ομηρικών επών:
«Στα έπη αυτά, η ελληνική γλώσσα φορά το πιο εντυπωσιακό της ένδυμα θαμπώνοντας μέχρι σήμερα τον μύστη της ομορφιάς της. Η ασύλληπτη δύναμη των εικόνων, η ακρίβεια των περιγραφών, οι αποχρώσεις στην αποτύπωση καταστάσεων και συναισθημάτων, ο πλούτος επιθέτων και προσδιορισμών εκτινάσσουν το επίπεδο της ελληνικής γλώσσας σε γαλαξίες εξωπραγματικής τελειότητας…»
Εξαιρετική είναι και η τοποθέτησή της απέναντι στην ερώτηση του Μάκη Προβατά για την δομική σχέση της γλώσσας μας με την ορθογραφία. Με λίγες γραμμές δίνει όλη την γοητεία, αλλά και την σπουδαιότητα, της τόσο ταλαιπωρημένης, πλέον, ορθογραφίας:
«Η ελληνική γλώσσα στηρίζεται σε σύνθετες λέξεις με επιμέρους η καθεμία σημαινόμενα, που παραπέμπουν στη φιλοσοφία ζωής στη βάση της οποίας αυτές έχουν πλαστεί στον βαθύ χρόνο. Εξ αυτού, λόγω της συνθετικότητάς της, η ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας παρουσιάζεται περίπλοκη, πλην όμως είναι εξαιρετικά καίρια, γιατί σε οδηγεί στο βάθος των λέξεων, αλλά και των εννοιών και σκέψεων που αυτές απεικονίζουν. Σήμερα, η ορθογραφία για εμάς τους Έλληνες είναι δύσκολη, ωστόσο στην αρχαιότητα δεν ήταν, μια και έγραφες όπως μιλούσες μεταφέροντας απλά τους ήχους της γλώσσας σου στον γραπτό λόγο, με τη βοήθεια του αλφαβήτου».
Χωρίς να έχω αυτό το δικαίωμα, καλώ τους αναγνώστες να αγκαλιάσουν το βιβλίο τής Μαρίας Ευθυμίου και να σταθούν με ευαισθησία σ’ αυτό το μέγα θέμα τής γλώσσας, η οποία σήμερα ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται ιδιαίτερα από τα νέα παιδιά, που έχουν αντικαταστήσει το χαρτί και τον στυλογράφο, με το πληκτρολόγιο του κινητού τηλεφώνου ή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μένοντας μακριά από την «μάνα γραφή», όπως αυτή διαμόρφωσε την ελληνική σκέψη μέσα από τα περίπου 3.500 χρόνια εξέλιξής της.
Το έντεχνο πέρασμα του Μακη Προβατά, από την γλώσσα στα άλλα βασικά στοιχεία – τομές, που διαμόρφωσαν τον Ελληνισμό, ανοίγει την θύρα στην Μαρία Ευθυμίου να εισέλθει σ’ έναν άλλο σπουδαίο χώρο, την διασπορά τών Ελλήνων:
«Από το 800 περίπου π. Χ. και μετά, ο Ελληνισμός δεν θα υιοθετήσει μόνο το αλφάβητο, αλλά θα μπει στα μεγάλα μονοπάτια που έμελλε να τον κάνουν ξακουστό, αυτόν και τη γλώσσα του, σ’ όλη τη γη. Αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί ο περίφημος ελληνικός αποικισμός. Με αυτόν, ο Ελληνισμός, μετά τη γλώσσα και τη ναυτοσύνη του, αποκτά τον τρίτο πυλώνα του: τη διασπορά».
Γιατί, άραγε, η Μαρία Ευθυμία αναγάγει σε σημαντικό παράγοντα του Ελληνισμού; Διαβάζω:
«…η διασπορά έπαιξε ρόλο στις πρωτοποριακές πολιτικές διεργασίες που οι Έλληνες έχουν να παρουσιάσουν την εποχή εκείνη.
»Η παράμετρος αυτή, η πολιτική, είναι κορυφαίας σημασίας όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για την παγκόσμια Ιστορία. Και τούτο γιατί, σ’ έναν κόσμο που λειτουργούσε αλλού με αυτοκρατορίες και βασίλεια, σε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, και αλλού, σε πρωτόγονες περιοχές, με αρχέγονες πατριαρχικές φυλετικές πολιτικές δομές, οι Έλληνες ήταν σε θέση να παρουσιάσουν μια ποικιλία πολιτευμάτων και πολιτικών πρακτικών μοναδική στον κόσμο».
Ο τίτλος τού δευτέρου μέρους, με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Ο Ελληνισμός από την ελληνιστική περίοδο έως το τέλος του Βυζαντίου», ξεκινά, επίσης, με τον βαρυσήμαντο ρόλο που έπαιξε η ελληνική γλώσσα. Κατά την Μαρία Ευθυμίου, οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου επεξέτειναν «κατά πολύ την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, μια και, μετά τον πρόωρο θάνατό του το 323 π.Χ. η αυτοκρατορία του διαιρέθηκε σε ελληνιστικά βασίλεια με επικεφαλής Έλληνες ή ελληνομαθείς και ελληνότροπους διοικητές. Μέσω της διαδικασίας αυτής, η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός επηρέασαν μακρινές περιοχές όπως το σημερινό Πακιστάν, το Αφγανιστάν ή το Ιράν, ενώ ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικράν Ασία. Είναι η περίφημη ελληνιστική εποχή, μια εποχή θριάμβου και διάχυσης της ελληνικής γλώσσας. Και του ελληνικού πολιτισμού, γιατί, στους μακρινούς αυτούς τόπους δεν άνθισε μόνο η ελληνική γλώσσα, αλλά λειτούργησαν γυμνάσια και φιλοσοφικές σχολές και ρητορικές σχολές, μια και οι εντόπιοι επεδίωκαν να ζουν κατά τον τρόπο των Ελλήνων.
»Η διάχυση ήταν τόσο μεγάλη και τόσο έντονη, που έπαιξε ρόλο σε πλευρές και περιοχές απρόσμενες. Μεγάλη συζήτηση, παραδείγματος χάριν, γίνεται σήμερα και πολλά στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο Βουδισμός, στον 4ο και τον 3ο αι. π. Χ. στη βόρεια Ινδία, επηρεάστηκε σημαντικά, τόσο στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις όσο και στη θρησκευτική του τέχνη, από την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Το ίδιο και ο εβραϊκός κόσμος, του οποίου οι λόγιοι, στους αιώνες προ και μετά Χριστόν, χρησιμοποιούσαν τόσο εκτεταμένα την ελληνική στον γραπτό και στον προφορικό τους λόγο, ώστε η εβραϊκή κοινωνία θεώρησε το φαινόμενο επικίνδυνο για τις παραδόσεις και την ύπαρξή της και χρειάστηκε να αντιδράσει για να το αναχαιτίσει.
»Την έκταση του φαινομένου μαρτυρεί και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά στα ελληνικά κατά τον 3ο αι. π. Χ., η περίφημη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Η μετάφραση αυτή έγινε περί το 280 π. Χ. στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια από 72 δίγλωσσους λογίους της πόλης. Όχι από Έλληνες που γνώριζαν την εβραϊκή, αλλά το αντίστροφο: από Εβραίους λογίους που γνώριζαν την ελληνική…»
Συνεχίζοντας το ταξίδι της στον χρόνο, η Μαρία Ευθυμίου, θα περάσει στους Ρωμαίους και στην εισαγωγή ελληνικών λέξεων στο λατινικό λεξιλόγιο, που σχετίζονται «…σε μεγάλο βαθμό, με υψηλές διεργασίες του πολιτισμού και αφορούν την αισθητική, τη φιλοσοφία, το θέατρο, την πολιτική, τη θρησκεία, την ποίηση, τις τέχνες, την ιατρική, τα μαθηματικά, τη μουσική…»
Με το πέρασμα αυτό θα φτάσει στο κομβικό σημείο συνάντησης του Χριστιανισμού με τον Ελληνικό Πολιτισμό. Το ίδιο το όνομα «Χριστός» έχει καθαρά ελληνική προέλευση, όπως και το σύμβολο ΙΧΘΥΣ, ως ακρωνύμιο των λέξεων «Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ». Ακολούθως «Καθώς εξελίσσεται, ωριμάζει και οργανώνεται η νέα θρησκεία, οι όροι που υιοθετούνται απ’ αυτήν είναι ελληνικοί: ο χώρος συνάθροισης και προσευχής ονομάζεται ‘‘εκκλησία’’· η ιερή διαδικασία εμβάπτισης στο νερό, ‘‘βάπτισμα’’· η απόκλιση από τη σωστή θρησκευτική άποψη, ‘‘αίρεση’’· η κεφαλή εκκλησιαστικής διοίκησης, ‘‘Πατριάρχης’’· η διαδικασία ομαδικής απότισης τιμής προς τον Θεό, ‘‘λειτουργία’’· οι μουσικοί στίχοι που απευθύνονται προς αυτόν ‘‘ψαλμοί’’ και ‘‘ύμνοι’’· ο πιστός που ταξιδεύει κηρύσσοντας τη νέα θρησκεία, ‘‘απόστολος’’· ο πιστός που μυεί τον άλλον στα της θρησκείας, ‘‘κατηχητής’’ και αυτό που ο κατηχητής κάνει, ‘‘κατήχηση’’ κ.λπ. Φυσικό ήταν, λοιπόν, όταν οι μαθητές του Ιησού αποφάσισαν να γράψουν όσα ο δάσκαλός τους έπραξε και είπε, αν και Εβραίοι οι ίδιοι και κάτοικοι ρωμαϊκής επαρχίας, να μην επιλέξουν για να συντάξουν το έργο τους την εβραϊκή ή τη λατινική, αλλά την ελληνική. Τα δε πονήματά τους αυτά ονομάσθηκαν, επίσης αυτονοήτως, με όρο ελληνικό, ‘‘Ευαγγέλια’’, μια και έφερναν το ‘‘ευχάριστο άγγελμα’’ στους ανθρώπους…»
Λόγος επιστημονικός, ο λόγος της, αλλά συνάμα και γλυκύτατα απλός, έτσι ώστε να γίνεται απόλυτα κατανοητός από οποιονδήποτε αναγνώστη, γιατί η Μαρία Ευθυμίου δεν απευθύνεται στην περιορισμένη επιστημονική κοινότητα, αλλά στην πλατιά ελληνική κοινωνία, θέλοντας αυτήν να αφυπνίσει και να την στρέψει εκεί όπου υπάρχουν οι ρίζες και τα θεμέλια του Ελληνισμού. Αντιγράφω ακόμα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Ο Χριστιανισμός δεν ανδρώθηκε, κατά τους αιώνες της διαμόρφωσής του, μόνο από την ελληνική γλώσσα, αλλά και από τον ελληνικό πολιτισμό. Και μάλιστα από το θρησκευτικό σύμπαν των Ελλήνων με τους πολλούς θεούς τους, τους ημίθεους, τους ναούς, τα μυστήρια, τα σύμβολα, τις τελετουργίες, τις ψαλμωδίες, τις αποτυπώσεις των θεών τους σε τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και αγάλματα. Έτσι, γρήγορα, η εβραϊκής καταγωγή ανεικονική μονοθεϊστική σύλληψη του Χριστιανισμού έδωσε τη θέση της σε απεικονίσεις του θείου, σε πλήθος αγίων, οσίων και μαρτύρων, αλλά και σε μυστήρια και σε μεγάλο αριθμό άλλων συλλήψεων και πρακτικών των Ελλήνων».
Απόλυτα ενδιαφέρουσες, και βεβαίως ορθές, είναι στην συνέχεια οι απόψεις της για την καθιέρωση των ονομάτων «Έλληνας», «Γραικός», «Ρωμιός», καθώς η Μαρία Ευθυμίου περνά έντεχνα από το ένα θέμα στον άλλο, και από την μια ενότητα στην άλλη, για να φτάσει στο Βυζάντιο και στο κρίσιμο σημείο τής αντιπαλότητας των ενωτικών με τους ανθενωτικούς, που ευθύνεται – σε κυρίαρχο βαθμό – και για την τελική πτώση τού Βυζαντίου. Γιατί, άραγε, ενώ όλοι ένιωθαν την καυτή ανάσα του Τούρκου στον αυχένα τους, επέμεναν στον ανθενωτισμό τους; Για την Μαρία Ευθυμίου, η απάντηση προέρχεται από την ίδια την πραγματικότητα, που έχει σχέση με την καθημερινότητα, όπως την βίωναν οι άνθρωποι της εποχής:
«Η σταθερή αυτή στάση της βυζαντινής κοινωνίας σχετιζόταν, σε έναν βαθμό, με το γεγονός ότι, στις λατινοκρατούμενες περιοχές, η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετωπιζόταν από τους Καθολικούς Δυτικούς κυριάρχους, κατά κανόνα, με περιφρόνηση και αποκλεισμούς, ενώ, αντίθετα, στις τουρκοκρατούμενες περιοχές εξακολουθούσε να λειτουργεί χωρίς να βλαφτεί η εκκλησιαστική της ιεραρχία. Για να γίνει το γεγονός βαρύτερο, η περιφρονητική στάση των ισχυρών, πλέον, Δυτικών συνοδευόταν από απαίτηση Ένωσης των δυο Εκκλησιών στη βάση των προταγμάτων της Δυτικής και όχι της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τούτο ο μέσος Βυζαντινός το εξελάμβανε ως μεγίστη προσβολή, την οποία δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί…
{…}
»Αυτή η περίοδος, όπως και η περίοδος του ίδιου του Σχίσματος, διαμόρφωσε αισθήματα απώθησης, δυσπιστίας και αντιπαλότητας των Ορθοδόξων απέναντι στους Καθολικούς και τη Δύση – και αντίστροφα. Αισθήματα που, σε έναν βαθμό και υπό περίπλοκες ιδεολογικές διαδρομές, συνοδεύουν τον Έλληνα μέχρι σήμερα, παρ’ όλη τη στενή πολιτική και διπλωματική σύνδεσή του, κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια, με τη Δύση…»
Ακολουθώντας την ιστορική πορεία τών γεγονότων, η Μαρία Ευθυμίου, μπαίνει στο τρίτο μέρος του ‘‘ταξιδιού’’ της στο χθες τού Ελληνισμού, με την ενότητα «Αντιμετωπίζοντας ανακατατάξεις και προκλήσεις».
Στέκεται στο ευαίσθητο σημείο τού περάσματος από το Βυζάντιο στον Νέο Ελληνισμό, εξετάζοντας τρεις καθοριστικής σημασίας συγκυρίες: Το 1453 με την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, το 1204 με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους και το 1071 με την ήττα τών Βυζαντινών από τους Τούρκους στο Ματζικέρτ.
Λαμβάνοντας δε αφορμή από ερώτηση του Μάκη Προβατά για την θεωρία τού Φαλμεράυερ και τις αντιδράσεις που την αποδυνάμωσαν, αναφέρεται σε ιδιαίτερα στοιχεία που παρατηρήθηκαν κατά την Τουρκοκρατία στον ελλαδικό χώρο, όπως τους Βλάχους και τους Αρβανίτες, τις αλλαξοπιστίες ως συνέπεια των τουρκικών απειλών και εκβιασμών, την μαζική εγκατάσταση των Εβραίων στην Ελλάδα, την επιστήμη και την ελληνική παιδεία (με ευρύτατες αναφορές στα φωτεινά πνεύματα που συνέβαλαν τα μέγιστα στην αφύπνιση του Ελληνισμού – Ευγένιος Γιαννούλης, Κοσμάς ο Αιτωλός, Μανώλης ο Καστοριανός και άλλοι), την ίδρυση των ελληνικών σχολείων, τα ελληνικά βιβλία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά τών προεπαναστατικών χρόνων, το εμπόριο και την άνθιση της ναυτοσύνης…
Για τον ρόλο τής τελευταίας επισημαίνει τα μεγάλα οφέλη της και τις σημαντικές προσωπικότητες που διακρίθηκαν οργώνοντας τις θάλασσες, ποιώντας ιδιαίτερη μνεία σε δυο πρόσωπα ιδιαίτερης ακτινοβολίας, τον Κεφαλλονίτη Ιωάννη Φωκά και τον στεριανό Λάμπρο Κατσώνη, από την Λιβαδιά της Βοιωτίας. Αξίζει να μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από την αναφορά της στον τελευταίο:
«…Μετά την αφυπηρέτησή του (από το Ρωσικό ναυτικό), ανταμείφθηκε με μεγάλο κτήμα στην περιοχή της Κριμαίας, το οποίο και, από νοσταλγία για τη γενέτειρά του πόλη, ονόμασε ‘‘Livadiya‘’. Σε αυτό ακριβώς το κτήμα, στο Ανάκτορο Λιβάντια, έγινε το 1945, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η συνάντηση Τσόρτσιλ-Στάλιν-Ρούσβελτ και υπογράφηκε η περίφημη Συμφωνία της Γιάλτας, που έμελλε να καθορίσει πολλά για τις τύχες της ανθρωπότητας στον μεταπολεμικό κόσμο…»
Η γοητεία τού «Ρίζες και θεμέλια», όπως και του προηγούμενου βιβλίου τής Μαρίας Ευθυμίου, εντοπίζεται στο πόσο ‘‘απαλά’’ περνά από το ένα θέμα στο άλλο, προσφέροντας στον αναγνώστη την χαρά που του επιφυλάσσει ένας δεινός αφηγητής στο ακροατήριο. Διαβάζοντας, ανακαλώ στην μνήμη μου, αυτόματα, την Μαρία Ευθυμίου στις διαλέξεις της, να κινείται πάνω κάτω χειρονομώντας, με το πρόσωπό της ν’ αλλάζει συνεχώς εκφράσεις, μπροστά σ’ ένα καθηλωμένο ακροατήριο.
Η αναφορά στην ναυτοσύνη και τον μεγάλο ρόλο που έπαιξε στα προεπαναστατικά χρόνια, οδηγεί στην σπουδαία συμμετοχή τής Φιλικής Εταιρείας και στο «Μέρος Δ΄», που τιτλοφορείται «Η ώρα των μεγάλων τομών».
«Ο Ελληνισμός από το 1821 έως τα μέσα του 19ου αιώνα», ως κεφάλαιο, ανοίγει με την ερώτηση του Μάκη Προβατά για τις «κρίσιμες συνθήκες», που συναντήθηκαν ώστε να κάνουν αναπόφευκτη την «Επανάσταση του Γένους».
«Η επανανάδυση και η σταδιακή χαλύβδωση των τριών πυλώνων που διαχρονικά στηρίζουν τα θεμέλια του Ελληνισμού -δηλαδή η γλώσσα και η παιδεία, η ναυτιλία και το εμπόριο, η διασπορά και η επανατροφοδότηση- ήταν εκείνες που επέτρεψαν στο Έθνος, κυρίως κατά τους δυο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να αντλήσει δυνάμεις και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τους στόχους του», απαντά, η Μαρία Ευθυμίου, και μας εισάγει στο κλίμα τής εποχής, εστιάζοντας πρώτα στις διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την Επανάσταση:
«…οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που βρέθηκαν σε δυτικοευρωπαϊκό περιβάλλον άκουσαν εκεί για τους προγόνους τους και τα επιτεύγματά τους και τους θαύμασαν και οι ίδιοι· κολακεύτηκαν από το γεγονός ότι η Δυτική Ευρώπη, η πιο προχωρημένη περιοχή του κόσμου σε κάθε πεδίο του ανθρώπινου πολιτισμού, περίμενε από αυτούς πολλά, ακριβώς γιατί ήταν απόγονοι τόσο αξιοθαύμαστων προγόνων· πείσμωσαν από την επιθυμία να γίνουν αντάξιοι των προσδοκιών αυτών – πράγμα που προϋπέθετε την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κυριαρχία».
Με αυτούς τους στοχασμούς, η Μαρία Ευθυμίου, μας οδηγεί στον χώρο τών λόγιων, που καλλιέργησαν την ιδέα τού Έθνους, τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Δημήτριο Καταρτζή, τον Κωνσταντίνο Κούμα, τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, τον Επτανήσιο Νικηφόρο Θεοτόκη, τον Θεσσαλό Στέφανο Δούκα, τον Τυρναβίτη Ιωάννη Πέζαρο, τον Νεόφυτο Βάμβα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Ρήγα Βελεστινλή, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, τον Κωνσταντίνο Οικονόμου εξ Οικονόμων, τον Ιωάννη Πρίγκο και άλλους.
«Στόχος των λογίων αυτών τώρα ήταν, ανάμεσα σ’ άλλα, να αποκαθάρουν την ελληνική από τις πολυάριθμες ιταλικές και τουρκικές λέξεις που, από τον 13ο αιώνα και στο εξής, είχαν παρεισφρήσει σε αυτήν, είτε επαναφέροντας τις παραμερισθείσες είτε δημιουργώντας νέους ελληνικούς όρους στη βάση των βαθιών νημάτων σύνθεσης της γλώσσας μας. Και το επέτυχαν με τρόπο συστηματικό και ευρηματικό, έτσι ώστε οι περισσότεροι από εμάς να μην γνωρίζουμε ότι μια σειρά όρων και λέξεων που σήμερα χρησιμοποιούμε ευρέως είναι νεόπλαστες, όπως, παραδείγματος χάριν, οι λέξεις ‘‘ανεξιθρησκία’’, ‘‘εξόντωσις’’, ‘‘επιβάρυνσις’’, ‘‘λαθρεμπόριον’’, ‘‘δημοσιότης’’, ‘‘δημοσιογράφος’’, ‘‘πλειοψηφία’’, ‘‘χειροκροτώ’’ και πολλές άλλες που δημιουργήθηκαν το 1760, 1766, 1805, 1809, 1824, 1826, 1833, 1856 αντιστοίχως».
Θεωρώ πως οι σκέψεις τής Μαρίας Ευθυμίου κινούνται στον χώρο τής απόλυτης κατανόησης των γεγονότων, τα οποία συνέργησαν ώστε η Επανάσταση να δημιουργήσει τις συνθήκες που οδήγησαν στην δημιουργία τού Κράτους. Δεν αποσιωπά τις μαύρες σελίδες· τονίζει όμως και τα θετικά στοιχεία, αφού αυτά μπορούν να είναι χρήσιμα στην πορεία τού Ελληνισμού. Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Στα θετικά θα κατέτασσα την ετοιμότητα των στελεχών του Έθνους, λογίων, προυχόντων, εμπόρων, καραβοκύρηδων, κληρικών, ενόπλων, να μετάσχουν σ’ αυτό το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, μέχρι την τελική έκβαση. Κυρίως όμως, θα απέτια φόρο τιμής στη βουβή καρτερία των απλών καθημερινών ανθρώπων που άντεξαν οκτώ χρόνια σκληρού και βίαιου πολέμου, οκτώ χρόνια καταστροφών, σφαγών και δηώσεων, προκειμένου να δουν να διαμορφώνεται ένα νέο, φωτεινότερο μέλλον γι’ αυτούς και την κοινωνία τους».
Σοφή η στάση της απέναντι στα γεγονότα που συντέλεσαν και διαδραμάτισαν κορυφαίο ρόλο στην δημιουργία τού κράτους μας:
«Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3/2/1830) ήταν ακρογωνιαίας σημασίας για την Ιστορία της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων, μια και δημιούργησε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, με ό,τι αυτό σήμαινε για τις περαιτέρω εξελίξεις…»
Αποδίδοντας την ιστορική τιμή στον λόρδο Τζορτζ Κάννινγκ, γράφει:
«Ο Κάννινγκ, ως υπουργός Εξωτερικών (στη συνέχεια πρωθυπουργός) της μεγαλύτερης δύναμης του κόσμου εκείνη την εποχή, υπερασπίστηκε στο αγγλικό Κοινοβούλιο την άποψη ότι η Αγγλία έχει συμφέρον να αλλάξει στάση απέναντι στον Αγώνα των Ελλήνων και να διευκολύνει τη δημιουργία ελληνικού μορφώματος στον νότο της Βαλκανικής…»
Η ιδιαίτερη ματιά τής ιστορικού ανασύρει πρόσωπα του Αγώνα, που ελάχιστα γνωρίζουμε, τα οποία μέσα από σκέψεις ιδιαίτερης βαρύτητας, αποκτούν την δόξα που τους ανήκει. Αυτό είναι και ένα ‘‘μάθημα’’ για τους μελετητές τής Ιστορίας, που στέκονται μόνο στις συγκρούσεις ή στις γκριζόμαυρες σελίδες εκείνης τής τιτάνιας αναμέτρησης. Γράφει:
«…η Επανάσταση τα είχε όλα, καλά και κακά. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που ξεχωρίζω και με συγκινούν μελετώντας το ήθος και τα έργα τους, θα επέλεγα να αναφέρω τρεις – η κάθε μια από άλλον τόπο και από άλλες κοινωνικές καταβολές, αλλά με το ίδιο φως στην ψυχή και τη δράση τους».
Η ματιά της, λοιπόν, σταματά στον βίο και την πολιτεία τού εμπόρου και πλοιοκτήτη Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν «…προεπαναστατικά ο πλουσιότερος άνθρωπος της Πάτρας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας». Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος έχασε τα πάντα στον Αγώνα, χωρίς ποτέ να απαιτήσει κάποια διάκριση. «Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, βρέθηκε στην πολιορκούμενη πόλη ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που είχε σταλεί από την κυβέρνηση για τη διοίκηση των πραγμάτων της δυτικής Ελλάδας. Στάθηκε όρθιος σε όλες τις δοκιμασίες, μετέσχε σε όλες τις δράσεις πάνω στις τάπιες τις ιερές. Σκοτώθηκε ξημερώνοντας η 11η Απριλίου 1826, τη φοβερή νύχτα της Εξόδου, όρθιος, φωτεινός και αξιοπρεπής, όπως είχε ζήσει».
Μένοντας στην τραγική μοίρα τού Μεσολογγίου, φωτίζει δύο ακόμα πρόσωπα, άγνωστα στους πολλούς. Πρόκειται για τον Χιώτη στην καταγωγή Μιχαήλ Κοκκίνης, ο οποίος «…είχε σπουδάσει μαθηματικά και μηχανική στη Βιέννη και είχε χρηματίσει, για ένα διάστημα, καθηγητής στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, το θρυλικό αυτί ίδρυμα υψηλής ελληνικής παιδείας της Βλαχίας».
Ήταν αυτός που σχεδίασε τα τείχη τού Μεσολογγίου και έπεισε τους Μεσολογγίτες να δουλέψουν ασταμάτητα για την κατασκευή τους, αλλά και τις επισκευές τους κατά την διάρκεια των δυο πολιορκιών τής μαρτυρικής πόλης. Η τύχη του;
«Σκοτώθηκε κι αυτός, ‘‘ο πλείστον συντελέσας εις την άμυναν μηχανικός’’ κατά τη μεγάλη νύκτα της Εξόδου. Συχνά, όταν μελετώ τα του Κοκκίνη, σκέφτομαι πως κάποιο πολυτεχνείο, κάποια ανώτερη ή ανώτατη τεχνική σχολή της χώρας μας θα έπρεπε να ονομαστεί προς τιμήν αυτού του παλικαριού. Αυτού του ανιδιοτελούς, ακάματου, ξεχωριστού Έλληνα μηχανικού».
Το άλλο πρόσωπο είναι ο Κώστας Λαγουμιτζής ή Χορμοβίτης ή Αργυροκαστρίτης, που στα κείμενα της Επανάστασης ως Κωστάκης. Για το ‘‘Κωστάκης’’ η Μαρία Ευθυμίου, μας πληροφορεί πως το ‘‘-άκης’’ ήταν τιμητικό: «στο τέλος του βαπτιστικού του ονόματος, όπως έγινε και με τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος μετά τη νίκη του στα Δερβενάκια, προσφωνούνταν τιμητικά πλέον απ’ όλους Θεοδωράκης».
Ποια ήταν η προσφορά του Κωστάκη Λαγουμιτζή; Ας διαβάσουμε ένα μικρό απόσπασμα γι’ αυτήν:
«…έκανε θαύματα με άκρα ανιδιοτέλεια και εγρήγορση, καθώς έσπευδε σε κάθε κρίσιμη πολιορκία του Αγώνα και έσωζε καταστάσεις ακυρώνοντας, με αντιλαγούμια, απόπειρες των Τούρκων να υπονομεύσουν με εκρηκτικά πόλεις και τείχη των Ελλήνων. Η εικόνα του ήταν οικεία στους αγωνιστές, μια και, επί ώρες και ώρες, άγρυπνος νύχτες ολόκληρες, έβαζε το αυτί του στο χώμα, εντόπιζε υπόγειες δράσεις των υπονομοποιών του εχθρού και άρχιζε αμέσως το δικό του έργο. Έκανε τη διαφορά σε κρίσιμες πολιορκίες, όπως αυτή του Μεσολογγίου το 1825-1826 και της Ακρόπολης των Αθηνών το 1826-1827, με τον Μακρυγιάννη να γράφει για αυτόν τον ‘‘αθάνατο, περίφημο, γενναίο και τίμιο πατριώτη’’: ‘‘Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς του δίνει ο Κιτάγιας {ο Κιουταχής} να γυρίση {να δουλέψει για τους Τούρκους}, δια σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί».
Όμως δεν μπορώ να κρατηθώ και να μην αντιγράψω την συνέχεια του κειμένου, που αποτελεί εξομολόγηση της ίδιας της ιστορικού, εξομολόγηση ιδιαίτερα συγκινητική, αφού αποκαλύπτει ότι η Ευθυμίου δεν ‘‘χειρουργεί’’ την Ιστορία, αλλά την προσεγγίζει ως προσκυνητής ιερών τόπων:
«Μπορεί να είμαι νεραϊδοχτυπημένη, αλλά πρέπει να πω ότι, από σεβασμό στα πρόσωπα που σας ανέφερα, όταν στην Αθήνα όπου ζω συμβαίνει να περνώ τη λεωφόρο Λαγουμιτζή ή την οδό Παπαδιαμαντοπούλου, έχω την επιθυμία να κατεβώ από το λεωφορείο και να προσκυνήσω το κράσπεδο του δρόμου. Για να αποτίσω φόρο τιμής στο ήθος, στην αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια, το δόσιμο αυτών των ανθρώπων. Που ήταν εκεί όπου έπρεπε, όπως έπρεπε, οποτεδήποτε έπρεπε. Χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς επίδειξη. Απλά επειδή ήταν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν, με κάθε κόστος, τον μεγάλο κοινό στόχο στον οποίο πίστευαν».
Αυτή η εξομολόγηση, μού θυμίζει κάποια λόγια της από την ομιλία της κατά την τελετή απονομής σ’ αυτήν του «Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού», τον Δεκέμβριο του 2013: «Γεννιόμαστε εύθραυστα, θνησιγενή όντα, ωστόσο το παρελθόν που εμπεριέχεται μέσα μας, μας συνδέει με τον βαθύ χρόνο και μας εγκαθιστά στην αιωνιότητα… Ο χρόνος – η συνείδηση του χρόνου, άρα και του θανάτου – είναι αυτό που μας καθιστά συνειδητούς μετόχους της Ιστορίας…»
Πόση φιλοσοφία για το ποιοι είμαστε κρύβουν αυτές οι αράδες; Πόσες φιλοσοφικές απόψεις συνοψίζονται σ’ αυτήν την σκέψη τής Μαρίας Ευθυμίου; Η Μαρία Ευθυμίου παραδίδει μαθήματα προσωπικής αυτογνωσίας. Χωρίς την εσωτερική μας βύθιση, το ταξίδι μας στη ζωή, είναι απλά μια τουριστική βόλτα που δεν αφήνει την ελάχιστη σκόνη πίσω της. Και η αυτογνωσία είναι συνάρτηση της εσωτερικότητας.
Η Μαρία Ευθυμίου, σελίδα τη σελίδα, ξεδιπλώνει την κριτική ματιά της με ιδιαίτερη ευαισθησία, προσεγγίζοντας τα γεγονότα μέσα από τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα ήθη και τις συνθήκες τών συγκεκριμένων χρονικών σημείων.
Η ματιά της είναι, τόσο διεισδυτική, όσο και περισκοπική. Εισχωρεί στα βάθη τής Ιστορίας που αφορά τον Αγώνα, επισημαίνοντας κάποια από τα ιδιαίτερα και σημαντικά στοιχεία, όπως την «…αποκοπή της Εκκλησίας του επαναστατημένου ελληνικού χώρου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως», τις Εθνοσυνελεύσεις, τα Συντάγματα (με ιδιαίτερη μνεία στο Σύνταγμα του 1864. Που «…θεωρείται ένα από τα τελειότερα παγκοσμίως – για τη ζώνη του χρόνου που εκπονήθηκε – και, στην ουσία αποτελεί τη βάση των κατά καιρούς συνταγματικών μετατροπών που έχουν έκτοτε, και μέχρι σήμερα, γίνει στην ελληνική πολιτική ζωή), τον Φιλελληνισμό με τους Φιλέλληνές του, αλλά και την αντιμετώπιση της Επανάστασης από την Δύση. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Η νίκη τους (των στόλων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στο Ναυαρίνο), απέναντι στον στόλο του Ιμπραήμ που απειλούσε με εξολοθρεμό την Πελοπόννησο σηματοδοτεί μεγάλη καμπή στη σχέση των Ελλήνων με τη Δύση. Αλλά και καμπή στην παγκόσμια διπλωματική σκηνή, μια και είναι η πρώτη φορά που ένοπλες δυνάμεις χωρών επεμβαίνουν συνδυασμένα σε τρίτη χώρα για την αποτροπή ‘‘ανθρωπιστικής καταστροφής’’…
[…]
»Μετά την εμπλοκή αυτή, Γαλλία, Ρωσία και Αγγλία συνέχισαν τη διπλωματική τους δράση και εγρήγορση για το ελληνικό ζήτημα, που κατέληξε στη δημιουργία ελληνικού κράτους – ανεξάρτητου τελικά, χάρις την επιμονή της Αγγλίας, και όχι αυτόνομου, όπως μέχρι τότε προδιαγραφόταν».
Το κεφάλαιο αυτό, που εξετάζει την κατάσταση στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, κλείνει με μια σύντομη, αλλά ουσιαστική αναφορά στην παρουσία των Βαυαρών στην Ελλάδα. Η θαρραλέα της φωνή ερμηνεύει τους δεσμούς τής χώρας με τη Δύση:
«Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ: όλες οι περιοχές του μεγάλου δυτικού πολιτισμού με τον οποίο – ας μην το ξεχνάμε – εξαρχής, από το 1821, αποφασίσαμε συνειδητά να στοιχηθούμε. Και, ανάλογα με την εποχή, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, στοιχηθήκαμε και στοιχιζόμαστε ακόμα».
Με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οράματα, κέρδη και απώλειες», προχωράμε στο πέμπτο μέρος (και τελευταίο τού βιβλίου), όπου η Μαρία Ευθυμίου και ο Μάκης Προβατάς, προσεγγίζουν το θέμα «Ο Ελληνισμός από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα».
Η κριτική σκέψη τής Μαρίας Ευθυμίου ‘‘ταξιδεύοντας’’ πίσω στον χρόνο, φωτίσει με τον δικό της τρόπο, τα σημαντικά που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του Κράτους, όπως η διαμόρφωση των συνόρων, οι πολιτικές προσωπικότητες που είχαν διεθνή εμβέλεια, το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, οι Εθνικοί Ευεργέτες, ο Ελληνισμός τής Αιγύπτου, το Μακεδονικό Ζήτημα, το θέμα της Ανατολικής Ρωμυλίας, το ζήτημα του Πριγκιπάτου τής Πίνδου με την Ρωμαϊκή Λεγεώνα, τα επιτεύγματα ως Κράτος, τις μαύρες, αλλά και τις φωτεινές σελίδες τής πορείας του…
Αναφερόμενη στις πολιτικές προσωπικότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις τής χώρας με τους διεθνείς παράγοντες, φωτίζει (λακωνικά) τα πρόσωπα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, «τον σημαντικότερο πολιτικό της Επανάσταση του 1821, τον πολύγλωσσο, οραματιστή, ιδεολόγο, βαθιά μορφωμένο, διορατικό άνδρα που έπαιξε ρόλο όσο κανείς στις πολιτικές, ιδεολογικές, διπλωματικές εξελίξεις του Αγώνα».
Ακόμα, φωτίζει το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια, «τον πιο ξακουστό Έλληνα της εποχής του, διπλωμάτη παγκοσμίου διαμετρήματος και καριέρας, που άφησε τα πάντα προκειμένου να υπηρετήσει ανιδιοτελώς την πατρίδα του…»
Η επόμενη στάση της αφορά τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, «τον ήπιο, έντιμο και εργατικό πολιτικό, που έθεσε τόσο χρήσιμες βάσεις στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1860 και του 1870».
Στη συνέχεια αποτίει φόρο τιμής στον «αφοσιωμένο, οραματιστή, ικανό, πραγματιστή, εργατικό, πείσμονα Χαρίλαο Τρικούπη, που βελτίωσε την οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας στη δεκαετία του 1880 και του 1890, προχωρώντας, ανάμεσα στα άλλα, σε σπουδαία τεχνικά έργα που άλλαξαν την όψη και την οικονομία της χώρας, μέχρι σήμερα».
Ακολουθώντας την γραμμή τού χρόνου, στέκεται στην μεγάλη προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου, «τον γίγαντα της ελληνικής πολιτικής ζωής της πρώτης τριακονταετίας του 20ου αιώνα, που εκσυγχρόνισε τη χώρα υπερδιπλασιάζοντας τα σύνορα – και το κύρος της.
Τέλος, εστιάζει το βλέμμα της στον Κωνσταντίνο Καραμανλή «που, στη δύσκολη μεταπολεμική Ελλάδα του 1950, του 1960 και του 1970, έπαιξε ρόλο καίριο οδηγώντας την στην ανάπτυξη – αλλά και στην ευρωπαϊκή επιλογή, την τόσο κομβική για τη χώρα στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Θέλω επίσης να σταθώ στην ξεκάθαρη στάση της σε ό,τι αφορά το ζήτημα του Πριγκιπάτου τής Πίνδου με την Ρωμαϊκή Λεγεώνα, θέμα που απασχόλησε πολλούς ιστορικούς και επέτεινε τα δεινά τής Κατοχής σε κάποιες περιοχές τής χώρας:
«…η Ρουμανία, αξιοποιώντας κάποιους από τους ρουμανίζοντες Έλληνες Βλάχους, προσπάθησε δύο φορές, με τη βοήθεια της Ιταλίας – κυρίως κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η Ρουμανία βρισκόταν, όπως και η Ιταλία, με την πλευρά του Άξονα -, να δημιουργήσει στην Πίνδο ‘‘βλάχικο πριγκιπάτο’’. ‘‘Πρίγκιπας’’ του ‘‘Πριγκιπάτου της Πίνδου’’, με έδρα τη Σαμαρίνα, ορίστηκε από τις ιταλικές αρχές κατοχής ο ρουμανίζων Σαμαρινιώτης Βλάχος Αλκιβιάδης Διαμαντής, που ήταν ήδη συνεργάτης των Ιταλών και είχε, επί τούτου, ιδρύσει τη ‘‘Ρωμαϊκή Λεγεώνα’’ ή ‘‘Λεγεώνα των Βλάχων’’. Το όλο σκηνικό του ‘‘πριγκιπάτου’’ αυτού, πάντως γρήγορα κατέρρευσε, καθώς αντιστάθηκαν σθεναρά τόσο οι Έλληνες Αρωμούνοι όσο και η ελληνική Εθνική Αντίσταση, που αγρυπνούσε».
Διαβάζω έναν στοχασμό της, που αποκαλύπτει με πόση κατανόηση και σοφία αντιμετωπίζει την πορεία τής Ελλάδας μέσα σ’ αυτούς τους δύο αιώνες που αποτελεί κράτος:
«Η Ελλάδα, στα διακόσια αυτά χρόνια, έκανε τεράστια βήματα προς τα εμπρός. Και αυτό δεν έγινε αυτομάτως, παρά μετά από προσπάθειες ανθρώπων που πίστεψαν, προσπάθησαν, μόχθησαν, επέτυχαν, απέτυχαν, επέμειναν.
»Υπογραμμίζοντας μόνο τα κακά της κοινωνίας μας και διαγράφοντας τα καλά αδικούμε τους προγόνους μας – στο τέλος τέλος τους ίδιους μας τους εαυτούς – για τα όσα αυτοί έπραξαν και οραματίσθηκαν, για όσα εμείς πράξαμε και οραματισθήκαμε.
»Εκείνο, ίσως, που θα ήταν το ακριβέστερο να πούμε είναι ότι η Ελλάδα, ως ανεξάρτητο κράτος, τα τελευταία διακόσια χρόνια πέτυχε πολλά – λιγότερα, όμως, από αυτά που θα μπορούσε να είχε επιτύχει εάν είχε δράσει σωφρονέστερα και συστηματικότερα, εάν είχε αποφύγει συνολικές και ατομικές νοοτροπίες και συμπεριφορές που την έβλαψαν και τη βλάπτουν σοβαρά μέσα στον χρόνο.
»Και θα ήταν σημαντικό να προσθέσουμε στις προσθαφαιρέσεις μας αυτές, για μία αίσθηση του μεγέθους των πραγμάτων, πως η Ελλάδα δεν ήταν μόνο το πιο πρωτοπόρο και επιτυχημένο εθνικό κράτος της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 19ο αιώνα, αλλά κράτησε τη θέση αυτή – και σε πολλά πεδία την κρατά ακόμα – για μεγάλο διάστημα, ως προς πολλούς δείκτες της πολιτικής, οικονομικής, διπλωματικής, πνευματικής και πολιτιστικής της πραγματικότητας…
»Αξίζει στο σημείο αυτό να λεχθεί, παραδείγματος χάριν, πως παρ’ όλη την οικονομική κρίση που τη μαστίζει από το 2010, σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΟΗΕ σε σχέση με το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των 193 χωρών της γης για το έτος 2016, με το Μονακό στην πρώτη θέση, η Ελλάδα βρισκόταν στην 43η θέση, η Τουρκία στην 61η, η Ρωσία στην 70η, η Κίνα στην 74η θέση».
Θα κλείσω το σημείωμα αυτό, με την ελπίδα ότι έδωσα κάποιες από τις βασικές θέσεις τής Μαρίας Ευθυμίου, έχοντας, βεβαίως, παραλείψει πληθώρα άλλων. Όμως θα ολοκληρώσω, εστιάζοντας σε δυο σημαντικά:
Το πρώτο είναι πως κάθε κεφάλαιο εισέρχεται στις εποχές του με προμετωπίδα στίχους τού Οδυσσέα Ελύτη, γεγονός που μαρτυρά πως ο Οσυσσέας Ελύτης με την ποίησή του, κάλυψε όλη την διαδρομή του Γένους και του Έθνους ως Κράτος, λέγοντας τα πάντα.
Το δεύτερο είναι μια ερώτηση του Μάκη Προβατά και η απάντησή της από την Μαρία Ευθυμίου.
Μάκης Προβατάς: «Όλα αυτά τα τόσο συγκλονιστικά που έχουν συμβεί στις ζωές τόσων ανθρώπων πώς καταγράφονται τελικά στο μυαλό και στην καρδιά ενός ιστορικού;»
Μαρία Ευθυμίου: «Τούτος ο ανθρώπινος παράγοντας είναι, πιστεύω, για κάθε άνθρωπο που μελετά την Ιστορία -όχι μόνο για τον ιστορικό- ιερός. Κάθε φορά που σκύβω πάνω από μία περίοδο, προσπαθώ να σχηματίσω εικόνα του μεγέθους των προκλήσεων που, ανάλογα με τις περιστάσεις, κλήθηκαν οι παλαιότεροι -ο καθένας στην εποχή και τη θέση του- να αντιμετωπίσουν και να ανταπεξέλθουν. Και υποκλίνομαι στον αγώνα αυτόν τον συχνά τόσο καθημερινό, τόσο σιωπηλό, τόσο μικρό και, ταυτοχρόνως, τόσο μεγάλο. Που, κατά κάποιον τρόπο είναι ελληνικός αλλά είναι και παγκόσμιος, είναι των άλλων αλλά είναι και δικός σου. Ακόμα και εάν περιλαμβάνει αποτυχίες και αστοχίες. Ακόμα και εάν αποδειχθεί ότι είχε αρνητικό τελικά πρόσημο, στη μία ή στην άλλη περίπτωση.
»Γιατί νίκη είναι η προσπάθεια -η προσπάθεια όλων μας- για το καλύτερο. Η προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή σε ατομικό, ομαδικό, πανανθρώπινο επίπεδο. Και όπως συμβαίνει με τα ανθρώπινα, κάθε προσπάθεια μπορεί να σε πάει σε πολλούς δρόμους και σε αποτελέσματα που δεν είχες προβλέψει και δεν είχες φαντασθεί όταν εκκινούσες».
Σοφά λόγια, σε μια εποχή που τα έχει ανάγκη, όσο έχει το νερό, αφού δοκιμάζονται και οι αντοχές τού ανθρώπου, αλλά και η πνευματική συγκρότηση του καθενός. Ένας ήλιος το βιβλίο τής Ευθυμίου στην ομιχλώδη εποχή τής σκληρής επιδημίας που βιώνουμε. Ας γίνει κτήμα όλων τών Ελλήνων.
Λάρισα, 12/11/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου