27.12.20

Αποκαλύπτοντας την καλλιτεχνική μας ψυχή


Δημήτρης Δακρότσης Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών 
Όπως ο θεωρητικός νους προκαλεί αισθητικές γνώσεις διαμέσου της έκφρασης και εννοιολογικές γνώσεις διαμέσου της λογικής, έτσι και ο πρακτικός νους ωθεί σε πράξεις. Ανεξάρτητη, αλλά όχι αποκομμένη από τις δυνάμεις της αισθητικής γνώσης και της λογικής, η βούληση προσανατολίζει τον νου σε πράξεις σύμφωνα την αρχή της ελευθερίας. Εάν ρωτούσαμε τον Πλάτωνα ποια είναι η γνώμη του για την τέχνη, θα εισπράτταμε αρνητικά σχόλια και παραινέσεις αποφυγής για μία δραστηριότητα υλιστική, που εκδηλώνεται ως πάρεργο του νου, στην προσπάθειά του να εξισορροπεί το λογικό με το θυμικό του Εγώ, την υπερβατική του φύση με τα φαινόμενα. Παρόλο που οι εκφράσεις μας είναι μοναδικές, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το περιεχόμενό τους είναι σύμπτωση αισθητικών ερεθισμάτων, αντιπροσωπευτικό της υποκειμενικής άποψης του προσώπου που εκφράζεται: ο καλλιτέχνης περιγράφει εκδοχές της πραγματικότητας συνθέτοντας μορφές, που φέρουν το αισθητικό αποτύπωμα της ατομικής του εμπειρίας. Μιας εμπειρίας, που, ούσα προσκολλημένη στα φαινόμενα, σχηματοποιεί εντυπώσεις διαμέσου των ίδιων ποιοτήτων που την έχουν προκαλέσει. Αναπαράγοντας τον κόσμο των φαινομένων, ο καλλιτέχνης μιμείται τις φυσικές μορφές χωρίς να δημιουργεί κάτι νέο. Και τούτο γιατί η εμπειρία του δεν του επιτρέπει να κατέχει γνώση της βαθύτερης προέλευσης των πραγμάτων, επομένως ενεργεί απεικονιστικά και όχι δημιουργικά. Και ποια είναι η φύση της πραγματικότητας; Η φύση προσφέρει υλικό στις αισθήσεις δια μέσου πρωτογενών ποιοτήτων, των Ιδεών, την πραγματικότητα των οποίων δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί το είδος της ουσίας τους, ή μάλλον το είδος της ενέργειας που αυτή εκπέμπει, δεν μπορεί να προσληφθεί καθαρά από τις ατελείς αισθήσεις και -ως εκ τούτου- δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί από τον νου μας. Ό,τι προσλαμβάνει ο νους είναι εξασθενημένα ερεθίσματα των Ιδεών, μεταφερμένα διαμέσου ατελών αισθήσεων. Δεν είναι επομένως ανικανότητα του νου, αλλά ανεπάρκεια των αισθήσεων ό,τι εμποδίζει την ολοκληρωμένη μεταφορά της πληροφορίας. Εξαιτίας της αισθητηριακής ανεπάρκειας, ο νους δεν έχει γνώση των Ιδεών, αλλά μόνο το παραποιημένο αποτύπωμά τους: αποτύπωμα συμβατό προς τις αισθήσεις, ωστόσο ασύμβατο προς τον ίδιο. Μπορούμε ωστόσο, δεδομένης της εγγενούς αδυναμίας μας να προσεγγίζουμε τις Ιδέες; Ο Πλάτων παρατηρεί ότι όχι μόνον μπορούμε, αλλά είναι έργο μας, ως οντότητες που φέρουμε νου, να ανερχόμαστε στον κόσμο των Ιδεών: ο αισθητός κόσμος είναι ένα σύνολο εντυπώσεων που διαμορφώνει την μη-γνώση μας για την ουσία των πραγμάτων. Και είναι πράγματι παράδοξο, ότι η μη-γνώση, ως κατάσταση του νου να μην αντιλαμβάνεται τις Ιδέες δια μέσου των αισθήσεων, αποτελεί ταυτόχρονα αναγνώριση του γεγονότος αυτής της αδυναμίας: ο άνθρωπος παρατηρεί την φύση, αλλά και τον εαυτό του ως αναπόσπαστο μέρος της, ενώ αντιλαμβάνεται ότι το φυσικό όχημα του νου, η ανθρώπινη βιολογία, είναι ατελής. Σύμφωνα με την προσωπική μου οπτική, λέγοντας μη-γνώση, δεν εννοούμε κατάσταση ατελούς νου, αλλά μάλλον άγνοιας του εξωτερικού παράγοντα που εμποδίζει τον νου αποσαφηνίσει την πληροφορία. Είναι δηλαδή η μη-γνώση, όπως την περιγράφουμε, ζήτημα βιολογικό, καθόλα τεχνικό, συσχετισμένο με την ανεπάρκεια των αισθήσεων να μεταφέρουν στον νου ακριβή νοήματα. Δεδομένης της φυσικής του αδυναμίας, ο νους έχει αδρανήσει και απωθήσει στα εσώτατα της μνήμης του την γνώση της προέλευσής του: γνώση υπερβατική για τα δεδομένα της αισθητικής πραγματικότητας, ωστόσο αδύνατη να διαγραφεί. Αναγνωρίζοντας την υπερβατικότητά του, ο νους επιστρέφει, έστω και αποδυναμωμένα στην ανάμνηση των Ιδεών, διαμέσου μίας ενσυναίσθητης, προεμπειρικής βεβαιότητας. Για να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης του Πλάτωνα, ας φανταστούμε μία κατάσταση γενικευμένης αγνωσίας, ως αντίδραση της φυσικής επιλογής να αποδυναμώσει κάποιες περιοχές του εγκεφαλικού μας φλοιού. Στην υποθετική αυτή κατάσταση κανείς δεν θα μπορούσε να αποκωδικοποιεί συγκεκριμένα ερεθίσματα, θα μπορούσε ωστόσο, παρατηρώντας τον εαυτό του, να αντιληφθεί τις συνέπειες της αποδυνάμωσης. Είναι η ενσυναίσθηση, για τον Πλάτωνα, θεωρητική μήτρα αποκατάστασης της γνώσης των Ιδεών; Η νοητική λειτουργία δεν είναι εκδήλωση ηλεκτρικών διεγέρσεων στον εγκέφαλο, αλλά προ-εμπειρική διαδικασία επιβιωμάτων και αναβιώσεων. Ό,τι πρέπει να ενεργοποιεί ο άνθρωπος δεν είναι η παρατηρητικότητα προς τις τυποποιημένες εκδοχές του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά η αποκατάσταση της λανθάνουσας γνώσης του, όσον αφορά στις Ιδέες: επομένως δεν αναφερόμαστε σε διαγραφή, αλλά σε απώθηση γνώσεων. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τον Πλάτωνα, λέμε ότι ο άνθρωπος στερείται γνώσης Ιδεών, συνεπεία στέρησης γνωσιακών μηχανισμών ανάμνησής τους: με την επαναφορά των γνωσιακών μηχανισμών, αποκαθίστανται αυτόματα και οι γνώσεις. Δεδομένου ότι ο νους μας εξαρτάται λειτουργικά από την βιολογία μας, η επαναφορά των μηχανισμών ανάμνησης είναι φυσικά αδύνατη. Προσπαθώντας να αποκαταστήσει αυτή την έλλειψη, ο Πλάτων αντικαθιστά την φυσική αυτοπαρατήρηση του νου, με την φαντασίωση της εν δυνάμει πραγματικότητάς του: εδώ δεν είναι η παρατήρηση των αισθητών, αλλά η ενσυναίσθηση ό,τι μας βοηθά να επαναφέρουμε τις αναμνήσεις των απωθημένων γνώσεων. Η βεβαιότητα περί ύπαρξης Ιδεών, προερχόμενη από έναν νου που γνωρίζει ότι υπάρχει αλλά αισθάνεται εγκλωβισμένος, αποτελεί πάγια συνειδησιακή κατάσταση: εφόσον αμφισβητεί την αισθητή πραγματικότητα, ο άνθρωπος, είναι προγραμματισμένος να λειτουργεί με τον τρόπο αυτό · επιπλέον, αναγνωρίζοντας ενσυναίσθητα ότι διαθέτει νου, ενστερνίζεται την α-λήθεια της υπερβατικής προέλευσής του. Η διερεύνηση της προέλευσης του νου δεν παρατηρείται διασκεπτικά-εννοιολογικά, αλλά αποκαλύπτεται ενσυναίσθητα ως βαθύτερη συνειδησιακή πραγματικότητα καθενός, αλλά και όλων μας: η αγνωσία του υπερβατικού νου δεν αποκαθίσταται με υλιστική παρέμβαση, αλλά με εξαΰλωση του φυσικού-αισθητού εμποδίου που ανάγκασε την γνώση να μετατεθεί στην κατάσταση της λήθης. Και είναι η α-λήθεια, δηλαδή η άρση της λήθης, ό,τι επαναφέρει την υπερβατική γνώση στην τρέχουσα μνήμη του ανθρώπου. Πώς όμως εμείς οι ατελείς, πλην εν δυνάμει υπερβατικοί από τα δεσμά της ύλης, άνθρωποι, μπορούμε να αποκαταστήσουμε την πλάνη μας, και από εν δυνάμει, να γίνουμε εν ενεργεία υπερβατικές υπάρξεις; Εδώ ο Πλάτων ανατρέχει στο το παράδειγμα του Σπηλαίου: έστω ότι βρισκόμαστε σε μία βαθιά σπηλιά ακινητοποιημένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να κοιτάζουμε μόνον ευθεία, σε έναν τοίχο, στον οποίο προβάλλονται οι σκιές των γεγονότων, εξαιτίας μιας φωτιάς που καίει ακριβώς από πίσω μας. Λόγω της αιχμαλωσίας, η ανάμνηση της τρισδιάστατης υπόστασής μας έχει επέλθει σε λήθη, ο δε νους μας αναγνωρίζει ως πραγματικά μόνο τα γεγονότα των δισδιάστατων εικόνων. Ωστόσο, παρόλο τον περιορισμό του, ο άνθρωπος είναι πλασμένος να ζει σε έναν κόσμο τριών διαστάσεων, τον οποίο, παρόλο που δεν γνωρίζει εμπειρικά, εντούτοις μπορεί να διαισθανθεί. Φιλόσοφος είναι εκείνος, που θα καταφέρει να σπάσει τα δεσμά του και να αποκαταστήσει την α-λήθεια. Αυτή είναι η γνώμη του Πλάτωνα για την πραγματικότητα των αισθήσεων: κατάσταση ατελής, που αποτελεί εμπόδιο, αλλά ταυτόχρονα και ευκαιρία υπέρβασής της. Και η τέχνη; Ποια είναι η θέση της τέχνης μέσα στην ατελή πραγματικότητα; Ο άνθρωπος, δεν ζει στην καθημερινότητα ενός πρωτογενούς κόσμου, αλλά δευτερογενών αντιγράφων του. Παρόλο που ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τα αντίγραφα του πρωτογενούς κόσμου των Ιδεών, οι εκφράσεις του δεν είναι παρά μιμήσεις αυτών των αντιγράφων. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα έργα τέχνης περιέχουν εκτός από τον πρώτο, τον φυσικό, και έναν δεύτερο βαθμό απομάκρυνσης από τον κόσμο των Ιδεών, τον εκφραστικό. Τοποθετώντας την φαντασία στην θέση της λογικής, ο καλλιτέχνης παραπλανεί τον ήδη αποστασιοποιημένο από την πραγματικότητα των Ιδεών, νου, μετακινώντας το επίκεντρο της παρατήρησης προς ατελή αντίγραφα ειδώλων. Για τον Πλάτωνα δεν υπάρχει τίποτε πιο απατηλό από την τέχνη, εφόσον προορισμός της είναι να δημιουργεί μιμήσεις που απέχουν δύο βαθμούς από την αληθινή πραγματικότητα. Πώς όμως αποδεικνύεται ότι η περί Ιδεών θεωρία περιέχει την αδιαμφισβήτητη εκείνη αλήθεια, ώστε να απορρίπτει θεμελιώδεις ανθρώπινες ελευθερίες όπως αυτή της έκφρασης; Η πρώτη απάντηση στην πολεμική του Πλάτωνα προς την τέχνη και την θεωρία των Ιδεών, έρχεται από τον μαθητή του, Αριστοτέλη, ο οποίος παρατηρεί ότι παρόλο που μιμείται την φύση, η τέχνη, αποτελεί ακέραια πραγματικότητα και όχι πλάνη: ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξαρτάται από υπερβατικές Ιδέες, δεδομένου ότι καθένας μας αποτελεί αυθύπαρκτη οντότητα, ακριβώς όπως και οι υποτιθέμενες Ιδέες: πώς μπορεί για κάθε άνθρωπο να αντιστοιχεί και μία Ιδέα; Εάν καθένας μας συνδέεται με μία Ιδέα, τότε υπάρχουν τόσοι άνθρωποι όσες και Ιδέες! Επομένως καταρρίπτεται κάθε ιδανική σχέση ομοιότητας μεταξύ πρωτοτύπου-αντιγράφου, εφόσον δεν καθορίζεται η φύση του ενός και του άλλου. Για τον Αριστοτέλη, η τάση του ανθρώπου να μιμείται τα φαινόμενα συνδέεται με την βαθύτερη φύση του: ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον και -ως εκ τούτου- χρησιμοποιεί την τέχνη για να δημιουργεί ιδανικές ποιότητες σύμφωνα με το προσωπικό του κριτήριο. Είναι ωστόσο οι καλλιτεχνικές ποιότητες ψυχοφελείς; Ο Αριστοτέλης αποκρίνεται θετικά: η τέχνη όχι μόνον είναι ψυχοφελής, αλλά περιέχει στοιχεία πνευματικότητας που μας βοηθά να κατανοήσουμε καταστάσεις πέρα από τις ατομικές εμπειρίες και τα συναισθήματά μας. Προκειμένου να ενστερνιστούμε αυτή την μείζονος σημασίας θέση, ας μεταφέρουμε τις απόψεις του Αριστοτέλη στην εποχή μας και ας πειραματιστούμε εκφραστικά διαμέσου ενός φανταστικού εικαστικού ταξιδιού. Έτσι θα διαπιστώσουμε πώς πραγματοποιείται σύνδεση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού και κυρίως, πώς τούτη η σύνδεση αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα στον περιβάλλον της εμπειρίας. Έστω λοιπόν ότι βρισκόμαστε στο μουσείο του Λούβρου μπροστά από το αριστούργημα του Delacroix «Η Σφαγή της Χίου»: θέμα που παραπέμπει σε αποτρόπαια ιστορικά γεγονότα, η ωμή περιγραφή των οποίων μόνον απέχθεια θα δημιουργούσε στην φαντασία καθενός. Κι όμως: ο καλλιτέχνης παρουσιάζει την προσωπική του εκδοχή μέσα από ένα έργο που ελάχιστοι δεν θα θεωρούσαν αριστουργηματικό! Είναι ο καλλιτέχνης ψευδολόγος που αποπροσανατολίζει το κοινό από τα συναισθήματα που θα προκαλούσε η ζωντανή αποκάλυψη των ιστορικών γεγονότων; Ή μήπως είναι συνθηκολόγος μεταξύ πραγματικότητας και ψυχής; Το πρόσωπο που μετατρέπει τα πυρά της ανελέητης βιαιότητας των πραγμάτων σε εκφράσεις, που καθένας μας μπορεί να δεχτεί και να διδαχτεί από την αλήθειά τους; Ο καλλιτέχνης αναχαιτίζει τις δυνάμεις της ύλης και προστατεύει την ψυχή ελέγχοντας τα συναισθήματα διαμέσου των εκφράσεων: οι καλλιτεχνικές μορφές δεν είναι αποτυπώματα άψυχης ύλης, αλλά επεξεργασμένες αισθητικές γνώσεις ενός πρωτότυπου, που η ιδέα του βρίσκεται όχι σε έναν κόσμο υπερβατικό, αλλά στον νου του καλλιτέχνη. Τολμώ εδώ να συμπληρώσω, ότι δεν υπάρχει πρωτογενής και δευτερογενής πραγματικότητα, αλλά έκφραση του καλλιτέχνη και έκφραση του παρατηρητή: ο πρώτος εκφράζεται διαμέσου της άμεσης ενορατικής γνώσης ή αισθητικής εποπτείας που του προσφέρει η ζωηρή φαντασία του, δημιουργώντας ένα μοναδικό έργο. Ο δεύτερος ασκεί το νοητικό του δικαίωμα να εκφράζεται εσωτερικά εκδηλώνοντας συνειρμούς και συναισθήματα μπροστά στην εκφραστική αποκάλυψη. Έχοντας επωμισθεί το βάρος της αναχαίτησης συναισθημάτων που θα προκαλούσε η φρίκη των πραγματικών εικόνων, ο καλλιτέχνης, προσφέρει στον παρατηρητή την δική του αποκαθαρμένη από κάθε βάρος που θα μπορούσε να προκαλέσει ψυχικό πόνο, εκδοχή. Έκφραση όχι ψευδής, αλλά αληθής γιατί ολοκληρώνει την εμπειρία του παρατηρητή διαμέσου χάλκευσης της εσωτερικής του γαλήνης. Ψυχικές δυνάμεις ή προσωπική προτίμηση, ό,τι ονομάζουμε «γούστο» εξάπτουν το ενδιαφέρον του παρατηρητή; Το γούστο είναι η αισθητική προτίμηση: η πρώτη ενθάρρυνση του παρατηρητή να ανοίξει τις πόρτες της ψυχής του σε ένα έργο. Οι προτιμήσεις δεν είναι υλιστικές ποιότητες που πασχίζουν να εξωτερικευτούν προς τέρψη του κατώτερου θυμικού όπως τις παρουσιάζει ο Πλάτων, αλλά συναισθήματα που συνοδεύουν κάθε εμπειρία. Και μιλώ κυρίως για τις μη εκδηλωμένες εμπειρίες, εκείνες τις κρυφές μνήμες που δεν έχουν ανάγκη την πλατωνική ανάμνηση, αλλά την συναισθηματική παίδευση με σκοπό την εξωτερίκευση. Αυτή είναι η έκφραση της φαντασίας, της κατεξοχήν γνώσης των μορφών, η οποία ορθώνεται με τους ίδιους όρους δίπλα στην εννοιολογική γνώση, την γνώση της διασκεπτικής ενέργειας και της λογικής. Και ποιος είναι ο παράγοντας που ενώνει τις δύο μορφές γνώσης; Μείζονα ενοποιητικό ρόλο μεταξύ αισθητικής και εννοιολογικής γνώσης, ό,τι δηλαδή ότι έχουμε διδαχθεί από τον Αριστοτέλη να ονομάζουμε θεωρητικό νου, κατέχει φιλοσοφικά η πρακτικότητα ή ελεύθερη βούληση. Όπως ο θεωρητικός νους προκαλεί αισθητικές γνώσεις διαμέσου της έκφρασης και εννοιολογικές γνώσεις διαμέσου της λογικής, έτσι και ο πρακτικός νους ωθεί σε πράξεις. Ανεξάρτητη, αλλά όχι αποκομμένη από τις δυνάμεις της αισθητικής γνώσης και της λογικής, η βούληση προσανατολίζει τον νου σε πράξεις σύμφωνα την αρχή της ελευθερίας. Ακόμη λοιπόν και εάν ο άνθρωπος ήταν αλυσοδεμένος σε σπήλαια, ό,τι θα τον βοηθούσε να διαφύγει δεν είναι η ανάμνηση της υπερβατικής Ιδέας της ελευθερίας, αλλά η έμφυτη, φυσική του ανάγκη για ελεύθερη βούληση. Και κλείνω με αυτό: έργο του ανθρώπου δεν είναι μόνον η διαφυγή, αλλά και η πορεία προς αυτή: μία πορεία που δεν προϋποθέτει γνώση αποκοπής των δεσμών, αλλά σταδιακή αποδέσμευση διαμέσου της επιθυμίας, της φαντασίας, της λογικής και της πράξης. Και εάν είναι βασανιστική ή δύσκολη στην εφαρμογή της, η έξοδός μας προς την ελευθερία, δεν έχουμε παρά να εκφράσουμε την προσπάθειά μας αισθητικά, καλλιτεχνικά, ανεξάρτητα από το τάλαντο, δηλαδή των βαθμό ακρίβειας απεικόνισης της καλλιτεχνικής μορφής: εάν είναι ειλικρινές, το τάλαντο θα εκδηλωθεί όπως έλεγε ο σύγχρονος φιλόσοφος Benedetto Croce, ως έργο αγάπης, ομορφιάς, κοινής ωφέλειας: πρωτοτυπία της βούλησης μας να προσφέρει την αγνότητα της ελεύθερης ψυχής ως δώρο στον φυσικό εαυτό, που επιθυμεί την χαρά της ζωής! Έτσι ανοίγεται ο δρόμος προς την κατάκτηση της πραγματικότητας και όχι μέσα από σκοτεινές μεταφυσικές, ανύπαρκτες Ιδέες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: