Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη
“…Προσπάθησα επίμονα, μέσα από διηγήσεις, κρίσεις ειδικών και μη, αρμόδιων και αναρμόδιων, τεχνοκριτικών, ψυχαναλυτών, ψυχιάτρων, θαυμαστών και μη, μίζερων κριτικών, επικριτών, όπως και φανατικών θαυμαστών, γνώμες και απόψεις συγγενών, φίλων και συγχωριανών, περπάτησα νοερά στους λόφους και στα στενορύμια, στις μυστικές καταπακτές του παρελθόντος, να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα με σηματωρό πάντα το βίο και την καλλιτεχνική δημιουργία ενός τρελού “αγίου”, μιας χαρισματικής όσο και αινιγματικής μαρτυρικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας, του Τήνιου μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά.
Περπάτησα τα ανηφορικά δρομάκια του νησιού, μπήκα κρυφά στο σπίτι και στο υπόγειο κρησφύγετό του να μαζέψω τα θρύψαλα, ό,τι απόμεινε άφθαρτο από τα θρυμματισμένα τραύματά του και τα σαρακοφαγωμένα ιδιόμελα στάσιμα, μέλη της ατελεύτητης τραγωδίας που αποτελεί η περίπτωση του Γιαννούλη Χαλεπά, ενός πρωτοποριακού καλλιτέχνη, ενός γλύπτη που ταυτίστηκε με την τηνιακή γη, την πέτρα και το άσπρο τηνιακό μάρμαρο, μιας χαρισματικής, αινιγματικής και μαρτυρικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας.
Μέσα από το φάσμα των περιπετειών και τη σκληρή πραγματικότητα που σημάδεψαν τη ζωή και τη δημιουργική του πορεία προς το Γολγοθά της δημιουργίας, την πτώση και την επιστροφή του από την κόλαση στο φως του παραδείσου και της Ανάστασης, της νέας καλλιτεχνικής του ανθοφορίας, ψάχνω να ψωμίσω τη δική μου ζωή για να ικανοποιήσω την πείνα των καλλιτεχνικών μου ανησυχιών σχηματίζοντας ψηφί ψηφί το πρόσωπο και το ανάστημα του ποιητή της αθάνατης Κοιμωμένης, της Αναπαυομένης, που ο ίδιος θεωρούσε ως το αριστούργημά του και τόσων άλλων απαράμιλλων γλυπτών του. Ήθελα να δώσω μια μυθιστορηματική διάσταση στο βίο και την πολιτεία του καλλιτέχνη αδρή, σαν τη μορφή και τα υλικά που χρησιμοποίησε και τα έργα που έπλασε και σμίλεψε, όσο καλύτερα μπορούσα.
Αναλογικά, το τεράστιο, κατακερματισμένο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά μπορεί, σαφώς, να παραλληλισθεί με το αποσπασματικό ποιητικό αριστούργημα του πρωτοποριακού υπερρεαλιστή μεγάλου Νεοέλληνα ποιητή Διονυσίου Σολωμού, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του, και η ασκητική ζωή του βαίνει παράλληλα προς εκείνη του Κοσμοκαλόγερου, “αγίου” των Νεοελληνικών Γραμμάτων, του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Γιατί κι εκείνος πέρασε τη ζωή του ασκητής, σκυμμένος στα βιβλία μέσα στην υγρή του μοναξιά μεταφράζοντας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Από τη στιγμή που άρχισα να μαζεύω υλικό, ένιωθα τη σκιά του Χαλεπά να με ακολουθεί, κάποιες φορές να προπορεύεται, πάντα στους ίδιους δρόμους, στα στενά δρομάκια του χωριού του. Νόμιζα πως ακούω βήματα ανάλαφρα, ρυθμικά, τα βήματά του, λες κι ανεβοκατεβαίνει πεντάγραμμα και μουσικές κλίμακες, οκτάβες ολόκληρες της μελωδικής σιωπής που πάλλεται γύρω μας. Το βλέμμα του το γαλαζωπό, αινιγματικό και αθώο, δεν φεύγει στιγμή από τα μάτια μου. Το ανάστημά του, όσο τον πλησιάζω, γίνεται πιο επιβλητικό, τεράστιο. Μερικές φορές φάνταζε γιγάντιο σαν να αγκαλιάζει το μικρό μου σύμπαν, ν’ απλώνεται παντού, το φως του προσώπου του να σκεπάζει όλο τον κόσμο.
Αν και στοιβάζονται τα χρόνια στους ώμους της συλλογικής μνήμης, εκείνον δεν τον αγγίζει η φθορά. Δεν χάνεται, δεν τον σκεπάζει η ομίχλη του παρελθόντος. Έχει κάτι από αθανασία και αιωνιότητα πάνω του. Τα τρία τέσσερα χρόνια που ασχολιόμουν μαζί του, ζούσα σχεδόν ένα θαύμα. Δεν είναι απλό πράγμα ούτε συνηθισμένο φαινόμενο να έχεις απέναντί σου ένα γλύπτη γίγαντα.
Μπορώ να πω, ξόδεψα μέρος από την ψυχή μου ψάχνοντας λέξεις, στίχους, ονόματα ιερά πάνω σε λειασμένες επιφάνειες, χτίζοντας κάστρα πάνω στους αμμόλοφους της δικής μου αγωνίας ώσπου οι λέξεις στέρευαν, φτώχαιναν από φράσεις οι αποσκευές μου κι έμεναν λειψά τα μεγάλα μου όνειρα. Εκείνος, όπως και άλλοι συντοπίτες του καλλιτέχνες, πέρασε τη ζωή του με ένα καλέμι γλύφοντας, λειαίνοντας και δίνοντας μορφές ηρώων στο μάρμαρο κι έγραψε με το αίμα της καρδιάς του τον ένδοξο επίλογο της τραγωδίας του. Και δικαιώθηκαν μεταθανάτια.
Δούλευε χρόνια σαράντα και βάλε τον πηλό και το γύψο και το μάρμαρο. Έχτιζε το δικό του όνειρο, ένα κάστρο απέριττα διακοσμημένο για το δικό του σιωπηλό κόσμο, τον ήρεμο, γεμάτο φως που καταύγαζε τα μάρμαρα μέσα στη νύχτα του μυαλού του. Ή μήπως όχι; Σίγουρα, όχι! Η νύχτα ήταν απλωμένη γύρω του και σκίαζε τον κόσμο που δεν έβλεπε και που δεν ήθελε να δει και τον απέρριπτε με χίλιους τρόπους και τον προσπερνούσε και τον πλήγωνε.
Έγκλειστος στο δικό του κάστρο, περιχαρακωμένος, μακριά από τους πνευματικούς δυνάστες του καιρού του, δημιουργούσε γιατί έφεγγε πάντα στο μυαλό του το φευγάτο. Κι έχτιζε το δικό του κόσμο. Ήταν ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει την αδιαφορία τους και την κακομοιριά των γύρω του και να σταθεί ορθός κι αμόλυντος.
Γράφοντας πάνω στους πυρακτωμένους λόφους της υπομονής τα όνειρά του πέρασε τη ζωή του πλάθοντας και σκαλίζοντας και ζωγραφώντας σαρκοφάγους, εμφυσώντας πνεύμα ζωής σ’ επιτύμβια σώματα, σε πρόσωπα, σε κορμιά ωραία, ερωτικά παρθένων. Και τον δοξάσανε και δικαιώθηκε όταν ο θάνατος έκρουε τη θύρα της ζωής του…”
Τώρα που τα κύμβαλα της κενοδοξίας έχουν εξ ανάγκης και νόμου κοπάσει και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο πάει να βουλιάξει στη μιζέρια, ξαναγύρισα στα βιωμένα κακοτράχαλα τοπία της δικής του περίκλειστης περιοχής, προσπαθώντας να ρίξω λίγο φως στη ζωή μου και στον περιβάλλοντα χώρο, δανειζόμενη από εκείνο το ακοίμητο φως των μεγάλων δημιουργών που νίκησαν τα σκοτάδια κι έμειναν ορθοί, αλώβητοι και αιώνιοι στη συλλογική συνείδηση και μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου