15.12.20

«Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών»- Αναφορά στον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Μίλτο Σαχτούρη (Γράφει ο Χρήστος Μαυρής)


Σε όλο το σώμα (corpus) με το εκδομένο ποιητικό έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου υπάρχει πληθώρα αναφορών στην έβδομη και τελευταία μέρα της εβδομάδας, που δεν είναι άλλη ασφαλώς από την Κυριακή. Μέρα ξεχωριστή και πολύ αγαπημένη για τους περισσότερους ανθρώπους που κατοικούν αυτό τον «διακεκριμένο πλανήτη», όπως λιτά αλλά πολύ εύστοχα τον έχει χαρακτηρίσει ο Νικηφόρος Βρετάκος. Όπως διαπιστώνω, στο ποιητικό έργο του Γ. Μαρκόπουλου, υπάρχουν ποιήματα που αναφέρονται στην Κυριακή σχεδόν σε όλες τις ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, όπως π.χ. ΄΄Η θλίψις του προαστίου΄΄, ΄΄Οι πυροτεχνουργοί΄΄, ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, ΄΄Μη σκεπάζεις το ποτάμι΄΄ κ. α.. Μάλιστα, κάποια από αυτά τα ποιήματα τιτλοφορούνται μονολεκτικά, δηλαδή με μία μόνο λέξη, τη λέξη ΄΄Κυριακή΄΄, και κάποια άλλα στον τίτλο τους περιέχεται οπωσδήποτε και η λέξη ΄΄Κυριακή΄΄, όπως είναι το ποίημα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄ κ. α..
`

Οι τραγουδισμένες Κυριακές φυσικά αποτελούν κοινό τόπο στην ελληνική ποίηση, εφόσον το φαινόμενο αυτό το συναντούμε και σε πολλούς άλλους Έλληνες ποιητές, κυρίως τους παλαιότερους, τόσο αυτούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως είναι ο Μίλτος Σαχτούρης και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, όσο και αυτούς της ΄΄Γενιάς του ʼ30΄΄, όπως είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αρκούμαι νʼ αναφέρω εδώ πως ο Γ. Ρίτσος σε ένα από τα εκτενή ποιήματά του, την ΄΄Αγρύπνια΄΄ (1954), θα γράψει:
«Τραμπούκοι, τραμπούκοι, μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω
τα λεφτά μας.
Όλο μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω τις μέρες μας.
Δώστε μας πίσω το ψωμί μας, την Κυριακή μας.
Δώστε μας πίσω τη ζωή μας».

`

Η Κυριακή όμως, παρόλο που για τους περισσότερους ανθρώπους είναι μέρα αργίας και αποχής από την καθημερινή ρουτίνα τους, εννοώ πως είναι μέρα αποχής από την κουραστική δουλειά τους, συνεπώς είναι μέρα χαράς, που προσφέρεται για ξεκούραση και διασκέδαση (για πολλούς συνανθρώπους μας είναι και μέρα για έξοδο στο βουνό ή στη θάλασσα, στο γήπεδο ή στον ιππόδρομο, στο καφενείο ή στον κινηματογράφο), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους περισσότερους Έλληνες ποιητές που έχουν καταπιαστεί με αυτό το θέμα. Θέλω να πω τους Έλληνες ποιητές που κάνουν αναφορές ή μνημονεύουν τις Κυριακές στην ποίησή τους.
Αντιθέτως, όπως διαπιστώνω, γιʼ αυτούς τους ποιητές οι Κυριακές είναι συννεφιασμένες και ψυχρές, άδειες και μονότονες, έρημες και πληκτικές, θλιμμένες και άχαρες και, το κυριότερο, είναι στιγματισμένες πάντοτε από ένα θλιβερό γεγονός που συνέβη στους ίδιους ή σε κάποια άλλα άτομα από την οικογένειά τους ή από το στενό περιβάλλον τους. Γι αυτό και ονόμασα τη μικρή αυτή σπουδή μου ΄΄Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών΄΄ . Τίτλος που καλύπτει επαρκώς, νομίζω, το περιεχόμενο που περικλείεται στην εργασία μου, αλλά και για να μας θυμίζει διαρκώς, τιμής ένεκεν, το πονεμένο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη ΄΄Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών΄΄, που περιέχεται στη συλλογή του ΄΄Καταβύθιση΄΄ και εκδόθηκε το 1990, στην Αθήνα.
`

Θα δώσω στη συνέχεια κάποια ενδεικτικά παραδείγματα, τόσο από την ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου όσο και από την ποίηση του Μ. Σαχτούρη, ικανά όμως να μας εισαγάγουν και να μας περιάγουν στο θέμα μας. Περιορίζομαι, για την ώρα, μόνο σε αυτούς τους δύο σημαντικούς ποιητές για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, γιατί το συγκεκριμένο θέμα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο περιβόλι της ελληνικής ποίησης, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί διεξοδικά στις σελίδες της παρούσης δοκιμής.
Και, δεύτερον, για να μην ξεμακρύνουμε από την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ποίηση που μου έδωσε το έναυσμα και την έμπνευση για να προχωρήσω στη σύνθεση αυτής της εργασίας, αλλά και γιατί πιστεύω πως η επιρροή που δέχθηκε ο Γ. Μαρκόπουλος, σε ότι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, προέρχεται κατευθείαν από την ποίηση του πρεσβύτερου Μ. Σαχτούρη, άσχετα αν η επίδραση αυτή δεν είναι κραυγαλέα και, κυρίως, έντονα χρωματισμένη για να είναι τουλάχιστον ευδιάκριτη με γυμνούς οφθαλμούς από κάποια απόσταση. Σίγουρα όμως, η επίδραση αυτή είναι γονιμοποιός, άρα καρποφόρα, παρά την όποια απαισιοδοξία κουβαλάει μέσα της.

`

`

Σχετικά με αυτό το καταθλιπτικό κλίμα που διαχέεται στην κυριακάτικη ατμόσφαιρα που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες ποιητές, και στο τέλος καταλήγει σαν το χυμένο φαρμάκι στην ποίησή τους, ο Γιώργος Μαρκόπουλος στο ποίημα του ΄΄Τις Κυριακές το απόγευμα΄΄, από τη συλλογή ΄΄Η θλίψις του προαστίου΄΄, θα γράψει πως «τις Κυριακές το απόγευμα/ οι πόρτες των πολυκατοικιών/ μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία που τα ξέχασαν».
Και στη συλλογή ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, χωρίς περιστροφές, θα αποκαλύψει πως «από όλες τις ημέρες, μπορώ να σας πληροφορήσω ότι ανέκαθεν, πιο πολύ φοβόμουν την Κυριακή…».
`

Με τις ίδιες περίπου αρνητικές σκέψεις και απαισιόδοξα συναισθήματα για τις Κυριακές διακατέχεται, όπως ανάφερα, και ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που στάθηκε θα έλεγα δάσκαλος και οδηγός για τον Γ. Μαρκόπουλο, άσχετα αν οι σκληρές συνθήκες της εποχής που έζησε και δημιούργησε αλλά και τα πλούσια βιώματα που απεκόμισε, τον ανάγκασαν να δημιουργήσει μία τραγική, στο έπακρον εφιαλτική, ποίηση.
Συγκεκριμένα, στο ποίημά του που τιτλοφορείται ΄΄Σαν πανηγύρι΄΄, από τη συλλογή ΄΄Χρωματοτραύματα΄΄, θα αποκαλέσει την Κυριακή «ευλογημένη Κυριακή/ καταραμένη μέρα» γιατί, όπως λέει, «μʼ ένα κτύπημα ο θεοκόπος μʼ έσπασε στα δύο».
`

Θα προσπαθήσω να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό, για να αντιληφθούμε καλύτερα πως λειτουργούν και πως περιγράφονται οι Κυριακές στην ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου και Μ. Σαχτούρη, δίδοντας ακόμη κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα από το έργο των δύο αυτών επιφανών δημιουργών, επιχειρώντας ταυτόχρονα και μία σύγκριση, για να διαφανεί η έκταση που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο θέμα στην ποίησή τους αλλά και τα σημεία επαφής τους, όπως διαφαίνονται, έστω και αμυδρά, σε κάποια ποιήματά τους.
Στην ποιητική συλλογή ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, του Γ. Μαρκόπουλου, που εξέδωσε τον Μάρτιο του 1987, όλες οι αναφορές στις Κυριακές, που περιέχονται σε κάποια ποιήματά της, συνοδεύονται και από ένα κακό, πολύ θλιβερό, μαντάτο. Για την ακρίβεια, στη συλλογή αυτή, γίνονται αναφορές στην Κυριακή σε τρία συνεχόμενα ποιήματα, που είναι τα εξής: ΄΄Σε μία παραλία το 1960 ή στο ρυθμό της Μπάντας΄΄, ΄΄Στη μάντρα του ασύλου΄΄ και στο ΄΄Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας΄΄ . Είναι, θα έλεγα, τρία ομότροπα ποιήματα αλλά το καθένα με διαφορετικό ύφος.
Το πρώτο ποίημα, ειδικά το ύφος του, θυμίζει την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, το δεύτερο θυμίζει την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και το τρίτο θυμίζει την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.
Στο πρώτο ποίημα, το κακό μαντάτο περιγράφεται με τους εξής στίχους:
«Ήταν Ιούλιος, Κυριακή πρωί/ και έτσι που το φως του ηλίου/ ήταν τόσο διάφανο,/ το παιδάκι σηκώθηκε/ και προχώρησε προς τη θάλασσα/ ώσπου χάθηκε».

`
Στο δεύτερο ποίημα, το τραγικό γεγονός, (που συντελείται και αυτό ημέρα Κυριακή), περιγράφεται ως εξής:
«Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω./ Ήταν σφαγμένη/ με το στήθος γυμνό/ και τα μαλλιά της λυμένα./ Ωραιοτάτη κοιμωμένη/ για τον τάφο της, φώναξα»
`

Και στο τρίτο ποίημα ο Μαρκόπουλος θα σημειώσει:
«Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας που το έπιασε φωτιά και τους γονείς μου να τρέχουν μισόγυμνοι από τον ύπνο. Μετά από χρόνια πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο. Την τελευταία Κυριακή που τους είδα με ρωτούσαν συνέχεια για την αδελφή μου. Εγώ δεν είχα αδελφή ποτέ τους είπα-πως το ξεχνούσαν-».
`

Με άλλα λόγια, στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για ένα παιδί που χάθηκε μία Κυριακή στην θάλασσα και δεν ξαναγύρισε. Ο ποιητής εδώ, παρόλο που δεν το ομολογεί ξεκάθαρα, αφήνει να εννοηθεί πως το παιδάκι έχει πνιγεί στη θάλασσα. Στο δεύτερο ποίημα γίνεται λόγος για μία σφαγμένη κοπέλα που συνάντησε μέσα στο δρόμο, πάλι ημέρα Κυριακή, για να καταλήξει να σημαδεύει την ποίησή του αρνητικά και αυτή η ευλογημένη μέρα. Το γεγονός αυτό όμως, όπως αντιλαμβάνομαι, πρέπει ν΄ ανάγεται στην σφαίρα της φαντασίας του ποιητή ή στην σφαίρα του ονείρου του, μετά που πληροφορήθηκε για τη «σφαγμένη θέλησή» της και ύστερα από τον υποχρεωτικό γάμο που την ανάγκασε να συνάψει ο πατέρας της με κάποιο που δεν την ενδιέφερε.
Και στο τρίτο ποίημα γίνεται λόγος για τους γονείς του που «πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο» αλλά και για το σπίτι τους που το έπιασε φωτιά.
Στο τέταρτο μέρος από το ποίημα ΄΄Διαβάσεις πεζών΄΄, που περιλαμβάνεται στη συλλογή ΄΄Μη σκεπάσεις το ποτάμι΄΄, ο Γ. Μαρκόπουλος περιγράφει ακόμη ένα «φοβερό δυστύχημα», που έλαβε χώρα και αυτό Κυριακή, χρωματίζοντας έτσι την άγια αυτή μέρα με τα πιο μελανά χρώματα που υπάρχουν στη μεγάλη παλέτα του Θεού:
«-Κυριακή, Ιούνιος, δώδεκα το μεσημέρι. Ένα ταξί μεγάλο, χρώματος θαλασσί με κοκαλί σκεπή, σταματά σε ένα παλιό αρχοντικό κάποιας μεσαίας σε πληθυσμό επαρχιακής πόλης. Κατεβαίνει η μητέρα, επιστρέφοντας από το μαιευτήριο, με το νεογέννητο μωρό της. Ο πατέρας, φορώντας το γιλέκο του κοστουμιού (μαύρο) με το άσπρο πουκάμισο, την υποδέχεται με εναγκαλισμούς.

Το σούρουπο η πόλη ταράχτηκε από ένα φοβερό δυστύχημα-πνιγμό για όσους θυμούνται, με βάρκα, οκτώ μαθητριών του τοπικού Γυμνασίου. Αργά το βράδυ κατέφθασε στην προκυμαία το ναυαγοσωστικό. Έβγαζαν σώματα άψυχα, με το σωρό».

Βεβαίως, το πιο πάνω τραγικό περιστατικό, με τις πνιγμένες μαθήτριες, που σημειώθηκε σε επαρχιακή πόλη, φέρνει στη θύμησή μας κάποιες σκηνές από την ταινία ΄΄Το κορίτσι με τα μαύρα΄΄ (1956), του Μιχάλη Κακογιάννη, που γυρίστηκε στην Ύδρα, κάνοντας μας να πιστεύουμε πως το γεγονός αυτό είναι πραγματικό, εφόσον καταγράφηκε με επιτυχία και από την 7η τέχνη, δηλαδή την τέχνη του κινηματογράφου.
`

`

Στη συλλογή τώρα του Μίλτου Σαχτούρη, που τιτλοφορείται ΄΄Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη΄΄ (1964), υπάρχει ανάμεσα σε άλλα και το ποίημα που ονομάζεται μονολεκτικά ΄΄Κυριακή΄΄, το οποίο αρχίζει με τους εξής στίχους:
«Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου

το πεθαμένο παιδί

δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι…».

`

Ο Σαχτούρης, στο εμβληματικό αυτό ποίημα, μας κάνει ασφαλώς κοινωνούς της κυριακάτικης μοναξιάς του αλλά ταυτόχρονα αναφέρεται και αυτός σʼ ένα θλιβερό περιστατικό. Αναφέρεται «σʼ ένα πεθαμένο παιδί» που… «δεν ξενιτεύεται» και «πάει κρατώντας ένα κόκκινο σκυλάκι μέσα στο μαντίλι…».
`

Στη συλλογή ΄΄Οι πυροτεχνουργοί΄΄, όπως διαπιστώνω, ο Μαρκόπουλος καταπιάνεται και πάλι με τις Κυριακές και συγκεκριμένα κάνει αναφορές στα ποιήματα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄ και ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής 2΄΄. Μάλιστα, στο ποίημα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄, θα γράψει:
«Ένας άνθρωπος λιαζόταν στο ταρατσάκι./ Και βέβαια, έτσι που καθόταν,/ έμοιαζε σαν να είχε πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια».
Το ποίημα του Γιώργου Μαρκόπουλου όμως, φέρνει αμέσως στην θύμησή μας τη ΄΄Δύσκολη Κυριακή΄΄, του Μίλτου Σαχτούρη, το πρώτο ίσως ποίημα που κωδικοποίησε σε βιβλίο και περιέχεται στην πρώτη συλλογή του που τιτλοφορείται ΄΄Η Λησμονημένη΄΄ (1945), όπου, ανάμεσα σε άλλους θλιβερούς στίχους, διαβάζουμε:
«…φίλε αγάπη αίμα φίλε/ φίλε δώσʼ μου το χέρι σου τί κρύο

Ήτανε παγωνιά/ δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι/ κι έμεινα μʼ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μʼ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά».
`

Στα δύο αυτά ποιήματα φαίνεται πως υπάρχει μια κρυφή επικοινωνία ή, καλύτερα, ένας σιωπηλός αλλά ευεργετικός διάλογος που μοιάζει με το αθέατο νερό που κυλάει αθόρυβα κάτω από το σκληρό βράχο και πηγαινοέρχεται ασταμάτητα από την μία υπόγεια λίμνη στην άλλη. Με άλλα λόγια, όπως στοχεύει νʼ αποδείξει η δοκιμή μου, στα δύο αυτά ποιήματα υπάρχουν, πιστεύω, κοινά στοιχεία που φανερώνουν, θα έλεγα με ασφάλεια, έναν διακειμενικό διάλογο με θέμα το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Ένα διάλογο για τον οποίο υποπτεύομαι ότι ανοίγει όπως ο κύκλος στο νερό και συμμετέχουν σε αυτό και άλλοι Νεοέλληνες ποιητές γιατί, τα πιο πάνω αποσπάσματα, έμμεσα μπορεί να παραπέμπουν και στο στίχο «Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα», του Μανώλη Αναγνωστάκη, από το ποίημα ΄΄Ο Νεκρός΄΄, που περιέχεται στη συλλογή του ΄΄Η Συνέχεια 3΄΄.
Επιπλέον, το ποίημα του Γ. Μαρκόπουλου ακούγεται και σαν ένας φιλικός χαιρετισμός ή μία σιγανή απόκριση, έστω καθυστερημένα, στο ποίημα του Σαχτούρη. Ο Σαχτούρης, όπως διαβάζουμε, με ύφος που αποπνέει παράπονο, ομολογεί πως δεν ξέρει την ώρα που είχαν πεθάνει οι φίλοι του και πως τώρα έχει απομείνει μόνος «μʼ έναν ακρωτηριασμένο φίλο». Και ο Μαρκόπουλος, ωσάν να θέλει να παρηγορήσει τον Σαχτούρη αλλά και να τον απαλλάξει από την αγωνία και τα ερωτηματικά που τον κυριεύουν, του απαντάει πως οι φίλοι του έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
`

Αυτοί οι ποιητικοί διάλογοι όμως, για τους επαρκείς αναγνώστες, δηλαδή για όσους γνωρίζουν σε βάθος τη δουλειά του Γ. Μαρκόπουλου, δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, το οποίο οφείλουν να έχουν υπόψη τους και οι νεότεροι. Θέλω να πω οι μελλοντικοί αναγνώστες του. Γιατί, ο περιπαθής Μαρκόπουλος, όπως έχει επισημανθεί αλλού, και είναι ήδη γνωστό, από αγάπη και τιμή προς τους παλαιότερούς του, από αγάπη και τιμή προς την τέχνη της ποίησης, που υπηρετεί με ασίγαστο πάθος εδώ και δεκάδες χρόνια, επιδιώκει αρκετά τακτικά να επικοινωνεί μέσω της ποίησής του με άλλους ομότεχνούς του. Κυρίως επικοινωνεί και συνομιλεί με ποιητές των αμέσως προηγούμενων γενιών, για τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση, συζητώντας μαζί τους για πολλά και ποικίλα θέματα, κυρίως υπαρξιακά και μεταφυσικά. Και αυτή η επικοινωνία γίνεται άλλοτε στα κρυφά και άλλοτε στα φανερά. Άλλοτε με ηχηρές σιωπές και άλλοτε με λαγαρούς κρότους.
`

Λευκωσία, 24.4.2012-20.10.2012

http://www.poiein.gr/2014/04/06/ie-eeeaanyo-eoneaeyo-oui-dhiecothi-aiaoinu-ooii-aethnai-ianeudhioeio-eae-oii-isseoi-oaoiync-anuoae-i-nthooio-iaontho/?fbclid=IwAR2uMCMhAUikWv62qNIP79FnlAsCXGUiKuW6zN9oyXUOd9cL2Ed1G-CrS10

Δεν υπάρχουν σχόλια: