1.12.20

Μια (παλιά) φωτογραφία Και οι (σχεδόν) χίλιες λέξεις


Η Φλαμουριά, το χωριό μου, βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου.  Απέχει δέκα χιλιόμετρα από την Έδεσσα. Εκεί, στην Έδεσσα  είχανε μεταφερθεί οι κάτοικοί του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Στο καναβουργείο δούλευε η μητέρα μου. Πλάι στα ορμητικά νερά του καταρράκτη. Υπάρχει ακόμα, ανενεργό. Ο πατέρας μου (στη μέση της φωτογραφίας, καθιστός), στον εμφύλιο, φαντάρος κληρωτός. Ο μεγάλος του αδελφός, αντάρτης του ΕΛΑΣ αρχικά, του Δ.Σ πιο μετά και ήδη εδώ, στα χρονικά πλαίσια της φωτογραφίας, νεκρός. «Τι φτιάχνατε στο καναβουργείο μαμά;» «Σκοινιά φτιάχναμε.» «Από τι;» «Από καννάβι.»  «Για κρεμάλες σκοινιά;»  Με κοίταξε αγριεμένη. Το αστείο μου δεν της άρεσε.

 Όταν οι κάτοικοι επέστρεψαν στο χωριό, το βρήκαν έτσι όπως περίπου μπορεί κανένας να διακρίνει, με τη συνεπικουρία και της φαντασίας για περισσότερα. Το φωτογραφικό στιγμιότυπο απεικονίζει ένα γάμο. Στους γάμους, εκείνη την εποχή, τα προικιά έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο. Κι ας ήταν λίγα και φτωχικά. Η μεταφορά τους από το σπίτι της νύφης σε εκείνο του γαμπρού, ήταν ένα ολόκληρο σκηνοθετημένο θεατρικό δρώμενο.  Εδώ απεικονίζεται η μεταφορά του νυφικού κρεβατιού.  Με εμφανείς συμβολισμούς. Όπως, το παιδί στο κρεβάτι. Το παιδί δεν αντιλαμβάνεται το συμβολισμό, φυσικά. Δεν είναι σε θέση. Είναι αθώο. Το μόνο που το νοιάζει είναι η βόλτα πάνω στο κρεβάτι και τα «φώτα» της ιδιότυπης περιστασιακής «δημοσιότητας». Το παιδί σηματοδοτεί  και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Από τα πρόσωπα των συμμετεχόντων απουσιάζει το στοιχείο του ζόφου, του προερχόμενου από τα όσα φρικτά διημείφθησαν τα προηγούμενα χρόνια. Όλα εκείνα που οι κάτοικοι αποφάσισαν να τα αφήσουνε πίσω. Να τα ξεχάσουν, κρατώντας στη μνήμη μονάχα εκείνους που χάθηκαν.

Βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά. Οι κάτοικοι της Φλαμουριάς, όπως και των άλλων παρόμοιων χωριών, είχανε ήδη περάσει από  τις συμπληγάδες του αδιανόητου πόνου. Πόλεμος, κατοχή, και σχεδόν  αμέσως μετά, το χειρότερο απ’ όλα: Ο εμφύλιος! Με όλα όσα πέρασαν, θα περίμενε κανείς να διακατέχονται από συναισθήματα φόβου, απαισιοδοξίας και θλίψης. Και όμως, τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται.  Είναι αστείρευτες οι αντοχές του ανθρώπινου είδους! Φτάνει να υπάρχει  η ελπίδα για το καλύτερο. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι κοινωνικοί δεσμοί ενδυναμώνουν. Οι στερήσεις βασικών αγαθών, περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Η αλληλεγγύη ανάμεσά τους, δυνατή και παρούσα. Μικρά σύντομα ανταμώματα με την ευκαιρία κάποιας μικρής ή μεγάλης χαράς, διαρκώς στο προσκήνιο. Ανταμώματα, λοιπόν, και γιορτές με την ευκαιρία ενός γάμου, μιας γέννας, μιας βάπτισης. Σε αυτήν την τελευταία συμμετέχουν τα πιτσιρίκια, παίζοντας το ρόλο του αγγελιοφόρου. Αυτοί θα ανακοινώσουν το όνομα στον ευτυχή πατέρα, που τα περιμένει με (μια δήθεν) αγωνία στην εξώπορτα και  με τις χούφτες γεμάτες πενταροδεκάρες. Ανάμεσα σε αυτές  και κανένα μισόδραχμο με το πρόσωπο του Παύλου του Α΄. Η χούφτα ανοίγει  με το άγγελμα του ονόματος και τα δεκάδες νομίσματα στραφταλίζουν ψηλά στον αέρα, προτού σκορπίσουν στο χώμα, μέσα σε μικρές τούφες σκόνης. Το παιδομάνι με τα πληγιασμένα γόνατα, χιμάει στο έδαφος. Ο πιο σβέλτος μαζεύει  τα περισσότερα, ο πιο τυχερός, τα  «χοντρά». Ακόμα και δίδραχμα υπήρχαν, ορισμένες φορές. Αν ήταν γιός…  Και αν, στη συνέχεια, βρισκόταν και κανένας περιφερόμενος μουσικός με τη γκάιντα του (μεταξύ μας τώρα, αυτά δεν συνέβαιναν  και τόσο τυχαία όσο έμοιαζαν), στηνόταν τρικούβερτο γλέντι, από το οποίο όμως κάποιοι απουσίαζαν. Απουσίαζαν εκείνοι που χάθηκαν, αλλά κι εκείνοι που υποβάλλονταν σε ατελέσφορη «αναμόρφωση» στην «παραθέριση», έτσι όπως συνήθιζαν να ονομάζουν τα ξερονήσια με εκείνο το ασίγαστο, πέτρινο χιούμορ τους. Στα πρόσωπά τους θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς εκείνα που εκπληκτικά περιγράφονται στο ποίημα «Οι γερόντοι» από την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» του Γιάννη Ρίτσου:

«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,

ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,

κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους

που δε σηκώνει τ’ άδικο».

Όμως, όλα αυτά, περασμένα, ας πούμε. Ξεχασμένα…  όχι. Αυτό, ας μην το πούμε καλύτερα.  Είναι ύβρις να ξεχνάμε την ιστορία. Γιατί τότε κι εκείνη μας τιμωρεί. Και το κάνει σκληρά, επαναλαμβανόμενη, όχι ως φάρσα, όπως είθισται να λέμε,  αλλά ως τραγωδία.

Όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να με κάνουν κι εμένα  να αναλογιστώ αυτά που συμβαίνουνε σήμερα. Εντάξει, σύμφωνοι. Άλλο πράμα να κροταλίζουν τα πολυβόλα. Όμως κι εμείς, που υπάρχουμε σήμερα, σε έναν ιδιότυπο, διπλό πόλεμο μήπως δε ζούμε; Με τη χρεοκοπία της χώρας από τη μια, και τα ακόμα χειρότερα δεινά της πανδημίας από την άλλη. Ανάμεσά τους ένα μικρό, φωτεινό μεσοδιάστημα, τόσο μικρό που δεν προκάναμε καν να κάνουμε σχέδια αισιόδοξα. Το ερώτημα: «Τι άλλο μας περιμένει;» δεν μας αφήνει. Η μόνη μας απαντοχή για φωτεινότερες μέρες εναπόκειται πλέον στην επιστήμη και το εμβόλιο κατά της πανδημίας που ευελπιστούμε να βάλει ένα τέλος σε αυτό το μαρτύριο. Για να έρθουν, επιτέλους, εκείνες οι «καλύτερες μέρες».

 Τάκης Γκόντης

Δημοσιεύτηκε στα «Νέα Σαββατοκύριακο» (28/1/2020) και στη στήλη «ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: